Κεφάλαιο 55°

"Πολύ σιωπηλός είσαι..." η Αρετή έβαλε ένα κούτσουρο στη φωτιά , πήγε κοντά και έκατσε πλάι του. "Από την ώρα που ήρθες λέξη δεν είπες"

Ο Ορέστης λίγο μετά το απόγευμα, και αφού είχε φύγει από το πρωί, πήγε στο αρχοντικό. Είχε μαζί του ενα σάκο με λίγα πράγματα και της είπε πως αφού η κατάσταση μεταξύ τους είχε φτιάξει, επιθυμούσε να μείνει πλάι της λίγες μέρες. Όπως ήταν φυσικό η Αρετή πέταξε από τη χαρά της μα λεπτό στο λεπτό και ώρα στην ώρα, έβλεπε πως κάτι δε πήγαινε καλά. Δεν περίμενε και θαύματα... Ήξερε πως η Άννα θα δημιουργούσε προβλήματα ύστερα από όσα έγιναν μα πάραυτα, ο Ορέστης της είχε πει ότι όλα ήταν εντάξει σαν επέστρεψε.

"Ορέστη μου; Μίλησε μου... Ίσως μπορούμε να το μοιραστούμε κι αυτό σαν τα άλλα..." έπιασε το χέρι του βάζοντας το μέσα στο δικό της και το σήκωσε στα χείλη της και το φίλησε.

"Έγινε μεγάλος καβγάς στο σπίτι Αρετή. Μα ειλικρινά δε θα μας ενοχλήσει ξανά. Κατάλαβε τα λάθη της. Θα ζήσει και θα πορευτεί με αυτά. Δυστυχώς δεν έχει κάνει και λίγα. Ήξερε για το ημερολόγιο και τη βεντέτα και το κράτησε κρυφό. Καταλαβαίνεις τι θα γινόταν αν μίλαγε νωρίτερα;" της είπε κι εκείνη δεν έδειξε έκπληξη. Πλέον τίποτα δεν υπήρχε που να δημιουργούσε έκπληξη στα λεγόμενα κανενός.

"Δε δικαιολογώ τίποτα. Εξαιτίας της ο Μανούσος πέρασε όλα αυτά και παραλίγο να διαβεί τον Άδη. Αλλά είναι μάνα... Μπορεί οι λόγοι της να ήταν ανόητοι, ή πλημμυρισμένοι από μισός μα είναι μάνα. Μη περιμένεις από εμένα να σου πω ένα σκέτο 'καλα της εκανες' και να χαρεί η ψυχή μου..." Η Αρετή σηκωθηκε "Πάω να φτιάξω ένα καφέ ακόμα. Νομίζω το χρειάζομαι..."

Έφυγε και τον άφησε μέσα στις σκέψεις του. Δεν θέλησε να της πει όσα εγιναν λίγη ώρα νωρίτερα. Δεν ήθελε να πέσει στα μάτια της... Δε θα το αντεχε.

Μέσα σε όλη αυτή την αναμπουμπουλα και τις αποκαλύψεις , είχε και το γάμο του Στυλιανού. Δεν ήθελε να ανοίξει "πυρά" και να τα χαλάσει όλα. Αρκέστηκε σε όσα είπε στην Άννα...


"Από εδώ και μπρος, θα τρως, θα πίνεις και θα αναπνέεις μέσα άσε αυτό το σπίτι. Θα ζήσεις την υπόλοιπη ζωή σου χωρίς να δημιουργήσεις πρόβλημα σε κανένα.
Δε θέλω ούτε στα μάτια να σε δω ξανα. Ατιμασες τη λέξη μάνα στο βωμό του μίσους. Και όχι... Αυτά τα χέρια αν θες να ξέρεις είναι καθαρά... Θα μπορούσα να το κάνω. Θα μπορούσα κάλιστα να σκοτώσω εκείνο τον άντρα, μα έχω τιμή! Ακούς; Τιμή!"

Με τούτα τα λόγια την άφησε και έφυγε. 
Όταν η Άννα του φόρτωσε τέτοια βαριά κατηγορία θίχτηκε η τιμή του. Την άρπαξε και κόντεψε να τη πνίξει. Μα φυσικά δε το έκανε... Της έδωσε τελεσίγραφο και ύστερα έφυγε. Δεν κάθισε να της δώσει εξηγήσεις. Δεν σχολίασε τις πράξεις της. Ούτε τη χτύπησε. Και μόνο που της είπε ότι πλέον ήταν ορφανός και από πατερα αλλά και από μάνα, ήταν αρκετό για να την εξευτελίσει. Τον πόνεσαν αυτά που άκουσε. Η Άννα έπεσε στα μάτια του. Πως να έλεγε στην Αρετή ότι η μάνα του ήταν μια φόνισσα χωρίς οίκτο; Πέρασε δύσκολα, ίσως έφταιξε που δε σήκωσε μπαϊράκι και δε πήρε το ρίσκο μα πλέον, ήταν η μόνη υπαίτια για το θάνατο αρκετών ανθρώπων.

"Η Χαρά θα έρθουν αύριο. Δεν της έχω πει τίποτα ακόμα. Φαντάζεσαι την αντίδραση της;" η Αρετή άφησε όχι μια, αλλά δύο κούπες με καφέ και άλλαξε κουβέντα. Ένιωθε πως ήταν αρκετά πιεσμένος και δεν ήθελε να τεντώσει το σχοινί. "Και η Μαρία; Ακόμα δε το πιστεύω πως ήρθε και με προσκάλεσε. Βλέπεις;" του γλυκομιλησε "Όλα φτιάχνουν Ορέστη μου. Ας μην κρατάμε άλλο κακια με κανένα." Εκείνος έμεινε για λίγο σιωπηλός. Ύστερα τη κοίταξε καλά καλά και έβγαλε από τη τσέπη του το σαρίκι.

"Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;" της είπε αξαφνα και η κούπα έφυγε από τα χέρια της. "Δεν έχω δαχτυλίδι, μα τούτο εδώ είναι αρκετό..." συνέχισε και της το πέρασε στο λαιμό... Η Αρετή γλώσσα δεν είχε να μιλήσει. Είχε πάθει σοκ. Ποτέ της δεν το περίμενε. Ίσως στο μέλλον, ή ίσως και ποτέ. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα που ούτε σαν σκέψη θα μπορούσε να της περάσει. "Λοιπόν; Πάμε τώρα. Έτσι όπως ειμαστε. Εσύ με το νυχτικό κι εγώ με τις φόρμες" μα εκείνη τίποτα. Άγαλμα...
"Αρετή;" Ο Ορέστης τη χάιδεψε στο μάγουλο κι εκείνη ύστερα από 3 ολόκληρα λεπτά , αντέδρασε..

"Ναι! Ναι ναι ναι!!! Ναι Ορέστη μου" απάντησε και όρμησε στην αγκαλιά του.

Δίχως να της πει λέξη ύστερα από εκείνη την αγκαλιά, την βούτηξε από το χέρι και βγήκαν έξω.

"Παπά!!! Άνοιξε παπά!!" φώναγε και χτύπαγε τη τεράστια πόρτα ώσπου ο παπά Μανώλης άνοιξε αγουροξυπνημενος από τον απόγευμα του ύπνο.

"Ήντα φωνάζεις ρε κουζουλέ; θες να με ποθανεις;" είπε και έπειτα έριξε το βλέμμα στην Αρετή η οποία έμοιαζε σαν να χοροπηδαγε πλάι του. "Ήντα γελάει κι αυτή; Μου το χαζεψες το κορτσουδι!"

Ο Ορέστης γέλασε.

"Πάντρεψε μας παπά Μανώλη!" σαν τελείωσε τη κουβέντα του ο παπάς γουρλωσε τα μάτια. Κοίταγε μια τον έναν και μια τον άλλο και κατάλαβε ότι δεν αστειευονταν.

"Ωωω θεέ. Εσείς είστε σοβαροί..."

Ελάχιστα λεπτά αργότερα, βρισκόντουσαν μέσα στην εκκλησία...
Ο παπά Μανώλης άναψε ένα προς ένα τα καντήλια και θύμιασε. Δεν είχε πολύ φως μα ήταν αρκετό για να βλέπουν. Έπειτα φόρεσε ένα διαφορετικό ράσο, και σαν βγήκε πίσω από το ιερό δεν κρατούσε βιβλίο. Κρατούσε μόνο την αγάπη του. Ήξερε κάθε λέξη απ' έξω.

Πήγε κοντά και τους κοίταξε περήφανος. Η Αρετή φορούσε μια ζακέτα ενω από κάτω ένα λινό λευκό νυχτικό και ο Ορέστης έμοιαζε σαν να είχε γυρίσει από τα χωράφια και φορούσε ένα κοντομανικο και μια φόρμα. Μα τη λαχτάρα που έβλεπε στο βλέμμα τους, δεν την είχε δει σε κανένα άλλο ζευγάρι που πάντρεψε, σε κανένα νυφικό και σε κανένα κοστούμι.

Άρχισε να ψέλνει μα από τη χαρά του έκλαιγε συνάμα. Είχε φορτιστεί πολύ συναισθηματικά και στην ηλικία που ήταν δύσκολο να κρατηθεί. Η Αρετή δεν έπαιρνε τα μάτια της πάνω από τον Ορέστη ο οποίος τη κοίταζε με τη σειρά του ευτυχισμένος. Πραγματικά ευτυχισμένος...
Σαν ένα ολοκληρωμένο άνθρωπο...
Σαν να βρήκε το κλειδί για το κουτί της Πανδώρας, το άνοιξε και είχε το σθένος να το κλείσει ξανά. Να ξεχάσει όσα είδε εκεί μέσα και να ζήσει...

Κάπου προς το τέλος, και έπειτα από πολλά δάκρυα του παπά Μανώλη, ο Ορέστης έπιασε το σαρίκι , το άνοιξε και το έβαλε σαν πέπλο στο κεφάλι της. Εκείνη του χαμογέλασε γλυκά καθώς  το αποδέχθηκε.

Λίγο πριν τελειώσει το μυστήριο ο παπάς σταματησε να ψέλνει και τον κοίταξαν περίεργα. Ήταν η στιγμή λίγο πριν τους αφήσει να δώσουν όρκο...

"Μισό λεπτό..." Ζήτησε και πηγαίνοντας προς το ιερό ακούστηκαν κάποια πράγματα να πέφτουν , να ανοίγουν, να κλείνουν και έπειτα βγήκε έχοντας μια όψη αγαλλίασης. Τους πλησίασε και χαμογέλασε . Είχε ένα χαμόγελο τόσο τρυφερό κάτω από εκείνα τα πελώρια μουστάκια..."Δεν έχω να σας κάμω κάποιο δώρο, ούτε ασήμι να σας δωσω. Μα..." Ο παπάς άνοιξε τα χέρια φανερώνοντας ένα δαχτυλίδι και μια αλυσίδα....
"Το δαχτυλίδι, ηταν της μάνας μου. Πριν γίνω παπάς μου το δώκε για να το κάνω δώρο στη κυρά μου..." Είπε δακρυσμένος αφήνοντας το στα χέρια του Ορέστη. "Και τούτη δω η αλυσίδα... Έχει βαριά ιστορία. Ήταν του παππού μου. Που την είχε από το παπου του. Πολέμησε του Τούρκους κάποτε έχοντας τη στο λαιμό του. Τέτοια ανδρεία, δεν είχε κανείς..." τελείωσε δίνοντας το στην Αρετή.

"Εύχομαι μέσα από τη ψυχή μου, να είστε ευλογημένα παιδιά μου..."

Η Αρετή φόρεσε την αλυσίδα στον Ορέστη, κι εκείνος πέρασε το δαχτυλίδι στο δάχτυλο της. Ο παπάς ξεκίνησε να ψέλνει με δυσκολία από το κλάμα ώσπου έπιασε τα κεφάλια τους και τα ένωσε.

"Δακρύζει μέχρι και ο θεός αποψε..." ψέλλισε συγκινημένος και σκύβοντας, άφησε ένα φιλί στο κεφάλι του Ορέστη και ένα στης Αρετής... "Παιδιά δεν έκαμα μα απέκτησα... Με την ευχή μου να ζήσετε ευτυχισμένοι" ο παπάς δε μπορούσε να μαζέψει τα δάκρυα του. Ήταν τόσο σκληρή εικόνα μέσα σε εκείνη τη στιγμή. Δίχως λέξη παραπάνω, του χαμογέλασε και έφυγε προς το ιερό αφήνοντας τους μόνους...

Ο Ορέστης άπλωσε το χέρι του, η Αρετή το έπιασε και σαν τη τράβηξε κοντά τη σήκωσε στην αγκαλιά του.. Περπάτησε αργά αργά δίχως να βγάλει λέξη ώσπου τους οδήγησε πίσω στο σπίτι.

"Έφυγα λευτερος και γύρισα παντρεμένος..." σχολίασε χαμογελαστός και ανοίγοντας τη πόρτα με το πόδι, μπήκαν μέσα. Ανέβηκε ως τη κρεβατοκάμαρα και τη ξάπλωσε στο κρεβάτι. "Κυρία Φραγκιά, νομίζω πως κάτι μου χρωστατε..." της είπε πονηρά και σαν την είδε να γελά, όρμησε στα χείλη της...

Και κάπως έτσι , η μοίρα ξεδεσε τους κόμπους της κλωστής της που μέχρι πρότινος κρατούσαν στα δεσμά τους μια κατάρα
Και έδεσε καινούριους...

🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top