Κεφάλαιο 7°

Λάκκοι έτος 1896

Σαν μια νεράιδα έτρεχε ανέμελη ντυμένη στα λευκά . Τα μακριά καστανά μαλλιά της ανέμιζαν, ελεύθερα και στα χέρια κρατούσε μια άδεια κανάτα. Το κορμί της, το ζήλευε ολόκληρο το χωριό ενώ σε συνδιασμό με την ομορφιά και το ταμπεραμέντο της, είχε γίνει πόλος έλξης για κάθε σερνικό της γενιάς της.

Έφτασε στη λίμνη και σταμάτησε. Ποτέ δεν πήγαινε στη βρύση για να γεμίσει τη κανάτα της με νερό. Ξεκινούσε το ταξίδι της μέσα από το δάσος, πέρναγε το φαράγγι και κατέληγε στα λιμνάζοντα νερά . Για εκείνη ήταν τα πιο αγνά και καθαρά. Κανένας δεν την ενοχλούσε... Μπορούσε να γεμίσει τη κανάτα της και έπειτα να απολαύσει το δροσερό νερό. Η Μαριώ , ήταν από τα κορίτσια που η φύση ήταν η καλύτερη της φίλη. Δεν έμοιαζε με άλλη καμιά. Δεν την ενδιέφερε ο γάμος , μήτε τα παιδιά και η οικογένεια. Εκείνη ήταν γεννημένη ελεύθερη. Το μόνο πρόβλημα ,ήταν πως η καθημερινή της ρουτίνα , λάμβανε χώρα σε "ξένα" εδάφη.. η συγκεκριμένη λίμνη αν και δεν υπήρχε πουθενά γραμμένο στα χαρτιά , άνηκε στους Φραγκιάδες.

Γέμισε τη κανάτα της σιγοτραγουδωντας, την εναπόθεσε στο έδαφος και κοιτάζοντας προσεχτικά τριγύρω της, έβγαλε το φόρεμα της. Ήξερε πως σχεδόν ψυχή δεν πατάει σε εκείνη τη λίμνη εκτός από την ίδια αλλά και πάλι ήταν προσεκτική. Διπλωσε όμορφα το βαμβακερό της φόρεμα, έβαλε πάνω του το μαχαίρι που πάντοτε κουβαλούσε και ξεκίνησε τα περπατά προς το νερό. Δεν είχε σκοπό να σκοτώσει κανένα φυσικά, μα ήταν αρχή των Ραΐσιδων... Γυναίκα μόνη έξω χωρίς μαχαίρι, δεν έβγαινε από το σπίτι.

Παλιότερα οι εποχές δεν ήταν τόσο άσχημες. Έπειτα από τη βεντέτα όμως που ξέσπασε στο χωριό ανάμεσα στην οικογένεια της και στους Φραγκιάδες , όλοι ήταν προσεκτικοί. Ποτέ κανένας δεν της εξήγησε γιατί άρχισαν όλα και γιατί υπήρχε τόσο έντονο μίσος ανάμεσα σε δύο οικογένειες που κάποτε ήταν ενωμένες. Ήξερε πως η αδερφή της προ-γιαγιας της, ήταν παντρεμένη με ένα Φραγκιά. Και δεν ήταν η μόνη...
Οι δύο οικογένειες είχαν ενωθεί και κυριαρχούσαν σε ολάκερη την επικράτεια. Από τα Χανιά ως την Αγιά Ρούμελη, άκουγαν το όνομα τους και έτρεμαν. Οικογένειες με αξίες , με σερνικα ξακουστά για τα κατορθώματα τους και γυναικες μαχητριες. Πλέον όμως για κάποιο λόγο άλλαξαν. Το μίσος έγινε τόσο δυνατό που χώρισε το χωριό στα δύο. Όταν ξέσπασε η βεντέτα μάλιστα, αν και ήταν αρκετά μικρή θυμάται να λένε ιστορίες για για εκείνη την αδερφή της προ-γιαγιας της... Σκότωσε με το ίδιο της το μαχαίρι τον άντρα της επειδή ήταν Φραγκιάς.

Σε αντίθεση με τις γυναίκες των Ραΐσιδων που αποδείχθηκαν εντελώς ψυχρές , οι γυναίκες των Φραγκιάδων ειχαν υποταχτεί στα σερνικά τους και δεν είχαν λόγο στα οικογενειακά. Όλες εκτός από τις καθαρόαιμες μάνες... Κι αυτές ήταν ελάχιστες..

Η Μαριώ άκουσε ένα τρίξιμο καθώς έπλενε σιγανα τα πόδια της και σαν αστραπή άρπαξε το μαχαίρι της και σηκώθηκε. Άφησε το βλέμμα της να ταξιδέψει απ'άκρη σ'άκρη σαν αρπακτικό και έπειτα αναστεναξε. Μήνες τώρα είχε πιάσει το μικρό Φραγκιά να την ακολουθεί μα δε το πε σε κανένα. Δεν ήθελε να τον σκοτώσουν χωρίς να είναι σίγουρη και εκτός αυτού, εκείνος δεν έμοιαζε με τους άλλους. Όσο κι αν ο όρκος κυλούσε στο αίμα της, αν ένιωθε πως βρισκόταν σε κίνδυνο , θα τον σκότωνε με τα ίδια της τα χέρια.

Αφού έλεγξε τριγύρω για δεύτερη φορά, άφησε κάτω το μαχαίρι  και έπιασε το φόρεμα της. Είχε ήδη περάσει η ώρα και αποφάσισε πως ήταν καιρός να επιστρέψει. Σήκωσε το φόρεμα ψηλά, το πέρασε πάνω απ' το κεφάλι της, μα σαν έκανε να το κατεβάσει, ένιωσε δύο χέρια να σταματούν να ύφασμα και ένα σώμα, από πίσω της.

"Λένε πως η κυρά της λίμνης δεν υπάρχει μα να... Τη κρατώ με σάρκα και οστά ανάμεσα στα χέρια μου" η Μαριώ άκουσε τη φωνή του, μα το κεφάλι της ήταν ακόμα χωμένο μέσα στο ύφασμα.. ήξερε πως το μαχαίρι της ήταν στο έδαφος μα αν αυτός έκανε κίνηση να της αγγίξει το δέρμα , θα έδινε τη μάχη της. "Μη φοβάσαι Μαριώ...δε θα σε πειράξω..." της είπε κατεβάζοντας ο ίδιος το φόρεμα , κρύβοντας τη γύμνια της και φανερώνοντας το πρόσωπο του. Μόλις τον είδε, έκανε ένα βήμα πίσω και σαν αγρίμι άρπαξε το μαχαίρι της.

"Άπλωσε τα χέρια σου πάνω μου για ακόμα μια φορά, και θα στα κόψω καταραμένε Φραγκιά!" Εσκουξε με το μαχαίρι να τον σημαδεύει . "Χασου απ' το δρόμο μου !" συνέχισε σε άκρως επιθετικό τόνο κι εκείνος γέλασε.

"Περνιεσαι για σκληρή Μαριώ, μα είσαι γυναίκα... Πρόσεχε πως μου μιλάς. Δεν ήρθα να σε βλάψω" της ξεκαθάρισε δείχνοντας την άδεια από όπλα ζώνη του.

"Τι θέλεις Σήφη ; Με ακολουθείς καιρό τώρα έτσι; Μίλα!" η Μαριώ δεν άλλαξε το τόνο της ούτε δευτερόλεπτο. Εκείνος έκανε ένα βήμα πιο κοντά κι εκείνη ύψωσε το σουγιά της στο πρόσωπο του.

"Δεν μοιάζεις με καμία άλλη ανάθεμα σε!" της φώναξε για πρώτη φορά αρκετά δυνατά αλλάζοντας εντελώς συμπεριφορά κάτι που τη βρήκε απροετοίμαστη. Ο Φραγκιάς της έκοψε τη φόρα και την άρπαξε από τα μπράτσα σε χρόνο μηδέν. Το μαχαίρι της έπεσε και το σώμα της κόλλησε στο δικό του.

"Στο ορκίζομαι Σήφη. Θα σε σκοτώσω !"του είπε κατάμουτρα κι έπειτα έριξε το βλέμμα της στα χέρια του που τη κρατούσαν

"Επειδή σε άγγιξα;" της είπε σιγανα εκείνος φέρνοντας το πρόσωπο του όλο και πιο κοντά. Η καρδιά της σφυροκοπούσε στο στήθος κι εκείνος την ένιωθε με όλη της την αίγλη...
"Τρέμεις...Δεν ξέρω μόνο αν είναι από φόβο για τη ζωή σου, η από φόβο που σε κρατώ τόσο κοντά..." συνέχισε να τη προκαλεί ώσπου γέλασε... Έκανε ένα βήμα πίσω και την απελευθέρωσε . "Αυτά τα δάση είναι σπίτι μου Μαριώ. Πως θα μου κρυφτείς... Ζω μέσα σε αυτά... Κάλιο να μη ξανάρθεις. Μείνε στα λημέρια σου και μη πατήσεις πόδι ξανά στη  γη των Φραγκιάδων! Έγινα κατανοητός; Για την επομενη φορά...."

"Γιατί την επόμενη φορά , τι Σήφη; Θα με σκοτώσεις ; Έλα προσπάθησε !" Του αντεπιτέθηκε αμέσως "Το χώμα αυτό, ανήκει σε όλους. Αν εσύ ξέρεις τη περιοχή εγώ την έχω μάνα μου κατάλαβες; Και τώρα χάσου από μπροστά μου !!!"

Ο Σήφης γέλασε μα σοβαρεψε τόσο γρήγορα που για μια στιγμή ,ένιωσε πραγματικά το φόβο μέσα της. Ήταν ο πιο όμορφος της οικογένειας. Όλες τον ήθελαν για γαμπρό μα εκείνος δεν ήθελε καμιά. Είχε πατήσει τα 30 και ήταν μόνος πράμα που δεν μπορούσε να εξηγήσει άνθρωπος σε εκείνο το χωριό.
Με βλέμμα εντελώς σκοτεινό, έκανε δύο βήματα και στάθηκε μπροστά της. Τη κοίταξε καλά καλά και χωρίς να χάσει οπτική επαφή, τράβηξε το μαύρο του σαρίκι από το λαιμό και το πέρασε στο δικό της...

"Μόνη θα πεθάνεις Μαριώ...κι αυτή είναι η συμφωνία μας..." Είπε μονάχα και κάνοντας ένα σάλτο, πήδηξε και χάθηκε μέσα στους  θάμνους αφήνοντας τη μόνη και τρομαγμένη...

Οχι φυσικά από τα λόγια του, η τη παρουσία του... Μα απο το μαύρο σαρίκι που της πέρασε στο λαιμό... Για εκείνους, ήταν η υπέρτατη πράξη όταν ένα σερνικό επέλεγε τη γυναίκα της ζωής του. Σήκωσε το χέρι διστακτικά , το άγγιξε και το τράβηξε από το λαιμό της...

"Κάνεις λάθος Φραγκιά..." Ψέλλισε σφίγγοντας δυνατά το σαγόνι της και πέταξε κάτω το σαρίκι...

❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top