Κεφάλαιο 19ο
Τώρα.
Ορφέας,22 ετών.
Έχω βαρεθεί να τρέχω σε αυτό το ηλίθιο μέρος.
Δε γίνεται αυτό .
Τα όνειρα μου γίνονται όλο και πιο περίεργα.
Από εφιάλτες και μνήμες που είχα αποκλείσει,έχουν γίνει κουκου εντελώς.
Τώρα κυνηγάω την Έμιλι από πίσω.
Ξανά.
Γαμώτο
Είναι γρήγορη.
Θέλω να την ρωτήσω τόσα πολλά.
Για αυτό το μέρος.
Τι κάνει εδώ;
Γιατί φαίνονται όλα τόσο αληθινά ,ενώ είναι όνειρο;
Αλλά δεν προλαβαίνω.
Απλά τρέχουμε απο εδώ και από εκεί .
Να της πω τι έγινε με την Εύα;
Όχι,δεν είναι η κατάλληλη στιγμή.
Ε, Έμιλι το έκανα με την γυναίκα σου ενώ εσύ τρέχεις πανικόβλητη σε αυτό το σκοτεινό μέρος.Και να ξέρεις είσαι νεκρή πως το λένε .
Αλλά δεν έχεις θέμα έτσι;
Ακόμα σε αγαπάει.
Αλλά να ξέρεις η ζωή προχωράει.
Τι μαλακίες λέω;
Τι συμπαντικό αστείο είναι αυτό;
Ποιος να το έλεγε η κοπέλα που με βοήθησε στις πιο σκοτεινές μου μέρες, είναι η γυναίκα του έρωτα της ζωής μου.
Φωνάζει σαν παλαβή και ψάχνει παντού.
Το μέρος είναι πάρα πολύ σκοτεινό, σε σημείο που δυσκολεύομαι να την δω.
<<ΒΑΣΙΛΙΚΗ,>>ουρλιαζει ξανά και ξανά.
Ποια στον κόρακα είναι η Βασιλική;
<<Έμιλι,>>της φωνάζω λαχανιασμένος σταματόντας δίπλα της.
Εκείνη σταματησε ο ίδιο, κοιτώντας απλά δεξιά και αριστερά και δεν μου έδωσε καν σημασία.
<<Δεν μπορώ να βρω τα παιδιά.Θεε μου.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ,>>ξανά φώναξε.
Αλλά μόνο η σιωπή της έδωσε απάντηση.
<<Έμιλι,για ποια παιδιά λες;.Ποια Βασιλική; >>
<<Πρέπει να την βρω.Οχι,οχι δεν γίνεται να την πήραν>>.
Τόσες ερωτήσεις μου έρχονταν ξανά στο μυαλό.
Αλλά ήταν μάταιο να τις εκφράσω.
Τι είναι αυτό το μέρος;
Τι κάνω εδώ;
Γιατί είναι αυτή εδώ;
Ποια παιδιά;
Και ποια είναι η Βασιλική.
Με τόση αναστάτωση όμως δεν υπήρχε περίπτωση να πάρω απάντηση.
Έτρεξε ξανα απότομα και αναθεματισα την τύχη μου την χορεύτρια.
Εντάξει μην έχω παράπονο τουλάχιστον, δεν βλέπω ξανά ότι βρίσκομαι στο δωμάτιο με τις πεταλούδες.
Όμως όλο αυτό ήταν περίεργο από μόνο του.
Στην αρχή όλα ξεκίνησαν με τους εφιάλτες μου.
Έπειτα όλα άλλαξαν και άρχησε να εμφανίζεται στα όνειρα μου.
Να ου δείχνει εικόνες.
Στιγμές.
Να μου δείχνει πράγματα για την Εύα .
Και μετά να εξαφανίζεται.
Την ακολούθησα.
Λίγο ακομα και δεν ξέρω αν άντεξω άλλο να τρέχω από πίσω της.
Σταμάτησε πάλι απότομα.
Έσκυψε και πήρε κάτι στα χέρια της.
Την πλησίασα και την κοίταξα.
Στα δάχτυλα κρατούσε ένα μικρό παπούτσι
Άσπρο αθλητικό με ζωγραφισμένες μαργαρίτες στο πλάι.
<<Όχι, όχι .Είναι της Βασιλικής.Πρεπει να το διορθώσω>>.
Είπε χωρίς να πάρει το βλέμμα της από εκείνο.<<ΒΑΣΙΛΙΚΗ>>συνέχισε να φωνάζει.
<<Έμιλι, τι συμβαίνει;>>.
<<Δεν μπορώ να ασχοληθώ μαζί σου τώρα μικρέ,>>με κοίταξε.<<Απλά να προσέχεις.Θα το διορθώσω.Αν και αδύνατο.Αν κάτι ξεκινήσει δύσκολα σταματά.Και τώρα. Ξύπνα>>.
Ξύπνησα λουσμενος στον ιδρώτα.
Η καρδιά μου να χτυπά δυνατά.
Εχω τερματίσει με αυτά τα όνειρα.
Σηκωθηκα από το μαξιλάρι και ετριψα το πρόσωπο μου.
Έπειτα άνοιξα τα μάτια και κοίταξα γύρω μου.
Ο ήλιος είχε βγει έξω και φώτιζε το δωμάτιο.
Ένα απόλυτο χάος ξανά.
Απορώ πως δεν συμμαζέψει.
Ρούχα πεταμένα στις καρέκλες .
Καλλυντικά.
Τόσα πολλά που χάνεις το μέτρημα.
Τι τα κάνει τόσα απορώ;
Έχει γούστο όμως .
Όλα είναι ένα και ένα.
Ακριβά,μοναδικά.
Σαν και εκείνη.
Πως γίνεται όμως να είναι τόσο απλή παράλληλα με όλα αυτά;
Όχι τυφλωμένη από τα λουσα και τα χρήματα.
Από όσο μου είχε πει δεν είχε ανάγκη.
Τα περισσότερα χρήματα τα ειχε βγάλει στην πορεία κάνοντας την δουλειά της συνοδού.
Απίστευτο τι είναι ικανός να δώσει ένα άντρα για να ευχαριστήσει τις όρεξεις του.
Μια φορά ένας τις είχε δώσει πέντε χιλιάρικα μόνο και για να του κάνει παρέα παίζοντας σκάκι.
Που να ήξερε όμως ότι ήταν η τελευταία παρτίδα της ζωής της
Προσπάθησα να συνέλθω,αν και έπρεπε να το είχα συνηθίσει όλο αυτό.
Τα όνειρα μου δεν ήταν όμορφα ποτέ.
Εκτός από κάνα δυο φορές που είδα τον Αχιλλέα και τον Γαβριήλ ντυμένες κυρίες εποχής να πίνουν τσάι στην κουζίνα μας.
Ξεφύσηξα και έπεισα τον ευατό μου,πως ήταν απλά ένα ακόμα αγχωτικό όνειρο.
Αν και η αίσθηση που μου άφηνε ήταν εντελώς διαφορετική.
Ένα ροχαλητο απέσπασε την προσοχή μου και γύρισα προς την μεριά της.
Ήμουν ακόμα στο δωμάτιο της.
Ναι οκ,πριν λίγο κοίταξα γύρω μου.
Αλλά ποιος μου λέει εμένα ότι δεν ήταν όνειρο ξανά και ξαφνικά θα βρισκόμουν να τρέχω πάλι;
Το χθεσινό έγινε στα αλήθεια.
Χαμόγελασα καθώς την κοίταξα.
Τα μαλλιά της πεσμένα στο πρόσωπο της .
Τεντωμένη σαν σαλάχι.
Το στόμα της ανοιχτό .
Το πάπλωμα ανάμεσα από τα πόδια της.
Η μπλούζα της ελαφριά ανασηκωμένη.
Οι μύες της στο στομάχι να διαγράφονται και το στήθος της να ξεπροβάλλει ελαφριά από το ύφασμα.
Θεε μου, αγαπώ το δέρμα της
Το γαμημένο στήθος της
Και τις θηλές της που σκληραίνουν μόνο σε ένα άγγιγμα.
Είμαι αθεράπευτα προβληματικός.
Γαμώ
Απλά κοιμάται και εγώ ο ανώμαλος αμέσως να σκεφτώ αυτά.
Ακόμα και έτσι ένα χάος στον ύπνο της, είναι το πιο τέλειο πλάσμα για εμένα.
Γέλασα καθώς μουρμουρισε κάτι στον ύπνος της.
Το βράδυ ήταν τελειότητα.
Το περίμενα τόσο καιρό.
Το ονειρευόμουν.
Και ήταν ακόμα καλύτερο.
Δεν περίμενα ποτέ μου να έχω τέτοια γυναίκα δίπλα μου.
Δεν περίμενα ποτέ να γυρίσει να με κοιτάξει.
Και όμως την είχα στην αγκαλιά μου χτες.
Την έκανα να τρέμει.
Εκείνη τίναξε την λογική μου στον αέρα.
Πως μπορούσε να είναι τόσο όμορφη και σέξι;
Και Θέε μου το ότι προσπαθούσε να είναι κυριαρχη πάνω μου, έκανε στον ευατό μου πράγματα που ποτέ μου δεν πίστευα ότι θα νιώσω.
Έπαιζε με το μυαλό μου.
Που υπογράφω συμβόλαιο,για να την κρατήσω για πάντα;
<<Ηλίθιο απόβρασμα της κοινωνίας,>>φώναξε απότομα και τίναξε το χέρι της στον αέρα,σαν να ήθελα να χτυπήσει κάτι η κάποιον.
Αποφεύγοντας το ,το άρπαξα στον αέρα.
Μονολογούσε συχνά στον ύπνο της.
Αν κοιμόσουν δίπλα της βρισκόσουν σε κίνδυνο ,όχι αληθινό.
Κλωτσούσε ,έφευγαν γροθιές.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που με κλοτσησε στον ύπνο της και βρέθηκα στο πάτωμα.
Νομίζα πως μου επιτέθηκαν.
Όταν σηκώθηκα από κάτω μέσα στα νεύρα και έτοιμος για μάχη,είδα πως ο έχθρος μου κοιμοταν και ροχαλιζε του καλού καιρού.
Ο όμορφος εχθρός μου.
Έσκυψα στο πρόσωπο της.
Χάιδεψα την μύτη της, με την δικιά μου.
<<Είσαι τόσο γαμημένα όμορφη ,>>>της ψυθήρισα.
Τα μάτια της άνοιξαν αργά.
Το νυσταλεο βλέμμα της είναι το αγαπημένο μου από αυτή τη στιγμή.
<<Καλημέρα,>>της χαμογέλασα.
<<Καλημέρα,>>είπε με νυσταγμένη φωνή και το βλέμμα της έπεσε στο χέρι μου που κρατούσε το δικό της.
<<Σε χτυπ..>>είπε απότομα και τα μάταια της γούρλωσαν από την ανησυχία.
<<Όχι,>>της είπα χαμηλόφωνα.
Έσκυψα να την φιλήσω .
Το κεφάλι της τραβήχτηκε και ξαφνιάστηκα.
Μετάνιωσε;
<<Πρωινή αναπνοη,>>είπε.
Στροβηλισα τα μάτια.
<<Δεν δίνω δεκάρα,>>της άρπαξα το πρόσωπο με το άλλο χέρι και έφερα τα χείλη μου στα δικά της.
Αναστέναξε στην επαφή .
Το άρωμα της ,η γεύση της μου ξύπνησαν τις μνήμες από τη νύχτα.
Εκείνη βάθυνε το φιλί.
Ακολούθησα τον ρυθμο της.
Με την γλώσσα μου να αναζητά την δικιά της.
Τα χέρια μου χαλάρωσαν και έμπλεξα τα δάχτυλα μου στα δικά της
Τόσο έντονα όλα.
Τόσο εθιστικά.
Δεν ήθελα να σταματήσει η στιγμή ποτέ.
Αλλά ότι αποζηταμε δεν γίνεται εύκολα πραγματικότητα.Αυτό μου θύμισε ο δυνατό πόνος που με έκανε να τραβηχτώ απότομα και να πιάσω το στόμα μου με την παλάμη μου.
<<Γαμώτο,>>μουρμουρισε μέσα της σφίγγοντας τα μάτια.<<Εντάξει σε προειδοποίησα για την πρωινή αναπνοή,αλλά δεν παίζει να είναι και τόσο άσχημη,>>με εσμπρωξε απότομα και σηκώθηκε.
Ο πόνος μου τρυπούσε το κεφάλι.
Τι στον πούτσο;
Απομακρύνθηκε για να πάει στο μπάνιο εκνευρισμένη.
<<Δεν είναι αυτό,>>της είπα με δυσκολία και τίναξα το πρόσωπο μου δεξιά και αριστερά μπας και περάσει ο πόνος από το κωλοδοντο.
Εκείνη γύρισε και με κοίταξε.
<<Δεν υπήρχε περίπτωση ακόμα και τζατζίκι να είχες φάει να μη σε φιλήσω.Απλά είναι το δόντι μου>>.
Το βλέμμα της έγινε σκεπτικό και έπειτα συνέχισε
<<Σου είπα πως με τόσα ζελεδακια θα παθαινες ζημιά.Δεν πλένεις τα δόντια σου;>>
Αναφώνησε με χέρια στον αέρα και πήγε στο κομοδίνο να αρπάξει το κινητό της.
<<Τρεις φορές την ημέρα τα πλένω.Δεν ξέρω τι έγινε;>>Είπα με παράπονο.
<<Δεν τα πλένεις σωστα,>>άρχισε να πληκτρολογεί στην οθόνη.
<<Έκλεισε,>>είπε και άφησε το κινητό πάλι κάτω
<<Τι έκανες;>>
Περπάτησε πρός το μπάνιο χωρίς να μου απαντήσει και εγώ πήγα από πίσω της.
<<Σου έκλεισα ραντεβού για το απόγευμα στον οδοντίατρο>>.
<<Μισώ τους οδοντιάτρους,>>της είπα.
Η αλήθεια είναι πως τους φοβόμουν.
Γι'αυτό έδινα σημασία στα δόντια μου.
Αλλά μάλλον δεν πέτυχε.
Άνοιξε τη βρύση και άρχησε να πλένει τα δικά της.
Με το ενα χέρι άνοιξε το συρτάρι και έβγαλε μια οδοντόβουρτσα καινούργια και μου την έδωσε.
Στριφογυρισα τα μάτια και εκείνη με αγριοκοίταξε.
<<Γαμώ,όταν είσαι έτσι μου σηκώνεται τόσο πολύ,>>της είπα και μειδίασα.
Εκείνη κοκκίνισε και γύρισε απότομα στον καθρέφτη.
<<Δεν έχουμε ώρα για τα κινκι σου πρέπει να πάμε στο σπίτι.Σημερα φεύγει η Ηρώ το ξέχασες;>>Συνέχισε και και άνοιξε το μπουκάλι με το στοματικό διάλυμα.
Τα χέρια μου τυλίχτηκαν γύρω από την μέση της.
Το δέρμα της τόσο ζεστό.
Με κοίταξε μέσα από τον καθρέφτη έκπληκτη.
Έβαλα το πρόσωπο μου στον λαιμό της και την φίλησα.
<<Εσύ ολόκληρη είσαι το κινκ μου.
Το ναρκωτικό μου.
Με κάνεις να εθίζομαι>>.
<<Θα σε πάω για απεξάρτηση,>>είπε κι γέλασα απαλά φέρνοντας τα χερια της στα δικά μου.
Τα χείλη μου χάιδεψαν απαλά ξανά τον λαιμό της και εκείνη αναστέναξε χαλαρώνοντας το κορμί της.
<<Δε πρόκειται να πάει καλά αυτό.
Δεν θέλω να απεξαρτηθώ.
Με αρρωσταινεις και δε θέλω ποτέ να γίνω καλά>>
Το πρόσωπο της γύρισε προς εμένα .
Προσέκρουσε τα χείλη μου με τα δικά της
Μέντα γεμισε το στώμα μου και ήθελα μια άλλο.
Με φίλησε απαλά και έπειτα χτύπησε με τα δάχτυλα της τα χέρια μου.
<<Θα αργήσουμε,>>με κοίταξε , χαϊδεύωντας το πρόσωπο μου.
Μικρά και γρήγορα βήματα μας διέκοψαν .
Μια υγρή μουσούδα ακούμπησε την γάμπα μου .
Κοιτάξαμε απότομα και οι δύο κάτω.
Η Σκύλλα μας κοίταζε με την γλώσσα απέξω.
<<Αυτά τα σκυλιά δεν έχουν μάθει ποτέ τι σημαίνει προσωπικός χορος,>>είπε η Εύα και ακολούθησα το βλέμμα της στην πορτα που είχε καθήσει η Χάριβδη.
<<Καλημερα τερατακια,>>είπα.
<<Θα μάθαιναν τι σημαίνει προσωπικό χόρος αν κάποια τα είχε κάνει εκπαίδευση σωστά και αν κάποιος δεν τα κακομάθαινε,>>ακούστηκε η φωνή της Όλιβ.
Βγήκαμε από το μπάνιο.
Εκείνη στεκόταν με μια κούπα καφέ και ακούμπησε στην γωνία της πόρτας.
<<Ξύπνησες πάλι στραβά;>>
Της είπε η Εύα και πήγε προς την ντουλάπα της
<<Ολιιιιβ,>>φώναξα και την αγκαλιασια τσιμπόντας της το μάγουλο.
<<Μα το Θεό γιατι το κάνεις αυτό;>>
Τραβήχτηκε απότομα χτυπόντας το χέρι μου.
<<Αφού έχεις μάγουλα για ζουλιγμα,>>της είπα και πήγα να ξανακάνω το ίδιο.
Έκανε τρία βήματα πίσω και με έδειξε απειλητικά με το δάχτυλο.
Τα φρύδια της σχεδόν ενώθηκαν.
<<Μήπως να μην πίνεις καφέ ;Να το αλλάξεις με τσάι ή χυμό;Σε κάνει πολύ τσιτ...Αααα.Γαμωτο>>φώναξα και ξανά έπιασα το μάγουλο μου.
Η Όλιβ με κοίταξε με απορία.
<<Δεν είναι τίποτα.Ειμαι καλά.
Είμαι καλά.Γαμω το κέρατο μου>>συνέχισα και προχώρησα προς την Εύα να πάρω τα ρούχα μου.
<<Από ότι φενεται σου πονάει το δοντάκι ε;>>
Είπε η Όλιβ γελώντας και συνέχισε να πινει από την κούπα της κοιτώντας την Εύα με νόημα .
<<Πολύ αστείο,χαχα>>της είπα βάζοντας την μπλούζα μου.
<<Νιώθεις αστεία στην τοποθεσια Θεσσαλονίκη τώρα;>>
<<Ω ,πάρα πολύ,>>συνέχισε.
<<Τέλος πάντων ντυθείτε,γιατί γίνεται χαμός από το πρωί.Ο Αχιλλέας έχει πάρει εκατό τηλέφωνα Γιατί από ότι φαίνεται,>>κοίταξε το κρεβάτι.
<<Δεν ακουγατε τα τηλέφωνα,>>η Εύα της πέταξε μια μπλούζα στα μουτρα αλλά εκείνη την άρπαξε.
<<Προβλέψιμη .Τι έλεγα.Α ναι,γίνεται χαμός λέει στο σπίτι και πρέπει να πάτε>>.
Κοιταχτηκαμε με την Εύα.
Δε θέλω να σκέφτομαι τι έχει γίνει.
Μισή μέρα λείψαμε .
<<Εγώ σας αφήνω .Πρέπει να πάω από την οργάνωση,>>γυρισε για να φύγει.
<<Όλα καλά;>>
Την ρώτησε η Εύα .
Εκείνη κοντοσταθηκε.
Πήγε να γυρίσει αλλά το μετάνιωσε.
<<Όλα καλά,>>είπε έπειτα και έφυγε.
<<Πάω στοίχημα πως δεν πάει κάτι καλά,>>είπε η Εύα.
<<Θα πρέπει να πάω από εκεί>>.
<<Μπα την ξέρεις την Όλιβ πως είναι.Δε θα είναι τίποτα.Αντε πάμε στο σπίτι γιατί θα είναι θαύμα αν δεν το βρούμε καμένο. Γιατι είμαι σιγουρος πως ο άλλος θα το έβαλε φωτιά.Και μετά έχουμε και οδοντιατρο και έχω να πάω και απο το μαγαζί>>.
Αλλιώς την είχα φανταστεί την ημέρα.
Κάτω από τα σκεπασματαγια δεύτερο ,τρίτο,τέταρτο γύρω.
Αλλά ως συνήθως όλα πρέπει να πάνε στραβά.
Μόνο που αυτό δεν θα με κάνει να σταματήσω.
Ούτε ένας παλαβός,ούτε το κωλοδοντο.
Η ανάσα της ήταν βαριά.
Τα χέρια της σφιγμένα πάνω στο τιμόνι.
Οδηγούσε προς το σπίτι.
Μέσα στο αμάξι τα αίματα είχαν ανάψει.
Το δικό μου αίμα δηλαδή.
Ήταν ευκαιρία μιας και δεν είχαμε πάρει της μηχανές.
Με τον πόνο δεν μπορούσα να οδηγήσω.
Αν και είχα πάρει παυσίπονο ήταν αδύνατον.
Αλλά μου το έκανα αδύνατου στο ν μπορέσω να οδηγήσω
Όχι ,στο να κάνω αλλά πράγματα.
<<Θα τρακάρουμε,>>είπε με βαριά ανάσα.
<<Όχι,αν έχεις το βλέμμα σου στο δρόμο Ευάκι,>>της είπα γελοντας.
Τα δάχτυλα μου τράβηξαν απαλά την κλειτορίδα της και εκείνη τιναχτηκε βγάζοντας μια κραυγή.
<<Είσαι πολύ μαλακισμένο.Οταν σταματήσω θα σε πλακώσω στο ξύλο,>>δάγκωσε τα χείλη της
Προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία της και να μην αφήσει τον οργασμό της να ξεσπάσει.
<<Μπορείς να σταματήσεις και τώρα .
Για να πηδηχτουμε,>>της κούνησα τα φρύδια και εκείνη με αγριοκοίταξε.
Μου αρέσει να την πειράζω.
Να την φτάνω στα όρια.
Και είναι μόνο η αρχή.
Δεν με νοιάζουν οι απειλές της.
Δεν πρόκειται να το κάνει.
Την βλέπω πόσο της αρέσει και ας είναι εκνευρισμένη.
Το χέρι μου μέσα από το παντελόνι της επαιζε μαζί της.
Το εσώρουχο της ήταν βρεγμένο.
Επιτάχυναν το ρυθμό και κόντεψε να σπάσει το τιμόνι.
<<Έχεις πεθάνει,>>μου είπε μέσα από τα δόντια.
Χασκογελασα.
<<Αλήθεια;Και γιατί νιώθω ποιο ζωντανός από ποτέ;>>.
Ο οργασμός της, την έκανε να σφίξει το χέρι μου ανάμεσα από τα πόδια της.
Αναψοκοκκινισε προσπαθόντας να πάρει ανάσα.
Έβγαλα το χέρι μου και έφερα τα δάχτυλα στο στόμα μου.
<<Έχεις τόσο ωραία γεύση,>>πέρασα τη γλώσσα μου από τις άκρες τον δαχτύλων μου.
<<Ω Θεέ μου.Γαμωτο.Είσαι τόσο νεκρός,>>ξανά είπε και εγώ έβγαλα τα δάχτυλα μου ,έγυρα στο πρόσωπο της και την φίλησα στο μάγουλο.
<<Και γλυκός και τέλειος.Και αυτός που σε κάνει να νιώθεις και εσύ ζωντανή.Απλα παραδεξου το.Και τώρα μάτια πάλι στο δρομο>>.
<<Και με παραισθησεις,>> ψέλλισε.
Ξεκάθαρο πως όλο αυτό την έκανε να χάνει το μυαλό της.
Γιατί δεν μπορούσε απλά να το διασκεδάζει και να αφεθεί;
Πρέπει να της μάθω πως να χαλαρώνει.
Αυτό δεν είχε γυρισμό και πρέπει να το καταλάβει
Δεν αφήνω κάτι εύκολο που είναι γραμμένο στα άστρα να είναι δικό μου.
Μπορεί να μην έχουμε μιλήσει για όλο αυτό αλλά δεν γίνεται να μη το νιώθει.
Ένα βάρος έκατσε στο στήθος μου.
Δεν θέλω να μείνω μόνος μου.
Μισώ το να είμαι μόνος μου.
Εδιωξα την παιδική φωνή από το μυαλό μου.
Εκείνη κοιτούσε τον δρόμο ακεφτική.
Δεν μιλησαμε μέχρι να φτάσουμε.
Το άγχος μου δεν με άφηνε να σκεφτώ καθαρά.
Ήταν νευρική πάλι.
Σαν κάτι να την ενοχλούσε .
Σκέφτεται πολύ περισσότερο από όσο πρέπει.
Αυτό πρέπει να το αλλάξω.
<<Οδοντόκρεμα,οδοντόπαστα,σαμπουάν,λοσιόν,κρέμα για το πρόσωπο, ξυραφάκια,>>διάβαζα δυνατά τη λίστα.
Ήταν τεράστια πέντε σελίδες.
<<....κάλτσες είκοσι πέντε ζευγάρια,μπουφάν,αντιανεμικο,τσάντα φαρμακείου.ΑΝΤΙΔΟΤΟ ΓΙΑ ΦΙΔΙΑ;>>
Κοπάνησα το χαρτί στο πάγκο της κουζίνας.
<<Έχεις παλαβωσει τελείως;Δεν θα πάει στον Αμαζόνιο ,στο Λονδίνο θα πάει,>>συνέχισα και κοίταξα τον Αχιλλέα.
Λίγη ώρα είχε περάσει που είχαμε φτάσει στο σπίτι.
Η πρώτη εικόνα ήταν η Αθηνουλα που είχε έρθει να καθαρίσει και φώναζε με τον Γαβριήλ.
<<Έχω ανεχτεί τα πάντα.Παρτυ,όργια,ναρκωτικά,το αμάξι του παπά στην πισίνα.Το άλογο.
Την Σοφία που ανακατωνει τα πάντα.
Αλλά όχι ,αυτό όχι.Τον αδερφό σου δεμένο στο υπόγειο ,αυτό δε το δέχομαι.
Ξέχασες τι έχει κάνει;>>
Φώναζε στον Γαβριήλ μέσα στον εκνευρισμό .
<<Σου είπα όλα είναι υπό έλεγχο δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι,>>της έλεγε εκείνος.
<<Κρατάμε όμηρο έναν δολοφόνο και μου λες να μη κάνω έτσι;Θα μας κλείσουν όλους μέσα.Ξεχασες τι έχει κάνει;Αλλά τι να πω.Με εσάς που έμπλεξα θα πεθάνω πριν την ώρα μου το βλέπω>>.
<<Έλα βρε Αθηνουλα,>>της είπα και πέρασα το χέρι μου από τους ώμους της.
<<Δεμένος στο υπόγειο τι θα κανει;Άουτς,γαμώ το δόντι μου>>.
Έπιασα το μάγουλο μου και έφυγα προς την κουζίνα για να πιω νερό.
Εκεί ήταν ο Αχιλλέας καθισμένος και διάβαζε μια λίστα.
Η Εύα είχε πάει απευθείας στο μπάνιο.
Μετά από το σόου μου ήταν αυτονόητο πως έπρεπε να φρεσκαριστει.
Όταν μπήκε μέσα δεν χαιρέτησε απλά κουνησε το χέρι της
Στον καναπέ η Ξένια ,με τον Μάρκο και τον Φίλιππο.
Ο Σπίθας κρατούσε καραούλι στη πορτα του υπόγειου.
Και εκεί στη κουζίνα ήταν η δεύτερη εικόνα το δεύτερο σκηνικό παράνοιας
Διάλλειμα δεν κάνουμε;
Έλεος λίγο.
Ο Αχιλλέας με κοίταξε μέσα στα νεύρα αφού άφησα το χαρτί κάτω.
<<Είσαι με τα καλά σου ;>>
Του ξανά φώναξα.
Είχε φτιάξει μια λίστα με πράγματα που θα χρειαζόταν η Ηρώ στο ταξίδι της.
Σε τέσσερις ώρες θα έφευγε .
Αλλά με αυτό θα χρειαζόμασταν φορτηγό για να πάμε.
<<Δεν έχεις ιδέα .Και αν χρειαστεί κάτι;Αν πάει σε κανένα ζωολογικό κήπο και γίνει καμιά στραβή και την τσημπισει τίποτα;>>
<<Δε νομίζεις πως είσαι λίγο υπερβολικός;Τι θα πάει να κάνει στο ζωολογικό κήπο;Θα πάει να δει αξιοθέατα.Η μάνα σου θα την πάει για ψώνια.Για όνομα...>>.
<<Εχ,τι θέλω και σου μιλάω,>>άρπαξε το χαρτί από το τραπέζι αλλά δεν πρόλαβε να το μαζέψει.
Δυο αλλά χέρια το άρπαξαν ξανα ,αυτά της Εύας που είχε επιστρέψει.
Το βλέμμα της άρχισε να κινείται καθώς το διάβαζε .
Αυτό δεν ήταν καλό .
Κοιταχτηκαμε με τον Αχιλλέα και εκείνος μισό κατάπιε.
Είχε το ίδιο ύφος ακριβώς όταν είχε επιστρέψει από την νύχτα που τους είχε πλακώσει και εγώ δεν είχα ιδέα
Πως το έχασα και αυτό απορώ.
Η Αθηνούλα έκλεινε την πόρτα από πίσω της και ο Γαβριήλ ξεφυσηξε και κάθισε στον καναπέ δίπλα στη Ξένια.
Αυτό μπορεί να διήρκησε ένα λεπτό αλλά για εμάς φαινοταν αιώνας.
<<Απορώ αλήθεια πως διοικείς ολόκληρη εταιρεία,>>του είπε έπειτα και του έδωσε το χαρτί.
<<Tι αλλο θα έλεγες εσύ,>>της αρπαξε το χαρτί από τα χέρια.
<<Που είναι η Ηρώ;Το έχει δει αυτό;>>
Τον ρώτησα.<<Σιγά μη σε άφησε να τα βάλεις όλα αυτα.Σίγουρα έχει κάνει ήδη την βαλίτσα της και δε σου έχει δώσει καν σημασία,>>του είπε η Εύα.
<<Μια φορά να πάρετε το μέρος μου,>>αναφώνησε χωρίς να απαντήσει την δική μου ερώτηση
Ένα γέλιο ακούστηκε από τον καναπέ και γύρισε απότομα προς τα εκεί.
<<Βασιλείου μη γελάς θα πάρω το ΚΑΠΗ τηλέφωνο και θα σε δώσω στεγνά,>>τον απείλησε.
Ο Μάρκος του έκανε κωλοδάχτυλο.
<<ΚΑΠΗ,ποιο ΚΑΠΗ τι έγινε;>>
Ρώτησε η Εύα.
Τι σκατά γίνεται;Λίγες ώρες λείψαμε .
<<Α,δεν το είδατε;>>
Φώναξε ο Αχιλλέας.<<Το ΚΑΠΗ της Θεσσαλονίκης έβγαλε ανακοίνωση ,μέχρι και στα κανάλια το είπανε,για έναν περίεργο που ντύνεται παππούς και πάει από ΚΑΠΗ σε ΚΑΠΗ.Μεχρι και φωτογραφία τον έβγαλαν.Δεν φτάνει που έχουμε να μας κυνηγάνε κακοποιοί έχουμε και την τρίτη ηλικία.Πες και εσύ Ξένια που ήσουν στο κανάλι,,>>συνέχισε κάνοντας της νόημα να μιλησει .
Εκείνη πήγε να πει κάτι , αλλά ο Μάρκος της έκλεισε το στόμα με την παλάμη του.
Εκείνη διαμαρτυρήθηκε με το βλέμμα της.
<<Βγάλε τον σκασμο,>>του φώναξε ο Μάρκος.
Εγώ είχα σκάσει στα γέλια .
<<Πάλι την γιαγιά σου παρακολουθούσες;Η Δάφνη τι έχει να πει για αυτό;>>
Τον ρώτησε η Εύα.
<<Μου χάκαρε το κινητό για να βλέπω που πηγαίνω,>>είπε με παράπονο .<<Και αυτός εδώ,>>έδειξε τον Φίλιππο.
<<Ήταν που τις έδωσε την ιδέα >>.
<<Πάλι καλά δε λες που σε βρήκα γιατί υποτίθεται την πρώτη φορά που σε τσακωσα το ελυσες με την γιαγιά σου αλλά μάλλον δεν έβαλες μυαλό μέσα σε μια μερα.
Δε λες που έφτασα εγκαίρως γιατί θα σε έπαιρναν με τις ντομάτες,>>του είπε εκείνος.
<<Προδότη,>>του έβγαλε τη γλώσσα.
<<Τουλάχιστον βρήκατε κάτι κοινό πάλι,>>είπα και κοίταξα τον Αχιλλέα
<<Μη το πεις .Δεν είναι το ίδιο με την μάνα μου,>>με προειδοποιήσε ο Αχιλλέας.
<<Λίγες ώρες λείψαμε και το κάνατε μπουρδέλο πάλι.Τουλαχιστον βγάλατε άκρη με τον άλλον κάτω;Και που είναι η Σοφία και η Ηρώ;>>Ρώτησε η Εύα.
<<Αυτό αναρωτιέμαι και εγώ,>>είπα.
<<Μη μου το θυμίζεις.Κάτω μαζί του είναι,>>αναφώνησε ο Αχιλλέας.
<<Και όχι ,ο μαλάκας δεν μιλάει .
Όλο τα μασάει και λέει μπούρδες.
Μέχρι και ο Γαβριήλ προσπάθησε με την Σοφία να τον λυγίσουν, αλλά εκείνος τίποτα.Και για να μου λυθει η απορία εσείς τόσες ώρες που είσασταν;>>.
<<Δουλειά σου ,>>του πέταξα και εκείνος σήκωσε το φρύδι του,κοίταξε τον Γαβριήλ και μειδιασαν και οι δυο.
Βλαμμένα.
<<Και τι κάνουν κάτω;>>Ρώτησα χτυπόντας τα χέρια μου παλαμάκια για να συνέλθουν γιατί δεν ήταν ώρα τώρα.
<<Δε θες να ξέρεις,>>είπε ο Αχιλλέας παίρνοντας τα χέρι του μέσα από τα μαλλιά και ξεφυσηξε.
<<Μία δουλειά είχατε ρε γαμωτο και ότι ναναι,>>φώναξε η Εύα και πήγε προς το υπόγειο.
Ο Σπίθας με το που την είδε έκανε άκρη και εκείνη του χάιδεψε το κεφάλι.
<<Καλό αγόρι,>>του είπε.
Και εγώ σκεφτόμουν άλλα με αυτή φράση.
Πως το κάνουμε και το λέει ξεπνοα.
Τι σκατά πάει στραβά μαζί μου;
<<Πέτα την λίστα,αλλιώς θα το κάνω εγώ,>>είπα στον Αχιλλέα και την ακολούθησα.
<<Όχι,τα χρειάζεται>>.
<<Αλήθεια δεν ξέρω πως σε αντέχει,>>σήκωσα τα χέρια ψηλά.
Το υπόγειο το είχαμε διαμορφώσει ώστε να μπορούμε να έχουμε τα πράγματα μας.
Όπως όπλα,τα μαχαίρια του Γαβριήλ πλέον και ότι άλλο χρειαζόμασταν για τις επιχειρήσεις.
Βέβαια όλα αυτά ήταν κρυμμένα πίσω από μια κρυφή πόρτα.
Γιατί το δωμάτιο ήταν ο χώρος διασκέδασης μας.
Με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια μια μεγάλη τηλεόραση ,έναν καναπέ.
Ένα μπιλιάρδο πιο δίπλα και ένα μικρό μπαρ.
Πίσω από ένα μεγάλο έναν τεράστιο πίνακα που χανοταν στον τοίχο ήταν ο επιπλέον χώρος .
Και το δωμάτιο που είχαν φυλακισμένο τον Άγη.
Ειδικά διαμορφωμένο για τέτοιες περιπτώσεις.
Δεν είχε τύχει ποτέ να έχουμε όμηρο εδώ κάτω,γιατί συνήθως τους κρατούσαμε στις εγκαταστάσεις του Γιάννη.
Αλλά ο Γαβριήλ το θεωρούσε απαραίτητο.
Και είχε δίκαιο.
Η σιδερένια πόρτα κλειδωνε με κωδικό .
Το πάτησα η πόρτα άνοιξε .
Κοίταξα την Εύα και μπήκαμε μέσα.
Ο διάδρομος άναψε από τα αυτόματα φώτα.
Τρεις πόρτες,δύο δεξια και μια αριστερά απλονωνταν στο οπτικο μα πεδίο .
Απέναντι μας ήταν μια μεγαλύτερη , μισάνοιχτη.
Φωνές ακούγονταν .
Η Εύα με κοίταξε και επιταχυναμε το βήμα μας.
Σίγουρα κάτι περίεργο γινόταν.
Απορώ πως την άφησε την Ηρώ να κατέβει.
<<Κλέβεις,δεν είσαι δίκαια,>>ακούστηκε η φωνή του Άγη.
Ανοίγοντας την πόρτα μειναμε και οι δύο άφωνοι.
Ο Άγης ήταν ακόμα δεμένος με τα χέρια πίσω στην καρέκλα και τα πόδια του στα πόδια της.
Η Ηρώ ήταν δίπλα του στο καροτσάκι της
Και η Σοφία κάτω .
Κρατούσαν χαρτιά.
Οι δύο από του τρεις, γιατι του Άγη ήταν απλωμενα και ορθανοιχτα στο πάτωμα.
Και όλοι βλέπαμε τι είχε.
<<Uno,παίζουν;>>Με ρώτησε έκπληκτη η Εύα.
<<Ναι.Εχει κάτι σαν παιδικό τραύμα δεν εξηγείται>>.
<<Δεν κλέβουμε τερατακι,>>αναφώνησε η Σοφία.
<<Πως δεν κλέβεται;Σε είδα ξεκάθαρα που κοίταξες την κάρτα πριν τραβήξεις και εβγαλες επίτηδες το συν τέσσερα,>>διαμαρτυρήθηκε εκείνος.
<<Μπα ιδέα σου,>>είπε η Ηρώ και χαμογέλασε
<<Ειδες,δεν λέμε ψέματα.Εσυ κλέβεις,>>του είπε η Σοφία και του έβγαλε την γλώσσα.
<<Βλαμμενη ,ξελυσε ε με και θα σου πω τι θα πάθεις .Πως κλέβω με δεμένα τα χέρια;Έχετε χαζεψει,>>άρχησε να τινάζεται στην καρέκλα του.
<<Θα σε σφάξω αν κουνηθείς,>έβγαλε η Σοφία το μαχαίρι της και τον απείλησε .
Το πρόσωπο του ήταν χτυπημένο .
Το ενα μάτι του κλειστό.
Και το κάτω χείλος του σκασμένο με αίμα να ξερενεται στην όλη του
Κριμα που δεν ήμουν εδώ να πάρω σειρά..
<<Θα σου δείξω εγώ ηλίθια,>>φώναζε εκείνος.
<<Δεν ξέρετε να παίζεται>>.
<<Ω ,Θεοί ,>>αναφώνησε η Ηρώ.
<<Όχι πάλι>>
Το βλέμμα της έπεσε πάνω μας.
Η Σοφία και ο Άγης ακόμα μάλωναν.
<<Έλα, έλα.Τι θα μου κάνεις ε;Άδικο έχω και στη Monopoly έτσι έκανες,>>της φώναζε.
<<Μη μιλάς τερατακι θα σου βγάλω την γλώσσα ,>>πήγε να σηκωθεί η Σοφία αλλά η Εύα την άρπαξε από το χέρι.
<<Τι στο διάολο κάνετε;>>Ρώτησε.
<<Α,είπα και εγώ ποιος λείπει,>>είπε ειρωνικά ο Άγης.
<<Εύα κλέβει,>>παραπονέθηκε η Σοφία.
<<Τι τραβάω η γυναίκα.Δεν είπαμε ότι πρέπει να τον κάνεις να μιλησει;>>
<<Ναι αλλά δεν μιλάει.Ολο γρίφους λέει .
Και μετά ήθελε να παίξουμε παιχνίδια.
Και εγώ δεν έχω παιξει ποτε παιχνίδια και χρειαζομασταν και άλλο ατομο .
Αλλά κλεβει>>.
<<Δεν κλέβω .Εσύ κλέβεις,>>της φώναξε ξανά.
Εγώ πλησίασα την Ηρώ.
Η Εύα τραβούσε την Σοφία να μην επιτεθεί στον Άγη.
<<Πως σε έπεισε;>>
Ρώτησα την Ηρώ .
<<Δεν με έπεισε,>>γούρλωσαν τα μάτια.
<<Μόνη μου έκατσα>>.
<<Α δεν πας καλά και εσύ,>>της είπα.
<<Δεν είναι αυτό.Απλα σκέφτηκα πως όλες οι άλλοι μέθοδοι δεν έπιαναν και το να τον προσεγγίσαμε διαφορετικά ίσως θα έβγαινε κάτι.Αν αισθανόταν άνετα καπως.Αλλα δεν βλέπω να πετυχαίνει αυτό>>.
<<Έξυπνο,>>της είπα.<<Να ξέρεις του είπα να πετάξει την λίστα>>
<<Αχ, επιτέλους.Σε ευχαριστώ.Δεν ξέρω τι έπαθε με τρέλανε από εχτές.Μέχρι ανοιχτήρι για βάζα έγραψε.Λεει άμα θέλεις να ανοίξεις κάτι να μην έχεις;Λες και η μάνα του ζει σε σπηλιά>>.
<<Πάντοτε σε καλύπτω μικρή,>>ξεφύσηξα<<Μη τον παρεξηγείς απλά έχει αγχωθει που σε αφήνει μόνη σου και δεν μπορεί να έρθει μαζί.>>.
<<Το ξέρω.Αλλα.δεν γίνεται έτσι.Αλλωστε ούτε για δέκα μέρες δε θα φύγω.Και είναι όλα κανονισμένα.Ακομα και η θεραπεία μου.Η Έρη έχει φυσιοθεραπευτή,τον καλύτερο και φρόντισε να συνεχίσω>>.
<<Τι λέτε εσείς εδώ;>>
Μας ρώτησε η Εύα πλησιάζοντας η Σοφία από πίσω της
<<Τουλάχιστον να με πας τουαλέτα .Κατουριεμαι εδώ και πόση ώρα,>>φώναξε ο Άγης.
<<Σε πήγα πριν δεκαπέντε λεπτά.Σταματα να λες ψέματα.Κατουρησου πάνω σου αν ειναι.Δεν έχω όρεξη πάνω κάτω συνέχεια.Με εκνευριζεις,>>του φώναξε η Σοφία.
<<Καλά πάει αυτό,>>είπα και κοίταξα την Εύα.
<<Λέμε για την Έρη,>>είπε η Ηρώ.
<<Πως τα έχει ταχτοποιήσει όλα>>.
<<Φυσικά.Εισαι σε καλά χέρια.Κοιτα να περάσεις καλά και να γυρίσεις γρήγορα.Θαντα έχουμε όλα υπό έλεγχο εδώ>>.
Η Ηρώ χαμογέλασε και έπειτα το βλέμμα της έπεσε.
<<Τι είναι μικρή;Εγινε κατι;Πονάς κάπου;>>
Την ρώτησα με ανησυχία καθώς έσφηξε τις γροθιές της πάνω στο μπλε φόρεμα που φορούσε.
Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
<<Τίποτα ,καλά είμαι απλά..>>
<<Πες το μικρή,έκανε τίποτα πάλι το φιδάκι;Θες να τον πλακωσω;>>
Της είπε η Εύα.
<<Θα τον γδάρω ζωντανό ,>>φώναξε η Σοφία και πήγε και γονατησε δίπλα της βάζοντας το κεφάλι της πάνω στα γόνατα της.
Η Ηρώ της χάιδεψε το κεφάλι.
<<Πάντα προστατευω αδερφούλα>>.
Ένα πνιχτο γέλιο ακούστηκε από πίσω.
<<Σκάσε εσύ,>>του φώναξε και γυρίσαμε να τον κοιταξουμε.
<<Α μπα,πήρατε χαμπάρι ότι υπάρχω και εγώ;Τι ευγενικό;Συγκινηθηκα.Μιλήστε και λίγο πιο δυνατά δεν ακούω τίποτα,>>είπε δραματικά.
<<Θα τα πούμε αργότερα εμείς,>>του είπε η Εύα.
<<Ανυπομονώ,>>στροβηλισε τα μάτια του.<<Θα έχει τόσο πλάκα>>.
Στράφηκα προς την Ηρώ ξανά.
<<Πες μας>>.
<<Δεν πρέπει να μάθει κάτι ο Αχιλλέας.Υποσχεθειτε μου το>>.
<<Με ανησυχείς μικρή ,δε θα πούμε κάτι ,>>είπε η Εύα.
<<Να έχω καθυστέρηση και...>>
<<Οου>> είπαμε ταυτόχρονα.
<<Μπορεί και να μην είναι γιατί με τα φάρμακα και με όλο αυτό υπάρχει πάντοτε διαταραχή μου είπε ο γιατρός.
Δεν έκανα τεστ .Σκέφτηκα όταν πάω στην Έρη να κάνω ενα τεστ για να μη το δει>>.
<<Μα δεν είναι κακό,>>της είπα.
<<Δεν είναι αλλά είναι νωρίς ,είμαστε μικροί .Και ένα παιδί έχει ευθυνες.Εγω είμαι ακόμα σε αυτή την ηλίθια καρεκλα.Εχουμε τοσα στο κεφάλι μας Ο κόσμος μας είναι πολύ επικίνδυνος.Πως θα φέρω ένα παιδι μέσα σε αυτό;Και μετά η Έμιλι με αυτό που μου έδειξε...>>
<<Η ποια;>>
Είπε σαστησμενα η Εύα και εμένα μου έδωσε ο ιδρώτας.
<<Δεν σας το είπα.Ουτε ο Αχιλλέας το ξέρει.Όταν είχα πέσει σε κόμμα είχα κάτι σαν όνειρο και ήταν περίεργο...>>
Συνέχισε να μας εξιστορεί το όνειρο της το που βρισκόταν.
Όλο αυτό ήταν πολύ γνώριμο.
Δεν μπορούσα να αρθρωσω λεξη.
Και έπειτα μας είπε πως συνάντησε ένα μικρό κορίτσι και τις είπε πως θα έχει τέσσερα παιδιά
Και αυτόν την έκανε να αγχωθει.
Αλλά το χειρότερο ήταν όταν άκουσα το όνομα του κοριτσιού.
<<ΒΑΣΙΛΙΚΗ>>
Ηχησε η φωνή της Έμιλι στο μυαλό μου.
Τι στο καλό συμβαίνει;
Πως γίνεται να έχουμε παρόμοια ονειρα;
Η Εύα άρχισε να γελάει και με ξύπνησε από το σοκ μου.
<<Έλα βρε μικρή μου ένα όνειρο ήταν απλά.Αυτα δεν συμβαίνουν στην πραγματικότητα,>>προσπάθησε να την πείσει και να την ηρεμήσει.
Αλλά το βλέμμα της έδειχνε άλλο.
<<Ίσως έχεις δίκαιο να ήταν απλά ένα ονειρο.Δεν ξέρω απλά φοβάμαι>>
<<Όλα καλά θα πάνε μικρή ,>>της είπα.
<<Εμείς είμαστε εδώ.Και αν τύχει και είσαι έγκυος.Θα έχει και εμάς για να το προσέχουμε >>
Ένα ροχαλητο ακούστηκε από τα πόδια της .
Η Σοφία είχε κοιμηθεί πάνω της
Η Ηρώ χαμογέλασε .
<<Έχεις δίκαιο.Μπορει να είναι από το στρες και αγχώνομαι τσάμπα>>.
<<Όλα καλά θα πάνε.Κοιτα να περάσεις καλά Και όταν έρθεις θα τα βρούμε όλα.Ελα πάμε πάνω έχει έρθει η ώρα να φύγουμε>>της είπα .
Δεν μπορούσα να βγάλω όμως τα όνειρα από το μυαλό μου
Κάτι δεν πήγαινε καλά.
Είχε δει την Βασιλική και η Έμιλι την είχε χάσει.Πως γίνεται αυτό;Τι ήταν αυτό μέρος και γιατί το έβλεπα εγώ;.
Η άλλη ζωή;
Το μέρος όπου ζουν οι ψυχές;
Υπάρχει τέτοιο μέρος;
Και γιατί η Έμιλι ήταν αναστατωμένη;,
Η Σοφία τέντωσε τα χέρια και ξύπνησε.
<<Ήρθε η ώρα;>>
Είπε νυσταγμένη.
Ποιος ξέρει τι τραβούσε η καημένη τόσες ώρες με αυτόν εδώ μέσα.
<<Ναι ,>>της είπε η Ηρώ και χαμογέλασε.
<<Θα μου λείψει η αδερφούλα μου>>.
<<Θα με βλέπεις από κάμερα.Και μέχρι να το καταλάβεις θα έχω γυρίσει πίσω.Και όπως είπαμε προσπάθησε να μην σκοτώσεις κανέναν όσο θα λείπω.
Και πόσο μάλλον τον Αχιλλέα>>.
<<Θα προσπαθήσω>>.
<<Σοφία,>>την μαλώσαμε και οι τρεις.
<<Καλαααα,ωχου θα είμαι καλή>>.
Πήγαμε να βγούνε από το υπόγειο αλλά ο Άγης φώναξε από πίσω μας.
<<Έλα τώρα πάλι θα με αφήσετε εδώ; Τουλάχιστον φέρτε μου να φάω κάτι>>
<<Δεν είναι ξενοδοχείο εδώ,>>του είπα.
<<Με τους κανόνες μας θα πας>>.
<<Δεν έχετε πλάκα καθόλου>>.
Η Εύα πήγε να κλείσει την πόρτα .
<<Εύα ,μιας και θα τα πούμε αργότερα.Ακου αυτό Είναι γρίφος.
Όταν έρθεις θα μου πεις αν τον καταλαβες>>.
Εκείνη αναστέναξε αλλά κοντοσταθηκε.
<<Όταν ο σπόρος ανθίσει σε άγονο έδαφος όλοι θα τον προσκυνήσουν.
Και οι άπιστοι θα πεθάνουν ουρλιάζοντας,>>της είπε και μειδίασε.
<<Τι στον πούτσο είναι αυτό τώρα ;>>
Την πλησίασα.
Εκείνη κοπανησε την πόρτα χωρίς να πει κάτι.
<<Δεν έχω ιδέα,σίγουρα κάποια από τα παιχνίδια του.Προσπαθει να μας τρελάνει>>.
Εμένα όμως δεν μου φαινόταν πως ήταν παιχνίδι.
Γιατί αυτή τη φράση κάπου την είχα ξαναδεί.
Αλλά δε θυμάμαι που.
<<Πήρες τα καλλυντικά σου;>>
<<Ναι>>.
<<Τα φάρμακα>>.
<<Ναι>>.
<<Τα λαστιχακια σου για τα μαλλιά;>>
<<Μα το Θεό Αχιλλέα.Ολα τα πήρα,>>του φώναξε η Ηρώ καθώς στεκομασταν μπροστά από το ιδιωτικό τζετ της Έρης.
Ένας από το προσωπικό της κατέβηκε της σκάλες του αεροπλάνου και μας πλησίασε.
Έκανε νόημα στην Εύα και εκείνη εγνεψε απλά.
<<Αν πάθει κάτι εσύ θα είσαι υπεύθυνος,>>τον έδειξε με το δάχτυλο ο Αχιλλέας εκείνος μισό κατάπιε.<<Θα σε βρω όπου και να είσαι>>.
<<Μπορείς να μην απειλείς τους συναδέλφους μου σε παρακαλώ;Με το ζόρι κρατιεμαι,>>του φώναξε η Εύα.
<<Καλά σου λέει,άντε εκατό ώρες.Κανε στην άκρη να την αποχαιρετησουμε και εμείς επιτέλους>>.
Του φώναξε η ο Μάρκος.
Η μηχανή από το τζετ είχε ξεκινήσει.
Και οι βαλίτσες της έμπαιναν μέσα από δύο αλλά άτομα .
<<Αχιλλέα,δίκαιο έχουν όλα καλα θα πάνε,>>ακουσα να του λέω.
Ο Αχιλλέας έπιασε το χέρι της και της έβαλε κάτι στο δάχτυλο.
Δαχτυλίδι.
Μου έγινε και ρομαντικός.
Η Ηρώ τον κοίταξε.
<<Όλα καλά θα πάνε και αυτό είναι υπόσχεση,>>έδειξε το δικό του που του είχε πάρει εκείνη και ήταν ίδιο με το δικό της.<<Πάντα επιστρέφει ο ένας στον άλλον>>.
Έσκυψε και την φίλησε.
<<Σε αγαπώ,να προσέχεις κουτάβι και όπως είπαμε να με παίρνεις τηλέφωνο όταν ξυπνας και πριν κοιμηθείς και όπου πας,>>της είπε και τις φιλησε το μέτωπο.
<<Εντάξει>>.
Έπειτα έκανε άκρη και ο Μάρκος έτρεξε πάνω της.
<<Επιτέλους ,>>αναφώνησε και την αγκάλιασε.
Έπειτα ήρθε και η Ξένια μια αγκαλιάστηκαν και οι τρεις.
<<Υποσχέσου πως θα μας κάνεις βιντεοκλήση,>>είπε η Ξένια.
<<Θα μας.λειψεις ,>>της είπε ο Μάρκος.
<<Υπόσχομαι.Αλλα δεν βλέπω να μπενω στο αεροπλάνο με πνιγετε,>>φώναξε εκείνη.
<<Συγγνώμη ,>>είπαν και οι δύο ταυτόχρονα και σηκώθηκαν .
Η Ηρώ τους κοίταξε και γελάσε.
<<Σας αγαπώ >>.
<<Και εμείς>>.
Κλάματα ακούστηκαν και η Σοφία έτρεξε πάνω της.
<<Όχι ,πάλι ,>>δυσανασχετήσε ο Αχιλλέας και η Ηρώ του έκανε σήμα να σωπάσει
<<Να μην έρθω μαζί σου;>>
Της είπε μέσα στα δάκρυα η Σοφία .
Η Ηρώ της χάιδεψε το πρόσωπο.
<<Την επόμενη.Στο υπόσχομαι>>.
Η Σοφία ετριψε με τις γροθιές της τα μάτια της και ρουφήξει την μύτη της.
<<Αν είσαι μακριά δεν μπορώ να σε προστατεύεσω,>>είπε εκείνη.
<<Δεν χρειάζεται.Θα είμαι μια χαρά ασφαλής>>.
<<Το υποσχεσαι;>>.
<<Το υπόσχομαι>>.
Έπειτα την αγκάλιασε η Εύα και τις ψυθήρισε κάτι στο αυτί.και της χαιδεψε απαλά το κεφάλι.
Η Ηρώ κοκκινησε .
Ύστερα ήρθε η σειρά του Φιλιππου.
<<Χτύπα τον από εμένα αν ξαναπάει στο ΚΑΠΗ,>>του είπε γελοντας κοιτόντας τον Μάρκο.
Εκείνος δυσανασχετήσε.
<<Γι'αυτό να είσαι σίγουρη,>>την αγκάλιασε.και έπειτα έφυγε.
Ο Γαβριήλ την πλησίασε και την αγκάλιασε.
<<Κράτα γερά,>>του είπε.
<<Μην ανησυχείς για εμάς Απλά να διασκεδάσεις>>.
Της χαμογελασε.
Το μάτι μου ειαιασε μια κρυφή κίνηση του χεριού του στο μπουφάν της.
Εκείνη γούρλωσε τα μάτια .
Τις έκανε νόημα να μη μηλισει.
Εγώ αναγνώρισα το δέρμα από τη θήκη του αντικειμένου έστω και το λίγο που την είδε.
Ο καργιόλης της έδωσε ένα μαχαίρι από τη συλλογή του για ασφάλεια.
Έξυπνο.
Αλλά αν το μάθει ο Αχιλλέας χαμός θα γίνει.
<<Είσαι ο τελευταιος,>>μου είπε μετά από λίγο κοιτάζοντας με τα πράσινα της μάτια γεμάτο δάκρυα
Μισω να την βλέπω να κλαίει
Από μικρός το μισούσα
Ήθελα να σβήσω κάθε τι από τον κόσμο που την έκανε να κλαίει.
Θα το έκανα για όλους αυτό.
Την πλησίασα και έσκυψα να την αγκαλιάσω.
<<Τελευταίος και καλύτερος ,>>της ψυθήρισα.<<Αλλά μη το πεις στον Αχιλλέα>>.
Της έκλεισα το μάτι.
<<Δεν θα το πω ποτέ ,>>σταύρωσε τα δάχτυλα της και τα φίλησε.
<<Έλα τελειώνετε.Θα αργήσει,>>φώναξε ο Αχιλλέας.
Έφερε το χέρι μου στο πρόσωπο μου.
Η Ηρώ γέλασε και με φηλισε στο μάγουλο.
<<Θα μας σκοτώσει,>>της είπα.
<<Μπα,απλά τον ενοχλεί γιατί ξέρει ότι είσαι ένα από τα πιο αγαπημένα μου πρόσωπα>>.
<<Είμαι;>>
Είπα ξαφνιασμένος.
Έσκυψε στο αυτί μου.
<<Μην το πεις ,είσαι δεύτερος στην λίστα μετα από αυτόν.Εισαι ένα από τα καλύτερα που μου έχουν τύχει .Αν δεν ήσουν εσύ δεν ξέρω αν έβγαινα από εκεί μέσα .Με κρατούσες ζωντανή>>.
<<Γαμώ θα με κάνεις να κλάψω.Και θέλω τόσο πολύ να του το τρίψω στη μούρη>>.
<<Όχι, ακόμα.Αλλα θα σου δοθεί η ευκαιρία.,>>Έσκυψε πιο πολύ και έβαλε το χέρι της μπροστά από το στόμα.
<<Τέλεια ,έχουν και μυστικά τώρα,>>αναφώνησε .
<<Ότι θέλω θα έχω με τον φίλο μου,>>του φωναξε.
Η Εύα και ο Μάρκος έσκασαν στα γέλια ταυτόχρονα καθώς ο Αχιλλέας προσπαθούσε να μη πνιγεί από τα νεύρα του.
Έπειτα η Ηρώ συνέχισε να μου ψυθηριζει.
<<Μην το πεις ούτε αυτό.Αν σε περίπτωση έχω ένα μικρό ποντικάκι Θέλω να γίνεις ο νονός του,>>γούρλωσαν τα μάτια καθώς ήρθε μπροστά μου.
<<Εγώ; Γιατί;Δεν θα πουν τίποτα η Ξένια και ο Μάρκος;>>
<<Μπα ,δεν θα έχουν θέμα.Αλλωστε το είχαμε συζητήσει κάποια στιγμή στο άσχετο.Θα είσαι...>>
<<Δεν ξέρω αν μπορώ να το δεχτώ...δεν νομίζω πως είμαι κατάλληλος να ...>>
Μου ήρθε απότομα.Δεν ήμουν σίγουρος αν μπορούσα να αναλάβω τέτοια ευθύνη.
Έχω πόσα θέματα.
Και ένα παιδί έστω και πνευματικό είναι μεγάλο θέμα.
Εγώ δεν είχα ποτέ σχέση με τον νόμο μου και την νονά μου.
Μου άρπαξε το πρόσωπο στα χέρια της.
<<Είσαι ο καλύτερος.Και η Βασιλική θα σε λατρέψει>>.
Η καρδιά μου χτύπησε απότομα.
Πολλά συναισθήματα με χτύπησαν απότομα .
Καλά και άσχημα.
Όλα μαζί.
Όταν έφυγε το αεροπλάνο και την κοιτούσαμε να μας χαιρετάει από το μικρό παράθυρο.
Εκείνα δεν έλεγαν να φύγουν.
Μου έλειπε ήδη .
Μας έλειπε ήδη.
<<Θα είναι μια χαρά,>>ήρθε δίπλα μου Εύα και έβαλε τα ο χέρι της στο δικό μου .
Ο Αχιλλέας ετρεξε πίσω από το αεροπλάνο μαζί με την Σοφία και χαιρετούσαν ακόμα.
<<Άλλωστε δε θα αργήσει να γυρίσει,>>συνέχισε.
Ο ήλιος φωτίζε ανάμεσα από τα σύννεφα.
Ο θόρυβος από το αεροδρόμιο ηχούσε γύρω μας.
Πήρα μια βαθιά ανάσα.
Λίγες μέρες και θα επιστρέψει πάλι.
<<ΑΔΕΡΦΟΥΛΑ,θα σε περιμένω,>>φώναξε η Σοφία καθώς το αεροπλάνο είχε ανέβει ψηλά και χανόταν στον ουρανό.
Μισώ την ζωή μου αυτή τη στιγμή.
Είμαι με αναισθησία στην ηλίθια οδοντιατρική καρέκλα.
Ο αριστερός πάνω φφρονιμιτης μου είπε ο οδοντίατρος πως έχει θέμα και θέλει εξαγωγή.
Ο κούκλος οδοντίατρος.
Ο κούκλος οδοντίατρος ,που καθόλου γέρος δεν ειναι με κοιλιά και φαλακρα όπως νόμιζα .
Ο κούκλος οδοντίατρος,ο μελαχρινός,με μπλε μάτια,ψηλός με μπράτσα.
Που είναι μέλος της οργάνωσης της Έρης.
Ο κούκλος οδοντίατρος ,που γλυκό κοιτάζει την Εύα μου και της μιλάει ενώ μου έχει τα εργαλεία στο στόμα.
Φυσικά δεν μπορώ να κουνηθώ για να τον σπάσω.
Εκείνη βέβαια απαντάει αδιάφορα και γράψει κάτι στο κινητό της.
Εκείνος όμως έχω την εντύπωση πως μου εκανε επίτηδες και τρίτη ένεση για να έχει ανοιχτό πεδίο.
Τα ξέχασα όλα πόνο ,φόβο όταν τον είδα.
Δεν ζηλεύω .
Εντάξει λίγο.
Μια ο Ορέστης ο και καλά ζωγραφος από τα Lidl και τώρα αυτός.
Πόσους πρέπει να προσέχω;
Κοντεύει να γεμίσει σάλια το πάτωμα.
Όχι τα δικά μου.
Τα δικά του.
Θα του φέρω το κάδρο με το πτυχίο του στο κεφάλι.
Μαλάκα.
Ω, δες με είμαι κούκλος.
Ω ,δες με είμαι γιατρός.
Ω,δες με έχω καρεκλα οδοντιατρική και σκέφτομαι να σε πηδήξω πάνω της.
Θα σου βγάλω τα μάτια ,ηλίθιε .
Με ένα δυνατό τράβηγμα μου έβγαλε το δόντι.
<<Τελείωσε,>>πάλι καλά το προλάβαμε γιατί μπορεί να πριζωσουν.
Μου έδωσε ένα βαμβάκι στο στόμα αφού καθάρισε την περιοχή.
Φυσικα δεν θέλει να μιλήσω.
Μαλάκας.
Έπειτα έδωσε τις οδηγίες .
Η Εύα ήρθε δίπλα μου.
Εκείνος πήγε να της πει κάτι αλλά αμέσως τραβήχτηκε γιατί εκείνη με φίλησε στο μάγουλο
Πάρε αυτό βλάκα.
Μειδίασα έτσι νομίζω .
Γιατί με την αναισθησία δεν καταλάβαινα πολλά.
Της έκανα νόημα πως όλα καλά.
<<Τώρα δε θα πονάς άλλο,>>μου είπε.
<<Αργύρη,τον λογαριασμό στην Έρη ,>>του είπε αδιάφορα και με άρπαξε από το χέρι για να φύγουμε.
Εκείνος έμεινε έκπληκτος και εγώ του έκανα κωλοδαχτυλο.
Ο τρόπος που με κοιτούσε με ηρέμησε
Δεν σκέφτεται μόνο εκείνη πολύ .
Το ίδιο κάνω και εγώ.
Δεν με νοιάζει με πόσους ήταν .
Ή πόσοι την θέλουν.
Εκείνη ανήκει δίπλα μου.
Ταιριάζει απόλυτα μαζί μου.
Ας ακούγεται εγωιστικό.
Δεν με νοιάζει καθόλου.
<<Σε παρακαλώ αστον,>>ουρλιαξα και έτρεξα κατά πάνω του.
Αλλά δύο χέρια με πρόλαβαν.
Η Έμιλι ήταν πεσμένη στο πάτωμα.
Και εκείνος την χτυπούσε ξανά και ξανά.
<<Δεν φταίει εκείνη.Εγώ έκλεψα τις καραμέλες,>>φώναζα κλαίγοντας.
Ο κύριος με της πεταλούδες είχε βγάλει την ζώνη του και την χτύπησε .
Εκείνη φώναζε σε κάθε χτύπημα.
Είμαι τόσο μικρός.
Δεν μπορώ να προστατεύσω κανέναν .
Ούτε εκείνη μπορούσα
Η μικρή μου φίλη έφυγε.
Δεν ξέρω που είναι
Κανείς δεν μου λέει.
Μόνο η Έμιλι μου έμεινε.
Δε θέλω να πάθει κάτι.
Ηλίθιες καραμέλες .
Εγώ φταίω για εμένα τις πήρε.
<<Δεν φταις εσύ.Μη σκέφτεσαι πολύ,>>είπε ανάμεσα από τις κραυγές της και τα χτυπήματα
Εκείνος ανέβαζε την ζώνη ξανά και ξανά στα γυμνά της τα πόδια .
Στην πλάτη της.
Γέμισε το άσπρο της φόρεμα με αίμα.
Δεν ήθελα να κοιτάξω .
Το βλέμμα όμως δεν έφευγε από πάνω της.
Ο κόσμος μας είναι κακός και εγώ αδύναμος.
Δεν θέλω να είμαι αδύναμος.
Τα χέρια άρχησαν να με τραβάνε προς τα πίσω
Ο άντρας μύριζε αλκοόλ
Την ήξερα αυτή τη μυρωδιά.
Την μισούσα.
Δεν ήθελα όμως να γυρίσω να κοιτάξω.
Να τον δω
Δεν γίνεται να είναι ο πατέρας μου αυτός.
Έκλαιγα και τα μάτια μου θόλωσαν από τα κλάματα .
Δε θέλω να βλέπω.
Η πόρτα από το δωμάτιο με τις πεταλούδες άνοιξε .
Είμαι αδύναμος.
Και δεν μπορώ να προστατέψω κανέναν.
Ούτε τον ίδιο μου τον ευατό .
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top