Κεφάλαιο 54°
Σιωπή...
Σκέψεις...
Εικόνες....
Η Άννα του μετέφερε την πραγματικότητα εκείνης της εποχής και ο Ορέστης έστεκε σαν πάγος και απλά άκουγε...
"Ίσως σου φαίνεται σκληρό...
Ίσως τιποτένιο... μα έτσι πράττεις αν αγαπάς... Προσπάθησα να τον κάνω να με δει σαν προικοθήρα.. Να με μισησει. Αν δε το έκανα δε θα σταματούσε λεπτό να με κυνηγάει. Αν δε το έκανα, ίσως τώρα να μη ζούσε. Ίσως να κατέληγε με μια σφαίρα στο κεφάλι..." όσο προχωρούσε την αφήγηση της, ο Ορέστης άρχισε να έχει πιο πολλά ερωτηματικά μέσα στο κεφάλι. Εκτός όμως από αυτά, ένιωθε και έναν ανεξήγητο θυμό... Δεν ήξερε αν ήταν για τη μάνα του, για το παρελθόν ή για όλη τη κατάσταση, μα τον ένιωθε να μεγαλώνει και να τον τρώει από μέσα.
"Όταν πια ο Στρατής έφυγε , η καταιγίδα κόπασε για λίγες μέρες... Τόσες όσες έπρεπε για να θρηνήσω τη ζωή μου. Τόσες ώστε να βρει η Καλλιόπη κάτι που θα άλλαζε πολλά..." Ο Ορέστης κατάλαβε κατευθείαν ποια ήταν η Καλλιόπη μα δεν μπόρεσε να ενώσει τα κομμάτια. Τι ακριβώς σχέση μπορεί να είχε η νεκρή κόρη του φουρναρη με τη μάνα του; Αναρωτήθηκε σιωπηλός. Η κατάσταση ολοένα και αγριευε...
"Από μικρή ήταν κοντά μου... Μεγαλώσαμε μαζί. Εγώ εκείνη και η Μάρθα, η ξαδέρφη μου...Δε τη γνώρισες φυσικά τη Μάρθα. Εκείνη έφυγε μετέπειτα..."
Η Άννα του εξήγησε πως ένα πρωί η Καλλιόπη βρήκε ένα ημερολόγιο το οποιο εξηγούσε ότι καμία από τις δύο οικογένειες δεν άρχισε τη βεντέτα. Αντί αυτού, έλεγε πως ήταν ενωμένες και μάλιστα είχαν βιάσει μια κοπέλα. Τη μητέρα της βασιλικής. Κάτι τέτοιο όμως αν έβγαινε στον αέρα, θα τίναζε το γάμο της. Έπρεπε πάση θυσία να γίνει. Αν μαθευοταν τότε ίσως ο Στρατής να κατέβαινε στο χωριό για να διεκδικήσει όντως τη περιουσία του κι έτσι ο πατέρας της να τον σκότωνε. Του είπε πως πήγε να πάρει το ημερολόγιο για να το κρατήσει κάπου κρυμμένο μα πάνω στο καυγά η Άννα την έσπρωξε, και η Καλλιόπη έπεσε και χτύπησε το κεφάλι της. Δίχως άλλο, του είπε πως διέπραξε φόνο...
Ο Ορέστης είχε χάσει τη γη κάτω από τα πόδια του...
Από τη μία ήθελε να βγάλει το όπλο και να της τιναξει τα μυαλά μα από την άλλη, δε του βασταγε...
"Και έτσι έγινε ο γάμος... Και την επόμενη, ο Στρατής κατέβηκε και έκλεψε τη Μαρθα...Είχα κλάψει στην αγκαλιά της... Ήταν η μόνη που ήξερε το λόγο που δεν παντρεύτηκα το Στρατή. Εκείνη μου καθάριζε το αίμα από τις πληγές... Κι όμως... Έφυγε με τη θέληση της. Πληγώθηκα τόσο πολύ που πλέον στα μάτια μου είχε ανοίξει καινούρια βεντέτα. Κίνησα γη και ουρανό μέχρι να μάθω που βρισκόντουσαν σαν πέρασε ο καιρός. Και έμαθα... Μα πράμα δε πρόλαβα να κάνω. Σαν να τη τιμώρησε ο θεός, πέθανε μονάχη..."
"Μη σταματάς..." τη προέτρεψε όταν την είδε να χάνει τη λαλιά της. Ήταν τόσο ψυχρή η φωνή του Ορέστη. Σαν ένα ακόμα αγκάθι που της καρφώθηκε στη ψυχή. Το ένιωθε... Μιλώντας του, ήταν σαν να τον έδιωχνε. Σαν αν τον έχανε...
"Το μίσος μου για αυτούς γιγαντώθηκε όμως σαν έμαθα πως είχανε κάνει ένα γιο. Το Μανούσο... Ήθελα να το βρω εκείνο το σπόρο και να τον καταστρέψω. Ξέρω... Ακούγεται τόσο κακό. Μα δεν είπα ότι είμαι καλή. Ούτε ότι το μετάνιωσα. Ακόμα τους μισώ όλους... Είμαι σίγουρη πως ο Κωστής βρήκε το σαρίκι στο δωμάτιο μου και δεν άντεξε η καρδιά του. Ναι Ορέστη... Δικό μου ήταν. Εγώ το κράταγα. Το φύλαγα σαν φυλαχτό..."
Αισθάνθηκε έναν μικρό αεράκι να περνάει από πίσω της και αντιλήφθηκε πως ο Ορέστης είχε περπατήσει.
"Αν εκείνη η σφαίρα πετύχαινε το Μανούσο και πέθαινε θα ερχόταν από τα βουνά ο Στρατής και θα τον σκότωνα κι εκείνον. Και ήρθε... Και δεν κατάφερα να τον σκοτώσω... Ποτέ δε θα τον συγχωρήσω. Όχι γιατί έφυγε... Καλά έκανε και έφυγε... Μα που επέστρεψε και πήρε τη Μάρθα. Για μένα αυτό, σήκωνε πόλεμο..." Η Άννα ήπιε ακόμα ένα σφηνάκι και έπειτα χαμογέλασε απαλά... "Την προσέβαλα την Αρετή μέχρι εκεί που δε πάει. Ώθησα τα νεύρα της στα μνήματα κι εκείνη έμεινε ως ένα σημείο κυρία. Δε θα σου πω ψέματα. Μίλησα άσχημα. Και το απόλαυσα... Δεν την ήθελα κοντά σου. Ούτε καν να μυρίζει τον ίδιο αέρα με εσένα αλλά και με κανένα. Όταν ήρθε ο Γιώργης να πάρει τα πράγματα του κατάλαβα αμέσως τι έγινε... Έπειτα, μίλησα και με το Στυλιανό... " Η Άννα σταμάτησε και αναστεναξε. "Δεν ζητάω συγχώρεση. Δε τη θέλω. Δεν μετανιώνω. Αν είχα τη δύναμη θα έκανα χειρότερα. Μα δεν την είχα. Ότι κι αν έκανα εσύ έσμιξες μαζί της. Είναι γραφτό τελικά να γινόμαστε ένα με δαυτους. Μα θα πονέσεις... Και θα τη πονέσεις κι εσύ. Δεν το βλέπεις γιε μου; Δεν βλέπεις ποσό τρελά πράγματα μας ωθεί η αγάπη να κάνουμε ; Έβαψες τα χέρια σου με αίμα αθώου Ορέστη... Το ξέρω... Γιατί όπως κι εγώ, έτσι κι εσύ , για την αγάπη γινηκαμε φονιάδες.."
********************
Μύρισε όλο το σπίτι δυόσμο και βασιλικό. Η Αρετή έπιασε να καθαρίσει στη βεράντα τις γλάστρες του παπά Μανώλη κι εκείνος απολάμβανε τον ελληνικό καφέ που του έφτιαξε.
"Η Μαρία είναι τούτη;" σαν τον άκουσε, άφησε κάτω τα εργαλεία, σκούπισε τα χέρια της που ήταν μέσα στα χώματα και σηκώθηκε. Όντως ο παπάς είχε δίκιο... Πλησίαζε η Μαρία. Κρατούσε στο χέρι ένα πεσκέσι, φορούσε μια λευκή όμορφη φορεσιά σαν να ήταν παραδοσιακή και φυσικά το λευκό σαρίκι στο λαιμό της.
"Ήντα κάμεις εδώ κόρη μου;" πήρε το λόγο ο παπά Μανώλης σκεπτικός. Με τόσα που γίνανε δεν ήξερε από πού μπορεί να του 'ρθει.
Εκείνη πλησίασε διστακτικά , κοίταξε την Αρετή και έπειτα αφησε το καλάθι στο τραπέζι.
"Ήρθα να καλέσω την Αρετή στο γάμο παπά Μανώλη... Και... Και να ζητήσω συγγνώμη για τη συμπεριφορά μου..."
Η Μαρία χαμήλωσε το κεφάλι και τόσο η Αρετή όσο και ο παπάς κοιτούσαν έκπληκτοι. "Εμ... Αυτό μόνο. Με συγχωρείτε τώρα... Με περιμένει ο Στυλιανός και...."
"Περίμενε !" φώναξε η Αρετή σαν την είδε να γυρίζει για να φύγει.
"Ευχαριστώ..."
Η Μαρία της χαμογέλασε.
Ίσως τελικά όντως η Αρετή να έκανε κάτι καλό για εκείνη...
Πλέον ένιωθε τρισευτυχισμενη με το Στυλιανό...
Και ίσως έμοιαζε περίεργο αλλά ένιωθε ότι ανήκε πάντα σε εκείνον.. σαν να αντέδρασε η καρδιά της σε εκείνο το πρώτο σκιρτημα που ένιωσε.
Σαν να προσπαθούσε να πείσει χρόνια ολόκληρα τον εαυτό της , πω ήταν φτιαγμένη για τον Ορέστη...
Δεν μετάνιωσε τη στιγμή που του χάρισε ούτε και το σώμα της...
Πλέον ήταν ευτυχισμένη και ο Στυλιανός την αποδείχθηκε. Τίποτα άλλο δεν είχε σημασία....
Ο γάμος έφτανε...
Το γλέντι θα φούντωνε....
Όλα έμπαιναν στη θέση τους....
🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top