Επίλογος.

Ξένια,20 ετών

Τρεις μήνες πριν...
Την ημέρα του συμβάντος...

Πολλές φορές νιώθω πως βρίσκομαι έξω από το σώμα μου.
Πως με κοιτάζω από μακριά.

Πολλές φορές νιώθω πως δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
Όπως και τώρα.

Καθώς ο Αγης με απομακρύνει πάνω στον ωμο τους κοιτώ μέσα από την τζαμαρία και τζηρίζω μέχρι που ο λαιμός μου αρχίζει να καίει.
Τον χτυπώ με της γροθιές μου για να με αφήσει αλλά εκείνος επιταχύνει.

Η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει και νιώθω την ρωγμή που υπάρχει εδώ και χρόνια να μεγαλώνει καθώς βλέπω τον Γαβριήλ να γονατίζει και ο απόηχος ενός όπλου να ηχεί στα αυτιά.

Δεν μπορεί να πεθάνει.
Όχι δεν μπορεί.
Δεν μπορεί να μου το κάνει αυτό.
Πως μπορεί και με στέλνει με τον αδερφό του.
Δεν μπορεί να πεθάνει.
Πρέπει να του πω πως τον μισώ για μια ακόμα φορά...

Όλα έγιναν πολύ γρήγορα.
Η επίθεση από τον Ρώσο.
Οι πυροβολισμοί.
Ακόμα παίζουν τα λόγια του στο μυαλό μου και δεν βγάζουν νόημα.

Τις τελευταίες μέρες δεν είμαι ο ευατος μου.
Ίσως φταίει πως με όλα αυτά έχω ξεχάσει αρκετές φορές να πάρω τα φάρμακα μου.
Δεν ήθελα να με δει κανεις έτσι.
Να μάθει όλη μου την αρρώστια.
Οπότε την εκρυβα με τα χαπια.
Δεν ήθελα κάνεις να με λυπάται.
Να με θεωρεί πως ειμαι αδύναμη.

Αλλά όσο και να προσπαθώ δεν μπορώ να το ελέγξω αυτό που συμβαίνει.
Πότε μου δεν το κατάλαβα.
Η ψυχική μου ασθένεια ήταν πάντοτε ένα άλυτο μυστήριο και όπως φενεται δεν έχει γυρισμό.

Γιατί χειροτερεύει.
Τίποτα δεν λειτουργεί πια.

Και φοβάμαι.
Όπως και τώρα.

Πως μπόρεσε να με στείλει μαζί του.
Με τον άνθρωπο που με τρομοκρατούν εδώ και χρόνια.
Που ηθελε να με σκοτώσει για να με κάνει κούκλα.

Δεν ήθελα αυτή τη ζωή γιαυτό πάντοτε ήθελα να τρέξω μακριά.
Να πάρω τον αδερφό μου και να φύγω.
Μακριά από όλα.

Όλη μου τη ζωή μου έλεγαν πως ήμουν άχρηστη, άρρωστη πως δεν θα έπρεπε να γεννηθώ.
Όχι όλοι.
Εκείνος.
Ο πατέρας μου.
Που τελικά δεν είναι πατέρας μου.

Τόσα μυστικά κρατούσε η μάνα μου και δεν μου τα είπε.
Για τον αδερφό μου.
Για την ζωή της.
Δεν είχα ιδέα.
Πάντοτε ήταν τόσο προστατευτικη μαζί μου και κάπως όλο αυτό βγάζει νόημα πλέον.
Αλλά γιατί;

Ανάμεσα από τον φόβο όμως νιώθω και οργή.
Πρέπει να φύγω από δίπλα του.Πρεπει να πάω στον Γαβριήλ.Στα παιδιά.Στον αδερφό μου .Δεν μπορώ να τους αφήσω.
Αλλά έτσι όπως με κρατάει σφιχτά όσο και να κουνιέμαι δεν με αφήνει.

<<Άσε με κάτω,>>του φωνάζω.
Νιώθω το κεφάλι μου.
Οι κρίσεις έχουν επιδεινωθεί τελευταία.
Αισθάνομαι πως δεν είμαι εγώ.
Χάνομαι στα όνειρα ξανά.
Στο κενό.
Και κάτι μου λέει πως αργά ή γρήγορα θα χαθώ εντελώς.
Γιατί τα κωλοφαρδία δεν δουλεύουν.

Το νερό της βροχής με έχει βαρύνει.

Εκείνος δεν με αφήνει και τρέχει προς την αυλή που είναι παρκαρισμένα τα αμάξια.

Κλωτσάω,τον χτυπάω αλλά τίποτα.
Απλά ξεφυσαει και γρυλλίζει.
Έχει γίνει πιο μυώδης από τότε.
Τόσους μήνες μέσα στο σπίτι μας δεν τον είχα παρατηρήσει καλά.
Τον απέφευγα.
Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί βρισκόταν εκεί.
Και με τον Γαβριήλ απο πισω μου δεν είχα χρόνο καν να αναπνεύσω.
Πόσο μάλλον να σκεφτώ.

Γιατί δεν μπορούν να με αφήσουν απλά στην ησυχία μου.
Πρέπει να με αφήσει στην ησυχία μου.
Γιατί δεν είμαι εγώ για εκείνον.
Πρέπει να το πάρει απόφαση.
Ίσως το πήρε γι'αυτο με έδωσε στον Αγη.
Ίσως είναι η εύκολη λύση και να το πήρε απόφαση.
Όχι,δεν θα το έκανε τόσο ευκολα...

Ανοίγει την πόρτα του αμαξιου και η μυρωδιά δέρματος από τα καθίσματα είναι έντονη.
Πρόσφατα τα είχε αλλάξει ο Γαβριήλ.

Με μια κίνηση απότομη με πετάει στο κάθισμα του συνοδηγού και εγώ στηρίζω και κλοτσαω.

<<Γαμωτο σταματα επιτέλους,>>μου φωνάζει καθώς αποφεύγει τις κλοτσιές μου.Ολες πάνε στο κενό και η πόρτα κλείνει.

Αρχίζω και κοπανάω τα τζάμια και την πόρτα με όση δύναμη έχω για να βγω αλλά τίποτα.Την είχε κλειδώσει.
Εκείνος κάνει κύκλο για να φτάσει στη θέση του οδηγού.
Ο ήχος από το αμάξι να ξεκλειδώνει ακούγεται και εγώ βρίσκω ευκαιρία να επιτεθεί καθώς μπαίνει να καθίσει.

Μάταια όμως με ένα σπρώξιμο με έχει ρίξει ξανά στη θέση του συνοδηγού.

Θα έπρεπε να είμαι τρομοκρατημενη αυτή τη στιγμή.
Όπως ήμουν πάντα όταν τον έβλεπα.
Αλλά η αδρεναλινη έχει βαρέσει κόκκινο.
Νιώθω το αίμα στις φλέβες μου να βράζει.
Το κεφάλι μου σφυροκοπαει.

<<Ηλιθιε Βαλεντιν,επρεπε να σε έχω σκοτώσει μια ώρα αρχιτερα,>>ψελλιζε καθώς προσπαθούσε να βάλει το κλειδί για να βάλει μπρος το αμάξι.
<<Βαλε τη ζώνη σου>>
Είπε μονότονα.

<<Άσε με να φύγω.Πρεπει να βοηθήσω τα παιδιά. Τον Γαβριήλ, >>του ούρλιαξα καθώς πατούσε το γκάζι και εκανα μια απότομη στροφή κάνοντας όπισθεν.

<<Αν σε αφήσω να φυγεις θα πεθανεις.Αυτο θες;>>Είπε καθώς έφτανε γηγορα στην είσοδο. <<Βαλε τη ζώνη σου ελεφακι θα το ξαναπω>>.

<<Και εδώ αν μείνω θα πεθάνω του φώναξα,>>και αρχισα να τραβάω το χερούλι της πόρτας ,αλλά μάταια ξυαν κλειδωμένη.

Αλλά και να άνοιγε, με τέτοια ταχύτητα που έτρεχε θα έσκαγα στο τσιμέντο και θα γινόμουν χίλια κομμάτια.

Φυσικά έπρεπε ο μαπμπουινος να έχει αυτοκίνητο μεγάλων ταχυτήτων.
Δεν μας κάνει ένα μικρό.
Σε παρακαλώ μην έχεις πάθεις τίποτα.
Κάνεις να μη πάθει τίποτα.

Το χέρι του απλωθηκε απότομα πάνω μου με σπρώξε πίσω και έπιασε τη ζώνη και με ατσαλες κινήσεις την ασφάλισε χωρίς να χάσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου.

Πάγωσα.

<<Αν ήθελα να σε σκοτώσω θα το είχα κάνει εδώ και καιρό. Βασικά τώρα που το σκέφτομαι σαν κούκλα θα ήσουν ακόμα πιο όμορφη.Οποτε μπορεί και να θέλω να σε σκοτώσω ακόμα>>.

Ουρλιαξα.Και χτύπησα τα πόδια μου δυνατά κάτω.

<<Με εξοργίζεις τόσο πολύ ,που κρατιέμαι να μη σε σκοτώσω αυτή την στιγμη>>.

<<Επιτελους Ελαφάκι.Το ήξερα.Τρεφεις συναισθήματα για εμένα.Με συγκινείς.Τοσο γλυκά λόγια δεν μου έχεις ξαναπει ποτέ ξανά.Θα κλάψω,>>είπε δραματικά παίρνοντας το χέρι του απο τα μαλλιά του.

<<Εχεις παραισθησεις ως συνηθως>>.

<<Πες μας γι'αυτό.Φυσικα έχω.Γιατι είμαι παρανοϊκός.Hello;>>Εκανε κύκλους τον δυχτι στο κεφάλι και στροβηλισε τα μάτια.

Έξαλλη με είχε κάνει.
Βέβαια απορούσα με τον ευατο μου που έβρισκα τη δύναμη αυτή τη στιγμή να τον αντιμετωπίσω.
Είναι ψυχοπαθείς δολοφόνος.
Με μια άρρωστη εμμονή προς σε εμενα.
Και εγώ φεύγω στο άγνωστο μαζί μου.

<<Σταμάτα να με λες ελαφάκι όπως ο άλλος.Δεν είμαι ελάφι.
Που στο διαολο με πας;>>.

Στροβηλισε ξανα τα μάτια.
Δεν ξέρω αν υπήρχε χειρότερη κόλαση από αυτό.Να οδηγείς με τον ίδιο τον διαβολο στο άγνωστο.

<<Μακρια>>

<<Γιατι;>>

<<Γιατί πρεπει>>.

<<Ποιος το λέει αυτο;Γύρνα πίσω να βοηθήσουμε τους άλλους.Τον αδερφό σου.Πυροβοληθηκε δεν το ειδες;Θα μπορουσε να ειναι νεκρος.Αν έχεις λίγο καρδιά μέσα σου που αμφιβάλλω. Γύρνα πίσω>>.

Ξεφυσηξε.

<<Σταμάτα να μιλας και ασε με να συγκεντρωθω στην οδήγηση.Παντα τόσο πολύ μιλας;Μικρή δεν ήσουν ετσι>>.

<<Ότι θέλω ειμαι>.

Ξαναξεφύσηξε.

<<Άσε με να φυγω>>.

Πήγα να αρπάξω το τιμόνι.
Αλλά με άρπαξε πάλι με το χέρι του και με κολλισε στη θέση.

<<Μπορείς να κάτσεις κάτω επιτέλους. Αν πάθεις τίποτα δεν θέλω τη γκρίνια του >>φώναξε.

Γουρλωσα τα μάτια.

<<Αυτός σε είπε να με παρεις;Γιατι;Εσύ πάντα ήθελες να με σκοτωσεις.Δεν γίνεται να με έστειλε έτσι στο πιατο>>.

<<Ελεος Ελαφάκι.Σταματα να μιλας>>

<<Μη με φωνάζεις ετσι.Δεν ξερω τι παρανοια βαρατε.Δεν ειμαι ελαφι>>του φώναξα και δίπλωσα τα χέρια μου στο σώμα μου.

Κοίταζε μπροστά τον δρόμο.
Ο Αγης είναι γενικά απρόβλεπτος .
Πότε δεν ξέρεις τι σκέφτεται.
Την επόμενη του κίνηση.
Γι'αυτο είναι επικίνδυνος.

Πάντα τον φοβόμουν.
Επειδή με τρομοκρατουσε ακόμα και απο μικρή. Ο Γαβριήλ δεν ήταν έτσι.
Αν και με τον καιρό άρχιζα να φοβάμαι και εκείνον.Αλλα για άλλο λόγο.
Τα συναισθήματα μου για εκείνον ήταν ο τρόμος και ο φόβος μου. Δεν απάντησε απλά κοιτούσε μπροστά χωρίς να πει τίποτα.

Οδηγούσε σαν τρελός.
Έπιανε τις στροφές με ταχύτητα.
Βγαίνοντας στον περιφερειακό πάτησε απότομα πάλι το γκάζι.

Για το πότε είχε φτάσει στα διόδια δεν το είχα καταλάβει.

Πολλά λεπτά σιωπής περνούσαν μέχρι που είδα να στρίβει προς την έξοδο για Αθήνα.

Σκεφτόμουν διάφορους τρόπους να διαφυγή.
Ίσως μα σταματούσε κάπου και να ετρεχα να βρω βοήθεια.
Αλλά κάτι μου έλεγε πως θα με έβρισκε.

Όλο αυτό το σκηνικό για κάποιο λόγο γινόταν.
Ο Βαλεντιν για εμένα είχε έρθει.
Με ήθελε η κοινοτητα για κάποιο λόγο.
Αλλά γιατί.
Εγώ δεν είχα καμία σύνδεση πέρα από τη μάνα μου.
Ίσως γιαυτο;

Προσπερνωντας την πινακίδα για Αθήνα.
Ο Αγης έβγαλε το κινητό του και το και το έφερε στο αυτί του.

Αλλά όποιος ήταν στην άλλη γραμμή δεν απάντησε.

<<Απάντησε γαμωτο,>>είπε νευριααμενα και το ξανά έβαλε στο αυτί του.

<<Έλα ,>>είπε έπειτα.
Αλλά χώρις να προλάβει να πει οτιδήποτε μια τσηριχτει γυναικεία φωνή ακούστηκε από το τηλέφωνο.
Το απομάκρυνε από το αυτί του καο στροβηλισε τα μάτια.
Κομμενς φράσεις ακούγονταν από μέσα του τύπους "Που στο διαολο ησουν;","Είσαι τρελος" και άλλα τέτοια.

Ποια στο καλό ήταν αυτή η γυναικα στο τηλεφωνο;Όχι,πως με ενοιαζε αλλά θαύμαζα το θάρρος της που τον αντιμετώπιζε έτσι.

<<Σταμάτα για λίγο και άκου...Ωχουυυ....πολύ τσηρίζεις...πιες μια βαλεριάνα...Σταμάτα μωρέ και άκου...,>>έλεγε ο Αγης.

Λίγη σιωπή επικράτησε.

<<Ξέρω ξέρω αλλά μπορείς να με κραξεις μετά.Ερχομαι και φέρνω επισκέπτη....Όχι δεν την...Άλλη... Σταμάτα μωρέ...Απλά σε πήρα να μαζέψεις ξέρεις τι....,>>με κοίταξε με λοξό μάτι.

Να μαζέψει τι;Πτωματα;Που σκατα με πηγαινε;Αθηνα;Στην ομάδα του;
Την έκατσα.

Η κοπέλα συνέχιζε να φωνάζει.

<<Υποσχεθηκες πως θα είσαι εκεί για εκ->>
Άκουσα τα κομμένα λόγια της.

<<Το έχω υπό έλεγχο. Απλά μάζεψε τα πράγματα....Ποια πράγματα μωρέ...Τα πολύχρωμα εκείνα στο σαλόνι. Σε λίγες ώρες θα είμαι εκεί....>>της το έκλεισε.

Τον μισοκοίταξα.
<<Ποιος ήταν στο τηλεφωνο>>.

<<Δουλειά σου ελαφάκι, >>είπε βάζοντας το τηλέφωνο στη τσέπη του παντελονιού του.

<<Αθήνα με πας ετσι;>>

<<Έξυπνο Ελαφακι>>.

<<Σταμάτα να με φωνάζεις έτσι >>.

Σιωπή επικράτησε πάλι.
Άρχισε να με βάρα στα νεύρα όλο αυτό.
Κοίταξα γύρω μου μπας και έβρισκα ένα όπλο κάτι.Ισως να ρο είχε στο συρτάρι του μπαμπριζ.Αλλα αν το άνοιγα θα με προλάβαινε ο Αγης.

Προσπαθούσα να είμαι συγκεντρωμενη.
Αλλά η μυρωδιά μέσα στο αμάξι μπυ θυμιζε εκείνον συνέχεια.Η ανησυχία μου όλο μεγάλωνε.
Έφαγε σφαίρα για εμένα.
Τόσο ηλιθιος.
Αλλά τι περίμενα .Κάθε φορά αυτές τις μαλακιες κάνει.Δεν μπορεί να καταλάβει πως πρέπει να με αφήσει για το δικό του καλό.

<<Οταν ήσουν μικρή εσύ μου είπες πως είσαι το ελάφι,>>είπε ο Αγης μετά από ένα λεπτό με απαλή φωνή.

<<Τι;>>Είπα σαστησμενη.

Χαμογέλασε.
Δεν τον είχα δει ποτέ να χαμόγελα.
Δεν ήξερα αν έπρεπε να ανακουφίστε ή να φοβιθω.

<<Δεν το θυμάσαι, όπως και πολλά άλλα.
Τα φάρμακα φταινε>>.

<<Με βοηθάνε.Και δεν καταλαβαίνω τι εννοείς >>.

Ασυναίσθητα έπιασα το κολιέ της μητέρας μου.
Δεν το έβγαζα από την ώρα που μου το είχε δώσει.
Δεν ξέρω πως βρέθηκε στα χέρια του.
Και τη ήταν.
Εκείνη πάντοτε το φορούσε.

<<Εκείνη μου το εδωσε,>>είπε σαν να διάβασε τη σκέψη του.

<<Γιατι;>>
Πότε της δεν ειχε επαφές με τον Αγη.

<<Για να σε προστατευσει>>.

<<Και σε εσενα γιατι το εδωσε;Και από τι να με προσταυεσει;>>

<<Οταν έρθει η σωστή ώρα θα ξέρεις τι πρέπει να κανεις>>.

Τι στο διαολο ελεγε;Ποια ώρα και τι πρέπει να κανω;

<<Δεν σου είπα ποτέ πως ειμαι το ελαφι;Και δεν ξέρω καν γιατί με κυνηγάει αυτος ο Βαλεντιν>>.

<<Και η κοινοτητα.Εχεις μπλεχτεί στα σκατα ελαφακι.Γι'αυτο φεύγουμε.Επειδη θέλουν εσένα.Για να θυσιαστεις.Για την δύναμη σου.Για το χάρισμα σου>>.

<<Ποιο χάρισμα τι λες;>>

Είναι τρελός Ξένια μη δίνεις σημασία.

<<Δεν αναρωτήθηκες ποτέ τι είναι το σημάδι στον ωμο σου;>>

<<Είναι από πέσιμο. Όταν έπεσα από άλογο μέσα στους θάμνους,>>είναι όλη πάντα ήταν ουλη. Περίεργη πύλη σαν κέρατα.Αλλα ουλη.Τιποτα άλλο.

<<Τα όνειρα.Οι παραισθησεις.Οι φωνές.Οι σκιές.Δεν θυμάσαι πολλά ελαφακι. Όλοι σου έλεγαν πως είσαι τρελή και ψυχικά άρρωστη.Οπως καο ο Γαβριήλ και εσύ το πιστεψες>>.

<<Όλα αυτά είναι συμπτώματα της ασθένειας μου το είπαν οι γιατροι>>.

Έπνιξε ένα γέλιο.

<<Οι γιατροί.Αυτοι είναι πιο παρανοϊκοι από εμενα>>.

<<Ναι αλλά προσπαθούσαν να σε βοηθήσουν και εσενα και εσύ αρνήθηκες.Δεν είναι αργά να το δοκιμασεις>>.

<<Ήταν ήδη αργά για εμένα από την αρχή ελαφακι.Εκανα τις επιλογές μου και δεν το μετανιώνω.Κριμα που δεν θυμάσαι ομως.>>.

<<Τι να θυμαμαι;Είμαι απλά αρρωστη>>.

<<Δεν είσαι.Καμοια φορά δεν αναρωτιέσαι γιατί βλέπεις όλα αυτά που βλεπεις;Δεν νιώθεις πως δεν είσαι εσυ;>>

Σταμάτησα να τον ακούω.
Δεν ήθελα να τον ακούω.
Όλα αυτά μου ξυπνούσα μνήμες.
Μνήμες που δεν ήθελα να θυμάμαι.
Μνήμες που εκρυβα.

Είμαι ψυχικά άρρωστη τίποτα άλλο.
Τίποτα άλλο δεν συμβαίνει.

<<Ξέχασες ελαφακι.Ολα όσα κάναμε μαζί Πως ειμασταν>>.

Όχι Σταμάτα.
Δεν θέλω να θυμηθώ.
Εγώ δεν έκανα τίποτα.

<<Πάντοτε με αγαπουσες.Ημουν το κορακι σου.Ολα για εσενα τα έκανα.Παντα>>.

Σταμάτα.

<<Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία από το να αποδεχτείς τον ευατο σου ετσι όπως είναι.Εγω το έχω κάνει.Καιρος και εσύ.Αλλα πάντοτε εσύ θα είσαι η καλύτερη από τους δύο μας.Γιατι πάντοτε ό,τι και να κάνεις έχεις το καλό μέσα σου.Σε σχέση με εμένα που με αποφεύγει σαν ο διαολος το λιβάνι. Μαζί ελαφάκι θα κανουμε θαύματα.Αν εκείνη τη νύχτα γινόντουσαν όλα όπως πρέπει θα τα είχαμε καταφέρει .Να πάρουμε το βασίλειο τους.Αλλά έπρεπε να κάνεις αυτό που έκανες.Δεν φταις αλλά δεν με άκουγες >>.

Σταμάτα.
Εγώ δεν έκανα τίποτα.
Τίποτα δεν έκανα.

Τα δάκρυα μου αρχίζουν να τρέχουν.
Σφίγγω τις γροθιές μου στο παντελόνι μου.
Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά.

<<Αλλά δεν φταις στο λέω δεν ξέρεις τι κάνεις όταν βλέπεις εκείνες.
Όπως με το πουλί.
Όπως με τον δάσκαλο του πιάνου μου.
Όπως με εκείνους στην αποθηκη>>.

<<Εσύ τους σκοτωσες>>

<<Ναι.Αλλα δεν το ξεκίνησα εγω.Εγω τους εκανα απλα καλά και κάποιους τους σκότωσα. Δεν θυμασαι;Αγαπουσες τις κουκλες.Γιατι οι κουκλες δεν μιλανε.Δεν κανουν κακο.Δεν ειναι σκιες>>.

Σταμάτα.
Εγώ αυτές τις μνήμες τις έχω σπρώξει.
Δεν έκανα ποτέ τίποτα κορακι.
Οι σκιές.
Οι σκιές φταίνε.

<<Γιατί δεν του έχεις πει τοσο καιρο την αληθεια για το τι έγινε εκείνη τη νυχτα;>>

Γιατι θα με μισήσει αν την μάθει.
Θα με απεχθανεται για μια ζωή.
Γι'αυτο καλύτερα να μη την μαθει ποτέ.

<<Ποια αλήθεια,>>απαντάω γιατί δεν θέλω να συνεχίσει .Αν συνεχίσει θα πρέπει να το παραδεχτώ.Θα πρέπει να ζησω με αυτό.Θα πρέπει το σύννεφο που υπάρχει από εκείνη τη νύχτα να φύγει και να αποδεχτώ την αλήθεια.

<<Ξένια,>>με κοίταξε.

Στα μάτια του βλέπω τα μάτια της.
Τα μάτια του.
Τους γονείς του.
"Δεν φταις εσύ γλυκιά μου.Ολα καλά θα πανε"

Ακούω τις κραυγες τους.
Τα δάκρυα τους.

"ΞΕΝΙΑ ΜΗ"
Ακούω τη φωνή του Αγη.

Τόσο αίμα.
Πολύ αίμα.
Και έπειτα φωτιά.
Εγώ στη μέση του δωματίου με το μαχαίρι στο χέρι και έναν Γαβριήλ να με αρπάζει για να βγω έξω.

Τα δάκρυα τρέχουν.

<<Εσύ γιατί δεν του το ειπες;>>
Τον ρώτησα.

<<Δεν φταις εσύ γιαυτό.Δεν του το είπα.
Ας νομίζει πως το έκανα εγώ.Δεν με πειραζει>>.

<<Τους σκοτωσα,>>οι λέξεις βγαίνουν από το στόμα μου για πρώτη φορά μετά από χρόνια .Τα δάκρυα κυλάνε.

Εκείνη τη νύχτα δεν άναψα μόνο τη φωτιά. Δεν πέθαναν από τη φωτιά.

Ήταν νεκροί από πριν.
Από τα δικά μου χέρια.
Τους βλέπω μπροστά μου.
Όταν κατάλαβα τι έκανα ήταν ήδη αργά.

Δεν καταλάβαινα πως ήταν εκείνοι.
Είχα πάθει κρίση.
Όλα έμοιαζαν μαύρα.
Σκοτεινά.
Και εκείνοι σκιές που ήθελαν να με κατασπαραξουν.

Δεν το είπα ποτέ στον Γαβριήλ.
Πως σκότωσα τους γονείς του.
Αν και πότε του δεν μου έριξε φταίξιμο για τη φωτιά.
Αλλά φοβάμαι πως αν μάθει την αλήθεια θα τον διαλύσει και θα με μισήσει στα αλήθεια.

Εσκυψα το κεφάλι και αρχησα να κλαίω.
Ο Αγης δεν είπε τίποτα άλλο .
Οδηγούσαμε για ώρες μέχρι που κάποια στιγμή με πήρε ο ύπνος.

Ο ήλιος θα έβγαινε κάποια στιγμή.
Δεν ξέρω αν ήταν καινούργια μέρα ή απλά μια ακόμα μάχη.

Απλά θέλω να εξαφανιστώ.

Ετρεμα να κλείσω τα μάτια μου μην επιστρέψουν όλα.
Όμως δεν ήρθε τίποτα πέρα από εκείνον.

Ειμασταν μαζί στο κρεβάτι.
Τυλιγμένη εγώ σαν μπουριτο και εκείνος να έχει σκάσει στα γέλια γιατί για ακόμα μια φορά είχα πέσει από το κρεβάτι.
Θα τον σκότωνα γιατί με είχε αφήσει στο πάτωμα.

<<Τι εγινε πάλι δεν μπορείς να ξετυλιχτεις σκιουρακι;>>.

<<Σκασε μπαμπούινε>>του φώναζα.
Είναι απίστευτος.
Πάντα το κάνει αυτό για να με εκνευρίσει.
Μου σπάει τα νεύρα.

Πως γίνεται ένας άνθρωπος να σε εκνευρίζει τόσο πολυ;

Προσπαθώ να ξετυλιχτω όταν τον νιώθω να με σηκώνει στην αγκαλιά του.

Η μυρωδιά του με αναστατώνει.
Και δεν μπορώ να πάρω τα μάτια μου από τα δικά του.
Σκούρα καστανά.
Σκοτεινά.

<<Άσε με κάτω>>
Διαμαρτυρομαι.

<<Ποτέ>>

Εκείνος συνεχίζει να με κοιτάζει και με πιανει μια μανία να αενωσω τα χείλη μου με τα δικά του
Στο βάθος επικρατεί ησυχία.
Αλλά ξαφνικά ακούω μια φωνή.

"ANOTHER ONE BITES THE DUST"

<<Το ακούς αυτο;>>
Τον ρωτάω.

<<Ποιο;>>

<<Κάποιος τραγουδαει Queen,>>συνεχίζω καθώς ακούγονται ξανά οι στίχοι.

Τι στο διαολο;

<<Όχι,>>με πλησιάζει επικίνδυνα.
Νιώθω πως είναι να γίνει αυτό που τρέμω κάθε φορά.
Και εκεί που τα χείλη του ξαφνικά με ακουμπάνε η φωνή ακούγεται δυνατά.

Ανοίγω τα μάτια απότομα.
Φυσικά βρίσκομαι στο αμάξι και όχι στο δωμάτιο του Γαβριήλ.

Γυρνάω απότομα και κοιτάω τον Αγη που τραγουδάει.
Δεν έχει το Θεό του.

<<Ξυπνησες ελαφακι;Καλά ε τραγούδαρα,>>μου μιλα σαν να μη με είχε ξυπνήσει με την αγριοφωναρα του.
Στο ράδιο το τραγούδι παίζει στη διαπασών.

<<Κοιμόμουν πας καλα;Τι ρωτάω Θεέ μου>>.

<<Ω έλα ελαφάκι τώρα είναι τραγούδαρα,>>φώναξε.Το παράθυρο ήταν ανοιχτό και στήριζε το χέρι του.

<<Φυσικά σου ταιριαζει>>
Ανταπάντηση και γυροσα προς το δικό μου παράθυρο.

Οδηγούσαμε μέσα από επαρχιακούς δρόμους.
Φυσικά δεν θα έπαιρνε τους κε τρίτους δρόμους.
Αν όπως έλεγε μας κυνηγούσαν θα μας έβρισκαν γρήγορα.

Πέρα από δάση και σκοτάδι δεν υπήρχε κάτι άλλο.

Το τραγούδι σιγά σιγά τελείωνε.
Και η φωνή του παρουσιαστεί έλεγε κάτι άκυρα που δεν έδινα σημασία.

<<Έχουμε μια έκτακτη είδηση δεν ξέρω αν την ακούσατε,>>είπε στα ξαφνικά στον συμπαρουσιασυη του.

Αυτό το κανάλι το είχα ξανακούσει ξεκινούσε από αργά το πρωί μέχρι τις πρώτες ώρες που έβγαινε ο ήλιος.

<<Κατι για έναν φυγα,>>είπε ο άλλος.

Ο Αγης κοίταξε το ραδιόφωνο.

<<Ναι ναι πρόκειται για έναν κατασυρροηή δολοφόνο που δρα εδώ και χρόνια και δεν μπορούσαν να τον πιάσουν.Σημερα το βράδυ έγινε μια έκρηξη στο σπίτι του αδερφού του και διέφυγε .Από ότι λένε έχει και συνεργο.Εμπλεκεται μέχρι και η ιντερπολ.Οσοι έχετε πληροφορίες για τον Αγη Παπαθανασίου παρακαλώ να επικοινωνήσετε με της αρχές.Ο συνεργός του ονομάζεται Ξένια Μιχαηλιδου. Αλλά οι σχέσεις τους δεν έχουν διευκρινιστει>>.

Τι στο διαολο.

<<Γαμιολιδες,>>φώναξε ο Αγης απότομα και άρχισε να χτυπάει το τιμόνι απότομα με τις παλάμες του.<<Θα σας σκοτώσω όλους.Φυσικα θα το έκανα αυτό.Να μου την στήσουν.Ηλιθια κοινότητα>>

Του την είχαν στησει;Δεν εργάζονταν για εκεινους;Τι στο καλο;
Κάτσε λίγο από ότι είπαν τα παιδιά κρατούσαν κάτι δικό του.
Για να τον ελεγχουν;Γιατι;Και γιατί κάνει ετσι;
Και γιατί με έκανα συνεργο.

<<Φυσικά θα το έκανα αυτό για να μου την πάρουν Για να βρουν το ελεφακι μου.Να μας κυνηγάνε όλοι.Επρεπε να τους είχα διαλύσει από τη πρώτη στιγμή,>>μονολουσε..

Ο παρουσιαστής συνέχιζε να εξιστορεί τα γεγονότα της βραδιάς αλλά εγώ δεν άκουγα.<<Από ότι έχουμε μάθει από τις πληροφορίες μας,>>συνέχισε .<<Υπάρχει ένα θύμα της εκρηξης,>>η καρδιά μου έκανε κρακ.<<Ο αδερφός του καταζητουμενου μεγάλος επιχειρηματίας στα ακίνητα Γαβριηκ Παπαθανασίου είναι νεκρος>>.

Ο κόσμος ξαφνικά σταμάτησε.
Δεν συνέβαινε αυτό.
Όχι δεν είχε πεθάνει.
Δεν θα τολμούσε να το κάνει.Φωναζω "Οχι"αλλα είναι σαν να μη το φωνάζω.
Αρχίζω καιβοανικοβαλομαι.

<<Εσύ φταις ,>>αρχίζω να χτυπάω με μανία τον Αγη.

Εκείνος όμως είναι ακίνητος.
Έπειτα με σταματα με το χέρι.

<<Σταμάτα ελαφάκι. Δεν καταλαβαινεις;Είναι όλα παγίδα για να γυρίσεις πίσω και να μας βρουν.Δεν έχει πεθανει>>.

<<Και που το ξερεις;>>
Συνεχίζω να ουρλιάζει.

Στροβηλιζει τα μάτια.

<<Ελεος.Και να πέθαινε πιθανόν να γυρνουσε ως ζόμπι να σε δαγκώσει για να σε κάνει δική του.Αλλα δεν πέθανε.Αυτος δεν πεθαίνει ποτέ. Κρίμα δηλαδή Αλλά δεν ισχύει όλα αυτό.Θα τα έβαζε και με τον χάρο.Ο καργιολης.Παντοτε είναι αυτός.Παντα αυτος.Ο μεγαλειοτατος. ΝΑ ΜΟΥ ΣΠΑΕΙ ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΓΙΑΥΤΟ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ,>>φώναξε.

Ίσως είχε δίκαιο.
Ίσως να μην είχε πεθάνει.
Αλλά ποιος τον πιστεύει.
Πάντοτε λέει ψέματα.
Θέλω απλά να κλάψω γιατί πονάει.
Δεν θέλω να ...
Αν έχει πεθάνει ο μπαμπιυινος θα τον διαλύσω.
Αλλά πως θα μάθω αν είναι ζωντανός.

Ξαφνικά θυμάμαι πως έχω το κινητό μου στην κωλοτσεπξ.
Το βγάζω και πάω να πλητρολογησω τον αριθμό.

Αλλά εκεί που το κρατούσα ξαφνικά βρέθηκε έξω από το παράθυρο του οδηγού.

<<Ει το κινητό μου>>.

<<Είσαι τρελη;Θα μας βρουν από αυτό.Τοση ώρα πάνω σου το εχεις;>>

<<Ναι.Και εσυ το εχεις>>

<<Εμένα δεν ανιχνεύεται χαζουλα>>.

<<Φυσικά,>>στροβηλισα τα μάτια.

<<Ηρέμησε.Καλα είναι,>>είπε με ηττημένη φωνή.

Έβγαλε ξανά το κινητό του και αρχησε να πληκτρολογεί ξανά.
Έπειτα πήρε μάτια στροφή και πάτησε το γκάζι.

Λίγα λεπτά αργότερα μπαίναμε σε μια μικρή κωμόπολη.
Δεν είχα ξαναέρθει εδώ.
Και δεν καταλάβαινα που ειμασταν.

Είχαμε περάσει την Λάρισα ή οχι.

Οι δρόμοι ήταν άδειοι.
Μόνο τα φώτα του δρόμου φεγγιζαν.

Ξαφνικά το αυτοκίνητο σταμάτησε.
Χώρος κουβέντα βγήκε γρήγορα από το αμαξι.
Που σκατα πηγαινε;

Ω Θεοί.Ξαφνικα τον βλέπω να πλησιάζει ένα μαγαζί που έχει περούκες.
Χωρίς καν να διστάσει παίρνει ένα ξύλο που υπήρχε στον δρόμο δίπλα στον κάδο και το ρίχνει Ει στην τζαμαρία.

Ο συναγερμός χτυπά.
Και εκείνος αρπάζει δύο αντικείμενα από τη βιτρίνα και τρέχει προς το αμάξι.

Είναι παλαβός τελείωσε.Τι σκατα τις θέλει τις περούκες;

Μπαίνει γρήγορα μέσα μου πετάει μια καρέ μαύρη περούκα.

<<Φορά την,>>με προστάζει καθώς βάζει ένα τσοκει καπέλο και στρώνει τα Μάλια του από μέσα.

<<Τι να την κάνω την περούκα,;>>

<<Φορα την τον στανιο μου μέσα.Μη ρωτάς πολλά,>>πάτησε το γκάζι απότομα.

Επεξεργαστηκα τα μαλλιά στα χέρια μου.
Και άρχισα να προσπαθώ να την βάλω.

<<Σπυ πάει το μαύρο,>>γυροσε και με κοίταξε που με έβλεπα στον καθρέφτη.

<<Δεν μου πάει.Και εσύ μιλάς πολύ σταματα.Εγινες και κλέφτης τωρα;>>

<<Ανεβαίνω λεβελ>>
Γέλασε.

<<Απερίγραπτο.Θα μου πεις που θα πάμε επιτέλους;>>Φώναξα ξανα εκνευρισμένη με τα χέρια στον αέρα.

<<Δεν χρειάζεται να ξέρεις.Μακρια σου ειπα>>.

<<Πρέπει να ξέρω τι έχω να αντιμετωπίσω δεν μου αρέσουν οι εκπλήξεις,>>δυσανασχετεί.

Το κεφάλι μου άρχισε να πονάει καθώς λογομαχουσαμε.
Δεν ξέρω αν ήταν από την περούκα ή από όλη την κατάσταση.
Ή από την αγριοφωναρα του που με ξύπνησε.

Άρχιζα και να κρυώνω με ανοιχτά τα παράθυρα.
Αλλά ξαφνικά παρόλο το τόσο οξυγόνο ένιωθα σαν μην αναπνέω.
Ένιωθα περίεργα.
Σαν κάποιος να με παρακολουθεί.
Πάντοτε είχα αυτή την αίσθηση όταν το έκανε ο Αγης.
Αλλά τώρα ήταν δίπλα μου.

Εκείνος μονολουσε πάλι και του έλεγα να σκάσει όταν ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε στον καθρέφτη.

Και τότε την είδα.

Σκούρα μαλλιά.
Άσπρο φόρεμα να κοιτάζει τριγύρω.
Τα μάτια μας συναντήθηκαν και γύρισα απότομα προς τις πίσω θέση.

Εμιλι;

Τσηριξα όσο δυνατά μπορούσα.
Και εκείνη το ίδιο.
Δεν ήταν δυνατόν να την βλέπω.
Ήταν νεκρή.

Ο Αγης πάτησε απότομα το φρένο στη μέση του πουθενά και εκείνη εκτινάχτηκε από το αμάξι.

<<Είσαι με τα καλά σου.Τι τσηριζεις;>>
Μου ούρλιαξε εκείνος.

<<Την ειδες;Πες μου ότι την ειδες;>>

<<Ποια;>>

<<Την Εμιλι>>.

<<Την νεκρή γυναίκα της Ευας;>>

<<Ναι ήταν εδώ πισω>>.

<<Ελαφακι είσαι κουρασμένο δεν υπάρχει τίποτα εδώ>>.

<<Μα εδώ ηταν>>.

<<Ελαφακι,έχουμε ήδη αργήσει και μου σπας τα νεύρα. Κοιμήσου για το υπόλοιπο της διαδρομής Δεν θες να νευριασω>>.

<<Ωχου καλά,>>κοίταξα για μια ακόμα φορά πίσω καθώς έβαζε μπρος να φύγουμε.

Είμαι σίγουρη πως την είδα.
Σίγουρη.
Τι στο καλό συμβαινει;

Γύρισα το κεφάλι μου στο τζάμι μου καθώς τα βλέφαρα μου βαραιναν.

Έμιλι αν ήσουν εσύ στα αλήθεια νομίζω πως χρειάζομαι την βοήθεια σου.

Αυτή τη φορά ονειρεύτηκα τη μαμά μου.
Τα φιλιά της στο προσωπο μου.

<<Γλυκό μου κοριτσι..Η μαμά σε αγαπάει ο μπαμπάς σε αγαπάει.Εισαι πολύτιμη>>.

Ο μπαμπάς μου.
Ο κανονικός μπαμπάς μου.
Που δεν γνώρισα ποτέ.Δεν ξέρω καν αν ζει.

Νιώθω την ζεσταστια της.
Και μου λείπει.
Μου λείπει πολύ.
Δεν θέλω να είναι η τελευταία μου εικόνα της το άψυχο της σώμα.

Θέλω για μια φορά μόνο να την δω και να την βιώσω στην πραγνατικότητα.

Μια μόνο φορά.

<<ΓΥΡΙΣΑ,>>αναφώνησε ο Αγης καθώς άνοιγε την μεταλλική δίφυλλη πόρτα ενός διαμερίσματος σε ένα εγκαταλείμενο κτήριο στης Αθήνας λίγο πιο έξω.Αλλα το διαμέρισμα κάθε άλλο παρά εγκαταλειμενο ήταν.Τεραστιο και χλειδατο.

Δεν κατάλαβα σε ποιον το ανακοίνωνε.
Με ανοιχτα τα χέρια έκανε είσοδο μέχρι που έσκυψε.

Γιατί ένα πορτοκαλι πέρασε από πάνω και έσκασε στον τοίχο πίσω μας.

Σαστησα καθώς το απέφυγα.

<<Δολοφονε της κακιάς ώρας,>>ακούστηκε μια τσηριχτη φωνή.
Και ένα ακόμα προτοκαλι ήρθε προς το μέρος μας.

<<Θενια ,Θενακι>>

Αναφώνησε ο Αγης με ανοιχτά τα χέρια.
Το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε μια μικροσκοπική λεπτή κοπέλα με γυαλιά.
Καστανοξανθα μαλλιά πιασμένα σε ατημέλητο κότσο.

<<Άσε τα Θενια ,Θενακι,>>άρπαξε ένα ακόμα προτοκαλι από το τραπέζι της κουζίνας.

<<Λείπεις τόσους μήνες,>>πορτοκάλι.
<<Δεν απαντάς στα τηλέφωνα,>>προρτοκαλι.
<<Εχω περάσει τα πανδηνα,>>πορτοκάλι,<<Και τολμάς να μπαίνεις μέσα με ένα απλό ΓΥΡΙΣΑ,>>Ξανά πορτοκάλι.

Ο Αγης την πλησιασε και της άρπαξε το χέρι.

Ποια ήταν αυτή η κοπέλα και τι έκανε στο διαμέρισμα του Αγη;
Μάλλον ήταν αυτή στο τηλέφωνο.
Κοίταξα γύρω μου .
Δεν υπήρχαν παράθυρα μόνο ξύλινη τοίχο.
Μια κουζίνα .
Ένα σαλόνι, δυο πόρτες δωματίου αριστερά καο δεξιά αντίστοιχα και ένα μπάνιο.

Ήταν σαν κανονικό σπίτι.
Εδώ ζούσε;

<<Έλα βρε Θενακι πως κάνεις ετσι,>>της είπε χαριτολογώντας.

<<Πώς κάνω έτσι;Πως κάνω ετσι;>>Φωναζε αναστατωμενη.
<<Αλλά τι να περιμένω από εσενα>>
Ο Αγης γέλασε.

<<Έλα Θενακι έχουμε επισκέπτη.Φερσου καλα>>

<<Την βρηκες τελικα;Κλει->>πήγε να τον προσπέρασε.Αλλα μόλις με είδε κοντοσταθηκε.

<<Δεν είσαι η Κλειώ.Που ειναι;>>
Γύρισε με τα χερια στη μέση και τον κάρφωσε.

<<Είχαμε ένα μικρό προβλημα>>.

<<Πρόβλημα;>>
Του φώναξε λίγο υστερικά.
<<Της υποσχεθηκες πως θα ήσουν για πάντα εκεί.Ειναι η κορ->>
Το χέρι του ήρθε απότομα στο στόμα της και την έστρεψε προς εμενα.
Γέλασε αμηχανα καθώς η κοπέλα διαμαρυρονταν.

Καλά δεν τον φοβοταν;
Και ποια ήταν η Κλειω;

<<Ποια είναι η Κλειω;>>
Ρώτησα.

Ο Αγης γουρλωσε τα μάτια.

<<Ε,η αδερφή της,>>την σκουντηξε.
Καθώς εκείνη τον αγριοκοιταξε και έπειτα δυσανασχετεί.
Κάτι μου έλεγε πως δεν έλεγε την αλήθεια.

<<Της υποσχέθηκα πως θα την φέρω πίσω.Την πήρε η κοινοτητα ξέρεις.Και το καημένο το Θενακι,>>την εσφηξε στην αγκαλιά του την ψάχνει.
<<Ε Θενακι;>>

Εκείνη μουγκρισε απελπισμένα.

<<Θα ηρεμισεις Θενακι;Ή θα νευριασω,>> της είπε έπειτα με άγριο ύφος.
Εκείνη γουρλωσε τα μάτια και σαν να είδα τα μάγουλα της να κοκκινίζουν.

Εγνεψε και εκείνος πήρε την παλάμη του από το στόμα της.

<<Ωραία,>>με κοίταξε.
<<Από εδώ η Θενια η γραμματέας μου>>.

Η ποια ;Τι στο καλό χρειάζεται γραμματέα;
<<Θα προτιμούσα βοηθός.Αν και καλύτερα θύμα απαγωγής αλλά δεν βγάζω άκρη μαζί σου >>

<<Ω έλα Θενακι μου το κρατάς ακόμα αυτο;>>

Τον αγιροκοιταξε και έστρωσε το άσπρο της πουκάμισο και το μαύρο παντελόνι.

Ήταν δεν ήταν στην ηλικία μου.

<<Για πάντα θα στο κραταω>>.
Την είχε απαγάγει;Αλλά γιατι;

<<Να εδώ το Θενακι κρατάει αρχεια>>.

<<Τι αρχεία,>>ρωτησα.

<<Ε να πόσους σκοτώνω. Πόσους κάνω κουκλες.Ε και διαχειρίζεται τα οικονομικά του κυκλώματος.Ξερεις από ναρκωτικά όπλα κλπ κλπ>>
Εκείνη έπνιξε ένα γέλιο πίνοντας νέρο.

Την κάρφωσε με το βλέμμα της και εκείνη γύρισε αλλού συνεχίζοντας με το νερό.

<<Α Θενια να σου συστήσω την Ξένια.Το ελαφάκι που σου έλεγα .Θα μείνει για λίγες μέρες εδώ γιατί την κυνηγάει η κοινοτητα και Βαλεντιν για να την θυσιασει>>.

Το νερό να πετάγεται από το στόμα της ακούστηκε και εβηξε από το πνηξιμο.

Έτρεξε δίπλα του.

<<Μου κανεις πλακα την έφερες εδω;Εισαι τρελος;Θα μας σκοτώσουν ολους;>>
Με κοίταξε.
<<Χάρηκα ,>>είπε αδιάφορα και σαν να ειδα στο βλέμμα της λίγη ζήλια.
<<Αλλά τι λέω είσαι τρελός .Ήδη μας έχουν τη μπούκα που πήρες την ομάδα του Γιαννη και επαναστατησες.Τωρα θα μας διαλύσουν >>.
Άρχισε να αναπνέει γρήγορα.
Σαν να μην μπορούσε να πάρει ανάσα.

<<Ω Θεέ μου κρίση πανικού παθαινω,>>έπιανε το στήθος της.

Ο Αγης στροβηλισε τα μάτια περπατωντας προς ένα συρτάρι.
Ανοίγοντας το έβγαλε κάτι και της το έφερε.
Ένα σπρέι.
Εκείνη το έβαλε στο στόμα της ,το πάτησε και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Εβηξα και τίναξε το σώμα της για να συνέλθει.

<<ΕΙΣΑΙ ΤΡΕΛΟΣ;>>
Του φώναξε ξανά.

<<Τώρα το καταλαβες;Είναι η τελική μάχη Θενακι.Εγω και το ελάφι επιτέλους θα κυριαρχήσουμε.Αλλα πρώτα πρέπει να μαζέψουμε την ομάδα.Να ανασυγκροτηθουμε.Να φύγουμε από εδώ και να δράσουμε >>.

<<Καρδιακο παθαινω>>

<<Ο έλα τώρα όλα υπό έλεγχο τα έχεις αφού σε άφησα στα χνάρια μου.Ελα πες πως πάνε οι πωλήσεις.Θα μου τα λες στον δρόμο για την αποθήκη.Ελπιζω να είναι όλοι εκει να προσκυνησουν τον βασιλια τους,>>περπάτησε προς την πόρτα.

Η Θενια εβηξε.
Γυρισε και την κοίταξε

<<Τι;>>.

<<Εμ έχουμε ένα προβλημα,>>είπε αμηχανα τριβοντας το μέτωπο της.

<<Να πως να στο πω.Απο τότε που έφυγες και μας έβαλες σε παύση.Οι πωλήσεις δεν πάνε καλά.Δυσκολευτηκαμε.Και κάποιοι δυσανασχετησαν.Ειπαν πως δεν κάνεις για αρχηγός.Με έκαναν πέρα.Δεν μπορούσα να τους ελέγξω.Δες με είμαι μια σταλιά τι να εκανα;>>

<<Και;>>
Είπε με σκοτεινιασμενο ύφος.

<<Ε να έδρασαν χωρίς εσενα>>.

<<Ποιος είναι υπεύθυνος για όλο αυτο;>>

Εσφηξε της γροθιές του.

<<Εμ....>>.

<<Εμ;>>

<<Να,>>είπε δειλά.
Θα την σκοτωσει;

<<Να;>>

<<Ο Θέμης >>.

<<Ο γλομπος;>>
Αναφώνησε ο Αγης.
<<Τόλμησε να με αψηφησει ο γλομπος;Ελεος ρε Θενια>>.
Αρχισε να περπατά γρήγορα και εκείνη από πίσω.

Έπειτα και εγώ.

Το τραβαω;Τι ζω;
Α ρε μπαμπουινε γαμωτο.
Ανησυχώ για εσενα για όλους.
Αλλά τι ζω;

<<Τι να έκανα;.Αφού είναι τρομακτικος>>.

<<Σου έμαθα Θενια τι να κάνεις. Απλά τον σκοτωνεις>>.

<<Δεν μπορώ να το κάνω και το ξερεις>>.

Εκείνος αναστέναξε.

Λίγα λεπτά αργότερα βρισκόμασταν έξω από μια ποθητή.
Οδήγησε σαν παλαβός από εδώ.

<<Συγγνώμη αν ήμουν απότομη.Επαθα σοκ οταν σε ειδα.Παντα μιλαει για εσενα αλλα δεν περιμενα πως οντως θα σε φερει,>>μου είπε η Θενια έξω από την πόρτα καθώς ο Αγης συνέχιζε να βρίζει.
<<Απλά πανικοβκηθηκα>>.

<<Καταλαβαίνω.Σε νιώθω. Το ίδιο και εγω.Αλλα πως τον αντεχεις;Σε απηγαγε;>>.

<<Μεγάλη ιστορια.Θα τα πούμε μετά από αυτό.Τωρα πρέπει να προσέξω μη κάνει μαλακια>>.

<<Τι μαλακια;>>

<<Να τους σκοτώσει ολους;>>.

<<Ο ου>>.

<<Ο,ου>>.

Περπατήσαμε μέσα από διαδρομους.
Φτάνοντας σε μια πόρτα.
Φωνές ακούγονταν από πίσω.

<<Αν γίνει κάτι τρεχα θα σε βρω απέξω, >>μου είπε η Θενια.

Εγνεψα.

Ο Αγης ανοιξε απότομα την πόρτα.

Άτομα ήταν τριγύρω μαζεμένα και στο βάθος ένα βάθρο με έναν...
Θρονο;

Ελεος.

Και εκεί στον θρόνο πάνω καθόταν ένας άντρας θηρίο. Φαλακρός.Με ένα δερμάτινο αμάνικο γυμνός από κάτω.
Και δερμάτινο παντελόνι με μπότες.
Γεμάτος τατουάζ.

Πραγματικά ήταν τρομακτικός.

Όταν είδαν όλοι τον Αγη σάστησαν από φόβο.
Άλλοι από ανακούφιση.

Ο Αγης άρχισε να χειροκροτα.

<<Μπράβο βασιλιά μου,>>φώναξε.
<<Έλα αρκετά μπήκες στον ρόλο κατέβα κάτω.Γυρισα>>.

Εκείνος μειδιασε και τον αγριοκοιταξε.

<<Άλλωστε ένας βασιλιάς πρέπει να έχει μαλλιά και εσύ με τον γλόμπο μόνο χρήση για να αντανακλάς τον ήλιο εχεις>>.

<<Αγη εγώ κάνω κουμάντο τώρα.Απο τη στιγμή που έφυγες όλα πήγαν κατά διαόλου.Εχουμε οικογενεις απο πισω ,υποχρεψσεις.Δεν εμπαινε χρημα.Αλλα με εμένα μπήκαμε ξανά στο παιχνιδι>>.

<<Αληθεια;Και τι ξέρεις εσύ από παιχνιδια;Πάντα χάνεις σε ότι παίζουμε.Ελα τελείωνε με κουραζεις>>.

<<Φυγε γιατι θα σε σκοτωσω>>.

<Αληθεια;>>Είπε δραματικά και σούρωσα τα χείλη του σαν να στεναχώρεθηκε.
<<Τρόμαξα τωρα>>.

Ο άντρας έκανε νόημα σε δύο να τον πλησιάσουν.

<<Κοίτα αν είναι να με αντιμετωπισεις μην είσαι κότα.Ελα μόνος σου. Αλλά να είσαι συνειδητιποιμενος γιατί θα πεθανεις>>.

Ο άντρας σηκώθηκε και έκανε ένα νημα να κατέβει από το βάθρο.

<<Ελεος μου χάλασε και την πολυθρόνα,>>εδειξε την κόκκινη βελούδινη πολυθρόνα με χρυσό ξύλινο περίγραμμα.Ειχε ένα τεράστιο βαθουλωμα.
<<Μη σηκώνεις τόσα βάρος.Εκανες τεράστιο κωλο>>.
Ο Άντρας γρυλισε.

Ήταν πιο ψηλός από τον Αγη και πιο γεροδεμένος.
Αλλά δεν ήμουν σίγουρη για το ποιος θα κερδίσει.

Αλλά όλα διήρκεσαν ένα λεπτό ούτε.
Ίσως κάποια δευτερόλεπτα.

Ο αντρας έκανε επίθεση στον Αγη που στεκόταν ακίνητος φουλ αναισθησια.
Έπειτα γουρλωσε τα μάτια γιατί ένα μαχαίρι είχε καρφωθεί κάτω από το πιγούνι.

<<Σε προειδοποιησα δεν ακουσες,>>του είπε ο Αγης και έβγαλε το μαχαίρι.

Σιωπή επικράτησε καθώς ο άντρας έπεφτε στο έδαφος.

<<Κάθε φορά τα ίδια,>>αναστέναξε η Θενια.

<<Λοιπόν οποίος άλλος έχει αντίρρηση με την ηγεσία μου ας έρθει μπροστά,>>έκανε μια σβούρα και κούνησε το μαχαίρι.
Κάνεις δεν κουνήθηκε.
Όλοι κοιτούσαν έντρομος.

<<Ηλιθιοι πληβειοι.Νομιζεται πως μπορείτε να μου πάτε κόντρα.Ποιος είναι ο Βασιλιάς σας;>>
Φώναξε.

<<Ελεος,>>δυσανασχετησε η Θενια.

<<Εσύ Βασιλιά,>>φώναξε ένας και ακολούθησαν οι άλλοι.

<<Ετσι μπράβο,>>βηματησε προς τον θρόνο του.
Καθησε και σταύρωσε τα πόδια του.

Απλωσε τα χέρια του δεξιά και αριστερα.
Τα μαύρα μαλλιά του έπεφταν στους ώμους του.

<<Τώρα σκαστε θα βγάλω ανακοινωση>>.

Όλοι σιωπησαν.

<<Όπως βλέπεται έχω φέρει επισκέπτη.
Κάποιοι θα έχετε καταλάβει ποια είναι.
Για τους άλλους χεστηκα.
Αν την ακουμπήσει κάνεις σας εγδαρα.
Και όχι μόνο.
Απαγορεύεται να την κοιτάτε ,να της μιλάτε ,να αναπνέετε δίπλα της.Συννενοηθήκαμε;>>.

<<Ναι βασιλια,>>είπαν ομόφωνα.

Τι ζω;.

<<Για να είναι δω σημαίνει πως το σχέδιο μας ξεκινά και πως η κοινοτητα είναι στο κατόπι μας.Για να τους νικήσουμε να πάρουμε το βασίλειο πίσω πρέπει να είμαστε ένα βήμα μπροστά.Που σημαίνει δεν πρέπει να πεθανουμε>>.

<<Και τι θα κανουμε,>>είπε ένας ανάμεσα από τους ψυθηρους που άρχιζαν να ακούγονται.

<<Θενια πως είναι τα οικονομικά μς;>>
Ρώτησε την κοπέλα.

<<Εμ ,>>ισιαξε τα γυαλιά της.
<<Δεν έχουν πέσει πολύ>>.

<<Τελεια φτάνουν για να φύγουμε όλοι μαζί ένα ταξιδάκι;>>

<<Ετσι όπως έχω κάνει τους υπολογισμούς μου και με τα χρήματα που έφερε ο γλόμπος ναι μπορούμε να φύγουμε κάπου και να κρυφτούμε για ένα μεγάλο χρονικό διαστημα και να πάρουμε και τις οικογενειες καποιων μαζι>>.

<<Τελεια>>

Ανασηκωθηκε και σήκωσε τα χέρια ενθουσιασμενος.

Τι σκατα είχε στο νου του;Ταξιδακι;Ολοι;Ηταν παρα πολλοι, κανα πενηντα ατομα.Γυναικες και αντρες.Ναι έπρεπε να κρυφτούμε ήταν σίγουρο αυτό μέχρι να βρούμε μια λύση.Μεχρι να βρω μια λύση να φύγω από εδώ.

Γιατί δεν με βλέπω καλά.

<<Και που σκέφτεσαι να παμε;>>
Ρώτησε η Θενια.

Ο Αγης μειδιασε.

Δεν είναι καλό αυτό.

<<ΜΕΞΙΚΟ ΦΥΣΙΚΑ,>>αναφώνησε με διάπλατα με τα χέρια στον αέρα και έκατσε στον θρόνο του.

<<ΟΡΙΣΤΕ;>>
Είπαμε ταυτόχρονα με τη Θενια.

<<Θα τον σκοτωσω,>>είπε εκείνη.

<<Και εγώ ,>>συμφώνησα.

Α ρε μπαμπουινε που με έμπλεξες πάλι.

Τέλος...

-------------

Σκοτεινά μου Αναγνωστάκια τελείωσε το δεύτερο βιβλίο στη τριλογία.
Ελπίζω να διασκεδασατε.
Και να μη με κυνηγάτε με το τέλος.

Το τρίτο θα ανέβει σιγά σιγά. Από την επόμενη βδομάδα.

Αυτήν θα ανεβάσω εξώφυλλο και χαρακτήρες.
Αλλά η αποκάλυψη θα γίνει τώρα.

Σας αγαπώ ❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top