Κεφάλαιο 58°
Κίνησε για τα μνήματα ήρεμος . Απέφευγε να πάει ήταν η αλήθεια μα πλέον ήθελε ευχή. Ο Στυλιανός δεν είχε την σχέση που είχε ο Ορέστης με το Κωστή. Η αγάπη ήταν μεγάλη μα πάντα ήταν μικρός στα μάτια του. Πάραυτα τον λάτρευε.. Είκοσι μέρες είχαν περάσει και όλα έμοιαζαν να παίρνουν το δρόμο τους.
Έφτασε και είδε το καντήλι του σβηστό. Από τότε που η Άννα "κλείστηκε" μέσα στο σπίτι , υπέθεσε πως δε πήγε κανένας εκτός από τον Ορέστη. Βέβαια κι εκείνος έπιασε να φτιάχνει το σπίτι του Μανούσου και της Χαράς. Ο Στυλιανός χαμογέλασε σαν θυμήθηκε εκείνο το απόγευμα που τους κάλεσαν στο παλιό αρχοντικό. Τόσο εκείνον, όσο και τη Μαρία... Δε πίστευε ποτέ πως θα ήταν παρόν σε μια τέτοια συνάντηση. Ούτε φυσικά πως θα ήταν εφικτό να μιλάνε τόσο ήρεμα όλοι. Μα να που τελικά, όλα αλλάζουν. Σαν να μην είχε γίνει πράμα ανάμεσα στη Μαρία και τον Ορέστη. Μιλούσαν τόσο λογικά. Τόσο περίεργα φυσιολογικά. Ο Στυλιανός ήταν τρισευτυχισμενος.
"Έφτασε η μέρα πατέρα..." αποκρίθηκε και έπιασε να ανάψει το καντήλι. "Αύριο παντρεύομαι. Δεν ξέρω αν σου πρόλαβε ο Ορέστης τα μαντάτα μα κι εκείνος παντρεύτηκε. Γίναμε ανθρώποι πατέρα μου... Ανθρώποι..." Ο Στυλιανός έβγαλε μερικά χόρτα που φύτρωσαν δεξιά και αριστερά στις πλάκες κι έπειτα κάθισε στο πλάι. "Ήρθα να πάρω την ευχή σου. Ίσως αυτή έμεινε μονάχα να μετράει πατέρα. Όλα τα άλλα εγινηκαν στάχτη. Κάηκαν στη φωτιά μιας μάνας , που το μόνο που έκανε για να αξίζει τούτο το τίτλο είναι να μας γεννήσει"
Ήταν πικραμένος.. Το έκρυβε από τον Ορέστη μα καταβαθος το πείραξε το Στυλιανό. Δεν είχε πάει να την επισκεφτεί καθόλου. Έμαθε από τον Ορέστη πως είχε μαζί της τη Μαρουσό, το σπίτι είχε τρόφιμα και όλα ήταν καλά. Έμενε και ο Λευτέρης εκεί κοντά οπότε αν γινόταν κάτι θα το μάθαιναν.
Είχε μείνει μονάχα μια μέρα.
Ήθελε όλα να είναι τέλεια.
Προς μεγάλη του έκπληξη τόσο η Χαρά όσο και η Αρετή, προσφέρθηκαν να βοηθήσουν τη Μαρία με τις ετοιμασίες πράμα που του έδωσε μια έξτρα χαρά.
Ο Λευτέρης τους κορόιδευε πως γίνανε Ευρώπη αλλά όλοι γελούσαν κάθε φορά.
*****************************
Η Μαρουσό άνοιξε και τον κοίταξε παραξενεμένη.
"Καλημέρα Παπά μου...Τι συνέβη;"
"Τίποτα δε συνέβη Μαρουσό. Ήρθα να δω τη κυρά σου"
"Μα ο κύριος Ορέστης είπε..."
"Εγώ είμαι εξαίρεση. Κάνε στην άκρη τώρα"
Η Μαρουσό δε θέλησε να του πάει κόντρα και τον άφησε να περάσει
"Είναι επάνω. Δεν κατεβαίνει συχνά ξέρετε... Θέλετε να σας βοηθήσω στις σκάλες;" προσφέρθηκε σαν είδε πως κι εκείνος περπατούσε δύσκολα.
Ο παπά Μανώλης αρνήθηκε και της ζήτησε να συνεχίσει τις δουλειές της.
Ανέβηκε ένα ένα τα σκαλιά, και φτάνοντας έξω από το υπνοδωμάτιο είδε τη προτα μισάνοιχτη. Έδωσε μια με τη μαγκουρα του, κι εκείνη άνοιξε.
"Παπά; Τι κάνεις εδώ;!" απόρησε η Άννα τρομαγμένη .
"Νομίζω ήρθε η ώρα για ένα ξεκαθάρισμα... Και δε θα φύγω απεδώ, αν δεν αρχίσεις να λες αλήθειες!"
"Πως τολμάς! Φύγε από το σπίτι μου!"
"Πάψε Άννα ! Για δεν ήρθα σαν παπάς αλλά σαν Μανώλης. ! Και ο Μανώλης δεν το έχει σε πολύ να βγάλει το κουμπουρι και να ξεπαστρεψει επιτέλους! Μίλα! Θέλω να ακούσω από τα χείλη σου κάθε βρωμιά που έχεις κάνει! Οχιά! θέλησες να δηλητηριάσεις τα ίδια σου τα παιδιά! Τι ψυχή θα παραδώσεις σαν πεθάνεις ! Στη κόλαση θα πας! Μα το ξέρεις έτσι...; Γι αυτό συνεχίσες.. Δεν είχα σκοπό να διαβώ τουτη τη πόρτα. Μα αύριο έχουμε χαρές. Θέλω να έχω καθαρή συνείδηση σαν δίνω την ευχή μου. Πες μου μονάχα γιατί!"
Η Άννα έβγαζε σπίθες από τα μάτια της.
Ήταν πραγματικά σαν να ζωντάνεψε η κόλαση η ίδια.
"Γιατί μπορούσα!" απάντησε σοβαρή. "Γιατί έτσι έπρεπε! Βαρέθηκα αυτό το χωριό! Βαρέθηκα τη μιζέρια. Κάθε κάτοικο που έκλαιγε τη μοίρα του. Μαζί με μένα... Ήθελα να αλλάξω. Ήθελα να μη ζητάω. Ήθελα να είμαι κυρία του εαυτού μου! Ευχαριστημένος;"
"Είσαι άξια της μοίρας σου..." δίχως να του πει σχεδόν τίποτα, εκείνος πήρε όλες τις απαντήσεις που ήθελε μονομιάς. Κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι, γύρισε και έφυγε. Μύριζε θάνατο η αύρα της. Σαπιλα... Μύριζε χώμα και αίμα.
*******************
Έδιναν και έπαιρναν οι μπαλοθιες , οι φωνές και ο χορός. Αν στο γλέντι κόντεψαν να γκρεμίσουν το χωριό πλέον θα το έβαζαν φωτιά. Ήταν ο πρώτος γάμος ύστερα από πολύ καιρό.
Η Μαρία ήταν ντυμένη με ένα πανέμορφο νυφικό. Διαφορετικό από εκείνο που θα έβαζε στο γάμο της με τον Ορέστη ενω ο Στυλιανός έδειχνε αστείος μέσα στο μαύρο του κοστούμι. Άντρες που τριγύριζαν με ένα τζιν και μια σκισμένη μπλούζα όλη μέρα στα χώματα, έμοιαζαν περίεργοι με τέτοιες φορέσιες. Θα μπορούσε να βάλει κάτι επίσημο από τα μέρη τους αλλά δεν το επέλεξε. Λίγες ώρες πριν, πήγε στα κρυφά και βρήκε τη Μαρία ενώ εκείνη ετοιμαζόταν. Έλαμπε ολόκληρος σαν της ανακοίνωσε πως μόλις γίνει ο γάμος θα τη πάρει από το χωριό. Ήταν μια σκέψη τελευταίας στιγμής και δεν κρατήθηκε.
Στο γλέντι ήταν όλοι παρόντες...
Ο Μανούσος και η Χαρά ήταν καθισμένοι στο ίδιο τραπέζι με το γαμπρό και τη νύφη. Μα πλάι τους, είχαν και τον Ορέστη με την Αρετή.
Όσο σουσουρο μπορούσε να δημιουργηθεί, έγινε και πέρασε αυτές τις είκοσι μέρες. Πλέον είχαν συνηθίσει όλοι τους.
Τα όργανα έπιασαν ένα αργό μπάλο και ο Στυλιανός σηκωθηκε. Έτεινε το χέρι στη γυναίκα του κι εκείνη το έπιασε τρισευτυχισμενη. Ακόμα δεν είχαν πει λέξη σε κάνενα πως σκόπευαν να φύγουν μόνιμα από το χωριό και να εγκατασταθούν στα Χανιά.
"Μανούσο μου... Δε βλέπω την ώρα να γίνεις εντελώς καλά να με χορέψεις !" αποκρίθηκε η Χαρά κι εκείνος της χαμογέλασε γλυκά.
"Και τώρα μπορώ! Βλέπεις πουθενά το καροτσάκι!"
"Ούτε να το σκέφτεσαι! Μια εβδομάδα ακόμα επιτήρηση για εσένα και ύστερα βλεπουμε !"
Η Αρετή έριξε ένα βλέμμα στον Ορέστη και του έπιασε το χέρι κάτω από το τραπέζι.
"Είσαι ευτυχισμένος;" ρώτησε σιγανα δίπλα στο αυτί του
"Δεν κάνουν τέτοιες ερωτήσεις κυρά μου..." τις ψιθύρισε απαλά. Σήκωσε τη παλάμη του , την εναπόθεσε ολόκληρη στο μάγουλο της και ύστερα βάζοντας λίγη μόνο δύναμη την ώθησε κοντά του και τη φίλησε "κάλιο να πεθάνω έτσι , παρά να ζήσω και να σε κάνω δυστυχισμένη"
"Σσς. Πάψε. Τέτοια λόγια μη λες! Τι θα κάνουμε μετέπειτα μου λες;"
Εκείνος γέλασε και κατέβασε όλο το κρασί
"Κάνουμε; Δεν ξέρω για εσένα, αλλά όλοι οι υπόλοιποι μια χαρά μου φαίνονται.. λες να τους λείψω τόσο;"
"Ορέστη!" τον μάλωσε κατακόκκινη.
"Το έχεις χάσει σήμερα ; Μήπως ήπιες πολύ; Τη μια μου φωνάζεις για τα ψωμιά , την άλλη για το κρασί που νομίζεις ότι ήταν πιο στυφο, την άλλη για τη τσικουδιά που έπινα με το παπά νωρίτερα , μετά ήρθες χαμογελώντας να μου πεις ότι βρήκες ένα σεμεδακι!!! Για να μην αναφέρω πως πάτησες τα κλάματα λίγο πριν βγούμε από το σπίτι γιατί είδες ένα πεθαμένο μυρμήγκι στο τραπέζι της κουζίνας!"
"Κι αν ήταν μωράκι και η μάνα του το έψαχνε;" του είπε λυπημένη και η φάτσα του Ορέστη δεν είχε προηγούμενο. Είχε γουρλωσει τα μάτια και δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει η να γελάσει.
"Αρετούλα μου; Είσαι εντάξει;" τη ρώτησε μα δε πρόλαβε να πάρει απάντηση. Ήρθε σαν σίφουνας ο Στυλιανός και τους έπιασε τα χέρια.
"Άιντε μωρέ!!! Τι περιμένετε! Ελάτε!!!"
Ο Ορέστης έπιασε το χέρι της Αρετής μα ξάφνου η Χαρά μπήκε μπροστά και του έκοψε τη φόρα.
"Δεν έχει χορούς για εκείνη !" Είπε τραβώντας όλα τα βλέμματα πάνω της
"Ήντα 'παθες ώρε κι εσύ! Το έχετε χάσει εντελώς;" της είπε ο Μανούσος κι εκείνη κοίταξε την Αρετή.
"Λοιπόν; Θα το πεις επιτέλους;" Τη ρώτησε κι εκείνη χλωμιασε
"Τι να πει; " πανικοβλήθηκε ο Ορέστης "Αρετή; Τι να πεις;;;"
"Εγώ... Να... " Η Αρετή έβαλε τα κλάματα κι εκείνος έμεινε σαν άγαλμα παγωμένος να μη ξέρει τι του γίνεται.
"Ορμόνες είναι μη σκας!!!" έχοντας πιει όχι ένα, όχι δύο αλλά αρκετά ποτήρια παραπάνω η γλώσσα της Χαράς πήγαινε ροδάνι.
"Ορμόνες...;;;" Ο Ορέστης είχε πάθει σοκ.
"Είναι έγκυος;" Πετάχτηκε και η Μαρία περιχαρής
"Αρετή; Μωρό μου πες μου... Πες μου να χαρείς..." Εκείνη κούνησε το κεφάλι γελώντας και κλαίγοντας μαζί.
Ο Ορέστης τα έχασε. Άρχισε να γελάει μονάχος , έβγαλε το όπλο για να ρίξει μα σταμάτησε.
"Οχι... Όχι θόρυβο. Θα ταράξουμε το μωρό! Θεέ μου... Μωρό; Θα κάνουμε μωρό;; "
Ολόκληρο το χωριό άρχισε να χειροκροτεί, και να δίνει της ευχές του. Ο θόρυβος ήταν τόσο μεγάλος που κανένας δε πρόσεξε πως τους είχαν περικυκλώσει.
Σαν έπιασε η ορχήστρα να παίζει , ακούστηκε και ο πρώτος πυροβολισμός και όπως άρχισε, έτσι και έπαψε...
Οι άντρες του Στρατή βγήκαν από τους θάμνους , και όλοι τα έχασαν.
Ήταν τόσο πιωμενοι, και τόσο αφηρημένοι που ούτε τα όπλα τους δεν είχαν οι περισσότεροι.
Ο Μανούσος τους είχε προειδοποιήσει πως για παν ενδεχόμενο να ήταν προετοιμασμένοι. Μα αυτό έγινε στην αρχή... Πλέον ήταν τόση η χαρά, που δεν έμεινε πράμα να τους σκιάζει.
"Αίμα με αίμα!" φώναξε
Ο Στυλιανός τράβηξε τη Μαρία πίσω του.
Ο Μανούσος έβαλε δύναμη, σηκώθηκε και γραπωσε τη Χαρά
Ενώ ο Ορέστης, εβγαλε μονομιάς το όπλο και τον σημάδεψε απλώνοντας το χέρι σαν ασπίδα στην Αρετή με τη σειρά του.
"Φύγε! Δεν είναι ώρα να ξηγηθεις αυτή! Φύγε και θα έρθω να σε βρω εγώ! Τιμή δεν έχεις;" φώναξε ο Μανούσος έξαλλος
Ο Στρατης γέλασε
"Μαζί σου πράμα δεν έχω να πω! Δεν είσαι αίμα!"
"Βαριές κουβέντες λες πατέρα... Και θα τις μετανιώσεις. Δεν είσαι τέτοιος εσύ. Το μίσος για τον Αντώνη σε έχει θολώσει. Φύγε από τούτες τις χαρές! Σε ξορκίζω!"
Ξάφνου ακούστηκε ένας δυνατός κρότος. Σαν γύρισαν όλοι τα κεφάλια , είδαν την Άννα με μια καραμπίνα να κατεβαίνει από το πλακόστρωτο και έπειτα το Στρατή να πέφτει στα γόνατα πληγωμένος.
"Θεέ μου ο Λευτέρης!!!" Εσκουξε η Χαρα σκεπτόμενη πως είχε μείνε στο σπίτι για να τη προσέχει έτσι ώστε να μη κάνει καμία ανοησία και χαλάσει το γάμο.
Η Άννα όπλισε για δεύτερη φορά και εκείνος γέλασε. Κρατουσε ακόμα το όπλο του και ήταν εμφανής πως οι άντρες τα είχαν χάσει. Ο Κωνσταντής όμως ήξερε τι να κάνει. Όσο γινόντουσαν αυτά, πλησίασε από το πλάι...
"Μια φόνισσα ήσουν από μικρή! Διψασμένη για εκδίκηση και χρήμα! Ένας άχρηστος οργανισμός που... Που αγάπησα. Και έμεινα να το πληρώνω..."
"Εσύ φταίς!" Του φώναξε έξαλλη
"Ήθελες να πάρεις τη Μάρθα ! Σου ζήτησα να μείνουμε μαζί! Λεφτά θα είχα!!! Μα εσύ έβαλες τη τιμή πιο πάνω! Και ναι! Αυτό θέλεις να ακούσεις; Δε θα έμενα ποτέ σε μια σπηλιά! "
Ο Στρατής έσφιξε το σαγόνι και όλο το χωριό κοιτούσε έκπληκτο. Μόλις η Άννα τον σημάδεψε για δεύτερη φορά εκείνος γέλασε.
"Στο είπα δε στο είπα!!!" Έβγαλε μια δυνατή φωνή ο Στρατής "Θα πέσει μόνος!!!" Κι έπειτα γέλασε κοιτάζοντας στα μάτια της το τρόμο....
Ο Κωνσταντής τράβηξε με δύναμη την Αρετή και όσο κι αν τον πόνεσε την έριξε στα χωματα...
Ο Στρατής όπλισε...
Και έριξε προς το μέρος της....
Ο Ορέστης μπήκε μπροστά....
Μα η σφαίρα, δεν τον χτύπησε ποτε...
Η Αρετή κατάφερε και τον έσπρωξε το τελευταίο δευτερόλεπτο κι εκείνος κατέληξε στα γόνατα πλάι της.
Και έπεσε σαν τη κυρά, δημιουργώντας μια λίμνη γύρω της... Μα δεν έμοιαζε με εκείνα τα καταπράσινα νερά...
Ήτανε κόκκινη...
Σαν να ζηλεψε ο θεός εκείνο το δάκρυ του παπά και θέλησε να πάρει πίσω την αγνή χαρά του...
Και τότε το αγρίμι σαλεψε...
Ούρλιαξε σα το λύκο...
Τράβηξε το όπλο και άρχισε να θερίζει...
Λάκκοι, έτος 1897
Λέξη δεν έβγαινε από τα χείλη κανενός σαν έπιασε να σερνει το μοιρολόι ο Σήφης...
Εκείνος ήταν κάτω... Περίμενε...
Ο κόμπος είχε φτάσει στο χτένι και ύστερα από τα μαντάτα που του είχε πει σαν πήγε να τον βρει κρυφά, η απόφαση είχε παρθεί... Εκείνη θα ήταν η τελευταία τους νύχτα στο χωριό.
Το αύριο θα τους έβρισκε μακριά...
Τόσο εκείνους, όσο και το μωρό που έμελλε να σφηνωθεί μέσα στα σπλάχνα της.
Μα τίποτα από αυτά δεν έγινε...
Εκεί που τη περίμενε κοιτάζοντας τα γαλήνια νερά της λίμνης, άκουσε ένα ουρλιαχτό κι ύστερα είδε την αγάπη του να πέφτει από το γκρέμνι...
Έμεινε να τη κοιτάζει να δίνει τη ζωή που είχε στα μάτια της, ώσπου εκείνα έκλεισαν έχοντας για εικόνα τους, το πόνο του...
Σαν το αγρίμι... Έτσι θεριεψε.
Μα κατέληξε ένας άδειος, κενός άνθρωπος...
Έσκυψε πάνω της, και άρχισε να της τραγουδά με λυγμούς κρατώντας το άψυχο κεφαλάκι της στα χέρια ...
"Σώπασε Μαριώ μου...
Πάει πια, τελείωσε...
Κανένας δε θα σε αγγίξει εκεί ξανά...
Μήτε εσένα, μήτε το παιδί μας..
Ακούς Μαριώ μου ;
Θα έρθω...
Χτίσε για εμάς ένα παράδεισο ματάκια μου....
Δεν θα αργήσω ...
Πες του πως ο μπαμπάς θα είναι εκεί...
Ακούς Μαριώ μου ; Πες μου... Πες μουυυ!"
Ο Σήφης έλιωσε ...
Σπαραζε και άφηνε τη ψυχή του να πεθάνει .
Δεν υπήρχε τίποτα να περιγράψει τέτοιο πόνο.
Γύρισε το σακατεμενο της κορμάκι, καθάρισε το ματωμένο της πρόσωπο και βάζοντας τη παλάμη του , της σφαλισε τα μάτια...
Έπειτα χάιδεψε τη κοιλίτσα της και το κλάμα μεταμορφώθηκε σε ήχους που δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά κανένας..
Πουλί δεν έμεινε τριγύρω από το φοβο...
Η Μαριώ έφυγε και αυτό ήταν το δώρο από τις μοίρες για την αγάπη τους...
Ένα νεκρό κορμί, που μέσα του έκρυβε ένα ακόμα...
Μια ψυχούλα που δε πρόλαβε να δει το φως, κι έπεσε άδικα στο βωμό του μίσους...
Κι εκείνο το φαράγγι, έμεινε να στέκει εκεί σαν πεινασμένο...
..............................
(Ένα μας έμεινε....)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top