Κεφάλαιο 52°
Φόρεσε το παντελόνι του , το οποίο είχε πλέον στεγνώσει και νιώθοντας τη γαλήνη να τον κατακλύζει, παραμέρισε κάτι φύλλα που είχαν πέσει χάμω πάνω στα βράχια και κάθισε. Σαν τη κυρά... Όπως τότε. Τη πρώτη μέρα που την είδε... Έτσι κολυμπούσε στα νερά. Μα πλέον ήταν η δική του κυρά και αυτό δε θα άλλαζε για κανένα και τίποτα.
Έπιασε μεσημέρι και είχαν αποφασίσει να γυρίσουν αλλά όσο έμειναν, συζήτησαν για αρκετά πράγματα.
Ο Ορέστης, σαν πλέον η ζήλια να έγινε καπνός, της εξήγησε ήρεμα όταν εκείνη στεναχωρήθηκε για το Γιώργη, πως ήταν σίγουρα καλά. Ένιωθε τύψεις η Αρετή , μα κι η δική της η καρδιά είχε αφεθεί από χθες οπότε μόνο όταν ηρέμησαν εντελώς κατάφεραν να συζητήσουν για το χωριό.
Της είπε όλη την αλήθεια για όσα άκουσε να λένε εκείνοι οι άντρες και ότι τους σκότωσε χωρίς δισταγμό.
Για το ημερολόγιο που δεν πρόλαβε να διαβάσει ολόκληρο μα όσα διάβασε ήταν αρκετά για να καταλάβει ότι η βεντέτα άρχισε με φταιχτες και τις δύο πλευρές. Της εξήγησε πως ήταν τυφλωμένος από τη ζήλεια και πως γι αυτό δεν μίλησε στην Άννα μα ούτε και σε κανένα για τη βεντέτα.
Την ενημέρωσε φυσικά πως το βρήκε η Μαρία και πως ο σταυρός ήταν δικός της και δεν παρέλειψε ούτε το γεγονός για το θάνατο του πατέρα του και το σαρίκι. Εκτός φυσικά από την Άννα που ήξερε καλά το λόγο , όλοι πίστευαν πως με κάποιο τρόπο ο Στρατής βρήκε το Κωστή κι εκείνος από τα λεγόμενα του έπαθε καρδιά. Χωρίς φόβο, της είπε πως αν και η αρχική βεντέτα είχε άλλου το σπορο της, θέλοντας και μη είχε ανοίξει καινούρια.
Η Αρετή από την άλλη, του ζήτησε να σταματήσει κάθε τρέλα και να αφήσει ήσυχο το Στρατή. Όχι γιατί ήταν αθώος μα γιατί ήταν η μόνη της οικογένεια κι ας την είχαν ξεγράψει , κι εκείνη αλλά και το Μανούσο. Το μόνο που της υποσχέθηκε ο Ορέστης ήταν πως δε θα πήγαινε ποτέ ο ίδιος ξανά να ψάξει. Αλλά αν εκείνος τολμούσε να πλησιάσει, τότε δε θα είχε άλλη επιλογή.
Της μίλησε για τη σχέση του με τη Μαρία... Το Στυλιανό, το οινοποιείο.. της είπε πως την άκουσε να του μιλάει. Ακόμα και πως είχε βάλει το Λευτέρη να τη προσέχει...
Ωστόσο δεν άφησαν έξω από τη κουβέντα και την Άννα...
Ο Ορέστης ζήτησε από την Αρετή να μάθει αν χτύπησε τη μάνα του. Μα όπως κι εκείνος , έτσι και η ίδια δε του εκρυψε πράμα. Του είπε πως τη χτύπησε και πως ένιωσε και περήφανη για αυτό. Του ζήτησε συγγνώμη για τη πράξη της μα εκείνος απλά της χαμογέλασε... Η Αρετή δε θέλησε να του βάλει λόγια για να μην ανάψει καινούρια φωτιά και έτσι παρέλειψε να του πει ότι η ίδια του η μανα , τον αποκάλεσε φονιά...
Ίσως αυτό, ήταν και το μόνο θέμα που δεν έπιασαν στη κουβέντα τους...
Του είπε όμως όλα τα υπόλοιπα. Όσα ήξερε και όσα μάθαινε. Το ίδιο φυσικά έπραξε και εκείνος. Τίποτα δεν υπήρχε πλέον ανάμεσα τους που να μην είχε ειπωθεί.
"Έλα.. φτάνει" της φώναξε μαλακά "Ήρθε η ώρα να πατήσεις στη στεριά δε νομίζεις;" Η Αρετή γύρισε και του χαμογέλασε.
"Και για πες μου , πως θα βγω στη στεριά που δεν έχω πράμα να φορέσω;"
"Πράμα;" επανέλαβε εκείνος και γέλασε δυνατά "Νομίζω η πολύ παρέα με το παπά Μανώλη, σε χάλασε. Άκου εκεί πράμα!" σχολίασε σαν μίλησε όπως μιλάνε στο χωριό. Η Αρετή του πέταξε λίγο νερό και έπειτα άρχισε να περπατάει προς τα έξω. "Βασικα μείνε εκεί που είσαι..." ο Ορέστης έκανε να βγάλει τη ζώνη του κι εκείνη τον έβρεξε ακόμα πιο πολύ.
"Ούτε να το σκέφτεσαι! Ήδη κρυώνω αρκετά! Μα το νερό είναι ζεστό για αυτό δε βγαίνω" ο Ορέστης στραβομουτσουνιασε και έκλεισε πάλι τη ζώνη. Έπειτα κοίταξε δεξιά και αριστερά και γέλασε.
"Έλα. Θα βάλεις τη μπλούζα μου, ούτως ή άλλως σαν φόρεμα σου είναι. Θα πιάσουμε το πίσω δρομο και θα μπεις στο σπίτι χωρίς να πας πάρει χαμπάρι κανένας!"
Έτσι και συμφώνησε...
Σαν να ξαναγεννήθηκαν και οι δύο, έδειχναν τόσο ευτυχισμένοι...
Θαρρείς και όλα τους τα προβλήματα είχαν εξαφανιστεί μονομιάς...
Η Αρετή βγήκε , ο Ορέστης την "έντυσε" χωρίς να σταματήσει λεπτό να τη πειράζει κι ύστερα κίνησαν για το χωριό...
**********************
Σέρβιρε μια κούπα με κρασί στον εαυτό του , τη σήκωσε και την άδειασε μονοκοπανια. Είχε ήδη κλειδώσει τις πόρτες. Κοίταξε την εικόνα της Παναγίας, έπειτα το τρούλο και όλα όσα είχε δημιουργήσει με τα χέρια του σε εκείνο το μέρος και έβαλε ακόμα μια κούπα κρασί. Σαν ήπιε και το δεύτερο , υποβασταζομενος πάντα από τη μαγκουρα του, περπάτησε ως την εικόνα. Έσκυψε με δυσκολία και γονάτισε.
"Αν πιστεύεις πως αμάρτησα τόσο πολύ, πάρε εμένα. Μα μη δώσεις άλλο πόνο σε αυτά τα παιδιά... Κρίμα είναι... Κανένας δεν είναι αναμάρτητος κι αυτή είναι η δουλειά σου... Να συγχωρείς..."
Ο παπά Μανώλης ήταν τόσο ευτυχισμένος σαν είδε πως επέστρεψαν μα και τη κατάληξη που είχαν μα εκείνος ο φόβος μεγάλωσε στα σωθικά του. Ένιωθε πως η ευτυχία ήρθε πολύ ξαφνικά για να μείνει και τα μάτια του είχαν δει τόσα πολλά που πλέον φοβόταν. Τόσο ο Ορέστης όσο και η Αρετή έλαμπαν...
Τους έδωσε τα γράμματα , τους ενημέρωσε πως ο Γιώργης έφυγε και έπειτα χωρίς πολλά πολλά , αποσύρθηκε και τους άφησε μόνους.
*************************
"Συγγνώμη που δεν έμεινα να σε αποχαιρετήσω, μα είσαι έξυπνη γυναίκα και καταλαβαίνεις... Ίσως κι εγώ, τόλμησα πολύ. Το ίδιο θα έκανα στη θέση του Ορέστη. Απλώς άργησα να καταλάβω τι συμβαίνει ... Ή απλώς, έκαμα να στραβά μάτια θέλοντας να αγγίξω λιγάκι την ευτυχία. Φεύγω γιατί έτσι πρέπει.
Τούτο το μέρος είναι γεμάτο νόμους Αρετή... Και όλοι είναι άγραφοι. Νόμοι παντελονατοι... Έχουν βάση τη τιμή. Και η δική μου τούτη την ώρα, με θέλει μακριά... Σου εύχομαι μέσα από τη καρδιά μου να είσαι ευτυχισμένη. Και βγάλε αυτά τα μαύρα... Δε νομίζω να σου χρειάζονται πια...
Ίσως όταν ξανάρθω στο χωριό , να έχω κι εγω δύο τρία κουτσουβελα και μια γυναίκα πλάι να με ολοκληρώνει.. Δεν ήταν το γραφτό μου ακόμα...
Πρόσεχε τον... Για σένα ζει...
Γιώργης...."
*********************
"Ένα ρημαδι μήλο είχε μείνει σε εκείνο το καταραμένο δέντρο...
Μαλώναμε για το ποιος θα το φάει... Εγώ ήθελα να το πάρεις εσύ, εσύ ήθελες να το πάρω εγώ και καταλήξαμε μέσα στα αίματα... Παίξαμε μπουνιές, κλωτσιές, σφαλιάρες...
Και τελικά το μήλο έπεσε και το έφαγε το άλογο σου ... Ωραίες εποχές. Αγνες. Εποχές που δε θα ξεχάσω ποτέ...
Συγχωρα με που την άγγιξα...
Να τη προσέχεις...
Γιώργης. "
Ο Ορέστης έκλεισε το γράμμα. Το έβαλε στη τσέπη και ήπιε μια γουλια ρακί. Δεν υπήρχε κάτι παραπάνω για να ειπωθεί προς το πρόσωπο του από το Γιώργη. Εκείνη η μέρα, ηταν μια μέρα που κανένας δε ξέχασε... Αγαπιοντουσαν τόσο, που κανένας δεν έτρωγε το μήλο. Αν και πεινούσαν αφού ήταν όλη μέρα στα κτήματα, κοίταξαν πρώτα το στομάχι ο ένας του άλλου παρά το δικό τους.
"Μια τιμή την έχω ρε μαλακά ! Τι θα πω στο πατέρα αν σε πάω σπίτι νηστικό! Τρωγε!"
"Εσύ θα το φας!, Εγώ είμαι άντρας! Αντέχω!"
"Και τώρα τι κατάλαβες που γίναμε μέσα στα αίματα ;"
"Πλάκα είχε..."
"Ναι αλλά δεν έχουμε μήλο...!"
"Γιώργη; Αν μεγαλώσουμε και δε πεθάνουμε στη προσπάθεια, στο ορκίζομαι να πάω πίσω αν δω ότι γουστάρεις καμία από δαυτες..."
"Τώρα αυτό που κολλάει ρε;"
"Αν κάναμε έτσι για ένα μήλο, αναρωτιέμαι αν θα κάναμε το ίδιο και για γυναίκα... Πάντως εγώ, αν έβλεπα ότι αγαπάς, θα την άφηνα και θα έφευγα. Τέτοια τιμή την έχω!"
"Ορέστη πάψε με τις μαλακίες ! Σιγά μη θέλαμε ποτέ ίδια γυναίκα! Εσύ τη θες υποταγμένη και εγώ τσαχπινα! Μη νοιάζεσαι. Δεν κινδυνεύουμε εμείς! Μα στα παντελόνια μου κι εγώ , στο ορκίζομαι πως θα έκανα πέρα ρε μαλάκα. Έτσι γιατί σ'αγαπαω!"
Θύμησες... Λόγια και στιγμές...
Είχανε ζήσει τόσα πολλά...
"Σίγουρα θέλεις να μείνεις;" ξάφνου φάνηκε η Αρετή από τον επανω όροφο κι εκείνος της γλοκογελασε... Της ζήτησε να διαβάσει το γράμμα της μόνη, και θα έκανε κι αυτός το ίδιο. "Δεν έχεις πάει από χθες στο σπίτι και..."
"Και μη νοιάζεσαι... Είναι εκεί ο Λευτέρης. Ελπίζω μόνο να μη μας είδε σε τίποτα περίεργα" η Αρετή γέλασε τόσο δυνατά με το ύφος του. Είχε κοκκινησει ολόκληρος.
Κατέβηκε κάτω, τον αγκάλιασε από πίσω και εναπόθεσε το κεφάλι της στον ώμο του. Ήταν τόσο όμορφα... Σαν να ζούσαν μαζί... Το τζάκι έκαιγε, η ατμόσφαιρα μύριζε σπιτικό, και είχε στα χέρια της όλα όσα ήθελε...
"Αρετή;" της είπε έπειτα από λίγο και πιάνοντας τη, την έβαλε να καθίσει στα πόδια του. "Θέλω να μου ορκιστείς κάτι..." ζήτησε απαλά κι εκείνη τον κοίταξε σκεπτική. "Αν ποτέ πεθάνω..."
"Ωχου μωρέ Ορέστη!!! Τι λόγια είναι τώρα αυτά!"
"Άσε με να τελειώσω..." εκείνη κατσουφιασε μα τον άφησε. "Αν ποτέ πεθάνω, θέλω να φύγεις από δω... Να πας κάπου που θα είσαι ασφαλής... Μου το υποσχεσαι;"
"Γιατί εδώ δεν είμαι; Και εκτός αυτού, μη λες τέτοια λόγια ! Γιατί πρέπει να χαλάσουμε τις καρδιές μας..."
"Αρετή! Υποσχεσου μου!" επέμεινε κι εκείνη αναστεναξε...
"Αν ποτέ πεθάνεις, θα μείνω εδώ. Πλάι σου να σε φροντίζω...κι αν έρθει η ώρα μου η κινδυνεύω , τότε θα έρθω να σε βρω.... Δε θα το άντεχα να ζήσω χωρίς εσένα Ορέστη... Δε μπορώ να ανταπεξέλθω... Και ούτε μπορώ να πάρω τέτοιο όρκο... Πως να φύγω όταν εσύ θα βρίσκεσαι εδώ μου λες;"
"Είσαι τόσο ξεροκέφαλη..." σιγομουρμουρισε ήρεμος κι εκείνη τον αγκάλιασε.
Κάτι που κανένας δεν ήξερε για τον Ορέστη, ήταν πως η Αρετή ήταν το αδύνατο του σημείο... Μα τώρα, όλα θα άλλαζαν... Όλοι θα μάθαιναν... Και κάπου εκεί στο βάθος της χαράς του, υπήρχε ακόμα ο φόβος. Την αγαπούσε τόσο, που δεν θα άντεχε να του πάθει τίποτα. Ίσως αυτό έπρεπε να κάνει τελικά. Ανακωχή. Να φέρει τη νηνεμία...
❤️❤️❤️❤️🖤🖤🖤🖤🖤🖤
(Αισθάνομαι λιγάκι νυσταγμενη σήμερα οπότε δε ξέρω αν καταφέρω να βάλω κι άλλο. Σας φιλώ...)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top