Κεφάλαιο 56°
"Ωωωωωω ήντα τραγούδι να σου πω μάτια μου να σ'αρεσειιιιιι Ωωωωω!!!" Ο Ορέστης μπήκε στη κρεβατοκάμαρα κι εκείνη ξέσπασε σε γέλια. "Είμαι γελοίος έτσι;" ρώτησε καθώς σταμάτησε να τραγουδά. Η Αρετή του εγνεψε μονάχα ένα, ναι κι εκείνος της όρμησε. "Τώρα θα δεις μικρή άτιμη!"
"Αχ μη! Σταμάτα ! Σταμάτα σου λέω γαργαλιεμαι!"
"Δε το νομίζωωω!" ο Ορέστης συνέχισε να τη γαργαλαει χωρίς σταματημό κι εκείνη άρχισε να τσιριζει ώσπου ξαφνικά ακούστηκαν κι άλλες τσιριδες πίσω τους.
"Θεουλη μουυυυ!!!" Εσκουξε η Χαρά η οποία έκλεισε αμέσως τα μάτια και γύρισε από την άλλη . Ο Ορέστης άρπαξε το σεντόνι τυλίγοντας το γύρω του και η Αρετή κρύφτηκε πίσω του όπως όπως. Ήταν τόσο αμήχανη στιγμή.
"Νόμιζα πως σε σκοτώνουν. Αχ χίλια συγγνώμη. Έτσι που φωναζες τρόμαξα! Μα ... Θεέ μου. Εγώ... Και αυτός ήταν ο Ορέστης;;;" Η Χαρά άρχισε να μιλάει ακατάπαυστα από τη ντροπή της.
"Χαρά μου, ηρέμησε...για αρχή τουλάχιστον" πήρε το λόγο η Αρετή. "Εμ... Σας περιμέναμε το απόγευμα..." αν και μίλησε όμως, ήταν κατακόκκινη κι εκείνη.
"Μας έβγαλαν νωρίτερα και... Ορέστη είσαι εδω;" ρώτησε αυτό που την έκαιγε κατά βάθος. Μα ήταν τόσο αστείος ο τρόπος που εκείνος έβαλε τα γέλια.
"Άιντε τράβα κάτω κι ερχόμαστε" σαν τον άκουσε να μιλάει άρχισε να χοροπηδάει.
"Μανούσο!!! Μανούσο δε θα το πιστέψεις!" χωρίς να περιμένει κάποια άλλη λέξη κατέβηκε κάτω χαρούμενη.
"Ρεζίλι γίναμε θεέ μου..." αποκρίθηκε η Αρετή σαν έμειναν μόνοι...
"Νομίζω πρέπει να φτιάξω το σπίτι πίσω από το οινοποιείο. Είναι στο κάμπο. Έχει πρόσβαση.. είναι αρκετά καλό και ισόγειο. Θα τους είναι και χρήσιμο τώρα που ο Μανούσος είναι ακόμα στη καρέκλα μέχρι να σηκωθεί..." ο Ορέστης ντύθηκε σαν αστραπή μα κι εκείνη το ίδιο.
"Θα το έκανες αυτό;" του είπε γλυκά αγκαλιάζοντας τον.
"Εννοείται... Δεν έχω ξαναδεί την αδερφή μου τόσο ευτυχισμένη. Κι αυτός ο τρελός ο ξάδερφος σου, φαίνεται εντάξει παιδί"
"Έχει περάσει πολλά...Δεν τα ήξερα, αλλά όταν ήρθε και μιλήσαμε, τα έμαθα ολα"
"Ξέρω μάτια μου... Μπορεί να τους μισούσα, αλλά ξέρω πιο πολλά από ότι νομίζεις... Όταν έχεις εχθρούς, πρώτα μαθαίνεις τις αδυναμίες τους, κι έπειτα πράττεις. Βέβαια ... Από ότι φάνηκε αρκετά δεν τα ήξερα. Έπεσα έξω σε κάποια θέματα του παρελθόντος αλλά πάνε αυτά... Ο καθένας παίρνει ότι του αναλογεί..." της είπε τρυφερά "Και τώρα πάμε κάτω γιατί σίγουρα θα περιμένουν. Και ανάθεμα δεν έχω ιδέα πως θα αντικρύσω τη Χαρά ξανά"
Σαν κατέβηκαν, είδαν το Μανούσο στη γνώστη καρέκλα και τη Χαρά πλάι του. Γελούσαν μέχρι και τα αυτιά της. Η Αρετή έφτιαξε καφέ και κάθισαν όλοι μαζί. Πρώτα από όλα, οι δύο άντρες, έδωσαν μια χειραψία. Την ευχή τους. Και έκαναν ανακωχή. Ήταν σύνηθες αν ήθελαν να κυλήσουν όλα ομαλά. Έπειτα άρχισαν να λένε τα νέα. Ο Μανούσος θα έμενε στη καρέκλα δυο εβδομάδες. Η εγχείρηση πέτυχε φυσικά. Απλά ήθελε να μάθει το κορμί να περπατάει. Όσο κι αν επέμενε η Χαρά να μείνουν για να κάνουν εκει τις θεραπείες, ο Μανούσος πίστευε πως δεν υπήρχε κανένα καλύτερο μέρος από το σπίτι.
Όταν έφτασε η σειρά της Αρετής και του Ορέστη να πούνε τα νέα τους, τόσο η Χαρά αλλά και ο Μανούσος έπεσαν από τα σύννεφα.
Γάμος; Εν μια νυκτί και στα κρυφά; Δε μπορούσαν να το πιστέψουν. Μίλησαν λίγο για το σπίτι που έλεγε νωρίτερα ο Ορέστης στην Αρετή και μάλιστα η Χαρά το βρήκε εξαιρετική ιδέα. Βέβαια ο Μανούσος, τους είπε πως από τη στιγμή που οι Ραΐσιδες είχαν άλλα δύο αρχοντικά κάποια στιγμή θα μπορούσαν να τα φτιάξουν κι αυτά.
Έμοιαζαν σαν να μαγείρευαν μια ήρεμη και όμορφη ζωή... Μιλούσαν, γελούσαν και σχεδίαζαν το μέλλον κάνοντας όνειρα. Η Χαρά δεν έπαψε να ρίχνει πονηρές ματιές στον Ορέστη καθόλη τη διάρκεια , δείχνοντας του πόσο ευτυχισμένη ήταν που πήραν αυτή τη τροπή τα πράγματα.
Σαν πέρασε η ώρα, ο Ορέστης τους ενημέρωσε πως πρέπει να πάει στα αμπέλια και πως θα γυρίσει αργά. Όταν η Χαρά ρώτησε για την μητέρα τους, εκείνος δεν ήθελε να πει πολλά. Της είπε ότι θα μιλήσουν κάποια στιγμή οι δύο τους όταν επιστρέψει και το άφησε εκεί. Κάτι που δεν ήξερε κανένας σχεδόν για τον Ορέστη, ήταν πως γνώριζε αρκετά πράγματα και είχε τρομερό μνημονικό. Και η στάση που κράτησε προς την Άννα για όσα του είπε, δεν ήταν τυχαία. Μα δεν είχε φτάσει ακόμα η ώρα να κλείσει κανένας λογαριασμός. Είχαν ένα γάμο να τελειώσουν. Μόλις όλα έμπαιναν στη θέση τους, ήξερε τι θα κάνει. Προς το παρόν θα τα άφηνε όλα ως έχουν και απλά θα προσπαθούσε να ζήσει ευτυχισμένος...
*************************
"Κράτα δυνατά!" φώναξε βάζοντας δύναμη στα χέρια. Ο Στυλιανός έπιασε την άλλη άκρη και έπειτα ήρθε και ο Λευτέρης. "Με το τρία!"
Γινόταν ένας μικρός χαμός στο οινοποιείο. Άντρες έμπαιναν και έβγαιναν κρατώντας τελάρα, άλλοι έφτιαχνα τις βάνες από τα πατητήρια, άλλοι δοκίμαζαν τα σταφύλια, άλλοι ξεδιαλυναν τα σχοινιά. Κάθε ένας είχε και από μια δουλειά. Ο καιρός ήταν αρκετά καλός, μα πάραυτα έπρεπε όλα να γίνουν προσεκτικά. Έτσι όπως πήγαινε τελευταία ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος .
"Λάμπεις η είναι ιδέα μου;" σχολίασε ο Στυλιανός σαν τελείωσαν και κίνησαν για τη βρύση.
"Τελικά ξέρεις κάτι ρε;" του είπε ο Ορέστης βάζοντας το χέρι του στον ώμο. "Τα κάναμε όλα σκατα αλλά κοιταξε μας! Εσύ παντρεύεσαι, εγώ παντρεύτηκα, η ..."
"Τι έκανες εσύ;;" Ο Στυλιανός πήρε απόσταση και προσπάθησε να αποκρυπτογραφήσει εκείνο το χαμόγελο που καρφιτσωσε ο Ορέστης "Ε δε το πιστεύω..." είπε εν τέλει. "Ποτέ; Πως; Θεέ... Η Αρετή; Αν είναι δυνατόν..."
"Είμαι γρήγορος ρε!"
"Ορέστη;" το πρόσωπο του Στυλιανού που μέχρι πρότινος έδειχνε να συμμερίζεται τη χαρά του, σκοτείνιασε. "Συγχαρητήρια... Και ίσως δεν είπες λέξη αλλά ξέρω πως όταν έρθει η ώρα θα μάθω. Μα... " Ο Στυλιανός κομπιασε λιγάκι "Μα νομίζω πως πρέπει να σου πω κάποια πράγματα. Έχεις δικαίωμα να μάθεις ... Και... Ανάθεμα δε μπορώ να τα κρατώ μέσα μου ! Είμαι να σκάσω!!!"
Ο Ορέστης παραξενεύτηκε. Μα έπειτα θυμήθηκε πως η Άννα ανέφερε οτι είχε μιλήσει μαζί του οπότε υπέθεσε , πως του είπε τις ίδιες μαλακίες που είπε και σε εκείνον λίγες μέρες πριν.
"Μη σκας... Δεν είναι ώρα..."
"Δε καταλαβαίνεις! Δε μπορώ να το κρατήσω. Προσπάθησα αλλά ... Προτιμώ να πάρω το ρίσκο. Το έχω βάρος!"
"Άντε καλά λοιπόν... Σε ακούω"
Σαν να του έδωσε φτερά στα στήθη ο Στυλιανός του μίλησε για το ημερολόγιο, τις σελίδες και όσα έμαθε. Βέβαια όλα αυτά ο Ορέστης τα ήξερε αλλά εν μέρη. Μια επιβεβαίωση όμως, ήταν ότι χρειαζόταν.
"Δεν έχεις να πεις τίποτα;" απόρησε σαν τελείωσε την αφήγηση.
"Και τι να πω; Αυτά που ξέρω εγώ είναι ακόμα χειρότερα... " απάντησε και ο Στυλιανός τα έχασε. "Γι αυτό σου λέω... Άσε να κάνουμε το γάμο και όλα καλά θα πάνε. Πράμα μη πεις για εκείνη άλλο! Θα τη βάλω στη θέση της όταν έρθει η ώρα. Δε θέλω εντάσεις Στυλιανε... Και είχαμε αρκετες. Σε παρακαλώ άστο να πάει στο διάβολο... Και δε θα έχουμε κανένα πρόβλημα. Έχε μου εμπιστοσύνη. Αν κάνει ρούπι από το σπίτι ο Λευτέρης θα με ειδοποιήσει..."
"Κατάλαβα... Πηγές από εκεί..."
"Λες να μη πήγαινα; Αλλά ξέρεις τι κατάλαβα;" ο Στυλιανός έμεινε σιωπηλός "Μάνα τελικά, είναι πολύ ιερή λέξη... Και η δική μας, δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο..."
**************************
Σαν μπήκε μέσα τον βρήκε να βγάζει τα ράσα και να παίρνει τα εργαλεία. Στόχο το έβαλε κουτσά στραβά να φτιάξει ένα τοίχο που άρχισε να χαλάει.
"Αφού σου είπα και προχθές... Άσε με να βάλω δύο εργάτες!" σαν τον άκουσε ο παπάς , γύρισε και σήκωσε τη μαγκουρα του.
"Ακόμα περπατώ μωρέ! Και τι μου μείνε να κάνω; Άσε με να να διοβολευομαι μπας και νιώσω πως είμαι χρήσιμος" Ο Ορέστης πήγε κοντά και πιάνοντας το χέρι του, έσκυψε και το φίλησε.
"Δε στο φιλώ για 'σαι παπάς...Μα στο φιλώ σαν να ήσουν πατέρας..."
"Αμάν γιε μου... Τέτοια μη λες, η καρδιά δε βαστάει πολύ..." ο παπά Μανώλης είχε δεν είχε δακρυσε πάλι
"Σε ευχαριστώ για όσα μου είπες προχθές... Δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν ερχόμουν να με εξομολογήσεις..."
"Σσς... Πράμα μη πεις. Θέση μου δεν ήταν να μιλήσω σαν σε εξολομολογουσα μα δεν τ'αντεξα..."
"Το ξέρω... Γι αυτό σε ευχαριστώ" ο Ορέστης σαν να ήταν πράγματι γιος του και θέλοντας να δείξει σεβασμό, του χάρισε ένα φιλί στο μέτωπο και ύστερα έσκυψε και πήρε το μυστρί. "Και τώρα κόψε τις χαζομάρες και πες μου από πού να αρχίσω!"
Ο παπά Μανώλης έσταζε περηφάνια.
Συγκινήθηκε μα το έκρυψε πίσω από τα μουστάκια του. Του έδειξε τον τοίχο που ήθελε δουλειά, κι ύστερα έσκυψε και ξεκίνησαν μαζί να τον επισκευάζουν..
Ήταν ο πιο παλιός κάτοικος του χωριού εν ζωή...
Και δεν ήταν μόνο άνθρωπος...
Ο παπά Μανώλης ήταν ένα ζωντανό βιβλίο ιστορίας...αλήθειας και αποκάλυψης μαζί...
🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤
(Δεν ξέρω αν καταφέρω να βάλω άλλο. Είναι δύσκολα τα σαββατοκύριακα. Λίγο μας έμεινε όμως :(
Σκέφτομαι να "ταξιδέψω" μετά απο τη Κρήτη...
Νομίζω πως ίσως κάτι από τη Σμύρνη με καλεί... Θα δούμε όμως. Έως τότε, σας φιλώ και σας ευχαριστώ μέσα από τη καρδιά μου για την αγκαλιά που δώσατε σαν επέστρεψα. )
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top