Κεφάλαιο 1ο
Για εσένα .
Που κάποιες φορές νιώθεις πως δεν αξίζεις.
Πως η ζωή δε θα ομορφυνεί ποτέ.
Αυτό το βιβλίο σου ανήκει.
N'ouble pas de vivre
(Μη ξεχνάς να ζεις)
Τότε.
Ευα,19 ετών.
<<Une baguette et un croissant avec de la confiture.S'il vous plaît>>.(Μια μπαγκέτα και ένα κρουασάν με μαρμελάδα.Παρακαλώ.)
Η μικροσκοπική υπαλλήλος πίσω από το γυάλινο μπουφέ του ζαχαροπλαστείου, μου χαμογέλασε και τα μάγουλα της κοκκίνησαν ελαφριά.
Με γρήγορες κινήσεις πήρε με το γάντι της την μπαγκέτα και έπειτα σε μια χάρτινη μικρή σακουλίτσα ,έβαλε το κρουασάν.
Είναι δέκα το πρωί.Ο καιρός είναι ηλιόλουστος και ο καφές στο χέρι μου κρύος.
Δέκα λεπτά έχω μέχρι το επόμενο μάθημα στην σχολή.
Στο πρώτο με είχαν πλακώσει τα σκεπάσματα.
Το να δουλεύεις καπάκι μετά από κάθε μάθημα δεν είναι και το πιο ξεκούραστο προγραμμα στο κόσμο.
Και το εστιατόριο που δουλεύω ως υποδοχή είναι αρκετά απαιτητικό, παρόλο που το μόνο που έχω να κάνω είναι να υποδέχομαι και να πηγαίνω στα τραπέζια ,τους πελάτες.
Δεν είναι και εύκολο να προσπαθείς κάθε φορά να αποκρούσεις τα ηλίθια σχόλια από τύπους που τα ονομάζουν φλερτ.
Και ένα αφεντικό, που θα έπρεπε να έχει κάνει στήρωση ο πατέρας του για να μην τον κάνει,να σου υποδεικνύει πως πρέπει να κάνεις τη δουλειά σου καλύτερα και να ευχαριστείς τον κάθε μαλακα που επιθυμεί να πληρώσει παραπάνω ,αν του κάνεις παρέα.
Σιχαμένοι όλοι τους.
Αλλά καμιά φορά κάνουμε πράγματα που δε θέλουμε.Κάποιοι θα πουν πως υπάρχει επιλογή.Αλλά εκείνοι δεν τολμούν να περπατήσουν ποτέ στα παπούτσια σου.
Έβαλα στη τσάντα μου το πρωινό μου και κατευθύνθηκα προς το πανεπιστήμιο.
Η ειδικότητα του management και της οικονομικής επιστήμης είναι κάτι που με ενδιέφερε πάντοτε.
Είναι από εκείνα που έβλεπα πως μπορούσα να κάνω με άνεση και πως σε αυτό θα είχα μέλλον.
Αλλά όταν ήρθα εδώ στο Παρίσι δεν ήταν όλα εύκολα.
Το να είσαι μόνη σε αυτή τη ζωή είναι δύσκολο και τίποτα δε σου χαρίζεται.
Το κατάλαβα με τον άσχημο τρόπο.
Αλλά τι να κάνω ,η δουλειά αυτή ,έστω και αν είναι μόνο η παρέα ,μου αποδίδει περισσότερα από ότι η υποδοχή.
Κανένας όμως δεν αφήνω να με αγγίξει παραπάνω.
Το στομάχι μου είναι γεμάτο,η στέγη μου δε καταρρέι και δε χρειάζεται να ανησυχώ για κάτι.
Δύο χρόνια πριν έφυγα με ένα όνειρο στα σκαριά να σπουδάσω να γίνω ανεξαρτητη και έστω με αυτό τον τρόπο είμαι ένα βήμα κοντά.
Ένα όνειρο που λαχταρούσα.
Που το κρατούσα γερά να μη μου φύγει.
Λέω στον ευατό μου πως θα στρώσω τη ζωή μου.Θα γίνω επιτυχημένη.Θα βρω μια δουλειά σε μια καλή εταιρεία.
Από μικρή μου άρεζαν τα γαλλικά.
Όταν η καθηγήτρια μου ,μου πρότεινε να φύγω στο Παρίσι το είδα σαν ευκαιρία.
Με βοήθησε πολύ.Λέγοντας καλά λόγια για εμένα σε έναν από τους καθηγητές που ήταν στη σχολή.Μου βρήκε σπίτι.
Με στήριξε.
Πίστευε σε εμένα.
Θα μπορούσα να είχα μείνει στην Ελλάδα να έχω πιο λίγες δυσκολίες.
Αλλά εξόρισα τον ευατό μου.
Μαλακίες,δεν άντεχες να ζεις άλλο έτσι.
Το μάθημα ήταν αρκετά βαρετό σήμερα στην αίθουσα .
Ο καθηγητής ένας άντρας γύρω στα πενήντα με φανερό περουκίνι να καλύπτει τη φαλάκρα του. Εξηγούσε την παγκόσμια οικονομική ύφεση του 1929 που προκλήθηκε μετά απο το χρηνατιστηριακό κραχ.
Δεν κραταώ σημειώσεις.Διότι γνωριζω την οικονομική ιστορία.Και ειδικά αυτή, γιατί ο τύπος αυτός έρχεται στο εστιατόριο.Ξανά και ξανά την ακούω από τα χείλη του, λες και έχει ψύχωση μαζί της.
Προσπαθεί πάντοτε να με ενθουσιάσει.
Στο αμφιθέατρο όμως είμαι αόρατη για εκείνον.
Μα σε καποιους δεν περνώ απαρατήρητη ποτέ.
Είναι μια κατάρα.
Αυτός όμως δε σηκώνει ούτε βλέφαρο να με κοιτάξει.
Ίσως είναι η ντροπή.
Την πρώτη μέρα που με είδε στην αίθουσα κόντεψε να μείνει στον τόπο.
Γιατί το προηγούμενο βράδυ είχε ξοδέψει πάνω από χίλια ευρώ στο μαγαζί και εμένα μου άφησε ένα φιλοδόριμα σχεδόν το μισό ,μόνο και μόνο για να του δώσω ένα φιλί στο μάγουλο.
Η βέρα στο δεξί του χέρι, όταν την είδα μου ξίνισε.
Δεν ήταν όμως ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος που το βλέμμα του υποδείλωνε πως η ψυχή του ήταν άδεια οαγιδευμένη σε ένα γάμο χωρίς αγάπη και έρωτα.
Αυτά δεν υπάρχουν έτσι και αλλιώς.
Πέρασα τα χέρια μου μέσα από τα σκούρα καστανά μαλλιά μου και άρχισα να παίζω με το στυλό.
Πάνω στο χαρτί να γράφω τις υποχρεώσεις που είχα από εργασίες για τις επόμενες μέρες.
Είμαι αρκετά καλή και οι καθηγητές μου ήδη μου έχουν προτείνει δουλειές και μεταπτυχιακό με το που θα τελείωσω.
Αλλά το να αποσπάω τη προσοχή μου με το μολύβι,αυτό είναι και ένας τρόπος να αδιαφορίσω για τους ψίθυρους που ξεφεύγουν γύρω μου.
Γιατί είπαμε δεν περνώ απαρατήρητη.
Την ζωή μου μέσα.
Σηκώνω το βλέμμα μου ελαφριά προς τη πλευρά των φωνών και των κινήσεων.
Δύο αγόρια στην ηλικία μου στις απέναντι θέσεις με κοιτούν και ψιθυρίζουν.
<<Ele est très belle,>>είναι πολύ όμορφη ,διέκρινα από τα χείλη του ενός και ο δεύτερος γύρισε και με κοίταξε.
Μισω κάθε φορά αυτή τη λέξη.
Δε μπορω να καταλάβω γιατί πρέπει κάποια γυναίκα να την κρίνουμε από το πόσο όμορφη είναι.Άλλωστε δεν είμαστε όλες με τον τρόπο μας;
Πάντοτε γνώριζα πως με έβλεπαν οι άλλοι .
Τα βλέματα.Οι φωνές. Τα σφυρίγματα στο δρόμο.
Ακόμα και από μικρή ηλικία.
Διαστρεμένα μυάλα σκέφτονταν αδιανόητα πράγματα.
Γι'αυτό εγώ άρχησα να κρύβομαι,μέσα σε φαρδιά ρούχα .Να αφήνω τα μαλλιά μου μακριά να σκεπάζουν το πρόσωπο μου.
Να μη κάνω τίποτα πάνω μου ,που να υποδειλώνει ότι προκαλώ με αυτό που είμαι.Αλλά μάταια.
Το μισούσα αυτό.
Κάποιοι λένε είναι κατάρα και ευλογία η ομορφιά.Εγώ λέω ότι αυτό είναι η χειρότερη βλακεία που έχω ακούσει στη ζωή μου.
Επειδή κάποιοι αποφάσισαν να σε βλέπουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο δεν έχουν κανένα δικαίωμα πάνω σου.
Ασχήμια και ομορφιά.
Δύο λέξεις μας κάνουν να ξεχνάμε το εσωτερικό.Και ποιος άλλωστε τα όρισε;
Ποιος καθόρισε το τι είναι όμορφο ή άσχημο;
Κάποιοι με θεωρούν ότι υποκρίνομαι.
Ότι το κάνω επίτηδες ότι κρύβομαι ,για να μου δίνουν περισσότερη προσοχή
Ότι παίζω ότι είμαι αλλιώς .
Σε ένα κομμάτι έχουν δίκαιο.
Αλλά στο άλλο όχι Εγώ απλά θέλω να είμαι αόρατη.
Τι δε θα έδινα όμως,για μια φορά,να μη κρατούσα κάθε φορά που γυρνάω σπίτι μου, τα κλειδιά στο χέρι μέχρι να φτάσω στη πόρτα.
Γιατί ζούμε σε ένα κόσμο που ναι, δεν είναι όλοι άντρες ,αλλά είναι όλες οι γυναίκες.
Και εγώ,τους μισώ.Οχι,απόλυτα και όχι όλους .Υπάρχουν και εξαιρέσεις.
Φυσικά μου αρέσουν, αλλά όχι όσο οι γυναίκες.
Νομίζω ,δηλαδή.
Ίσως δεν έχω βρει κάποιον που να με κάνει να αισθανθώ όπως η ...
Η σκέψη μου φεύγει μακριά πίσω και εγώ προσπαθώ να την επαναφέρω.
Ρίχνω το βλέμμα μου από τα αγόρια στη κοπέλα δύο σειρές μπροστά μου.
Εδώ και πόση ώρα την πιάνω μου ρίχνει κλέφτες ματιές γυρνώντας προς τα πίσω.
Τα ξανθά μακριά μαλλιά της σήμερα είναι κυματιστά .
Φοράει ένα άσπρο πουκάμισο με μια μαύρη πένσιλ φούστα
Τα χείλη της έχουν απαλό χρώμα κόκκινου.
Τα μάτια της πράσινα.
<<Δεν κάνω σχέσεις Νατάσα στο έχω πει,>>θυμάμαι τα λόγια μου όταν πριν δυο νύχτες ήταν στο κρεβάτι μου γυμνή.
Ήταν από την Ελλάδα.
Δεν κάναμε όμως παρέα.
Ανήκε στη δημοφιλή κλίκα του Πανεπιστημίου.
Και εγώ πάντα κρατούσα αποστάσεις.
Δεν ήθελα να εμπλακώ με κανέναν .
Είχα στόχους και αυτοί έπρεπε να υλοποιηθούν.
Δε θα ζούσα ξανά τη ζωή που ζούσα .
Αλλά εκείνη είχε κολλήσει μαζί μου.
Έλεγε διάφορα ψέματα στους φίλους της για να δικαιολογήσει το που ήταν .
Γιατί κατά βάθος δεν ήθελε να την βλέπουν με την περίεργη και απόμακρη.
Δηλαδή εμενά.
Αλλά άρχησε να θέλει παραπάνω πράγματα σιγά σιγά .
<<Δε ζήτησα αυτό.Ζήτησα να σε βλέπω πιο πολύ,>>σήκωσε το κεφάλι της από το μαξιλάρι και το στήριξε στο ένα της χέρι.
Τα μάτια της ήταν ακόμα υγρά από τα δάκρυα που τις είχαν προκαλέσει οι οργασμοί που της έδινα πριν λίγα λεπτά με τη γλώσσα μου πάνω στη κλειτορίδα της.
Οι κραυγές της παίζει να ακούστηκαν, μέχρι κάτω γιατί η σπιτονοικοκυρά μου άρχησε να χτυπάει το ταβάνι από το διαμέρισμα της
<<Δεν γίνεται,>>είπα απότομα και τραβήχτηκα από δίπλα της.
Κάθησα στο κρεβάτι και με γρήγορες κινήσεις άρπαξα το παντελόνι μου.
Σηκώθηκα καθώς ένας αναστεναγμός απογοήτευσης έβγαινε από τα χείλη της .
Άρχισα να το βάζω και έπειτα να μαζεύω τα μαλλιά μου σε κοτσίδα και εκείνη με το σεντόνι ακόμα σκεπασμένη κατευθύνθηκε στο μπάνιο.
<<Ξέρεις,πολλές φορές σκέφτομαι ότι απλά δε γουστάρεις.Το δε κάνω σχέσεις δε πείθει πια,>>με αυτό η πόρτα από το μπάνιο έκλεισε .
Δεν θέλω ,είναι απλό.
Όχι με εσένα .
Μα καμία και κανέναν.
Ποτέ ξανά .
Άλλωστε δεν ήμουν του κύκλου της.
Πλούσια, καλομαθημένη,με όλο το μέλλον μπροστά. Απλόχερα όλα.
Δεν είναι βέβαια κακό αυτό να το έχει κάποιος.
Σε εμένα η ζωή ειχε πέσει από την άλλη μεριά της ζυγαριάς.
Το κακό είναι ότι κάποιες φορές την ζηλεύω.
Ρίχνω το βλέμμα μου πάλι στα γραπτά ,όταν ο καθηγητής ανακοινώνει την λήξη του μάθηματος.
Σηκώνομαι με γρήγορες κινήσεις.
Μαζεύω τα πράγματα μου.
Η Νατάσα προσπαθεί να μου κάνει νόημα αλλά δε δίνω σημασία,όπως και τον τύπο που ψυθήριζε πριν.
Μάλλον είχε πάρει πολύ αυτοπεποίθηση στα ξαφνικά και βρήκε το θάρρος να έρθει προς τα έμενα, αλλά πριν προλάβει να πει τίποτα εγώ ήδη κατέβαινα τος σκάλες από το αμφιθέατρο.
<<She is so snob,>>είναι τοσο σνομπ,άκουσα στα πεταχτα δύο Αγγλίδες φοιτήτριες.
Μπορείτε να πάτε στο διάολο...
Επιτάχυνα το βήμα μου και προς μεγάλη μου γκαντεμιά, έπεσα πάνω στον ηλίθιο , ρίχνοντας την τσάντα του σε σχήμα φάκελο κάτω.
Με κοίταξε γρήγορα στα μάτια και λες και τον διαπέρασε ηλεκτρισμός έφυγε από την αίθουσα σχεδόν τρέχοντας.
Απορώ τόση αυτοπεποίθηση που δείχνει τα βράδια ,που την κρύβει.
Αποφάσισα πως ένα περπάτημα θα μου έκανε καλό .
Το σπίτι μου άλλωστε δεν είναι μακριά.
Και πρέπει να αδειάσω το μυαλό μου.
Γιατί οι τελευταίες μέρες δεν είναι και οι καλύτερες.
Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και όταν με έπαιρνε ο ύπνος εκείνη ερχόταν στα όνειρα μου.
Λάτρευα να περπατώ μέσα στην πόλη.
Όταν πρωτοήρθα ήθελα να δώ τον Πύργο του Άιφελ,αλλά δεν με ενθουσίασε ιδιαίτερα.
Ίσως επειδή ήμουν μόνη μου
Ίσως επειδή δεν έβλεπα τη λάμψη στα μάτια της που θα τον έβλεπε για πρώτη φορά
Εγώ ερωτεύτηκα τα μικρά δρομάκια,τα καφέ ,τις μυρωδιές και τον κόσμο.
Ναι, λένε οι Γάλλοι πως είναι αγενής αλλά με διασκέδαζαν ,γιατί μπορούσα να απαντάω όπως θέλω και εκείνοι δεν έδιναν δεκάρα.
<<Βelle,>>όμορφη.Και γελούσαν.
Την μισώ αυτή τη λέξη.Και ας μου έδινε έναυσμα να είμαι αυτή που έπρεπε να είμαι εκείνη της στιγμή και να απαντάω ανάλογα.
Στα δικά τους χείλη ακούγεται σαν βρωμιά.
Στα δικά της ακουγόταν σαν προσευχή.
<<Vanfacullo,>>άντε και γαμήσου η πιο αγαπημένη μου λέξη.Και όταν την ξεστόμιζα νόμιζαν πως αστειευόμουν ,ειδικά οι τύποι στο εστιατόριο.
Γιατί μια κοπέλα δε βρίζει φυσικά.
Αλλά εγώ το ευχαριστιόμουν ακόμα περισσότερο που μέσα στην άγνοια τους εγώ τους έβριζα με όλη τη ψυχή μου και εκείνη το έπειρναν σαν παιχνίδι.
Κάποιοι άντρες είναι τέρμα ηλίθιοι τελικά.
Έφυγα , έτρεξα σαν την παλαβή μακριά από την ζωή που είχα .
Δε γνώρισα ποτέ τους γονείς μου.
Είχαν πεθάνει σε ένα ατύχημα όταν ήμουν περίπου τεσσάρων χρονών.
Έτσι μου είχε μια κοινωνική λειτουργός.
Με απορρόφησε το σύστημα.
Από ανάδοχη, σε ανάδοχη.
Είχα τις καλές στιγμές μου.
Κάποιοι με φρόντιζαν .
Αλλά άλλοι, απλά με ήθελαν για τα χρήματα που τους έδιναν.
Ήμουν δύσκολο παιδί.
Δεν έκανα εύκολα φίλους .
Ποιος ο λόγος αν αλλάζεις οικογένεια και μέρος συνεχώς.Άλλωστε και τα παιδιά δε με συμπαθούσαν .Ορφανό με ανέβαζαν.Ορφανό με κατέβαζαν.
Ακόμα και εκείνα που μέναμε στο ίδιο σπίτι.
Με μισούσαν.
Έφαγα αρκετό ξύλο όταν ήμουν μικρή.
Από τους υποτιθέμενους γονείς ,από τα παιδιά.
Και δεν έκανα τίποτα.
Δεν αμυνόμουν.Ήθελα απλά να εξαφανιστώ.
Εύκολο δεν ήταν άλλωστε;
Πώς το έκαναν οι γονείς μου;
Δεν άντεχα τις καταστάσεις μεσα σε εκείνα τα σπίτια.
Ήταν βίαιοι , αλκοολικοί και πολλά άλλα.
Άλλαζαν όμως, σε μια όμορφη και γλυκιά οικογένεια με το που ερχόταν έλεγχος.
Και εγώ άνοιγα τη πόρτα με ένα τόνο υποταγής για να κρύψω τη μελάνια στο μάγουλο που ο αλκοολικός Χρήστος -ανάδοχος, μου είχε δώσει επειδή του έσπασα ένα μπουκάλι ουίσκι απειλόντας τον με το σπασμένο γυαλί.
<<Καταραμένη πουτάνα ,>>μου φώναζε και η γροθιά του γινόταν ένα με το πρόσωπο μου.
Όταν έκλεινε η πόρτα τα υποτιθέμενα αδέρφια μου ,τρία στο σύνολο αγόρια ,με εντολή του με έσπαγαν ακόμα πιο πολύ στο ξύλο γιατί τόλμησα να μασήσω τα λογια μου όταν η λειτουργός με ρώταγε για το αν ήταν καλά όλα στο σπίτι.
Και εγώ δεν έκανα πάλι τίποτα.
Μαλακισμένα...
Ήμουν δώδεκα και ένα χρόνο μετά κάτι περίεργο συνέβη.
Κατέβηκα τα σκαλοπάτια του σπιτιού γιατί με είχε φωνάξει η ανάδοχη μητέρα μου
Και εκεί στη μέση του σαλονιού θα ορκιζόμουν πως είχα δει ένα μικρό χερουβίμ.
Νόμιζα αρχικά πως ήρθε να με πάρει.
Ήταν τόσο γλυκιά.
Και διαφορετική.Σοκολατένια, έτσι την είπα στο μυαλό μου.
Με ανοιχτά σχεδόν γαλάζια μάτια και μπούκλες.Μπούκλες πολλές γύρω από το πρόσωπο της
Και μικρή ,τόσο μικρή.
Η καρδιά μου σα να ζεστάθηκε λίγο.
Αν και πίστευα πως δεν είχα κανένα συναίσθημα.
<<Εύα,αυτή είναι η Έμιλι,>>μου τη σύστησαν.
Ήταν ακόμα μια προσθήκη ,ακόμα ένα κτήμα για λεφτά.
Αλλά για εμένα ήταν κάτι άλλο.
Δεν ήμουν το μόνο κορίτσι εκεί μέσα πλέον.
Τα αγόρια μισογέλασαν,γιατί πίστευαν πως είχαν βρει ένα ακόμα θύμα.
Αλλά έκαναν μεγάλο λάθος ,πολύ μεγάλο λάθος.
Η μικρή δεν μας πλησίαζε αρχικά ,πάντα ήταν απόμακρη.
Και πάντα τους ξεφεύγε και εκείνα ξεσπούσαν σε εμένα .Δε με πείραζε όμως αυτή φορά.Αρκεί να πάθαινε τίποτα εκείνη
Υπάκουε σε όλα .
Λες και ήταν προγραμματισμένη.
Εγώ την ακολουθούσα παντού, αλλά δε τολμούσα να της μιλήσω επί βδομάδες.
Χαμογελούσε κάθε φορά που με έβλεπε να κρύβομαι απότομα σε καμία γωνία του τοίχου επειδή με είχε πιάσει να την κοιτώ.
Ήθελα τόσο να κάνουμε παρέα.
Ένιωθα τόσο χαρούμενη που ήταν εκεί ακόμα και ας μη μου μιλούσε.
Δεν ήξερα τι ήταν αυτό το συναίσθημα.
Με το μικρό μου το μυαλό την αγαπούσα.
Έπρεπε να αγαπώ ένα αγόρι όμως,αυτό ήταν τόσο σωστό.
Και με τη σκέψη αυτή ντρεπόμουν.
Ήταν θαραλλέα.
Δεν την ένοιαζε τίποτα.
Έκλεβε ακόμα και τα τρόφιμα ,που τα κλείδωναν για εμάς για να μη τα καταναλώνουμε.
Έβρισκε ένα τρόπο η άτιμη να το κάνει να φένεται σαν να μην έγινε ποτέ.
Γιατί ότι χρήματα έπαιρναν φυσικά δεν πήγαιναν για εμάς.
Εμείς είμασταν παραμελλημένα.
Και εκείνη ζούσαν τη ζωή τους
Ταξίδια,ακριβά πράγματα,λουσα.
Έτσι εκείνη έκανε κύκλους γύρω μου.
Η μικρή Έμιλι.
Μέχρι που μια μέρα σαν σίφουνας μπήκε για τα καλά στη ζωή μου.
<<Άστην μαλακισμένο,>>ακούστηκε η φωνή της και η κραυγή του αγοριού που βρισκόταν από πάνω μου.
Με χτυπούσε με μανία εδώ και ώρα επειδή τόλμησα να αλλάξω κανάλι στη τηλεόραση.
Η Έμιλι του είχε φέρει ένα μπολ στο κεφάλι και εκείνος έπεσε κάτω.
<<Αν την ξανά ακουμπήσεις θα σε ρίξω από το μπαλκόνι ,>>του φώναξε καθώς έτρεχε να βγει εξω.
Θα την τημωρούσαν σίγουρα ,σκέφτηκα.
Και έτσι έγινε .
Σε ένα μικρό δωμάτιο αποθήκης την κλείδωσαν για μια μέρα χωρίς φαγητό και νερό .
Τα χαϊδεμένα ποτέ δεν έμπαιναν εκεί.
Μόνο εγώ και εκεινή .
Από τότε ήταν πάντα δίπλα μου.
Αχώριστες.
Ένα.
Παντού μαζί.
Ακόμα και στην αποθήκη.
<<Είσαι ηλίθια και θα σε προστατεύσω,>> μου έλεγε και γελούσε και έπειτα με φιλούσε στο μάγουλο.
Είχε χάσει και εκείνη τους γονείς της σε ατύχημα.Τραγική σύμπτωση. Ήταν δύο χρονών.
Και είχε μπει και εκείνη στο σύστημα
Αλλά φαινόταν διαφορετική.
Έτσι μαζί ,αλλάξαμε πόσες ανάδοχες οικογένειες.
Στο γυμνάσιο είχαν βγάλει φήμη πως είμασταν ζευγάρι.
Αλλά όσο και να ήθελα, δεν είμασταν.
Με τον καιρό εκείνη η αγάπη που της είχα ,είχε γίνει κάτι άλλο που φοβόμουν και δεν ήθελα να αποχωριστώ.
Στα δεκατρία μου είχα καταλήξει ότι μου άρεσε περισσότερο.
Κορίτσια .Με το καιρό προστέθηκαν και τα αγόρια.
Μάλλον ένα αγόρι.Ο Νίκος.
Το πρώτο μου φιλί από αγόρι.
Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία.
Εκείνη όμως δεν μου έλεγε ποτέ αν με έβλεπε διαφορετικά.
<<Πωωω, πως την αντέχεις αυτή τη γλώσσα,>>μου έλεγε στη πρώτη λυκείου όταν διάβαζα τα γαλλικά μου.
<<Μπλου μπλε, μπλα μπλα μπλε,>>κοροϊδεύε και έριχνε το σώμα της πάνω στο κρεβάτι.
Αυτή τη φορά μέναμε επί τρία χρόνια στην ίδια οικογένεια.
Βέβαια δεν ήταν τόσο χάλια όσο η προηγούμενη. Είχαμε σχεδόν τα πάντα αλλά αδιαφορούσαν εξίσου το ίδιο.
Είχαμε αλλά πέντε στόματα να θρέψουμε και να προσέχουμε και έτσι εμείς οι δύο είμασταν πλέον αυτές που ήταν οι γονείς του σπιτιού.
Όλα είχαν γίνει σε μια νύχτα .
Η αλλαγή.
Η κοινωνική λειτουργός είχε έρθει με μια γυναίκα που εγώ είχα ακούσει μόνο τη φωνή της από το δωμάτιο μου που ήμουν.
Φωνές και απειλές ακούστηκαν και έπειτα με συνοπτικές διαδικασίες μας έφεραν εδώ.
<<Ίσως άμα τις έδινες μια ευκαιρία να μην ακουγόσουν σαν τον Τζόι από τα φιλαράκια.Δε θα αρέσει καθόλου στους Γάλλους,>>>της είπα γελόντας από το γραφείο μου και εκείνη μου πέταξε ένα μαξιλάρι.
<<Άντε και,>>πήγε να πει την ώρα που έπιανα το μαξιλάρι.
Και προσπάθησε αλήθεια να την μάθει αλλά δεν της καθόταν καλά.
Εγώ ήθελα να φύγω μαζί της.
Το είχαμε συζητήσει.
Δούλευα σε ένα καφέ μετά το σχολείο όπως και εκείνη
Και μαζεύαμε λεφτά .
Με τη πρώτη ευκαιρία θα φεύγαμε .
Παρίσι το όνειρο μας.
Που τώρα το ζω μόνη μου.
Εκείνη ήθελε να σπουδάσει σχεδιάστρια ρούχων.το είχε αρκετά.
Ότι κουρέλια είχαμε τα έκανε να μοιάζουν με ακριβά.
Αυτό τραβούσε τα βλέμματα παντού.
Όνειρα.
Είχαμε όνειρα.
Όταν επιτέλους με τον καιρό βρήκα το θάρρος να της πω ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί της είμασταν ακόμα πιο δεμένες.
Γιατί και εκείνη ένιωθε το ίδιο.
<<Μa louloute .Belle,>>μου έλεγε συνέχεια.Ηταν οι αγαπημένες της λέξεις από όλα τα Γαλλικά.
Εγώ πάλι ξίνιζα που με παρομοίαζε με μελόπιτα, αλλά δε της χαλούσα χατίρι.
<<Mon Αnge,>>άγγελε μου.Της ψυθηριζα κάθε φορά που έλιωνε κάτω από τα χέρια μου.
Η πρώτη φορά ,και όλες οι φορές μαζί της ήταν παράδεισος για εμένα .
Και ήθελα να την κλειδώσω εκεί.
Να μη φύγει ποτέ.
Να μην αλλάξει.
Ειρωνεία όμως δεν είναι οι ευχές τελικά;
Δεν βγαίνουν ποτέ αληθινές.
Με το καιρό άρχησε να γίνεται απόμακρη ,εξαφανιζόταν δεν έλεγε που πήγαινε για ώρες . Άλλαζε.
Δηλητήριο την κατέκλυζε.
Και ο άγγελος μου γινόταν ένας δαίμονας που δε μπορούσα να δαμάσω .
Δεν ήταν λίγες οι φορές που την είχα πιάσει να κάνει χρήση.
Δεν καταλάβαινα τι γινόταν.
Μαλώναμε.
Έφευγε από κοντά μου.
Και εγώ πάλι δε μπορούσα να κάνω τίποτα.
Ανίκανη.
Πίστευα πως θα μπορούσα να τη βοηθήσω να τα ξεπεράσουμε και να είμαστε όπως πριν.
Αλλά εκεινή μου ράγισε τη καρδιά.
<<Δε σε θέλω το κατάλαβαινεις;>>
Μου ούρλιαζε μέσα στα μούτρα ,μαστουρωμένη.
Παγωμένη στο έδαφος, εγώ έκλαιγα και δεν αντιδρούσα.
Δε πίστευα ότι εβγαιναν αυτές οι λέξεις από το στόμα της.
Μέχρι πριν λίγο μου έλεγε σε αγαπώ.
Και τώρα μας χαλούσε.
Από τότε δεν την ξαναείδα.
Εξαφανίστηκε , εκείνη τη μέρα με το κρότο της πόρτας να κλειδώνει το παράδεισο μέσα στη κόλαση.
Και εγώ έτρεξα μακριά.
Άνοιξα με το κλειδί του διαμέρισματος μου και μπήκα με αργά βήματα μέσα, αφήνοντας την τσάντα μου πάνω στο τραπέζι.
Η Mάριον,η σπιτονοικοκυρά μου, ακουγόταν ακόμα από το παράθυρο της έξω να φωνάζει πως εδώ δεν είμαστε Moulon Rouge ,μα εγώ απλά δεν την άκουγα ανεβαίνοντας τις εξωτερικές σκάλες.
Το σπίτι μου ήταν σε μια μονοκατοικιά στο δεύτερο όροφο.
Ήταν μικρό και ζεστό.
Ειχα βάλει πολλά φυτά έτσι όπως της άρεζαν και με ζάλιζε το κεφάλι.
Δε ξέρω γιατί το έκανα ενώ ήθελα να τη ξεχάσω.
Ασυνείδητα μάλλον δεν με άφηνα να την διώξω.
Απαλά χρώματα και κυρίως ξύλο σε όλα τα έπιπλα παντού.
Ήταν φτιαγμένο σαν μια μικρή καλύβα στο δάσος.
Φωτεινό, πολύ φωτεινό.
Δεν την αναζήτησα ποτέ μου όμως.
Ούτε είχα ακούσει τίποτα από τα άλλα παιδιά που ζούσαμε μαζί μας για εκείνη.
Δεν ήθελα να τη σκέφτομαι.
Ήταν ανοιχτή πληγή.
Άρχισα να φτιάχνω καφέ στη καφετιέρα μου,όταν ένας χτύπος στη πόρτα με διέκοψε.
Περπάτησα προς την είσοδο και ευχήθηκα να μην είναι η μαλακισμένη από κατω και να πρέπει να της εξηγήσω πως το να κάνεις μια γυναίκα να έρχεται σε οργασμό, είναι ιερός σκοπός και πως καλό θα ήταν να το ψάξει, λίγο γιατί φενεται πως έχει καιρό να το νιώσει
Δεν ήταν και μεγάλη.
Άνοιξα τη πόρτα και το φως του ήλιου με τύφλωσε αλλά εγώ ήμουν έτοιμη για αντεπίθεση.
Αλλά πάγωσα.
Εκεί στις σκάλες δεν στεκόταν η σπιτονοικοκυρά μου.
Ακολούθησα το χέρι που κρατούσε τη βαλίτσα ,μέχρι το κορμί της που ήταν πιο λεπτό από τότε που το είχα δει τελευταία φορά.
Το κίτρινο της φόρεμα με τη μάλλινη ζακέτα ζέστανε την οπτική μου,όταν τα μαλλιά της και τα μάτια της ήρθαν στο προσκύνιο.
Εκεί στα σκαλοπάτια μου, ήταν η πληγή μου και χαμογελούσε .
Αμήχανα ,ενώ εγώ τη κοιτούσα σαστησμένη.
Αλλά κάτι ήταν περίεργο πάνω της ακόμα .
Το σώμα της δεν ήταν μόνο λεπτό, είχε ένα περίεργο ...
Ω όχι...
Το ένα της χέρι αγκάλιαζε την κοιλιά της .Ήταν έγκυος.
<<Ma Ange,τι κάνεις εδώ;>>
<<Μa louloute,δεν ήξερα που αλλού να πάω>>.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top