Κεφάλαιο 59° Η κυρά της λίμνης...

Λίγους μήνες αργότερα...

Περπάτησε με βήμα βαρύ...
Σε κάθε βήμα , έφερνε στο μυαλό και ένα πρόσωπο...
Λέξεις...
Χάδια...
Καυγάδες....
Γέλια...
Λύπες...
Όνειρα....

Χαμένες ελπίδες και φρενιασμενες ψυχές που τελικά ακολούθησαν άλλα μονοπάτια...

Τόσα λόγια...

"Όταν μεγαλώσεις , θέλω να γίνεις τρανός και δυνατός σα το μπαμπά.
Να προσέχεις τα αδέρφια σου! Μην αφήσεις να πάθουν πράμα!"

"Κοίτα!!! Κοίτα Ορέστη! Βρήκα αυτό το πλάσμα στο ποτάμι! Τώρα όλοι θα λένε πως η τρανή η Μαρία δε φοβάται τίποτα!"

"Φοβάμαι Ορέστη μου... Φοβάμαι... Το μίσος σε έχει πλημμυρίσει αδερφέ μου... Πότε θα κάνεις οικογένεια;"

"Αμε στο καλό γιε μου... Κι εγώ εδώ, θα μείνω να ανάβω τα κεράκια από όσους έφυγαν. Ύστερα θα έρθω να με τραταρεις μια τσικουδιά στο οινοποιείο..."

Έφτασε στο πρώτο μνήμα...
Σαν να ήταν η τραγική η μοίρα, έβγαλε από τη τσέπη ένα κουτί σπίρτα. Έσκυψε και κοίταξε το μνήμα θλιμμένος..

"Όταν η μάνα σου έμεινε έγκυος, τρελάθηκα... Τέτοια ευτυχία ούτε στο γάμο μου δεν ένιωσα. Υποσχεσου μου Ορέστη μου πως θα γίνεις άντρας ... Άντρας με τιμή!"

Χαμήλωσε, κοίταξε τη φωτογραφία του πατέρα του και ανάβοντας ένα σπίρτο , του άναψε το καντήλι...

Μα δε σταμάτησε...

"Μεγάλοι άνθρωποι είμαστε. Καμιά φορά οι αμαρτίες επιτρέπονται. Να το θυμάσαι..."

Τόση πίκρα...
Πόσο δύσκολο είναι για ένα παιδί να απαρνηθεί την ίδια του τη μάνα...
Μια μάνα που όχι μόνο απαρνήθηκε μα τη σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια...
Εκεί που ψάχνεις ένα χάδι και μια αγκαλιά, βρίσκεις το θάνατο...
Δεν έχει πια γλυκά τραγούδια...
Δεν έχει τρυφερές αγκαλιές...
Η αγάπη έσβησε γιατί η μάνα τη ξέχασε...
Κι αυτό ανάθεμα, μα πονούσε...

Άναψε το καντηλακι της και στο επόμενο βήμα έπεσε μια σταγόνα βροχής...
Μόνο που δεν ήξερε αν ήταν νερό η τα δάκρυα του που ξεκίνησαν να πέφτουν απαλά..

"Α ρε μπαγασα! Το καλύτερο κορίτσι του χωριού θα πάρεις... Μακάρι να είχα τη τύχη να πάρω τη Μαριώ!"

Ο Ορέστης δεν τ' άντεξε...

"Καλό ταξίδι σου ευχήθηκα αδερφέ μου; Να είχα λίγη ψυχή να δώσω... Λίγη... Να σε έφερνα πίσω... Τελικά τη πήρες για γυναίκα... Μόνο που ... " δεν άντεξε να βγάλει άλλη λέξη... Και μόνο που έβλεπε εκείνα τα μάτια του Στυλιανού να το κοιτάζουν μέσα από τη φωτογραφία λύγισε... Έβαλε σαν μικρό παιδί τα κλάματα... Ύστερα κοίταξε τη φωτογραφία που ήταν ακριβώς πλάι του. Στο ίδιο μνήμα....
"Μόνο που σαν τη πήρες, σας πήρε ο θεός..."

Ήταν βαρύ το φορτίο...
Ο κόμπος έφτασε ως το λαιμό και σαν να ήθελε ο καιρός να του δώσει κι άλλο βάρος, άρχισε να βρέχει. Μα δεν πτοήθηκε. Τους άναψε το καντηλακι και έπειτα περπάτησε...

"Ορέστη; Αν καμιά μέρα κάνω καμιά μαλακια και πεθάνω, εσύ θα φταις που την έκανα! Να το θυμάσαι! Αλλά δε ξεφεύγεις από μένα ρε... Έναν σε χω! Θα έρθω πίσω να ... Να σε προσέχω... Γιατί αυτό ξέρω να κάνω..."

"Λευτέρη μου... Ελπίζω να το εννοούσες... Έλα. Εγώ εδώ θα 'μαι... Και μη σκιαζεσαι εκεί πάνω... Είσαι γερό σκαρί... Καμιά αμαρτία να μη βαραίνει τη ψυχούλα σου..."

Ο Ορέστης του άναψε το καντήλι μα πλέον τα πόδια με δυσκολία έμεναν όρθια. Δεν ήθελε να πάει εξ αρχής εκεί...
Μα έπρεπε πια. Εγιανε από τα τραύματα και ήρθε ο καιρός να αντιμετωπίσει το αποτέλεσμα ενός μίσους που δεν είχε τελειωμό...

Λίγο πριν πάει παρακάτω γύρισε προς τα πίσω...

Στην ακριβώς απέναντι σειρά, υπήρχαν κι άλλοι λάκκοι...

Ο ένας ήταν του Στρατή, του Κωνσταντη... Και δίπλα άλλοι δέκα... Κανένας δεν ήξερε ούτε έμαθε ποιοί ήταν εκείνοι οι άντρες. Όσους ήξερε ο Μανούσος, τους γράψανε μα οι άλλοι, απλά μπήκαν στο χώμα...

Σκούπισε τα μάτια του μα σαν πλησίασε το επόμενο μνήμα, ένιωσε να σπάει...

"Κουράστηκα... Δεν αντέχω πια. Έτσι εύχομαι μερικές φορές , να άνοιγε τούτη η γη να έβρισκα τη γαλήνη..."

"Μη λες τέτοια! Τι θα απογινουμε εμείς χωρίς εσένα;"

"Θα έχουν εσένα... Οπότε δε φοβάμαι κανένα τους. Και τώρα έλα... Βόηθα με να σηκωθώ . Τούτο το μπαστούνι σήμερα δεν με αγαπά..."

"Γερασες παπά Μανώλη..."

"Γέρασα γιε μου... Μα σαν κλείσω τούτα τα μάτια, θα φύγω ευτυχισμένος... Σε είδα να παντρεύεσαι... Σου δωκα ευχή. Και μέσα από τη ρημαδα τη καρδιά, στο ορκίζομαι πως ήταν ευχή πατέρα..."

"Ήντα έπαθες σήμερα και λες τέτοια λόγια! Γάμο έχουμε σε λίγες ώρες..."

"Ξέρεις ... Μεριές φορές είναι δύσκολο. Ίσως το σκέφτεσαι... Μα δε το λες..."

"Τι πράμα παπά μου;"

"Σ'αγαπαω Ορέστη μου...Να μου το προσέχεις το κορτσουδι μου..."

Το κλάμα έγινε αναφιλητα και πόνος..

Έκλεισε για μια στιγμή τα βλέφαρα και έφερε στο μυαλό του εκείνο το καταραμένο βράδυ...
Σαν σκιά πέταξε μπρος στα μάτια του η στιγμή... Τον είδε να ανοίγει το ράσο, να βγάζει με το ζόρι το όπλο και να πυροβολεί ουρλιάζοντας από οργή. Τους καταράστηκε όλους...
Ακόμα και το Στρατή...
Εκείνος πυροβόλησε το Κωνσταντή. Όσο βασταξαν τα πόδια του πυροβόλησε κι έπειτα γύρισε και κοίταξε την Αρετή...
Και ο παπά Μανώλης δεν το άντεξε...
Η καρδιά τον πρόδωσε... Σταμάτησε να χτυπά από το καημο της...
Σαν τα κεράκια που άναβε , έτσι έλιωσε πλάι της...

"Ελπίζω να ηρέμησε η ψυχούλα σου..." Αποκρίθηκε με δυσκολία και βγάζοντας ένα σπίρτο, έβαλε όλο το χέρι μέσα στο τζαμακι γιατί η βροχή δυνάμωσε και του άναψε το καντήλι...

Τριγύρω υπήρχαν διάσπαρτα αρκετά μνήματα. Όλα ήταν φρέσκα...
Συνολικά άνοιξαν πάνω από 40 τάφοι εκείνη τη μαύρη τη μέρα... Το πλήγμα για όλους τεράστιο και ο καημός βαρύς κι ασηκωτος.

Έσυρε το ένα πόδι, ύστερα έσυρε και το άλλο και σταμάτησε...

Λίγο πιο πέρα από τα υπόλοιπα, υπήρχε ένα ακόμα μνήμα που έπρεπε να επισκεφτεί...
Ήταν μικρότερο...
Γύρω του είχε διάσπαρτα μικρά λευκά καγκελακια μπηγμενα στο χώμα...
Δεν υπήρχε φωτογραφία...
Ούτε όνομα...
Μα μέσα από το γυάλινο τζαμακι, έβλεπες ένα σαρίκι...

Σαν έφτασε εκεί ο Ορέστης, έπεσε στα γόνατα. Γέμισε λάσπες και η βροχή δυνάμωνε αλλά ούτε που το ένιωθε.
Άπλωσε τη παλάμη του πάνω στο χώμα και το έσφιξε...
Δεν ήθελε να του βάλουν πετρουλες...
Ήθελε να πιάνει το χώμα και να το σφίγγει.
Ήθελε να μπορεί να κλαίει και τα δάκρυα να κατεβαίνουν μέχρι κάτω...
Δεν υπήρχε κάσα μέσα σε εκείνο το χώμα... Υπήρχε μόνο , ένα μικρό λευκό κουτάκι δεκα εκατοστών...
Εκείνο το χώμα, ήταν για τη ψυχή του παιδιού του... Για εκείνο το μικρό πλάσμα που πρόλαβε και ανέπτυξε ποδαράκια και χεράκια...
Ενός παιδιού που δε του δόθηκε η ευκαιρία να αναπνεύσει...
Που του το στέρησαν χωρίς να το ρωτήσουν...

Ο Ορέστης έγινε κομμάτια...
Έκλαιγε και έκλαιγε χωρίς να ελέγχει τους λυγμούς του. Έβγαζε μικρές κραυγές και ολοένα και έβαζε τα χέρια σε εκείνο το χώμα.

"Συγχωρα με... " είπε με δυσκολία .
Η ανάσα του άρχισε να βγαίνει σαν τρελή και σαν σήκωσε τα χέρια και τα είδε μέσα στις λάσπες άρχισε να ουρλιάζει. Τόσο δυνατά...
Τόσο σπαρακτικά...
Άνθρωπος δεν άντεχε να ακούσει...

Χωρίς να το ελέγχουν, όσοι εμεναν κοντά στα μνήματα σαν τον άκουσαν έκλεισαν τα στόματα τους και δακρυσαν...

"Μη κλαίς..." άκουσε αξαφνα και σαν γύρισε , την είδε...

Έστεκε μέσα στη βροχή, φορούσε ένα λευκό φόρεμα και έπιανε τη φουσκωμένη της κοιλίτσα...
Τόσο όμορφη...
Τόσο αναλλοίωτη στο χρόνο...
Πράμα δεν άλλαξε από πάνω της...
Εκτός από ένα...
Μια τεράστια ουλή που της έμεινε σαν παρακαταθήκη στη κοιλιά...

Τα μαλλιά της είχαν κολλήσει στο πρόσωπο και τα πόδια της είχαν γεμίσει λάσπες...
Τόσο πονεμένη εικόνα...

"Κλώτσησε... Νομίζω πως το παιδάκι μας ήρθε Ορέστη μου... Η ψυχούλα του έφυγε από εκείνο το σώμα και είναι μαζί μας πια... Έλα αγάπη μου, σήκω..."

Οι γιατροί είπαν πως ο σφυγμος του έπεφτε για κάποιο λόγο και 2 μέρες δεν κουνιόταν καν... Οι ελπίδες ήταν λίγες και δε θα άντεχε να χάσει ακόμα ένα μωρό...
Ο Ορέστης έκανε μήνες να ξεπεράσει εκείνο το φονικό...
Η Αρετή γλίτωσε από θαύμα μα όχι και το παιδί τους...
Όπως όμως φάνηκε, εκείνο ήταν επίμονο σαν το πατέρα του...

Πήγε κοντά του κι εκείνος σηκώθηκε.

Δίχως να το θέλει, της βγήκε ένα παράπονο και τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν.

"Όχι κυρά μου... Σου ζήτησα μη ξανακλαψεις πια... Γι αυτό είμαι εγώ εδώ... Να κλαίω και για τους δυο μας... Έλα... Πάμε στο σπιτάκι μας.
Πάει... πέρασε" η Αρετή δεν είχε γλώσσα να πει άλλη λέξη .

Ο Ορέστης τη σήκωσε αγκαλιά στα δύο του χέρια, και τότε σταμάτησε ξαφνικά.

"Κλώτσησε... Με κλώτσησε Αρετούλα μου!' στην αρχή νόμιζε πως του το είπε για να πάψει να κλαίει μα το ένιωσε και ο ίδιος...



Τρία χρόνια αργότερα....

"Τι άγαλμα είναι αυτό;" ρωτησε ο κοκκινομαλης πιτσιρικάς τη δασκάλα βγάζοντας τη φωτογραφική μηχανή του.

Είχαν φτάσει πια βαθιά μέσα στο βουνό και έκαναν τη τελευταία στάση πριν επιστρέψουν στα Χανιά. Δεν είχε άλλο δρόμο για το λεωφορείο..
Πάντοτε έφταναν εκεί σαν πήγαιναν εκδρομή ...

"Αυτό είναι το άγαλμα , της κυράς... Έτσι το ονόμασαν..." Εξήγησε η δασκάλα στα παιδιά

"Και γιατί κρατάει δύο αγγέλους στα χέρια;"

"Αυτό εδώ παιδιά έχει μεγάλη ιστορία..."

"Ωωωωω ελάτε κυρία Χαρά!!! Σας παρακαλώ ! Πείτε μας!!!" φώναξε ένα κοριτσάκι και η Χαρά γυρισε πρός το άγαλμα και δακρυσε...

"Τη λέγανε Μαριώ... Και πλέον, βρίσκεται ψηλά στον ουρανό μαζί με δύο αγγελάκια...Το άγαλμα είναι προς τιμήν κάθε ανθρώπου που έφυγε από τη ζωή..."

"Κι εκεινος ο άντρας που έχει ανοιχτά τα χέρια;" Ρώτησε ένα άλλο

"Αυτόν , τον λέγανε Σήφη... Το άγαλμα δείχνει πως τους έχει κάτω από τις φτερούγες του..." Η Χαρά σκούπισε τα δάκρυα και ύστερα γύρισε χαμογελαστή
"Νομίζω ήρθε η ώρα να μπούμε στο λεωφορείο τι λέτε;'

"Εμ... Εκείνος ο δρόμος; Που οδηγεί;"

"Πουθενά Κωστή μου... Εκεί είναι ένα μικρό χωριουδάκι με ελάχιστους κατοίκους πια..."

"Μα κυρία... Τότε τι είναι εκείνο το κτήριο;"

"Πάντα τόσο περίεργους μαθητές έχεις;" ξαφνικά γύρισαν όλοι τα κεφάλια και είδαν έναν άντρα να πλησιάσει.

"Ο γαμπρός της κυρίας !!!!" φώναξαν πλαν μαζί και άρχισαν να χαχανιζουν...

Εκείνος πήγε κοντά, έσκυψε και την αγκάλιασε.

"Θα σε περιμένω στο 'μικρό χωριουδάκι' μόλις τελειώσεις. Οι 'ελάχιστοι κάτοικοι' πέθαναν της πείνας! Και σήμερα έχουμε και τα γενέθλια της μικρής!" της είπε γλυκά και πονηρά και ή Χαρά χαμογέλασε...

Έβαλε τα παιδιά στο λεωφορείο, αποχαιρέτησε το Μανούσο και γύρισε πίσω στα Χανιά...

Έτσι έμεινε να λέγεται εκείνο το μέρος...
Ένα μικρό ακατοίκητο χωριό που καταβαθος ήταν γεμάτο ευτυχία...

Η Αρετή και ο Ορέστης απέκτησαν ένα όμορφο κοριτσάκι που το ονόμασαν Μαριώ...
Ήταν ένα κοριτσάκι με πυγμή και θάρρος.
Καλοψυχο και ευγενικό...

Ο Μανούσος και η Χαρά δεν είχαν κάνει ακόμα παιδιά αλλά ήταν στα άμεσα σχέδιά τους...
Εκείνοι οι τέσσερις έμειναν για να κρατήσουν το τόπο...
Να κρατήσουν ενωμένους όσους απέμειναν κι αυτό έκαναν.
Ο Μιχαλιός παντρεύτηκε και εκείνος.
Ο Γιώργης σαν έμαθε τα μαντάτα , επέστρεψε λίγους μήνες πριν και μάλιστα , μαζί με τη γυναίκα και το γιο του.

Όλα με ένα φονικό άρχισαν...
Και με ένα μεγαλύτερο έμελε να τελειώσουν...

Έχτισαν ένα άγαλμα προς τη Μαριώ στο σημείο που ήταν η αποθήκη και έκτοτε, έζησαν χωρίς φόβο. Χωρίς ψέματα. Χωρίς πίκρες και στεναχώριες...

Κανέναν δεν λησμόνησαν...
Όλοι έμειναν μέσα στη ψυχή τους...

*************

"Η μικρή είπε πως η μαμά πήγε στο φαράγγι! Μου έχεις κόψει τη χολή τι κάνεις εδώ πέρα! Πάλι καλά τη κράτησε η φουρναρισσα και φτιάχνουν τη τούρτα. Αρετή; Που είσαι!" Ο Ορέστης μιλούσε μόνος ώσπου την είδε γυμνή, κάτω από το καταρράκτη...

Ήθελε να κλαψει μα δε το έκανε...
Έβγαλε τη μπλούζα και το παντελόνι και μπήκε μέσα δίχως να πει άλλη λέξη...

Εκείνη ούτε που τον κατάλαβε...

"Ήντα γυρεύεις ξανά εδώ κυρά μου...;" είπε μαλακά αφήνοντας τα χέρια του να αγγίξουν τη γυμνη της μέση κι εκείνη τρόμαξε. Έκαμε να γυρίσει μα ο Ορέστης δεν την άφησε...

"Πάρε τα χέρια σου...." του απάντησε σαν εκείνος την έσφιξε από τη μεση...

"Γιατί; Αν δε τα πάρω ήντα θα κάμεις;" της είπε και τη γύρισε προς το μέρος του. Η Αρετή του γλυκογελασε κι έπειτα έπιασε τη κοιλιά της...

"Νομίζω θα είναι αγόρι... Αν δε κάνω εγώ, αυτός θα σου κάνει σίγουρα..." αποκρίθηκε λέγοντας του στα μούτρα πως είναι έγκυος κι εκείνος έμεινε να τη κοιτάζει...

"Ήντα κοιτάζεις κύρη μου;"τον κορόιδεψε...

"Δεν έχω λόγια να σου περιγράψω τι ακριβώς κοιτάζω ...." είπε ύστερα από λίγο και χώθηκε μαζί της κάτω από το νερό...


Κανένας δεν ξέχασε...
Όσο κι αν πέρασαν τα χρόνια, όσο κι αν γέρασαν, κανένας δεν λησμόνησε το παρελθόν...

Και μέχρι σήμερα, το άγαλμα της Μαριως, στέκει αγέρωχο , για να υπενθυμίζει στους ανθρώπους, τι είναι ικανό να σπείρει το μίσος...

Μη μισείτε...
Είναι μικρή αυτή η ζωή για να μισείτε...
Παίρνει την ευτυχία, τη σπέρνει στα σωθικά σας και θερίζει τις ψυχές...

Κι όταν θα έρθει η ώρα, κάθε ένας θα λογοδοτήσει για τα κρίματα του...

Μάθετε να αγαπάτε...
Δεν έχει σχέση το παρελθόν, εκείνο χάνεται...
Περνάει και ο χρόνος γιανει τις πληγές...
Η παρακαταθήκη που αφήνουμε πίσω είναι αυτή που μετράει...

Οι πληγές που ανοίγουμε στους ανθρώπους μα και ο πόνος που τους προσφέρουμε, δε θα μας κάνει καλύτερους...

Όλοι κάνουν λάθη...
Το θέμα είναι, πως τα αντιμετωπίζουν...
Τόσο αυτοί, όσο και η "κρίση" των γύρω τους...
Μη γίνεστε "φονιάδες" και δικαστές...
Δώστε συγχώρεση γιατί ποτέ δε ξέρεις...

Σήμερα είναι...και αύριο δεν είναι...
Οτι κρατάς σήμερα...ίσως αύριο χαθεί...
Δώστε στιγμές...
Συναισθήματα...
Γεμίστε τα κενά τους...
Μην κοιτάτε τους γύρω σας σαν να είναι δεδομένοι...
Κανείς δεν είναι...

Και ίσως αυτός που σιωπά, ίσως αυτός που θυμώνει... Ίσως αυτός που φωνάζει...
Δε το κάνει από μίσος η κακία...
Το κάνει γιατί ζητιανευει λίγα ψίχουλα αγάπης κι ανθρωπιάς...


Να είστε όλοι καλά....
Σας ευχαριστώ που μείνατε μαζί μου σε ένα ακόμα ταξίδι...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top