Κεφάλαιο 53°

Έτρεχε και έτρεχε τόσο πολύ. Ίσως τελικά ήταν λάθος να φύγει μέσα στη νύχτα. Είχε φτάσει όμως βαθιά μέσα στο δάσος και από το φόβο του έχασε το μονοπάτι. Άκουγε ήχους σαν να τον ακολουθούσαν άγρια θηρία και ένιωθε πως υπάρχουν ματιά τριγύρω να τον παρακολουθούν.
Ποτέ του δε φοβήθηκε τόσο σε ολόκληρη τη ζωή του. Ένιωθε πως ήταν θήραμα για έναν κυνηγό που ήθελε μονάχα τη ζωή του.

Άφησε το σάκο για να μη τον βαραίνει και άρχισε να ανεβαίνει ψηλά . Η κλίση του εδάφους ήταν τέτοια που αν και είχε δέντρα τριγύρω , ένιωθε το υψόμετρο.
Ώσπου βγήκε από τα δέντρα....
Ώσπου δεν είχε πια άλλο δρόμο να διαβεί εκτός από το γκρέμνι...
Ώσπου έμεινε τρομαγμένος να κοιτάζει μέσα σε εκείνους τους θάμνους με κομμένη την ανάσα...

"Ποιος είναι εκεί!" φώναξε μα απάντηση δε πήρε. "Γαμωτο! Εμφανισου!" εκρωξε φοβισμένος σαν θέλοντας να αποταξει το φόβο και να βρει σθένος. Προσπάθησε να σκεφτεί πως ήταν όλα στη φαντασία του και έπειτα από δύο λεπτά το κατάφερε... Μα κράτησε μόνο για εκείνα τα δύο λεπτά...

Μια σκιά ξεπρόβαλε μέσα από τους θάμνους

"Έλα ρε γαμημενε! Έλα! Δε σε φοβάμαι!"

Ούτε που όριζε τη γλώσσα του...
Μέσα από εκείνη προσπάθησε με βρισιές να φοβίσει τη σκιά μα απέτυχε...

Έμεινε να τον κοιτάζει να βγαίνει σαν θεριό και τα έχασε.
Ήταν μυώδης... Όμως ο Μάριος θα έδινε τη μάχη του σαν άντρας... Αυτό που δεν ήξερε όμως, ήταν πως εκείνοι οι άντρες δεν είχα σε τίποτα να θυμίζουν τους κλασικούς... Δεν χρειάζονταν καν μυϊκή δύναμη... Το νεύρο του ήταν αρκετό...

Η μάχη άρχισε...
Εκείνος χτυπήθηκε...
Και κατέληξε ημιλιποθυμος στο έδαφος...
Κι έπειτα κύλησε...
Και έπεσε....
Και πέθανε στο άγριο φαράγγι...
Το τάισε με τον εαυτό του, κι εκείνο ηρέμησε προς το παρόν...


              *********************

Σαν ξύπνησε, της άφησε ένα απαλό φιλί στο μάγουλο για να μη τη ξυπνήσει και σιγά σιγά ντύθηκε και βγήκε. Είχε φτάσει η ώρα να επιστρέψει σπίτι. Στιγμή δεν έπαψε να σκέφτεται όλη τη νύχτα το Γιώργη. Ήθελε απλά να τον πάρει ένα τηλέφωνο. Να του μιλήσει αντρικια... Βέβαια τηλέφωνο δεν είχε πλέον και έπρεπε κάποια στιγμή να κατέβει Χανιά μα δεν ήταν κάτι επείγον.
Σαν έφτασε έξω από το πατρικό του, πήρε μια βαθιά ανάσα ξορκίζοντας κάθε του σκέψη και άνοιξε.
Δε φοβόταν τη μάνα του φυσικά...
Εκείνο που φοβόταν ήταν η αντίδραση του προς εκείνη.

"Ορέστη μου; Εσύ είσαι;" Άκουσε και την είδε να βγαίνει από τη κουζίνα. Ήταν ντυμένη πιο απλά από άλλες φορές χωρίς φυσικά να βγάλει τα μαύρα και έδειχνε άυπνη. Καταπονημένη. Τα μαλλιά της δεν ήταν περιποιημένα μα πιασμένα σε μια χαμηλή κοτσίδα.

"Καλημέρα" αρκέστηκε να της πει. Η Άννα έτρεξε και τον αγκάλιασε σφιχτά μα εκείνος έστεκε σαν άγαλμα.

"Που ήσουν παιδί μου; Είναι αλήθεια όσα μου πε ο Στυλιανός; Ήσουν..."

"Ναι μάνα. Ήμουν με την Αρετή. Κουράστηκα...Δε μπορώ άλλο μίσος. Όλα τελείωσαν πια..." Εκείνη δακρυσε "Μέρες ήθελα να σου μιλήσω. Μα η συμπεριφορά σου, ήταν τέτοια που ούτε να σε βλέπω ήθελα. Γιατί τόσα ψέματα ρε μάνα;" ο Ορέστης ήθελε να την αντιμετωπίσει ήρεμος και αυτό έπραξε. Σαν του είπε η Αρετή για όσα έγιναν στα μνήματα τη πίστεψέ αμέσως. Ήξερε εξάλλου τη γλώσσα της μάνας του και για τι ήταν ικανή. Το είδε όταν εκείνη πυροβόλησε το Μανούσο... Ήταν αδίστακτη και δεν ήταν κανένας ηλίθιος.

Η Άννα του γύρισε τη πλάτη. Είχε φάει "γερό χαστούκι " με όσα έγιναν ανάμεσα σε εκείνη και το Στυλιανό. Δεν ήταν και λίγο να σου πέραν την αλήθεια κατάμουτρα... Και ειδικά μια αλήθεια που νόμιζες πως κανείς δεν ξέρει... Τίποτα τελικά δεν μένει κρυφό και εκείνη το κατάλαβε .

"Τη μισώ..." παραδέχθηκε αμέσως "Και όχι τόσο εκείνη την ίδια όσο την ιδέα που αντιπροσωπεύει... Ήρθε στο χωριό με ελπίδες ... Όλοι είχαμε ελπίδες καποτε. Κι εκείνες καταστράφηκαν..." Ξεκίνησε να λέει και ο Ορέστης σαν είδε πως άνοιγε τα χαρτιά της, έμεινε σιωπηλός . "Μεγάλωσα χωρίς να έχω ψωμί να φάω και κανένας δεν το ήξερε σε αυτό το χωριό. Όλοι με έβλεπαν και με θαύμαζαν...όλοι. ανεξαιρέτως επιθέτου..." του πέταξε κι εκείνος σαστισε για μια στιγμή. Ο τρόπος που το είπε υπονοούσε και τους Ραΐσιδες μα ο Ορέστης ήξερε πως εκείνη την εποχή είχαν φύγει όλοι... Η Άννα τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε κάτω "Δεν ήθελα να γίνουν έτσι τα πράγματα. Μα εδώ που φτάσαμε δε χωράνε αλλά ψέματα ..." Του έκανε νόημα να κάτσει μα ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του και παρέμεινε όρθιος. Σαν ένας οιωνός που του έλεγε ότι όσα θα ακούσει δε θα του άρεσαν καθόλου... "Ήμουν τόσο νέα... Τόσο όμορφη και τόσο ποθητή σε όλο το χωριό. Μα κανένας δεν ήξερε την οικονομική κατάσταση της οικογένειας μου. Το κρύβαμε αρκετά καλά... Ήταν σκληρές εποχές βλέπεις... Καμιά μάνα δεν ήθελε να δώσει το γιο της σε ανθρώπους που έβγαιναν κρυφά το ξημέρωμα για να βρουν ένα κομμάτι ψωμί που ίσως πέταξε η φουρναρισσα επειδή καηκε..." Η Άννα έκανε μια παύση. Η γλώσσα της είχε σπάσει και τα δάκρυα κυλούσαν ελεύθερα. Μα και πάλι ο γιος της δεν είπε λέξη. "Ο πατέρας σου, με είδε και με ερωτεύθηκε μονομιάς... Μα το ίδιο και ο Στρατής" για πρώτη φορά στα τόσα λόγια της, ένιωσε την ανάσα του γιου της να γίνεται πιο γρήγορη. Και όντως... Ο Ορέστης έστεκε κρατώντας σφιχτά τις γροθιές του λίγα μέτρα πίσω της. Μα αυτό δε τη σταμάτησε... "Η μάνα μου είδε τον Κωστή σαν ευκαιρία... Σαν επιτέλους να έφτιαχνε η ζωή μας. Μα εμένα η καρδιά, άνηκε αλλού... Όταν ακούστηκε στο χωριό πως ο πατέρας σου σκεφτόταν να έρθει να με ζητήσει, ήμουν έτοιμη να φύγω. Δεν με ένοιαζε. Θα έφευγα στα βουνά. Στις σπηλιές... Θα δεχομουν τη πρόταση του Στρατή γιατί η καρδιά έτρεμε σαν ήμουν πλάι του. Ο πατέρας σου ήταν σπουδαίος άντρας. Καλοψυχος... Ευγενικός... Μα όπως βλέπεις κανένας δεν ορίζει την αγάπη..."

Ο Ορέστης δεν ήξερε τι να νιώσει. Ήταν σαν να έσκασε ένα ηφαίστειο πάνω στο κεφάλι του μα καταβαθος ήξερε πως όσα άκουγε ήταν μόνο η αρχή... Είδε τη μάνα του να παίρνει τη τσικουδιά και να γεμίζει ένα ποτήρι. Τα δάκρυα της πλέον ήταν αλλιωτικα. Έτρεχαν τόσο πολύ ...  Τη κοιτούσε από το πλάι μα τα έβλεπε να πέφτουν πάνω στα ρούχα της χωρίς σταματημό.
Ήπιε και έπειτα συνέχισε.

"Το βράδυ που έμαθαν λοιπόν ότι ο Κωστής σκέφτεται να με ζητήσει, τους είπα ότι θα φύγω... Κάτι που δεν έγινε ποτέ... Βλέπεις όπως σου είπα ήταν σκληρές εποχές... Ακόμα θυμάμαι τη ζώνη του πατέρα μου... Εσκαγε πάνω μου σε κάθε σημείο... Παντού εκτός από το πρόσωπο... Με κλείδωσε στην αποθήκη και μέχρι το επόμενο πρωί με εδερνε..." Η Άννα δεν μπορούσε πλέον να βγάλει λέξη από τα αναφιλητα... Σαν έφερε τις μνήμες στο κεφάλι της , παρέλυσε. Πρώτη φορά σε ολόκληρη τη ζωή της έλεγε σε κάποιον τη πλήρη αλήθεια, πόσο μάλλον στο γιο της και αυτό πονούσε...

"Αν δε δεχομουν εκείνο το γάμο, θα σκότωνε το Στρατή... Και μάλιστα όχι απλά θα τον σκότωνε αλλά θα έβλεπα... Με έστειλε μετά από δύο μέρες στο οινοποιείο. Του είχαν πει άλλωστε τα μαντάτα και ήξερε πως όσες φορές τον συνάντησα ήταν σε εκείνο το μέρος... " Η Άννα έβγαλε έναν λυγμο, τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν ανεξέλεγκτα και έβγαλε τις επόμενες λέξεις , πνιγμένη στο κλάμα "Εγώ... Εγώ τον έδιωχνα και την ίδια στιγμή ήξερα πως μέσα στους θάμνους ο πατέρας μου τον σημαδεύει με ένα όπλο" είπε και έσπασε ... "Γελούσα... Του είπα λόγια που έσκιζαν τη ψυχή μου. Έδιωξα το μόνο άντρα που αγάπησα για να μην τον σκοτώσει ο ίδιος μου ο πατέρας... Μα εκείνη τη μέρα... Η Άννα πέθανε ..." του είπε και γέμισε ξανά το ποτήρι....

Οι αποκαλύψεις είχαν μόλις αρχίσει....




❤️❤️❤️❤️❤️🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤

(Η συνέχεια στο επόμενο το μεσημεράκι...)

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top