Κεφάλαιο 9°
Είχαν ήδη ξεκινήσει να δένουν τις μηχανές για να περάσουν απέναντι στην αποθήκη. Από το πρωί που ενημερώθηκαν πως κάποιος ρωτούσε για το χωριό, και ειδικά μια γυναίκα αποφάσισαν να κατέβουν στα Χανιά για να μάθουν αυτοπροσώπως. Κανένας δε ζηταγε να πάει εκεί. Μα έλαβαν δύο τηλεφωνήματα... Τόσο από το μπάρμπα Κώστα τον ελεγκτή που πήρε το παπά , όσο και από το μπάρμπα Σίμο, ένα τοπικό ψαρά που σταμάτησε μια κοπέλα και του ζήτησε οδηγίες . Αντί λοιπόν να ασχοληθούν με τα αμπέλια, θέλησαν να δούνε και να μάθουνε , ποια ήταν αυτή η μυστηριώδης γυναίκα και γιατί ήθελε τόσο πολύ να βρει το δρόμο για το χωριό.
Ο εξοπλισμός ήταν στη θέση του και εκείνοι για να περάσουν απέναντι,
όταν ξαφνικά ακούστηκε ένα ουρλιαχτό μέσα από το δάσος. Οι άντρες αλληλοκοιταχθηκαν και ο Μιχάλης τράβηξε αμέσως το όπλο.
"Ήρεμα..." Πρόσταξε σοβαρός ο Στυλιανός. "Που διάολο είναι ο Ορέστης;"
"Τον είδα να τραβάει προς το φαράγγι αφεντικό !" απάντησε ένας από τους άντρες αμέσως.
"Τότε υποθέτω, πως δε θα χρειαστεί να πάμε στη πόλη... Ήρθε η πόλη σε μας... " σχολίασε γελώντας και βγάζοντας το όπλο του, κίνησε προς το φαράγγι.
********************
"Ποια είσαι;" αρκέστηκε μονάχα να ρωτήσει χωρίς να τραβήξει το μαχαίρι από το λαιμό της. Η Αρετή από την άλλη, έτρεμε ολόκληρη. Ήταν η δεύτερη φορά που κάποιος την απειλούσε με μαχαίρι μόνο που τώρα, ήταν διαφορετικά. Δεν υπήρχε η αστυνόμευση του δικαστηρίου για να τη γλιτώσει από τον κατηγορούμενο. Ήταν ολομόναχη , χωρίς ρούχα, μέσα σε μια λίμνη σε ενα άγνωστο μέρος με έναν άγνωστο άντρα που δεν είχε ιδέα για τις προθέσεις του. "Ρώτησα κάτι !" ξαναειπε ανεβάζοντας το τόνο του και τη τράνταξε ελαφρά πλησιάζοντας παράλληλα το πρόσωπο του πιο κοντά στα βρεγμένα της μαλλιά.
"Φοβάσαι... Το νιώθω.. Η καρδιά σου σπαρταραει. Απάντησε μου και θα σε αφήσω. Ποια είσαι!"
"Με κρατάς έχοντας ένα φονικό εργαλείο στα χέρια παρά τη θέληση μου. Είμαι δικηγόρος. Θα βρεις το μπελά σου..." τόλμησε να του πει με τρεμάμενη φωνη και χωρίς να το θέλει , ο Ορέστης γέλασε δυνατά. Του φάνηκε τόσο αστείο...
Κάνοντας μια κίνηση, κατέβασε το μαχαίρι και τη γύρισε απότομα προς το μέρος του..
Και τότε σώπασε...
Τότε το γέλιο χάθηκε...
Το πρόσωπο σκοτείνιασε...
Ο χρόνος ο ίδιος σταμάτησε...
Η Αρετή αν και κάτω υπό αυτές τις συνθήκες έμεινε στατική να τον κοιτάζει με τη σειρά της. Τα μάτια του είχαν ένα καστανό, που έμοιαζε με τον αγαπημένο της πρωινό καφέ. Δε φορούσε μπλούζα , ήταν μυώδης ενώ το δέρμα του ηλιοκαμενο. Σκληρές γωνίες πλαισίωναν τα σαρκώδη του χείλη και τα μαλλιά του ήταν ελαφρως πιο μακριά από το συνηθισμένο κοντοκουρεμένο ανδρικό κεφάλι τα οποία με τη σειρά τους, έπεφταν βρεγμένα πάνω στις μεγάλες γωνίες των φρυδιών του.
Εκείνος όμως... Εκείνος τη κοιτούσε τόσο σοβαρός. Με την άκρη του ματιού της , τον έπιασε να σφίγγει το μαχαίρι στα χέρια του . Το βλέμμα του ταξίδευε πάνω στα χαρακτηριστικά της και το ένιωθε. Όπως ένιωθε και έντονη την επιθυμία να κρύψει τη γύμνια της.
Μην αντέχοντας άλλο, προσπάθησε με μια γρήγορη κίνηση να του ξεφύγει από τα δεξιά. Δεν μπόρεσε όμως.. ήταν το θήραμα και είχε μπροστά της τον καλύτερο κυνηγό της περιοχής. Ο Ορέστης την γραπωσε από το μπράτσο δυνατά , τραβώντας τη μαζί του μέχρι έξω.
"Με πονάς γαμωτο !" του φώναξε προσπαθώντας να απελευθερωθεί ώσπου φτάνοντας εν τέλει στην όχθη, και χωρίς να την αφήσει , άρπαξε τα ρούχα της και της τα έδωσε στο χέρι.
"Ντύσου" είπε έχοντας το ίδιο πρόσωπο και εκείνη για κάποιο λόγο ένιωσε να βράζει. Τράβηξε το χέρι της , με εκείνον φυσικά να το αφήνει ελεύθερο και έτσι όπως κρατούσε τα ρούχα της, τα πέταξε κάτω και τον κοίταξε μέσα στα νευρα.
"Είσαι σοβαρός ρε;" Ξέσπασε και του δώσε μια σπρωξια με τις παλάμες της στο στήθος. "Πρώτα με απειλεις και μετά με διατάζεις; δεν ξέρω αν είσαι κάποιος τοπικός θρύλος εδώ πέρα ή κανένας ανώμαλος αλλά μόλις φύγω θα έχεις μεγάλα μπλεξίματα! Δεν ξες ποια είμαι εγώ!" Η Αρετή ξεσπαθωσε χωρίς να σκέφτεται τι λέει, τόσο από φόβο όσο και από τα νεύρα της, κι εκείνος σαν διάολος κοκκινησε ολόκληρος.
Άπλωσε τα χέρια του, την έπιασε για δεύτερη φορά και τραβώντας τη κατά πάνω του , έβγαλε πάλι το σουγιά του και το κόλλησε στο λαιμό της.
"Κλείσε το στόμα σου, Ραΐση..." είπε αρκετά χαμηλόφωνα αφήνοντας τη σχεδόν να το διαβάσει από τα χείλη του. Και μόνο ο τρόπος του, έφερε ανατριχιλα σε ολόκληρο το κορμί της. Πλέον φοβόταν. Ότι κι αν ήταν αυτός ο άντρας , σίγουρα την ήξερε. Και από το τρόπο που πρόφερε το όνομα της , σίγουρα δεν ήταν για καλό. Όσο νεύρο κι αν είχε πριν, χάθηκε μονομιας και τη θέση του πήρε ο τρόμος.
"Ποιος... Ποιος είσαι ..." Ψέλλισε φοβισμένη και ένιωσε , ίσως για μια στιγμή, μια αμυδρή μικρή στιγμή τα μάτια του να αλλάζουν ... Κανένας σχεδόν από τους νέους δεν κάθισε να μάθει καλά την ιστορία εκτός από τα βασικά. Μα ο Ορέστης ήταν από από εκείνους που έψαχναν όσο μπορούσαν. Είχε δει εκείνο το κάδρο στη βιβλιοθήκη στα Χανιά και η γυναίκα που είχε μπροστά του, δεν χωρούσε αμφιβολία πως ήταν σχεδόν ολοιδια.
"Τι δουλειά έχεις σε αυτά τα εδάφη; Το ζητάς; Πως ήρθες ; Γιατί;" Ο Ορέστης τη βομβάρδισε με ερωτήσεις ενώ σε κάθε μία από αυτές , πίεζε όλο και περισσότερο το σουγιά στο δέρμα της από την ανάποδη. Ήταν τόσο κοφτερό που αν γύριζε πλευρά, ο λαιμός της θα ήταν ήδη κομμένος.
"Με πονάς...!!!" Του απάντησε έτοιμη να βάλει τα κλάματα και χτύπησε με δύναμη το πόδι της στο έδαφος . Δεν ήταν μόνο ο φόβος πλέον... Ηταν όλα μαζί. Ήταν νεύρα. Τρόμος. Εκνευρισμός.
Δε πίστευε στα όσα γινόντουσαν και εκείνα τα δάκρυα που άρχισαν να ρέουν πλέον σαν ποτάμια, είχαν τη πηγή τους , πολύ πιο βαθιά από όσο έδειχναν. Άντρας δεν είχε τολμήσει ποτέ να απλώσει χέρι πάνω της ειδικά με όσα είχε δει στα δικαστήρια. Η Αρετή δεν η γυναίκα που θα σήκωνες χέρι και μαζευόταν σαν τρομαγμένο σκυλάκι. Κι όμως... Στη ιδέα και μόνο πως αυτός ι άντρας την γέμισε με φόβο, νευρίαζε με τον ίδιο της τον εαυτό. "Σου είπα διαολε!! Με πονάς ανάθεμα σε!" τσιριξε αυτή τη φορά δίνοντας του μια κλωτσιά στη γεννητική περιοχή και έκαμε να τρέξει. Ο Ορέστης έβγαλε μια κραυγή θυμού μα δεν τον πέτυχε καλά με αποτέλεσμα να τη πιάσει , να τη πετάξει στο έδαφος και να σκαρφαλώσει πάνω της.
Ακινητοποίησε τα χέρια της κρατώντας τα δυνατά πανω από το κεφάλι ενώ όσο κι αν εκείνη χτυπιοταν από κάτω του , το μόνο που κατάφερνε ήταν να τον εκνευρίσει ακόμα περισσότερο. Η Αρετή χτυπουσε τόσο δυνατά τα πόδια της στο έδαφος μα εκείνος έδειχνε να μη νιώθει. Λαχανιασμενοι και οι δύο, κοιτούσαν ο ένας τον άλλο γεμάτο μίσος. Εκείνη φωναζε κι εκείνος τη πονούσε πιο πολύ.
"Ορέστη μη!!!!" Μια δυνατή αντρική φωνή λάλησε στο χώρο και αμέσως μετά η Αρετή ένιωσε το βάρος του να μετατοπίζεται από πάνω της .
"Άσε με ρε!!!" Ούρλιαξε ο Ορέστης "Μην ανακατεύεσαι!!!"
"Τι κάνεις ρε! Είναι γυναίκα ανάθεμα σε...!! Γυναικ..." Η μιλιά του Στυλιανού κόπηκε μαχαίρι όταν γύρισε και τη κοίταξε. Η Αρετή είχε τραβήξει με τα χέρια της τα πεταμένα της ρούχα για να κρύψει τη γύμνια της και έχοντας μαζέψει τα γόνατα στο στήθος , κοιτούσε τρομαγμένη.
"Είναι μια Ραΐση ανάθεμα την!! " κραύγαζε δυνατά ο Ορέστης βλέποντας τον να παγώνει.
Ποιος τρόμος όμως θα μπορούσε να ξεπεράσει το βλέμμα του Στυλιανού αναγνωρίζοντας τη... Για εκείνον δεν ήταν μια Ραΐση, ήταν μονάχα η γοητευτική τουρίστρια που γνώρισε στα Χανιά...
❤️❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top