Κεφάλαιο 14ο

Τώρα.
Ορφέας,22 ετών.

Ήθελα απλά να την πάρω να φύγουμε.
Να πάμε σπίτι.Να της βγάλω τη στολή.
Να την φιλήσω μέχρι να της κοπεί η ανάσα.
Κάθε σημείο του σώματος της να το μαρκάρω.
Μέχρι να με αποκαλέσει Θεό της.
Να προσεύχεται μόνο στο όνομα μου.

Δεν μπορούσα να βγάλω τη γεύση της από το μυαλό μου.

Ήταν σαν να λειτουργούσα όλο τον καιρό στραβά.
Και με κάποιο τρόπο,με αποσύνδεσε και έβαλε τα καλώδια μου στη σωστή σειρά.

Η αδρεναλίνη από το drift δεν ειχε  φύγει απο τις φλέβες μου.
Όλα τα συναισθήματα μου ,πάλευαν αναμεταξύ τους και κόντευαν να με κάνουν να σκάσω.

Πρέπει να χτυπήσω κάτι.
Ή να κάνω σεξ.

Έφερα τα δάχτυλα μου στα χείλη μου.
Ακόμα την ένιωθα .
Έπειτα ασυναίσθητα έφυγε το χέρι μου στο μάγουλο μου.

Γαμώ,η Υβόννη με είχε φιλήσει εκεί.

<<Το έχεις.Εισαι ο καλύτερος,>>μου είχε ψιθυρισει στο αυτί πριν μπω στο αμάξι.
Τα μάτια της με κοιτούσαν με τόσο χαρά.

Είμαι ένας μαλάκας.

Ήταν ακόμα η κοπέλα μου.
Και τι έκανα, φίλησα καποια αλλη.
Όχι οποιαδήποτε βέβαια.
Την μοναδική που με έκανε να νιώθω ζωντανός
Πως αξίζω κάτι.

Αλλά δεν το άξιζε αυτό στην Υβόννη.
Δεν είμαι έφηβος πλέον
Ξέρω τι θέλω.
Το είχα κάνει μια φορά στη ζωή μου και ήταν το χειρότερο συναίσθημα.
Και δεν το ξανά έκανα.
Προτιμούσα να είμαι από εδώ και από εκεί παρά να κραταω κάποιον σε σχέση και να τον προδίδω έτσι.

Νιώθω σκατά.
Πρέπει να το ξεκαθαρίσω σύντομα όλο αυτό μαζί της .
Δε ξέρω καν γιατί μπήκα σε σχέση μαζί της.

Μισώ το να νιώθω μόνος.

Αλλά αντί να ασχοληθώ με αυτά,έπρεπε να αποσυμφορήσω το χάος και να κρατήσω τον Αχιλλέα μακριά μου.
Για να μην της φάω.

Τα είχα όλα ελένξει.
Κανείς δεν είχε μπει περίεργος μέσα.
Η ασφάλεια δεν είχε ιδέα το τι είχε γίνει.

Αλλά κάποιος είχε μπει χωρίς να τον πάρουμε χαμπάρι και δημιούργησε το χάος.
Και ξέραμε όλοι ποιος ήταν.
Βέβαια δεν θα έβγαινε από εδώ μέσα.
Είχα φροντίσει για αυτό.
Όλοι η περίμετρος είχε αποκλειστεί.

Έπρεπε όμως πρώτα να ηρεμήσουμε το κόσμο.
Γιατί αυτό που βλέπαμε μπροστά μας ήταν παρανοικό.

Ο κόσμος ήταν αναστατωμένος.
Οι περισσότεροι ,κυρίως αυτοί που βρίσκονταν στην μέση του χώρου,ήταν γεμάτοι με μια κόκκινη ουσία.
Που είχε απλωθεί και στο πάτωμα.
Σήκωσα το βλέμμα μου ψιλά.
Κουβάδες αναποδογυρισμένοι ήταν κρεμασμένοι από τις σιδεριές τις οροφής και έσταζαν το ίδιο υγρό.

<<Μου κάνεις πλάκα τώρα,>>φώναξα κοιτώντας πάνω στην πίστα.

<<Ώ,σκατά θα μας γδάρει για αυτό ζωντανούς,>>είπε ο Αχιλλέας.

<<Αχιλλέα είναι άνθρωποι ,αυτοί δίπλα της ή κούκλες;>>Ρώτησε η Ηρώ.

<<Δεν ξέρω>>

Η μουσική είχε σταματήσει.
Ανάμεσα από τις φωνές ακούγονταν οι φιμωμενες κραυγές της Ανδριάνας.
Δεμένη χειροπόδαρα σε μια καρέκλα ,το στόμα της κλειστό με ταινία,προσπαθούσε με τα βίας να απελευθερωθεί.
Ουρλιάζοντας με δάκρυα στα μάτια.

Ήταν γεμάτη και αυτή από τα μαλλιά μέχρι τα πόδια ,με το κόκκινο υγρό.
Αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο.
Δεξιά και αριστερά της κρέμονταν δύο σώματα με κουκούλα στο κεφάλι ακίνητα.

<<ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΤΏΡΑ,>>ούρλιαξε ο Γαβριήλ.

<<Είμαστε στην ταινία Κάρι του Κινγκ ;Τί στο διάολο;>>
Είπε ο Μάρκος.

Δυο τρία άτομα από την λέσχη ανέβηκαν στη πίστα και κατέβασαν την Ανδριάνα.
Έπειτα κατέβασαν και τα σώματα.
Από τις κινήσεις τους  ήταν ξεκάθαρο πλέον πως ήταν άνθρωποι και όχι κούκλες .

<<Καλά Ορφέα και γαμώ το σόου αυτό.Νομιζω πως ξεπέρασες τον ευατό σου.Αλλα την αρραβωνιαστικιά του Γαβριήλ;Εντάξει λίγο τραβηγμένο,>>μου είπε ένας τύπος χτυπώντας στους ώμους και έπειτα έφυγε.

<<Νομίζουν ότι είναι σόου,>>μου ειπε η Εύα.

<<Αυτό είναι καλό,>>είπε ο Αχιλλέας και έκανε νόημα στο Μπιλ να ηρεμίσει την κατάσταση.

Όσο και να ήθελα να είναι σόου και όσο και να με  ευχαριστούσε που έβλεπα την καργια έτσι ,δεν ήταν αλήθεια.
Εύχομαι α να το είχα κάνει αυτό, αλλά δεν ήμουν εγώ.
Ήταν εκείνος.

<<Πρέπει να τον βρούμε>>είπε ο Γαβριήλ.<<Δεν πρόκειται να φύγει  από εδώ μέσα και το ξέρει.Οσο συνεχίζεται το πάρτι είμαστε σε πλεονέκτημα,>>συνέχησε καθώς η μουσική ξεκίνησε πάλι.

<<Αίμα γουρουνιού,>>είπε ο Πέτρος καθώς ερχόταν κοντά μας.

Παλι καλά γιατι αν ήταν ανθρώπου...

<<Γαβριήλ πρέπει να πάς στην Ανδριάνα,έχει χάσει τα λογικά της.Φωναζει ότι θα σε σκοτώσει.
Και πως τις χάλασες το μαλλί.
Και πως το αίμα βγαίνει δύσκολα.Αληθεια,φίλε μου απορώ με την πάρτι σου πως την αντέχεις.Ενα λεπτό ήταν δίπλα μου και ήθελα να βγάλω τα μάτια μου και να κόψω τα αυτιά μου>>.

<<Την αφήνω πάνω σου δεν μπορώ να ασχοληθώ μαζί της.Θα είναι μια χαρά.>>είπε εκείνος.

Ο Πέτρος πήγε να διαμαρτυρηθει  αλλά το μετάνιωσε

Καλά είμαστε και γαμώ σύντροφοι.

<<Οι τύποι;>>
Ρώτησε ο Αχιλλέας.

<<Νεκροί.Δεν ξέρουμε ποιοι είναι.
Στείλαμε φωτογραφίες στην Ερη να κάνει ταυτοποίηση>>.

<<Βρήκατε τίποτα περίεργο;>>ρώτησα.

<<Κανέναν.Δεν ξέρω που είναι.Ψαξαμε παντού.Μπορει να έχει....>>

<<Πρόσεχε πως θα τελειώσεις την πρόταση αυτή...>>του είπε απειλητικά ο Γαβριήλ και ο Πέτρος μαζεύτηκε.

<<Η Σοφία;>>Συνέχισε.

<<Πουθενά.Αν είναι μαζί τους σίγουρα θα κρύβονται  κάπου>>.

<<Άμα της αγγίξει έστω και μια τρίχα θα αποτρελαθω τελείως,>>
άκουγα τον Μάρκο να λεει στην Ηρώ για την Ξένια.

Ο Αχιλλέας έπειτα μάλωνε με την Ηρω,γιατί εκείνη ήθελε να έρθει μαζί μας ενώ εκείνος αρνούνταν και τις έλεγε να μείνει με το Μάρκο και τον Φίλιππο.

Και αυτό δε πήγε και τόσο καλά ,γιατί τώρα όλοι μαζί ψάχναμε ξανά τους  υπόλοιπους χώρους.
Εγώ ήμουν με την Εύα και τον Γαβριήλ από την μια μεριά και οι υπόλοιποι από τη λν άλλη.

Ο Πετρος μας είχε φέρει τα όπλα μας για ασφάλεια.

Η μουσική στο βάθος και τα χαμηλά φώτα ,έκαναν το σκηνικό λίγο απόκοσμο.
Ψάχναμε έναν μανιακό ,που ένας Θεός ξέρει τι έκρυβε στο μανίκι του.

Οποιαδήποτε στιγμή μπορούσε να κάνει οτιδήποτε και να μας πιάσει απροετοίμαστους.

Ξέρει πως τον ψάχνουμε και γι'αυτό θα είναι πολύ προσεκτικος.

<<Δεν είναι εδώ,>>ακούστηκε από την ανοιχτή ακρόαση του κινητού μου ο Αχιλλέας.
<<Που στο διάολο είναι ο καργιόλης;Μπορεις να σκάσεις επιτέλους...>>φώναξε στον Μάρκο.
<<Μου σπας τα νεύρα>>.

<<Μπορείτε να συγκεντρωθείτεε επιτέλους;>Του είπα.

<<Μπορεί να είναι οπουδήποτε,>>είπε η Εύα καθώς κρατούσε το όπλο της.
<<Έπρεπε να τον είχαμε καθαρίσει μια ώρα νωρίτερα.Αρχιζει και μου τεντώνει τα νεύρα>>.

<<Τσεκαρετε το υπόγειο,είναι στα δεξιά από εκεί που είστε Έχει το ανσανσερ για τα πράγματα ,οπότε χώρατε όλοι.Και για όνομα κάντε ησυχία,>>τους είπε ο Γαβριήλ  ανοίγοντας  την πορτα της αίθουσας με την αναρρίχηση.
Μπήκαμε μέσα αργά και σταθερά
Αλλά κανένα ίχνος.

<<Έχει και το κινητό της κλειστό γαμώ τη τρέλα μου.Και η Σοφία,>>είπε ο Γαβριήλ.

<<Ε,τι περίμενες ,>>του είπα.
<<Δε μπορείς να σκεφτείς που θα μπορούσαν να είναι;Εννοώ,είναι αίμα σου.Μεγαλωσες μαζι του>>.

<<Ένα πράγμα που πρέπει να ξέρεις για τον αδερφό μου είναι,πως ότι ξέρεις, ξέχνα το>>.

<<Αυτό δε μας  βοηθάει πολύ,>>είπε η Εύα.

<<Πιστεύεις πως η Σοφία συνεργάζεται μαζί τους;>>
Συνέχησα.
Φασαρία ακούστηκε από το ακουστηκό.

<<Θα σου δώσω μπουνιά μα το Θεό,>>φώναζε ο Αχιλλέας.

<<Έλα ,έλα, αν τολμάς,>>ακούστηκε από τον Μάρκο.

<<Αν δε σταματήσετε θα σας πλακωσω.Μη με υποτιμάται που βρίσκομαι στη καρέκλα,>>έλεγε η Ηρώ.

<<Παιδιά σταματήστε,>>έλεγε ο Φίλιππος.

Η Εύα μου άρπαξε το κινητό.

<<Τι στο πούτσο δε καταλάβατε από το "Ψάχνουμε έναν μανιακό"και πρέπει να μείνετε ήσυχοι.Ορκιζομαι άλλο ένα κιχ να ακούσω,θα εύχεστε να μην με είχατε  γνωρίσει>>σιωπή επικράτησε στο ακουστικό.

<<Συγγνώμη,>>ακούστηκε από την Ηρώ.

<<Γαμώ είσαι τρομακτική,>>είπε ο Μάρκος.

<<Δεν έχεις δει τίποτα. Γι'αυτό σταματηστε να μου τη σπάτε και συγκεντρωθείτε,>>συνέχισε.
<<Τι;>>με ρώτησε καθώς μου έδινε το κινητό στο χέρι.

Εγώ χαμογελούσα σαν ηλίθιος εξαιτίας του πόσο καυλωτικο, ήταν όλα αυτό.

<<Τίποτα,>>της είπα.

<<Μη παίζεις με το μυαλό μου Τσέκο.Δαγκωνω.,>>μου είπε στα ξαφνικά από το πουθενά.

Μου άρεσε.
Και σε κάποιον άλλων άρεσε και διαμαρτυρήθηκε ανάμεσα στα πόδια μου.

<<Αρκετά με τις μαλακίες.Μπορειτε να πηδηχτειτε μετά,>>είπε ο Γαβριήλ.

<<Σκάσε>>του είπα.

Περπατούσαμε στους διαδρόμους.
Αυτό το μέρος ήταν πολύ μεγαλύτερο από ότι περιμέναμε.

Ο Γαβριήλ το ήξερε απέξω και ανακατωτα βέβαια ,γιατί το είχε στα χέρια του μέχρι τνα το πουλήσει.
Κάθε πόρτα που ανοίγαμε όμως μας έβγαζε σε κενό.

<<Σσσσσ,>>έκανε η Εύα και σήκωσε το όπλο της όταν ένας θόρυβος ακούστηκε από τα δεξιά μας.

Πλησιάσαμε αργά.
Ο Γαβριήλ ακούμπησε το πόμολο με το ένα χέρι και με το άλλο κράτησε σφιχτά το όπλο του.

Η Εύα ήρθε απέναντι του .
Εγώ ανάμεσα τους, κεντραρισα την πόρτα.

Ο θόρυβος ξανά ακούστηκε.

Ο Γαβριήλ άρχησε να μετρά με τα χείλη του μεχρι το τρία και άνοιξε την πόρτα απότομα.

Σήκωσα το όπλο, το ίδιο και οι δύο τους.

Ξαφνιασμένες φωνές ακούστηκαν και πνιχτες βρισιές.

Εστίασα προσπαθώντας να καταλάβω τι έβλεπα με το λίγο φως που έπεφτε στην αίθουσα από έξω.

<<Γαμώ,>>ακούστηκε από την Εύα.

Και τότε το είδα.

<<Υβόννη;>>Είπα σχεδόν τσηρίζοντας.

<<Ορφέα,δεν είναι αυτό που νομίζεις,>>μου είπε εκείνη καθώς μάζευε τα ρούχα της.

Ημίγυμνη ,προσπαθούσε να κρύψει το στήθος της  με το ένα χέρι και με το άλλο να κατεβάσει τη φούστα της.
Και μπροστά της ένας Άρης χωρίς μπλούζα, με το μπαντελονι σχεδόν κατεβασμένο να προσπαθεί να κρυφτεί

<<Μου κάνεις πλάκα,>>άρχησα να φωνάζω.

Έξαλλος ήμουν.
Γι'αυτό ήταν άφαντη όλη τη βραδιά .
Γι'αυτό ο μαλάκας δεν μου μιλούσε.

<<Τον πηδάς>>.

<<Όχι δεν είναι όπως φαίνεται>>.

<<Εμένα γιατί όμως μου φένεται πως είναι αυτό.Ποσο καιρό γίνεται αυτό πίσω από τη πλάτη μου;>>

Οι δύο τους δεν απάντησαν.

<<Εδώ γίνεται της πουτανας και βρήκατε ώρα να το κάνετε.Και εσύ ηλίθιε.Νομιζα πως ήσουν φίλος μου,>>τον πλησίασα σφίγγοντας τα δόντια μου

<<Ορφέα κοίτα συγγνώμη,δεν ήθελα,>>είπε εκείνος.

<<Θα το συζητήσουμε άλλη ώρα.Που δε θα θέλω να σε στραγγαλίσω>>.

Η Εύα με τράβηξε πίσω.
Θα τον σκότωνα.
Δεν ξέρω γιατί ένιωθα έτσι.
Θα το τελείωνα μαζί της..
Ναι ,την ξεχνούσα αλλά όταν είμασταν μαζί ήμουν εκεί συγκεντρωμένος σε εκείνη.

Αλλά γαμώ αυτό πονούσε λίγο.

<<Ορφέα>>ψέλλισε η Εύα.

Ένιωθα ενοχές που την είχα φιλήσει.
Ήταν λάθος και σωστό μαζί.
Γιατί ήμουν τέρμα ερωτευμένος μαζί της.

Τα είχα κάνει σκατά .
Αλλά αυτό.
Πίσω από τη πλάτη μου ήταν οικτρό.

<<Ορφέα,>>είπε η Υβόννη με ήρεμη φωνή.
<<Τον αγαπάω>>.

<<Και γιατί ήσουν μαζί μου;>>
Την ρώτησα.

<<Εσύ γιατί ήσουν μαζί μου;>>
Γύρισε και κοίταξε την Εύα.
Σιωπησαμε όλοι.

Δεν έχω ιδέα.
Όταν νιώθω μόνος .
Κάνω ηλίθια πράγματα.
Με αποτέλεσμα όλους να τους πληγώνω.
Είμαι ότι νάναι.

<<Μπορείτε να το λύσετε σας παρακαλώ μετά;Γιατί έχουμε ένα θεματάκι;>>
Είπε ο Μάρκος από το ακουστικό.

<<Μπορούμε να συνεχίσουμε γιατί αρχίζω να χάνω τα λογικά μου.
Όταν γίνομαι νευρικός ξερετε τι συμβαίνει,>>είπε ο Γαβριήλ.

<<Ορφέα ,πάμε>>μου είπε η Εύα.
<<Άρη πάνε με τους υπόλοιπους,>>τον κοίταξε νευριασμένα.
<<Και εσύ ντύσου και πάνε στους υπόλοιπους μέσα,>>είπε στην Υβόννη αδιάφορα.

<<Ω ,σκατά,>>φώναξε ο Μάρκος από το τηλέφωνο.

Φασαρία ακούστηκε.

<<Σοφίααα,>>φώναξε η Ηρώ.

<<Τους βρήκαμε ελάτε εδώ,>>είπε ο Αχιλλέας.Κοιταχτηκαμε και αρχήσαμε να τρέχουμε.

Δε μας πήρε ούτε ένα λεπτό να φτάσουμε.
Όλοι στέκονταν ακίνητοι μπροστά από την πόρτα μιας αποθήκης.

<<Κακος αδερφούλης.Νομιζε δε θα τον καταλάβω.Πως δεν θα τον μύριζα,>>φωναζε η Σοφία καθώς ήταν πάνω στην πλάτη του Άγη .
Εκείνος μπρούμυτα προσπαθούσε να φύγει από τα δεσμά της καθώς εκείνη τον είχε πιάσει από τα μαλλιά και του κοπανούσε το κεφάλι κατω στο έδαφος.

<<Παιδιά ήρθατε.Κοιταξτε τι βρηκα;>>Αναφώνησε όταν μας είδε και συνέχισε να τον πιέζει.

<<Ω σκατά,>>αναφώνησα.

<<Ξένια,>> φώναξε ο Γαβριήλ ,και εσμπρωξε τους υπόλοιπους να μπει μέσα.

<<Θα σε σκοτώσω ηλίθιε.Τι έκανες τοση ώρα;>>
Του φώναξε η Ξένια που ήταν με το ένα το χέρι δεμένη με χειροπέδες σε έναν σωλήνα.

<<Τι σκατά σκεφτόσουν,τι πήγες μαζί του>>της φώναζε καθώς προσπαθούσε να ανοίξει τις χειροπέδες.

<<Πας καλά μωρέ που να καταλάβω ότι δεν ήσουν εσύ;>>

<<Νόμιζες πως ήμουν εγώ;>>
Είπε αρχικά ξαφνιασμένος και σαν να  σχηματίστηκε ένα χαμόγελο.

<<Ηλίθιε.Δεν είναι ώρα να ψωνιστεις>>
Του είπε εκεινη.

Έπειτα το πρόσωπο του σκληρινε.

<<Πως είναι δυνατόν να με μπερδέψεις με τον μαλάκα,>>της είπε.

<<Ε...>>πήγε να ακουστεί από τον Άγη.

<<Είπα να σκάσεις,>>του φώναξε η Σοφία ξανά σπρώχνοντας το πρόσωπο του κάτω.

<<Φοράτε την ίδια στολή  ,>>του είπε και εκείνος στροβιλισε τα ματια.

<<Ηλίθια>>

<<Με είπες ηλίθια;>>

<<Εσύ με είπες πρώτο>>.

<<Και τι μα αυτό;>>

<<Δηλαδή ήθελες να το κάνεις μαζί μου, αλλά δεν κατάλαβες ότι δεν ήμουν εγώ..>>

<<Εεε..>>

<<Θα το συζητήσουμε μετά αυτό..>>

<<Δεν εχουμε να συζητήσουμε κατι.Βγάλε τις χειροπεδες επιτέλους,>>φώναξε η καθώς εκείνος προσπαθούσε να τις ανοίξει.

<<Προσπαθώ.Υπαρχει κάπου το κλειδι;>>
Πήγε να πει ο Γαβριήλ.
Και ένα πυροβολισμος ακούστηκε.
Γύρισα κοιταξα την Εύα που είχε στοχεύσει στις χειροπέδες .

Όλοι είχαμε σαστησει .
Η Ξένια είχε γουρλωσει τα μάτια καθώς είχε απελευθερωθεί το χέρι της με το ένα κομμάτι να δίνει στο σωλήνα και το άλλο στο χέρι της

<<Καλό σημάδι Όμορφη,>>της είπα και μου έκλεισε το μάτι.

<<Έχεις τρελαθεί εντελώς θα την είχες σκοτώσει,>>φώναξε ο Γαβριήλ.

<<Χαλάρωσε ,είναι μια χαρά,>>του είπε η εκείνη.
<<Είσαι τέρμα αργός.Και τα νεύρα μου δεν είναι καλά>>.

Η Ξένια τον έσπρωξε και ήρθε προς τα εμάς.

<<Ξένια τι έγινε;>>
Της είπε η Ηρώ.

<<Νόμιζα,πως ήταν ο Γαβριήλ και τον ακολούθησα>>.

<<Για να κάνετε τι;>>Την ρώτησα.
<<Ουυ,κάτσε ..>>την κοίταξα με νόημα.
<<Η Ξένια πήγε να γίνει κακό κορίτσι.
Ήθελες να του δώσεις το δώρο του>>.

<<Είπα να σκάσεις,>>συνέχισε η Σοφία καθώς πάλι ο Άγης πήγε να πει κάτι
<<Θα σε χτυπήσω με το ρόπαλο ξανά,>>τον προειδοποίησε καθώς τον ακινητοποίησε πιο πολύ με τα πόδια της.

Η Ξένια με αγριοκοίταξε.

Ο Γαβριήλ την κοιτούσε κατακόκκινος από τα νευρα.

<<Με έφερε εδώ . Άρχησε να...>>

<<Δε θέλω να το ακούσω αυτο...>>είπε ο Γαβριήλ.

<<Δεν έγινε τίποτα>>είπε εκείνη και ένας πνιχτος ήχος ακούστηκε πάλι .

<<Σε πείραξε;>>
Είπε ο Μάρκος.

<<Όχι.Εγιναν όλα περίεργα γρήγορα.Αλλα πίστευα πως ήταν από την κόκα.Επειτα με έδεσε στο σωλήνα.Και νομιζα ότι ήταν τίποτα από τα φετίχ του,>>τον κοιτάξαμε όλοι αλλά ο Γαβριήλ απλά ξεφύσηξε.

<<Έφυγε και μετά ξαναγύρισε,>>.

<<Πρέπει να έφυγε για κανει το σκηνικό έξω,>>είπε ο Αχιλλέας καθώς πλησίαζε την Σοφία και εκείνη του έκανε νόημα με το ρόπαλο να μην έρθει.

<<Δικός μου,>>του γρυλισε.

<<Ώπα, μικρή,>>σήκωσε τα χέρια ψηλά.

<<Μετά επέστρεψε και πήγαμε να συνεχίσουμε αλλά τον κατάλαβα και πριν προλάβω να κάνω τίποτα η Σοφία τον χτύπησε με το ρόπαλο από πίσω.Προσπαθήσαμε  να σας πάρουμε, αλλά τα κινητά έκλεισαν από μπαταρία.
Δεν βρίσκαμε το κλειδί και περιμέναμε να έρθετε.Εκατο ώρες βέβαια,>>.
Κοίταξε τον Γαβριήλ με νεύρα.

<<Συγγνώμη;>>Ακούστηκε από πίσω λίγο ασυνάρτητα η φωνή του Άγη.

Γυρίσαμε όλοι και τον κοιτάξαμε.
Η Σοφία του σήκωσε το κεφάλι.

<<Είπα να μιλήσεις;>>Του είπε μέσα από τα δόντια .
Το κορμί της πατούσε  πάνω στα χέρια του και δεν μπορούσε να κουνηθεί.
Ήταν μεν μικροσκοπική και αυτός μεγαλύτερος της, αλλά τον είχε  άνετα.

Του σήκωσε το κεφάλι τραβόντας τον από τα μαλλιά.
Αίμα έτρεχε από την μύτη του και πόντο στόμα.

<<Καλά μίλα,αλλά όχι για πολύ.Με εκνευρίζει η φωνή σου >>.

<<Ω έλα τώρα,πόση ώρα θα σας ακούω κάπου βαρέθηκα.Και μπορεί κάποιος να την πάρει από πάνω μου επιτέλους....>>το πρόσωπο του έσκασε στο πάτωμα.

<<Τέλος χρονου.Σιωπή,>>του είπε.
Εκείνος επεσε  αναίσθητος .

Λίγα λεπτά αργότερα τον είχαμε του χεριού μας.

<<Ξύπνα,>>έλεγε ο Αχιλλέας καθώς του έριχνε σφαλιάρα .
Τον είχαμε δέσει σε μια καρέκλα που έφερε ο Φίλλιπος.

Ήταν αναισθητος για κανά τέταρτο.

<<Μυριζα όλο το βράδυ καμμένο και θειάφι αλλά νόμιζα ότι ήταν από τα καπνογόνα .
Έπρεπε να το καταλάβω πιο νωρίς ότι ο αδερφουλης δεν ήταν ο σωστός αδερφουλης.Και μετά μύρισα καμμένη κανέλα και δεν είδα την Ξένια.
Και μετά έτρεξα και ουσσσσ μπαμ,>>φώναξε η Σοφία σηκώνοντας στον αέρα το ρόπαλο.

<<Σε ευχαριστώ ,>>της είπε η Ξένια.

<<Αν δε το έκανα,η αδερφούλα μου θα ήταν λυπημένη και ο αδερφουλης και εγώ,>>της είπε και την αγκάλιασε .

Ενα μουγκρητό ακούστηκε από τα χείλη του Άγη .
Καθώς οι τρεις μας ,εγώ ο Αχιλλέας και ο Γαβριήλ τον  είναμε περικυκλώσει.

Η Εύα κουνούσε νευρικά το όπλο της λίγο παραδίπλα.
Είχε βγάλει την περούκα της και τα μαλλιά της πλέον ήταν πεσμένα στους ώμους
Το βλεμμα καρφωμένο πανω του

<<Ξύπνα ηλιαχτίδα,>>του είπα.
Καθώς τον χτύπησα τα πόδια με το δικό μου
<<Είναι η μέρα σου σήμερα>>.

Ο Άγης άνοιξε αργά το μάτια του και σήκωσε το κεφάλι.
Έφτησε  το αίμα  από το στόμα του και κουνήθηκε.

<<Αλήθεια τώρα έπρεπε να με δέσετε;Έτσι φέρεστε στους καλεσμένους σας;>>
Είπε με τραχεια φωνή και χαμογέλασε.
Φορούσε την ίδια στολή με τον Γαβριήλ
Τα μαύρα μαλλιά του έπεφταν στο πρόσωπο του.
Ιδρώτας έσταζε από το μέτωπο του.
Τα χέρια του ήταν δεξιά και αριστερά και γύρω στο κορμό του το χοντρό σχοινή τον κρατούσε όπως και τα πόδια του .

Η Σοφία τον πλησίασε απειλητικά και σήκωσε το ρόπαλο .

<<Καλά καλά,πωωω>>αναφώνησε.

Μια γροθιά έφυγε στο πρόσωπο του και το κεφάλι του έφυγε προς τα δεξιά.

Η αποθηκη είχε ένα φως στην οροφή που δε φώτιζε πολύ και ο αέρας ήταν πυκνός και μύριζε υγρασία .

Το κατάλληλο μέρος για λίγο βασανισμό.

<<Γεια σου και σε εσένα αδερφέ,.Χρονια πολλά,>>είπε στον Γαβριήλ καθώς έτριβε εκείνος  τη γροθιά του.
Έφτησε το αίμα ξανά και χαμογέλασε.

<<Τι στο διάολο κάνεις εδώ;>>
Τον ρώτησε ο Αχιλλέας

<<<Ωωωω,μου λείψατε .Τόσο καιρό έχω να σας δω.
Και ήθελα να δω την οικογένεια μου.
Είναι και τα γενέθλια σου σήμερα αγαπημένε μου αδερφέ..>>τον κοίταξε και και εκείνος πήγε να του ορμήξει και τον σταμάτησα.
<<Αν και...καθόλου σωστό που δε με καλεσατε.Θα μπορούσαμε να το γιορτάσουμε μαζί,σε λίγες μέρες είναι και τα δικά μου.Καθολου ευγενικό>>.

<<Εννοεί ηλίθιε,πως μπόρεσες και μπήκες μέσα;Τι σκατά θες;>>
Τον ρώτησα.

<<Ωωω,το πρεζακι.Δηλαδη πρώην πρεζακι,>>θα τον σκωτώσω πριν μάθουμε τι θέλει.
<<Για δες.Μια χαρά φένεσαι.Ειμαι τόσο  περιφανος  για εσένα,>>είπε με δραματικό τρόπο.

<<Μπορούμε να τον φημωσουμε;>>
Είπε ο Μάρκος και ο Άγης τον κοίταξε απειλητικά μια μαζεύτηκε.

Έπειτα κοίταξε την Ηρώ.

<<Φιλενάδα μου ,μου έλειψες;>>

<<Μην της μιλάς,>>του φώναξε ο Αχιλλέας.

<<Με αγκάλιασες,>>του είπε η Ηρώ.

<<Γιατί μου έλειψες χαζουλα .Περάσαμε ωραίες στιγμές μαζί..>>ο Αχιλλέας τον χτύπησε  στο πρόσωπο .

<<Γαμώτο τι σκατά συμβαίνει μαζί σας ;Δεν μπορώ να εκφράσω τα συναισθήματα μου μια φορά και αμέσως να με χτυπήσετε.Να πάτε σε κανένα ψυχολόγο για διαχείριση θυμού, του ελέους δηλαδή>>είπε και τίναξε τα μαλλιά του .

<<Τι θες Άγη;>>
Του συριξε ο Γαβριήλ.

<<Σας είπα μου λειψ...>>

Ο Γαβριήλ τον έπιασε από τον γιακά του .

<<Κόψε της μαλακίες.Αλλιως ....>>

<<Ναι ναι θα με σκωτωσεις,>>είπε αδιάφορα .
<<Τι προτότυπο,>>στροβηλισε τα μάτια του

Ο Γαβριήλ έσφιξε τα δόντια του.
Έπειτα τον άφησε απότομα και απομακρύνθηκε.

Χτύπησε γροθιά στο τοίχο και έβρισε.

<<Είσαι μόνος;>>
Τον ρώτησα.

<<Γιατί θέλω και παρέα;>>

<<Δε θα μιλήσει.Του αρέσει όλο αυτό. Παίζει,>>είπε η Εύα.

<<Ω και εσύ εδώ;>>
Της είπε.

<<Πως είναι ο γιος σου;>>
Η Εύα έκανε κίνηση να τον πλησιάσει και εγώ ήμουν έτοιμος να τον αρπάξω
<<Άσε με να μαντέψω.Δε ξέρεις που είναι;>>

Η Εύα πλησίασε

<<Δεν θέλεις να μάθεις που είναι;>>

Η γροθιά της έφυγε στο πρόσωπο του.

<<Πιάσε το παιδί μου ξανά στο στόμα σου και θα σου κόψω τη γλώσσα>>.
Τον απείλησε.

<<Αυτό μάλιστα είναι γροθιά,>>γέλασε ο Άγης.
<<Οι υπόλοιποι να την πάρετε παράδειγμα>>.

<<Ξέρεις που βρίσκεται;>>
Τον ρώτησα.

<<Μπορεί ναι.Μπορει και όχι.Αλλα δεν είναι μόνο αυτό.Ευα δε θες να μάθεις και για εσένα.Ολοι μιλάνε για εσένα...>>.

Το χέρι μου έφυγε ακριβώς στη μύτη του.

Και εκείνος γέλασε.

<<Είδες ,παίζει,>>μου είπε η Εύα.

<<Οι τύποι έξω που κρεμάσες ποιοι είναι;>>Τον ρώτησε ο Αχιλλέας.

<<Δώρο γενεθλίων ;>>

<<Τι;>>

Το κινητό της Εύας χτύπησε .

Το σήκωσε και απομακρύνθηκε.

<<Και την Ανδριάνα γιατί...>>πήγε να πει ο Αχιλλέας.

<<Ω θεοί και διάβολοι.Μη μου αναφέρεις αυτή τη γυναίκα.Αληθεια αδερφέ αυτή βρήκες:Εχεις εκείνη,>>έδειξε την Ξένια και εκείνη σουφρωσε τα φρύδια με αηδία.<<Και διάλεξες μη πω τι....Αν και μπορώ να πω ούτε εκείνη κατάλαβε πως δεν ήμουν εσύ.Μιλαει και ακατάπαυστα.
Αν μιλάει τόσο και όταν την πηδάς, σε λυπάμαι>>.

<<Δηλαδή της έκανες όλο αυτό επειδή σου την έπεσε και δε σταματούσε να μιλάει;>>Τον ρώτησα.

<<Μου επρηξε τα αρχιδια.Δεν με άφησε στην ησυχία όταν με είδε. Και όταν κατάλαβε ποια ήταν είπα να σπάσω λίγο πλάκα.Δημιουργησα πάλι .Νομιζε βέβαια ότι κάνω κάτι κινκι ...> >.

Κοιτάξαμε όλοι τον Γαβριήλ.

<<Καργιόλη,>>πήγε να του πει και τον άρπαξε ο Αχιλλέας πριν του ορμήξει.

<<Αφήστε με να τον γδάρω,>>φώναξε η Σοφία .

<<Και γαμώ στο δίνω,>>είπα γελώντας και ο Αχιλλέας με χτύπησε αγκωνία στο στομάχι.

<<Ω, αδερφέ ζήλεψες λίγο που οι κοπέλες σου με βρίσκουν ακαταμάχητο;>>
Του ειπε και του κούνησε τα φρύδια.
Ο Γαβριήλ πήγε να ξανά επιτεθεί και εκείνος γέλασε δυνατά .

<<Αμφιβάλλω αν είχες και γυναίκα ποτέ;>>
Του είπα.

<<Κάνεις λάθος.Οι γυναίκες με λατρευουν.Ασχέτως αν εγώ έχω μάτια μόνο για μια,>>είπε και έκλεισε το μάτι στη Ξένια στέλνοντας της φιλάκι με τα χείλη του.

<<Που να μου κοβόταν το χέρι,>>είπε η Ξένια.

<<Είσαι σίγουρη για αυτό;>>
Την ρωτησε .<<Το χέρι σου με βρήκε ακαταμάχητο όταν ...>>έκανε νόημα ανάμεσα από τα πόδια του.

Ο Γαβριήλ γούρλωσε τα μάτια.
Την κοιτάξαμε όλοι και ο Αγης γέλασε δυνατά.

Του άρεσε που παίζαμε το παιχνίδι του.

<<Μη μου πεις πως του τον ...>>της γρυλισε ο Γαβριήλ.

<<Είσαι ηλίθιος; Όχι,>>
Του φώναξε η Ξενια.

<<Ε τότε τι σκατά λέει;>>

<<Εεε...>>.

<<Έλα Ξένια πες του την αλήθεια .Ότι σου άρεσε περισσότερο  το δικό μου .
Και είναι πιο μεγάλο>>.
Είπε και συνέχισε να γελάει.

<<Ω σκατά,>>συνέχησε καθώς εκείνη άρπαξε το ρόπαλο και πήγε να τον χτυπήσει.

<<Καλά καλά,απλά με άγγιξε πάνω από το παντελόνι.Ηρεμησε ελαφάκι. Χρειάζομαι το κεφάλι μου.Εχει το μυαλό μου μέσα .Πως θα κάνω τα σχέδιά μου αν πάθω τίποτα;>>

<<Το μυαλό σου θα είναι το λιγότερο που θα έπρεπε να ανησυχείς ότι θα πάθει  κάτι,>>του είπε η Εύα καθώς πλησίαζε .
Έκλεισε το κινητό.

Εκείνος την κοιταξε και χαμογέλασε.

<<Τον ακούμπησες,>>έλεγε ο Γαβριήλ από πίσω μας στη Ξένια.

<<Έλεος Γαβριήλ δεν κάνουμε διαγωνισμό πέους.Αλλά έχεις ακόμα τον μεγαλύτερο, μην ανησυχείς.Πρεπει να ανησυχείς για την αρραβωνιαστικιά σου τώρα περισσότερο.Θα είναι χάλια .Κρίμα που έχασα τέτοιο σκηνικό,>>του είπε ειρωνικά με λυπημένη φάτσα, χτυπώντας του το στερνό , και πήγε παραδίπλα.

<<Θα με τρελάνεις μα το Θεό>>.

<<Της άρεσε αδερφούλη χωνεψε το>>.
Του φωναξε.

<<Δεν εγινε τιποτα αναμεταξύ μας.Δε θα το έκανα ποτέ,>>φώναξε εκείνη.
<<Είναι τρελός Μου κατέστρεψε τη ζωή>>.

<<Είσαι σίγουρη για αυτό;>>
Τις χαμογελάσε ειρωνικά .

<<Είσαι σίγουρη πως εγώ σου κατέστρεψα τη ζωή;Γιατί δε λες την αλήθεια Ξένια;>>

<<Σκάσε,>>του γρυλισε εκείνη.

<<Ξένια τι λέει;>>
Είπε η Ηρώ.

<<Ω,δεν το ξέρουν έτσι;>>
Γέλασε δυνατά
<<Το τι έκανες;Εκείνη τη νύχτα;Ένα μήνα πριν;Θες να μετρήσουμε τα χρόνια ;Να πάμε πίσω να θυμηθείς;Η αθώα μικρή Ξένια.Παντα το θυμα.Δε κάνει ποτε κάτι κακό.Ο κακός ο Άγης που της έκανε τη ζωή κόλαση...μπου χου...>>εκείνη έσφηξε τα δόντια της .

<<Σκάσε>>.

<<Έλα πες τους...Τι φοβάσαι ότι θα σε βγάλουν τρ...>>ο Γαβριήλ τον χτύπησε ξανά.

<<Πρόσεχε πως μιλάς στη γυναίκα μου,>>
Του γρυλισε.

<<Γυναίκα σου;Δύο γάμους θα κάνεις;>>
Γέλασε ο Άγης.

<<Μη με λες έτσι Δεν είμαι η γυναίκα σου και δε θα γίνω ποτέ,>>του φώναξε η Ξένια.

<<Γαμώ.Δε σε ρώτησα>>.

Τον κοίταξε εκείνη σαστισμένη.

<<Να το.Δε σε θέλει αδερφούλη.Γιατι μάντεψε ήταν πάντοτε δική μου.Απλα ξεχναει πόσο με αγαπούσε και ήθελε να είναι μαζί μου.Ετσι δεν είναι ελαφάκι μου;>>

<<Δεν είμαι τρόπαιο.Δεν ανήκω σε  κανέναν>>.

<<ΑΡΚΕΤΑ>>φώναξε η Εύα.

Σιωπή έπεσε και εκείνη τον πλησίασε.
Ήρθε μπροστά του και τον κοίταξε.

<<Σοφία,μπορείς να έρθεις εδώ σε παρακαλώ;>>
Την φώναξε.

Εκείνη χοροπήδησε μια στο ένα μία στο  άλλο πόδι και ήρθε δίπλα της.

<<Όχι πάλι εσύ;Πάρτε την από δίπλα μου,>>είπε ο Άγης .

<<Την φοβάσαι,>>του είπε η Εύα.

<<Όχι,είναι σαν και εμένα ,>>είπε αλλά όχο και  τόσο πειστικά .

<<Αυτό είναι καλό.Λοιπόν για πες μου λίγο.Γιατι σκότωσες τους δύο τύπους ;>>

<<Ποιοι είναι Εύα;>>
Ρώτησε ο Αχιλλέας.

<<Από το τρίγωνο.Χαμηλοτερα στελέχη αλλά όχι και τόσο αδιαφορα,>>είπε εκείνη.

<<Σκατά,>>είπα.

<<Γιατί;>>

<<Σας είπα έφερα δωράκι,>>είπε εκείνος με ύφος λες και τον κουραζαμε.

<<Ξέρεις δεν είμαι και τόσο υπομονετική σαν άνθρωπος,>>άρχησε να του λέει αργά η Εύα περπατώντας πάνω κάτω.
<<Μια φορά μου ξεφύγες δε θα ξανά συμβεί>>.

<<Αχ ,τι ωραία που πέρασαμε τότε.Δεθηκαμε,>>.της είπε εκείνος γελώντας.

Η Εύα έπνιξε την έκφραση της και συνέχησε.

<<Κάτι θέλεις από εμάς έτσι δεν είναι;>>
Συνέχησε.

<<Εγώ;>>Είπε και καλά απορημένος.
<<Τι να θέλω από εσάς.Με κουράζεται και βαριέμαι.Ποτε δεν ήθελα κάτι απο σας>>.

<<Ορκίζομαι Άγη αν είναι άλλη μια σκευωρία σου θα σε θάψω  ο ίδιος  ζωντανό,>>
Του είπε ο Γαβριήλ.

<<Δε βαρέθηκες να μου  λες το ίδιο πράγμα από όταν ήσουν μικρός;Σε σιχαθηκα.
Μόνο λόγια και όχι πράξεις.
Ο τέλειος αδερφός.
Το τέλειο παράδειγμα.
Για όλα έφταιγα εγώ>>.

<<Είσαι για δέσιμο .Από τότε ήσουν.
Μας τρομοκρατούσες.
Εμένα ,την μαμά ,τον μπαμπά.
Έκαναν τα πάντα για εσένα.
Σε αγαπούσαν .
Και εσύ τους έκανες τη ζωή κόλαση>>.

<<Χα..>>γέλασε.<<Ήταν και οι δύο ηλίθιοι>>.

<<Μη ξαναμηλισεις έτσι για αυτούς>>τον απείλησε .

<<Ω,έλα τώρα δεν ήταν άγιοι.Και το ξέρεις.Κοιτα αυτήν.Ειναι το παράδειγμα,>>έδειξε με το κεφάλι τη Σοφία.
<<Ο ήσυχος , νομοταγής,ηθικός μπαμπας ειχε ερωμένη,>>κοίταξε την Ηρώ.
<<Και η μαμά των συγχώρεσε έτσι απλά.Ηξερες πως ήθελε να πάρει την Σοφία να την μεγαλώσει;>>
Ο Γαβριήλ σαστησε.

<<Το ήξερα πως δεν το ήξερες.
Είναι τόσα πολλά που δεν ξέρεις που δεν έχεις ιδέα.
Αναρωτήθηκες ποτε που ήμουν όταν εξαφανίστηκα ;>>

<<Το εσκασες γιατί σκότωσες τόσο κόσμο και τους έκανες κούκλες,>>του είπα.

<<Ναι και αυτό.Αλλά ο πατέρας σου,>>κοίταξε τον Αχιλλέα.
<<Είχε σχέδια από μικρό για εμένα.Και μαντεψε οι γονείς μας ξέρανε,>>γύρισε στον Γαβριήλ.

<<Θα τον σκότωνα,αλλά ξέρεις είναι ένας δειλός και αδύναμος.
Και εγώ είμαι καλύτερος.
Με έκανε καλύτερο έτσι πιστεύει δηλαδή
Αλλά όλο αυτό το έκανα μόνος μου.
Δε θες να μάθεις που ήμουν;>>
Κοίταξε τον Γαβριήλ
<<Που είναι ο γιος σου;>>
Έπειτα την Εύα και μετά εμένα.

<<Ο πατέρας σου;>>

Καργιόλη.

<<Λες μαλακίες δε ξέρεις τίποτα,>>του είπε ο Γαβριηλ

<<Ψέμα.Ψεμα.Ψεμα.
Λέω αλήθεια άραγε;Ξέρω;Ποιος θα μάθει;>>

<<Σου αρέσει να παίζεις ,>>του είπε η Εύα.
<<Εμένα όχι.Γιαυτο κοίτα τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα >>
Ήρθε στο υψος του.

Εκείνος τη κοίταξε.

<<Ξέρω ότι με καταλαβαίνεις.
Ήρθες εδώ γιατί κάτι θες.
Και θες τη βοήθεια μας.Ασε με να μαντέψω.
Σε κυνήγησε η κοινοτητα γιατί τα εκανες όλα πουτάνα.Οι δικοί σου άρχησαν να σε προδίδουν και έχεις χάσει τον έλεγχο>>.

Ο Άγης χαμογέλασε.

<<Έξυπνη,>>της είπα.
<<Αλλά τους έχω .Με φοβούνται>>

<<Άρα δεν είναι μόνο αυτό.Ασε με να σκεφτώ>>.
Σηκώθηκε και άρχησε να κάνεις κύκλους Αεγούς γύρω του.

Εγώ είχα μαγευτεί από το πόσο εύκολα είχε πάρει τον έλεγχο της κατάστασης .
Αν δεν ήταν οι υπολοιποι εδώ μέσα.
Θα την πηδούσα εδώ στο πάτωμα.
Θα της έλεγα πόσο  τηνθέλω.
Πόσο απεγνωσμένα θέλω να είμαι δικιάς της.

<<Πόσο μου αρέσουν τα παιχνίδια γνώσεων δε λέγεται,>>αναφώνησε ο Άγης.

<<Δε σε έπαιζαν μικρό τη φάση;>>
Είπε ο Μάρκος.
Και ο Φίλιππος τον σκούντηξε.

<<Το βρήκα,>>είπε εκείνη και ξανα έσκυψε κοντά του .

<<Έχουν κάτι δικό σου,>>τα μάτια του πετάχτηκαν πάνω της και εκείνη μειδίασε.
<<Κάτι πολυ σημαντικο>>.

<<Πως το κατάλαβες;>>
Είπε ο Αχιλλέας.

<<Προαίσθημα ,>>είπε εκείνη .
<<Τι είναι;>>

<<Δεν μπορώ να σου πω,>>της είπε.

<<Χμμμ,μάλιστα.Αρα πως θα σε βοηθησουμε;>>Συνέχησε.

<<Εχ,κοίτα δεν μου αρέσει αυτό που κάνω Γιατί δε συμπαθώ κανέναν σας εκτός από το ελαφάκι μου και την Ηρώ και την Σοφία.Αντε και λίγο εσένα ,>>κοίταξε τον Μάρκο.

Ο Μάρκος έδειξε έντρομος τον ευατό του.
<<Τι στο διάολο μεγάλε,τι σου έκανα;>>

<<Μου αρέσει το στυλ σου,>>του είπε κλείνοντας του το ματι.

Η Ηρώ μουντζωθηκε.
<<Υποφέρω>>.

<<Αλλά δυστυχώς ναι θέλω την βοήθεια σας .Ω κοινοί άθλιοι θνητή βοηθήστε με>>.
Κοίταξε με λυπημένο ύφος την Εύα.

<<Απορήπτεται το αίτημα σου,>>του είπε.

<<Ε,τι;Έλα τώρα είναι καλή συναλλαγή>>.

<<Πηγες να απαγάγεις τη Ξένια,>>του είπε.

<<Ω έλα .Να απαγαγω σιγά .Λίγο χρόνο ήθελα να περάσω μαζί της Μην είστε τόσο δραματικοι>>.

<<Εύα,μπορώ να τον γδάρω σε παρακαλώ ,βαριέμαι,>>είπε η Σοφία και έβγαλε ένα μικρό μαχαίρι.

<<Τι στο διάολο Σοφία που το βρήκες αυτό;>>
Ρώτησε η Ηρώ.

<<Ο αδερφουλης πρέπει να κλειδώνει καλύτερα την κρυψώνα του με τα μαχαίρια,>>είπε και κοίταξε τον Γαβριήλ.

<<Γαμώτο Σοφία ,αυτό είναι σπάνιο,>>είπε εκείνος κοιτόντας το μαχαίρι με την μαύρη λαβή και το χρυσό περίγραμμα σαν κισσό γύρω του.

<<Ελαααα,μου αρέσει. Μπορώ να το κρατήσω ;Σε παρακαλώ. Σε παρακαλώ,>>τον πλησίασε κάνοντας σαν μικρό παιδί.

Ο Γαβριήλ έφερε το χέρι του στο πρόσωπο του .

<<Νιώθω ότι έχω μεγαλώσει απότομα δέκα χρόνια,>>είπε.<<Καλά δικό σου κράτα το>>.

<<Γιουπιιιιι>>.

<<Αδερφούλα μου θα κάνουμε καλή παρέα,>>είπε ο Άγης και εκείνη γύρισε απότομα και έτρεξε πάνω του.

Έσκυψε στο πρόσωπο του.

<<Τα κακά τερατακια δεν μιλάνε.Δε θέλουμε να εκνευρίσουμε τα μεγαλύτερα έτσι δεν είναι;>>
Του είπε και εκείνος μισό κατάπιε.

<<Παρακαλώ κάποιος να την πάρει ;>>

<<Όχι,>>ακούστηκαν διάσπαρτα.

Ξεφυσηξε.
<<Καλά θα κάτσω φρόνημα>>.

Η Εύα γέλασε.

<<Όπως είπα η απαίτηση  σου απορρίπτεται μέχρι να βεβαιωθούμε πως λες την αλήθεια>>.

<<Αλήθεια λέω.Γιατι όλοι σας δεν με εμπιστεύεστε;>>

<<Ξέρω εγώ ;Γιατί ίσως να προσπαθείς να μας σκοτώσεις όλοι μας τη ζωή;>>
Ειρωνεύτηκα.

<<Λεπτομέρειες,>>είπε αναστενάζοντας.

<<Κοίτα τι θα κάνουμε λοιπόν,>>συνέχησε η Εύα.

<<Όσο και να θέλει να σε πάρει  η Έρη την έπεισα πως θα ήσουν καλύτερα στα δικά μας χέρια.Αχιλλεα;>>
Γύρισε σε εκείνον.
Ο Αχιλλέας πλησίασε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του.

<<Θα έρθεις μαζί μας,>>συνέχησε η Εύα.

<<Τελεια θα με φιλοξενήσετε δηλαδή
Βγάλτε μου και τα σχοινιά επιτέλους>>.

<<Δε πρόκειται να γίνει φίλε μου αυτό,>>του είπα χτυπόντας τον στον ώμο.

<<Ω έλα τώρα.Πως θα είμαι καλός συγκάτοικος;>>

<<Στο υπόγειο θα είσαι.Σιγα μη σε αφήσουμε να τριγυρνάς στο σπίτι ελευθερος.Τυχερε,στα καλυτερα σε πάμε συνέχεια,>>του είπε ο Αχιλλέας και ο Άγης τον κοίταξε απότομα.

<<Ω ναι .Είναι ευρύχωρο χωρίς φως.
Και μάντεψε όλοι θα σε προσέχουμε και θα περάσουμε τέλεια>>.

Μας κοίταξε έναν έναν.

<<Γαμώτο δεν έχετε πλάκα,>>μας είπε.

<<Μέτρα ασφαλείας.Για να μη σκοτώσεις στον ύπνο μας ,>>του είπα.

<<Δε θα το έκανα ποτέ αυτό.Εχετε λίγο πίστη,>>είπε δραματικά.

Αρχίσαμε να προχωράμε προς την έξοδο.

<<Σοφία,>>είπε ο Γαβριήλ.

<<Ε,που πάτε,>>φώναξε ο Άγης.

<<Έχουμε ένα πάρτι να συνεχίσουμε θα έρθουμε να σε πάρουμε μετά,>>του είπε η Εύα

Η Σοφία ήρθε μπροστά του .

<<Ω έλα τώρα,πάρτε με μαζί σας.Θα είμαι φρόνιμος το υποσχέθηκα.Μποροθμε να χορέψουμε>>.
Παραπονέθηκε εκείνος.

<<Σοφία,μπορείς να τον ρίξεις αναίσθητο πάλι σε παρακαλώ;>>
Την ρώτησε ο Αχιλλέας.

<<Με ευχαρίστηση,>>είπε εκείνη καθώς χτυπούσε το ρόπαλο της στη παλάμη του αριστερού χεριού της.

<<Όχι, όχι,>>ο Άγης προσπαθούσε να κουνηθεί για να φύγει μακριά της.

<<Καλό ύπνο αδερφούλη.Καληνυχτα,>>και το ρόπαλο προσέκρουσε στο κεφάλι του.

<<Γαμώτο,πως γίνεται να έχεις τόσο ωραία γεύση,>>της έλεγα ξανά και ξανά όσο την φιλούσα.
Είμασταν μεθυσμένοι και οι δύο.

Χορεύαμε με τους υπόλοιπους την ώρα που με άρπαξε και με φίλησε.
Το πάρτι συνεχίστηκε με τους ίδιους ρυθμούς.
Όλοι είχαμε γίνει ντιρλα μετά το σκηνικό για να μας φύγει η ενταση.

Ο Γαβριήλ ρουφαγε κόκα και έτριβε το μάγουλο του καθώς η Ανδριάνα του είχε ρίξει σφαλιάρα όταν ανεβήκαμε πάνω.

<<Εσύ ,>>γύρισε σε εμένα.<<Δεν ήταν αστείο,>>μου είπε.

Ο Πέτρος μου έκανε νόημα  να πω συγγνώμη.

<<Τι σκατά μαλάκα.Τι της είπες;>>Ότι ήταν πρόγραμμα του πάρτι για να τρομάξουμε τον κόσμο.
Και πως όσο ποιο αυθεντική αντίδραση είχαμε τόσο το καλύτερο>>.

<<Θα με κάνει να το πληρώσω πολύ ακριβά  ,το ξέρεις,>>του είπα.
Εκείνη δεν ήξερε  την αλήθεια.
Θα φλιπαρε  αν την μάθαινε.
Αλλά οχι πως ηταν και καλό αυτό που της είπε ο Πέτρος .

<<Σορρι φίλε μου>>.

Μόνο οι δικοί μας είχαν καταλάβει τι είχε συμβεί και ελάχιστοι ήξεραν για τον Άγη στο υπόγειο.

Η Υβόννη με τον Άρη ήταν πιο πέρα και μας κοιτούσαν ,αλλά δεν είχα όρεξη να ασχοληθώ μαζί τους.

Ήμουν χαρούμενος βέβαια που είχαν βρει ο ένας τον άλλον.
Αλλά και πάλι.
Ένας φίλος μου με είχε προδώσει.
Θα πέθαινα για τον ηλίθιο και εκείνος δεν είχε τα μούσια να μου το πει από την αρχή.

Υβόννη
Δεν έχει να κάνει με εσενα.Εισαι καλος.Ειμασταν καλα μαζι.Αλλα ποιον ξεγελάμε.Δεν είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.Εκεινη είναι .Εγώ το βλέπω .Και αυτός για εμένα. Ήθελα να τον κάνω να ζηλέψει.Το ξέρω ήταν χαζό και παιδιαστικο.Συγγνωμη.Σε παρακαλώ συγχώρεσε τουλάχιστον εκείνον.
Νιώθει σκατά.

Διαβασα την απολογία της στο μήνυμα που μου είχε στείλει.
Έτσι απλά με ένα μήνυμα.
Γιατί δε μπορούσε να με κοιτάξει στα μάτια
Δεν ήμουν θυμωμένος.
Απλά απογοητευμένος.
Ήμουν άλλωστε άθλιο αγόρι για εκείνη.

Daft Punk  έπαιζε από τα ηχεία του DJ.

<<Θα με κάνεις να εθιστώ στα ζελεδακια.Παντοτε μυρίζεις καρπουζι>>μου έλεγε η Εύα.

<<Εάν αυτό σε κάνει να με φιλάς συνεχεια.Θα τα τρώω είκοσι τέσσερις ώρες το  εικοσιτετράωρο ,>>την τράβηξα περισσότερο κοντά μου.

<<Η χαρά του οδοντιάτρου θα είσαι,>>γέλασε .

<<Είδες θυσίες που κάνω:>>
Της είπα και της φίλησα τη μύτη.

Εκείνη κοκκινησε.

Με κοίταξε και με αγκαλιασε.

<<Πρέπει να σου πω κάτι>>.

<<Ξέρω θες να μου δείξεις το αγαπημένο σου μέρος,>>της είπα καθώς θυμόμουν τη φορά που ήθελα να το κάνει κι μας διέκοψαν.

<<Όχι ,μόνο αυτό,>>είπε και άρχησε να τρέμει.

<<Πες μου,>>έφερα το χέρι μου στο πιγούνι της.

Φιανόταν ανήσυχη.

<<Εγώ...Ορφέα σε έναν...>>

<<Τι;>>
Προσπάθησα να καταλάβω τι έλεγε πάνω από τη μουσική.

<<Εγώ...>>πήγε να ξανα πει.

<<ΕΥΑΑΑ,>>φώναξε ο Ρεν και ήρθε απότομα κατά πάνω της  με την Δάφνη και την Άλις.
Η Όλιβ ακολούθησε και μας κοίταξε περίεργα.

<<Τι στον κόρακα,>>άσε με κάτω.
Του φώναξε καθώς εκείνος την σήκωσε στους ώμους του.

<<Είστε όλοι χάλια Πόσο ήπιατε;>>
Φώναξε .

<<Σταμάτα και έλα να χορέψουμε Χαλάρωσε λίγο>>της φώναξε και άρχησε να κουνιέται στο ρυθμό της μουσικής.

<<Μην είσαι στριφνή.Θα σου πάρω αύριο καφέ.Τωρα πιες αυτό,>>της έδωσε η Δάφνη ένα μπουκάλι με ποτό.

Εκείνη το πήρε και προσπάθησε να κρατήσει ισορροπία.

Γέλασε και με κοίταξε

<<Συγγνώμη,ψέλλισε>>

Χαμογέλασα.

<<ΈΛΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΨΟΥΜΕ ΛΙΓΟ>>φώναξα και άρπαξα τον Μάρκο από διπλα μου.

Ο Αχιλλέας χόρευε με την Ηρώ στους ώμους και εκείνη έσκυψε και τον φίλησε αναποδα.

Η Ξένια ήταν με τον Φίλιππο και κοιτούσε τον Γαβριήλ που χόρευε με την Ανδριάνα.
Και εκείνος την κοιτούσε.

<<Σε μισώ,>>του ψέλλισε αλλά δεν ήταν νευριασμένη.
Το ύφος ήταν μαλακό και γαλήνιο.

<<Και εγώ γυναίκα,>>της έκανε το ίδιο και χαμογέλασε.

Ήθελα να δω το αγαπημένο της μέρος.
Αλλά το χρειαζόμασταν αυτό γιατί από αύριο είχαμε να αντιμετωπισουμε ένα σωρό μαλακιες .
Αλλά από αύριο.

Σήμερα ήταν η βραδια μας.
Και μας άξιζε.

Τρέχω ξανά.
Γρήγορα ,γρήγορα μέσα στο δάσος.
Ουρλοαζω το  όνομα της .
Αλλά δεν είναι πουθενά.

Αντί αυτού ακούω τη φωνή της Ηρώς.συνοδευεται από κλάμα.

Δεν είναι όμως η φωνή της η τωρινή.
Είναι μικρή όπως και τότε.

<<ΗΡΩ,>>της φωνάζω καθώς τρέχω ανάμεσα από τα δέντρα.

Κλαίει τόσο πολύ.
Και η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει.

Αρχίζω και φωνάζω για τον Αχιλλέας,τον Γαβριήλ ,ξανά την Εύα.
Μήπως είναι κανείς άλλος εδώ και τη βοηθήσουν γιατί εγώ δε βρίσκω που είναι .
Αλλά είμαι μόνος μου.

Την ακούω να κλαίει περισσότερο.

<<Ορφέα,>>την ακούω να φωνάζει και τώρα είναι η Ηρώ όπου ξέρω.
Όχι η Ηρώ που είχα ξεχάσει.
Πως μπορούσα να την ξεχάσω.
Τα γαμημενα τα ναρκωτικά.
Ο γαμημενος ο πόνος

<<Ηρώ που είσαι;>>

<<Ξέρεις ότι σε αγαπώ έτσι;Πως σας αγαπώ όλους>>.

<<Ηρώ που είσαι ,>>της φώναξα ξανά όλα σιωπή.

Το σκηνικό άλλαξε ξαφνικά και εγώ άρχησα να πέφτω προς τα κάτω σαν κάτι να με ρουφά απότομα.

Νερό εμφανιστηκε τριγύρω μου.
Πανικοβλήθηκαν
Προσπάθησα να κολυμπήσω.
Να πάρω ανάσα.

Αλλά κάτι με τραβούσε προς τα κάτω.

Κοίταξα κάτω.
Ούρλιαξα καθώς έβλεπα μια σκιά να με τραβά όλο και πιο και περισσότερο
Στο πάτο.

Και κοίταξα ξανά
Και δεν ήθελα να δω.
Δεν ήθελα .

Εκείνη ήταν εκεί
Η όμορφη μου.
Στον πάτο.
Στο νερό.

Ούρλιαξα .
Μπόρεσα να ξεφύγω από τη σκιά .
Κολύμπησα κοντά της .
Αλλά πριν προφτάσω
Κάτι με τράβηξε απότομα έξω.

Ήταν η Ξένια που τράβηξε στη στεριά.

<<Πρέπει να τρέξεις,>>έρχεται.

<<Τι;Όχι,πρέπει να πάω σε εκείνη>>την έσπρωξα για να ξανά μπω στο νερό.

<<Ορφέα, άκουσε με τρέχα,>>μου είπε και ξαφνικά κάτι την τράβηξε και εκείνη και την έσυρε στο δάσος.

<<ΤΡΕΧΑ>>.

Και έτρεξα ξανά και ξανά.
Δε ξέρω για πόση ώρα.
Δεν υπάρχει χρόνος στα όνειρα άλλωστε.
Υπάρχει άραγε στην παραγωγικότητα;
Ή απλά τον επινοήσαμε εμείς για να δικαιολογήσουμε την ανιαρή ύπαρξη μας;

<<Είναι κανείς εδώ;>>Φώναξα μέσα στο δάσος.

Σιωπή.

Ήμουν μόνος.

<<Δες, του αρέσει>>.

Όχι.
Φύγετε.
Ουρλιαζα και άρχισα να κλαίωκαθώς οι γνώριμες φωνές πλησίαζαν .
Τα γέλια,οι ειρωνίες ακούγονταν μέσα απο το δάσος να πλησιάζουν.

<<Είναι τόσο αδύναμος>>.

<<Είσαι ένα τίποτα>>.

Άκουγα τη φωνή του πατέρα μου.

Δεν είμαι .
Δεν είμαι.

<<Μικρέ έλα εδώ.Αν δε το κάνεις θα την πληρώσει η μικρή σου φίλη>>.

Όχι όχι.
Έπεσα στο χώμα και κουλουριαστικα σαν μωρό.
Κουνούσα τον εαυτό μου για παρηγοριά.

Φύγετε.
Όχι .
Όχι.
Γέλια.
Φωνές
Φύγετε.

Έπειτα ένας δυνατός κρότος ακούστηκε.
Φωνές κραυγές.
Το δάσος άρχησε να παίρνει φωτιά.
Αλλά εγώ δεν κουνιομουν.
Ήθελα να πεθάνω.
Άραγε αν πεθάνεις σε όνειρο πεθαίνεις και στην πραγματικότητα;

<<Ορφέα,μικρέ μου σε έψαχνα παντού,>>άκουσα τη φωνή της.

Άνοιξα τα μάτια και αντίκρυσα τον άγγελο μου.

<<Έμιλι>>.

<<Σήκω Ορφέα.Δεν πρέπει να είσαι εδώ.Συγγνώμη.Θελω να είσαι δυνατός>>.

<<Τι συμβαίνει;>>

<<Δεν μπορώ να σου πω μικρέ.Προσπαθω να το διορθώσω.Εσυ απλά πρέπει να ξυπνήσεις>>.

Ξύπνα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top