Κεφάλαιο 8°


Λάκκοι, Σήμερα.

"Τι εννοείς πως δεν ήταν κανένας μέσα στο αναθεματισμενο αυτοκίνητο;" Βροντηξε και αστραψε εκνευρισμένος.

"Σου είπα αφεντικό... Πήγαμε όσο πιο γρήγορα γινόταν. Δεν είχε καν χαράξει. Κάμαμε δε κάμαμε 1 ώρα. Δε γινόταν πιο γρήγορα. Το βουνό από τη πλευρά που κατεβήκαμε ξέρεις πολύ καλά πως είναι απροσπέλαστο αλλά και πάλι πιο γρήγορα από εμάς δε θα κατέβαινε κανένας" η αναταραχή του ήταν μεγάλη . Δεν είχε ιδέα ποιος μπορεί να προσπαθούσε να μπει στο χωριό , αν ήταν κάποιος που χάθηκε ή αν κάποιος που το έκανε εσκεμμένα.

"Βρήκατε τίποτα στο αμάξι;" Ρώτησε έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής.

"Τίποτα. Πρέπει να είναι ενοικιαζόμενο. Έχει όμως μια κάρτα της εταιρείας οπότε θεώρησε πως μέχρι αύριο θα έχουμε μάθει" τον διαβεβαίωσε αμέσως

"Πολύ καλά λοιπόν. Ενημέρωσε με το συντομότερο δυνατό. Τίποτα δε πρέπει να χαλάσει κατάλαβες ; Πρέπει να ξέρω τα πάντα. Αυτός ο γάμος είναι όλα όσα έχουμε!"

"Μαλιστα αφεντικό. Το ξέρω. Μείνε ήσυχος..."


                 *****************

"Αουτς!" γρυλισε μέσα στα νευρα βλέποντας το χέρι της κόκκινο από το αίμα. "Ανάθεμα τη φύση και τα φυτά και τα αγκάθια και όλα !" συνέχισε σέρνοντας τη βαλίτσα με το ζόρι μέσα από ένα μονοπάτι που κατάφερε να βρει. Η νύχτα που ήθελε να περάσει στο αυτοκίνητο, τη βρήκε να περπατά χωρίς σταματημό. Μπορεί να ήταν ατρόμητη σαν γυναίκα και το απέδειξε παίρνοντας την απόφαση να αφήσει το αμάξι και να περπατήσει μα δε θα καθόταν να γίνει τροφή για κανένα άγριο θηρίο. Από τα πρώτα κι όλας λεπτά που προσπάθησε να κοιμηθεί , άκουγε ήχους που δεν είχε ξανακουσει. Στην ιδέα και μόνο να περικυκλώσουν το αμάξι τίποτα αγρίμια και να πεθάνει προσπαθώντας να ξεφύγει, προτίμησε τουλάχιστον να πεθάνει τρέχοντας.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να βγαίνει δειλά δειλά και το φως του έπεφτε πάνω σε ολάκερη τη φύση γύρω της. Τα χέρια της είχαν κουραστεί από τη βαλίτσα και το βάρος που έσερνε τις τελευταίες ώρες και η ίδια ήταν εντελώς εξαντλημένη.

"Ουαου..." Ψέλλισε  αξαφνα ερχόμενη σε αντίθεση με τα ίδια της τα λεγόμενα κοιτάζοντας μια λίμνη που είδε από το ξέφωτο. "Πως γίνεται να υπάρχουν τόσο όμορφα  μέρη κρυμμένα από ανθρώπου μάτι; " Σκέφτηκε φωναχτά "Ίσως για αυτό και είναι τόσο όμορφα...γιατί άνθρωπος δε τα βλέπει" συνέχισε και τράβηξε στη κατηφόρα με προσοχή. Κάπου μέσα σε εκείνους τους πελώριους βράχους, χωρίς καν να ξέρει που βρίσκεται κι αν ο χάρτης την οδηγούσε σωστά, είχε σχηματιστεί μια πανέμορφη λίμνη που το νερό της έπεφτε μέσα από τις πέτρες. Παράτησε τη βαλίτσα της κάτω, πλησίασε το νερό και το κοίταξε

"Τόσο καθάριο..." είπε και γονάτισε απλώνοντας τα χέρια της για να πιει. Γέμισε τις χούφτες της και σαν το άφησε να κατέβει στον ουρανίσκο της, ένιωσε πως είχε πιει το πιο αγνό νερό όλο του κόσμου. Η κούραση ήταν μεγάλη . Πάλι καλά που έβαλα αθλητικά, σκέφτηκε  βγάζοντας  τα παπούτσια της τα οποία και εναπόθεσε πάνω στη βαλίτσα . Η θερμοκρασία δε θύμιζε σε τίποτα το βράδυ που πέρασε. Πλέον ο ήλιος ήταν αρκετά ζεστός και εκείνη ιδρωμενη από τη διαδρομή , αποφάσισε να δοκιμάσει εκείνα τα νερά.  Πάντα το έβλεπε στις ταινίες και πλέον είχε τη δυνατότητα να το κάνει και η ίδια.
Κάθισε πάνω σε ένα από τους μεγάλους βράχους που βρίσκονταν στην άκρη της λίμνης,  έβγαλε το κοντομανικο και το παντελόνι της και έμεινε με τα εσώρουχα. Δίστασε να τα πετάξει κι εκείνα. Τράβηξε το κοκαλακι αφήνοντας τα μαλλιά της ελεύθερα και δειλά δειλά, άρχισε να προχωράει προς το εσωτερικό. Δεν ήταν πολύ βαθιά προς μεγάλη της έκπληξη και μάλιστα η θερμοκρασία ήταν αρκετά καλή. Έμοιαζε σαν πηγή θερμότητας προς τα μέσα ενώ έξω, ήταν δροσερά.  Απ' έξω τα νερά έμοιαζαν σκούρα, κάτι που στο μυαλό της προσέδιδε βάθος . Μα όχι.. το νερό έφτανε ως το κεφάλι και αν κατέβαζε χαμηλά το πόδι της ενώ κολυμπούσε , έφτανε στο πάτο.

Έπειτα από μέρες , ένιωσε για πρώτη φορά γαλήνη και ηρεμία. Άφησε ελεύθερο το κορμί της να επιπλεύσει και ξάπλωσε ολόκληρη πάνω στο νερό για αρκετά λεπτά. Αν και δεν είχε την αλμύρα της θάλασσας που βοηθάει, κρατιόταν καλά στην επιφάνεια.

"Τόσο μαγικά θεέ μου..."μονολογησε αφήνοντας τα πόδια της να πατήσουν κάτω και πλησίασε προς το μικρό καταρράκτη που έβγαινε μέσα από τα βράχια. Προς έκπληξη της , το νερό ήταν πιο θερμό και από πριν. Έβαλε το κεφάλι της ολόκληρο από κάτω και το άφησε να τρέξει κατά μήκος του κορμιού της. Ο θόρυβος που προέκυπτε δε από το νερό που εσκαγε στην επιφάνεια της λίμνης, τη γέμισε αγαλλίαση. Αγαλλίαση και άγνοια για το κίνδυνο που παραμόνευε μέσα στα στους θάμνους τα τελευταία λεπτά κοιτάζοντας τη σαν αγρίμι... Σαν ένα πραγματικό αγρίμι, κι όχι αυτά που εκείνη φαντάζονταν τη προηγούμενη νύχτα...

              ********************

Αναστεναξε τόσο βαθιά που η μάνα της την άκουσε και πήγε στο δωμάτιο.

"Τι είναι κόρη μου ;" ρώτησε σιγανα και μετανιωμένη για το τρόπο που της μίλησε λίγες μέρες πριν μα η Μαρία δεν έβγαλε μιλιά. "Έφτιαξα. Ίσως σε αμφισβήτησα... Μάνα είμαι όμως και σε πονώ. Τι έγινε;" ρώτησε και κάθισε πλάι της .

"Ο Ορέστης μάνα..." αποκρίθηκε εν τέλει λυπημένη "Ξέρω πως είναι άγριος. Ξέρω πως δεν μπορώ να τον δαμασω. Μα... Θέλω να φτιάξω ένα ήρεμο σπιτικό. Πάντα έλεγες πως η γυναίκα μετά το γάμο έχει τους τρόπους της να πείθει τον άντρα ακόμα και σε μια κοινωνία σα τη δική μας..  Με αγαπάει πολύ , το ξέρω... Μα φοβάμαι να του παραδεχτώ πως πραγματικά τον θέλω στο σπίτι. Να κάνουμε οικογένεια. Παιδιά. Να πηγαίνουμε όπως εσύ και ο μπαμπάς στα αμπέλια... κι όχι να πιάνεται η ψυχή μου κάθε φορά που ζωνεται με το όπλο και φεύγει από το σπίτι...Του είπα ψέματα μάνα... Θέλω να τον αλλάξω. Θέλω να ξεφύγει. Και... Και λυπάμαι που στο λέω, μα ήθελα μετά το γάμο μας να μπορούσαμε να φύγουμε για λίγο καιρό..."

"Μαρία τι λες;" Απόρησε χωρίς φόβο εκείνη και πήρε απόσταση. "Που τα είδες αυτά στο τόπο μας; Οι φίλες σου , σου φούσκωσαν τα μυαλά γιατί μερικές έφυγαν σε αυτό το διαολι που λέγεται μήνας του μέλιτος ; Δεν είναι σαν κι εμάς Μαρία ! Δεν είναι..." Της είπε και σηκώθηκε.

"Γιατί ρε μάνα... Γιατί; Ως πότε θα ζούμε σκλαβωμένες σε τούτο το τόπο; Δεν γκρινιάζω...απλώς...έχουν αλλάξει οι εποχές. Το βλέπω όταν πάω στα Χανιά. Βλέπω τις γυναίκες εκεί...το κόσμο..."

Η μάνα της τη κοίταξε ήρεμη και πήγε ως τη πορτα.

"Γιατί εσύ, θα γίνεις μια γυναίκα Φραγκιά ! Όχι μία γυναίκα Γιαννακάκη σαν τη φίλη σου. Τι έχεις πάθει Μαρία μου... "

"Τίποτα ρε μάνα... Τίποτα. Και όχι. Δεν θέλω να φύγω και να αλλάξω ζωή. Λίγο καιρό να ζούσαμε μακριά από όλη αυτή τη κατάρα ήθελα. Να κοιμηθώ πλάι του χωρίς φόβο για τη ζωή του. Νομίζεις εύκολο μου ειναι να ξέρω πως ίσως κάποτε κάποιος Ραΐσης εμφανιστεί; Τρέμει η καρδιά μου μάνα..." Η μαία ξέσπασε σε κλαματα και εκείνη πήγε κοντά και την αγκάλιασε.

"Αυτά είναι τα βάρη της οικογένειας κορίτσι μου... Θα δεις. Όλα καλά θα πάνε. Και τώρα γιατί γύρισες μου λες; Εσύ δε θα πήγαινες να του δώσεις το πεσκέσι που έφτιαξες στα αμπέλια ;"

Η Μαρία σκούπισε τα μάτια της και τη κοίταξε.

"Δεν ήταν εκεί κανένας μάνα.. ούτε ο Ορέστης ούτε ο Στυλιανός να το αφήσω... Κανένας από τους δύο δεν πήγε στα αμπέλια σήμερα. Θα πάω πάλι σε λιγάκι. Ίσως προέκυψε τίποτα και πήγαν στο οινοποιείο..."

"Καλώς. Προσπάθησε να ξεκουραστείς κορίτσι μου και μετά σήκω, να κάνουμε μπουγάδα εντάξει ;"

Η Μαρία συμφώνησε και ξάπλωσε. Ο πόλεμος μέσα της ήταν μεγάλος. Και ναι.. ίσως και να ζήλευε λιγάκι τις φίλες της μα εν τέλει η μάνα της είχε δίκιο . Ο Ορέστης ήταν η ζωή της και κάπου κατά βάθος ίσως ήταν απλά οι ευθύνες που τη φόβιζαν και τίποτα παραπάνω. Όταν αγαπάς τόσο πολύ έναν άνθρωπο όσο εκείνη , στην ιδέα και μόνο να τον απογοητεύσεις δεν αντέχεις...

            *********************

Ένωσε τις παλάμες της και της έβαλε πάνω στο πρόσωπο της , τρίβοντας το ελαφρά . Ήξερε πως αργά η γρήγορα έπρεπε να βγει από το νερό, να ντυθεί και να συνεχίσει το δρόμο της μα τι θα πείραζαν λίγα λεπτακια ακόμα;

Λίγο τα πουλιά...το νερό...η φύση. Όλα έδεναν άψογα με το περιβάλλον δημιουργώντας την αίσθηση ενός μικρού παραδείσου...

Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου όμως, ο παράδεισος μετατράπηκε σε κόλαση.

Ένα βίαιο αξαφνο αρπαγμα στα μπράτσα της, και μια λεπίδα που βρέθηκε να φλερτάρει με το λαιμό της, ήταν όλα όσα χρειάστηκαν. Δεν μπορούσε ούτε να γυρίσει... Το κορμί της ήταν ακόμα μέσα στο νερό και το ουρλιαχτό της, αν και δημιούργησε ένα ανατριχιαστικό αντίλαλο σε ολόκληρο το χώρο, δεν έδειχνε να νοιάζει καθόλου, τον άντρα που τη κράταγε..

💋❤️💋❤️💋

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top