Κεφάλαιο 51°
Μύριζε υγρασία το χώμα. Αλλά ήταν από εκείνες τις στιγμές που σε γεμίζουν με όμορφα συναισθήματα. Όταν μετά τη καταιγίδα νιώθεις τη γαλήνη. Το ξημέρωμα τους βρήκε γυμνούς να κοιμούνται αγκαλιά κάτω από ένα φυσικό σκέπαστρο που έφτιαχναν οι βράχοι της λίμνης. Σαν έφτασε ο έρωτας τους στο ζενίθ και ενώθηκαν ως το τέρμα, εκείνος τη πήρε αγκαλιά και τη κατέβασε κάτω από το γκρέμνι. Την εχωσε μέσα σε εκείνη τη μικρή σπηλιά και τη ξαναέκανε δική του. Δεν χορταινε με τίποτα . Σαν να ένιωθε ότι ήταν ψέμα και ήθελε να το κάνει να κρατήσει περισσότερο.
Ο Ορέστης ήταν ο πρώτος που ξύπνησε.
Ετριψε λίγο τα μάτια του και έπειτα σαν την ένιωσε ξαπλωμένη πλάι του, άρχισε να φέρνει τις θύμησες τη μια μετά την άλλη στο μυαλό του. Το γκρέμνι, τη βροχή, την εξομολόγηση, το βλέμμα της σαν κρεμόταν κι εκείνος τη κρατούσε, τα λόγια της... Το κορμί της... Όλη τη ζεστασιά που του προσέφερε και ζωνταψε εκείνο το νεκρό πράμα που κατηντησε το τελευταίο διάστημα.
Δίχως να κουνηθεί έμεινε να τη παρατηρεί. Τα χείλη της ήταν κόκκινα από τα ρουφηγματα και τα δαγκώματα του. Τα μάγουλα της είχαν ένα γλυκό ροδαλο χρώμα , και τόσο ο λαιμός όσο και το δέρμα γύρω από τα στήθη της, ήταν γεμάτο μελανιές και κοκκινίλες...
Είδε τις ρώγες της να σκληραίνουν και αντιλήφθηκε πως κρύωνε μέσα στον ύπνο της. Μόνο που όλη αυτή η εικόνα αντι να του ξυπνήσει τη συναίσθηση για το που βρίσκονταν και τη κατάσταση τους, τον άναψε ολόκληρο.
Χάιδεψε απαλά τη κοιλιά της, έπειτα φίλησε τη ρώγα της και πέρασε τη γλώσσα του γύρω από τα σημάδια που της είχε αφήσει τη προηγούμενη νύχτα. Εκείνη κουνήθηκε και έτσι όπως ξάπλωσε ανάσκελα ήταν σαν να του έδινε βουβά τη συγκατάθεση της. Μουγκρισε μέσα στον ύπνο της και εκείνος πήρε φωτιά.
Άνοιξε απαλά τα πόδια της , σκαρφάλωσε ελαφρώς προς τα πάνω της και εχωσε το κεφάλι του μέσα στο λαιμό της.
"Ορέστη..τρελάθηκες;" του ψιθύρισε σαν ξύπνησε
"Σσς...μη μιλάς..." απάντησε σιγανα και έπειτα κατέβασε το χέρι του ανάμεσα στα πόδια της. Σαν να την απειλούσε, ξεκίνησε να κατεβαίνει από το μπούτι, ώσπου έφτασε στα χείλη του αιδοίου της και τα χάιδεψε. "Πεινασμένος αισθάνομαι... Συγχωρα με μα δε μπορώ να μη σ'αγγιξω.." στο τελείωμα του, πίεσε ένα δάχτυλο μέσα της κι εκείνη κύρτωσε το κορμί σαν προς τα πίσω.
Το όνομα του βγήκε μέσα από τα χείλη της ξεψυχισμενα και εκείνος σφραγίζοντας τα με ένα φιλί εισχώρησε και δεύτερο δάχτυλο. Όσο εκείνη σπαρταρουσε στα χέρια του άλλο τόσο του ανέβαινε η τρέλα στο κεφάλι. Σαν ένιωσε στα χέρια του τη κάψα του κορμιού της , τα τράβηξε. Ξάπλωσε πλάι κι εκείνη χωρίς καν να της το ζητήσει σκαρφάλωσε πάνω του. Ανασηκωσε τόσο όσο έπρεπε τη λεκάνη της για να έρθει σε επαφή με το σκληρό του μόριο και έπειτα το άφησε να βυθιστεί μέσα της βγάζοντας ένα επιφώνημα απόλαυσης.
Έμοιαζαν σαν να προσπαθούσαν να κερδίσουν όλες εκείνες τις στιγμές που τους στέρησαν τα λάθη...
Και αυτό έκαναν...
************************
Τα σύννεφα ήταν ακόμα διάσπαρτα στον ουρανό μα ο ήλιος που κρυβόταν από πίσω, προμήνυε πως δε θα έχει άλλη βροχή. Είχε πάει έξι το πρωί. Ελάχιστοι είχαν ξυπνήσει έπειτα από το χθεσινό γλέντι και τόσο πιοτό. Μα κι αυτοί τριγύριζαν ζαλισμενοι ίσα για να πάνε στις δουλειές τους.
Ο παπάς μάζεψε τα λιωμένα κεριά , καθάρισε το χώρο και έπειτα βγήκε έξω για να χτυπήσει τη καμπάνα. Μα δε πρόλαβε...
Είδε το Γιώργη να πλησιάζει με το σάκο του, και κατάλαβε αμέσως.
"Αντίο παπά Μανώλη..." είπε κι εκείνος το κοίταξε καλά καλά και χαμήλωσε το βλέμμα απογοητευμένος. Το χείλος του ήταν ακόμα πρησμένο, το μάτι του μελανό και ένα σκισιμο κοσμούσε το μάγουλο. Είχε πλυθεί βέβαια και αυτό φαινόταν αλλά και πάλι, φανέρωνε πως πέρασε μεγάλη ταραχή το βράδυ.
"Φεύγεις..." αποκρίθηκε σιγανα ο παπά Μανώλης. "Λυπάμαι γιε μου..."
Και όντως λυπόταν. Μα δεν είχε τίποτα άλλο να του πει έτσι όπως ήρθανε τα πράγματα. Κι εκείνον τον πονούσε μα ήξερε πως αυτή η φυγή, ήταν για το καλό όλων.
"Δε βαριέσαι..." Χαριτολογησε ο Γιώργης μα όσο κι αν εγελασε, έκρυβε πίκρα στη φωνή του "Δεν έκαμα εξ αρχής για το χωριό. Θα κατέβω στα Χανιά και θα τη βρω την άκρη μου"
Ο Γιώργης έστρωσε το σάκο στον ώμο και πριν διαβεί την έξοδο του χωριού, πλησίασε κρατώντας δύο γράμματα στα χέρια.
"Δώσε αυτό, στον αδερφό μου... Μη πεις πράμα παραπάνω . Θα το διαβάσει μόνος" ο παπάς έκανε μια γκριμάτσα λύπης "Δεν ήξερα... Αν ήξερα δε θα άπλωνα βλέμμα αλλά.. άστα αυτά τωρα. Και αυτό... Δώσε το σε εκείνη" είπε και του άφησε τα γράμματα στο χέρι.
"Να προσέχετε... Ίσως καμία μερα κατέβω πάλι στο χωριό, αλλά αυτή τη φορά με παρωπιδες..." Σχολίασε χαμογελαστός μα το παπά δεν τον ξεγέλασε... Ειχε πικραθεί πολύ. Γι αυτό και έφευγε χωρίς να περιμένει. Ο Γιώργης διάλεξε όπως ήρθε έτσι και να φύγει και καταβαθος αυτό ήταν το σωστό στα μάτια του παπά. Το χωριό δε θα τους χωρούσε και τους δύο. Όχι γιατί δε θα τα έβρισκαν μα καταβαθος ο Γιώργης, έτρεφε αληθινά αισθήματα για την Αρετή. Κι αυτό ήταν αρκετό.
"Αμε στο καλό και ο Θεός μαζί σου..." τον αποχαιρέτησε ο παπάς κι εκείνος τράβηξε το δρόμο του γυρισμού...
**************************
"Που είναι ο Ορέστης;" ρώτησε η Άννα κατεβαίνοντας από τη κάμαρη της.
"Είχε δουλειά..." Απάντησε ξερά ο Στυλιανός ο οποίος είχε μιλήσει με το Λευτέρη το πρωί.
"Τι δουλειά;" συνέχισε εκείνη μα ο Στυλιανός ρουφηξε λίγο από τον ελληνικό που του έφτιαξε η Μαρουσό το πρωί και έπειτα σηκώθηκε. Έδειχνε διαφορετικός στα μάτια της. Βέβαια δεν είχαν ποτέ κακές σχέσεις αλλά κάτι επάνω του ήταν διαφορετικό.
"Στυλιανέ! Είναι η μάνα σου και απαιτώ...." στο απαιτώ που ξεστομισαν τα χείλη της, ο Στυλιανός ξέχασε πως ήταν μάνα του και γύρισε προς το μέρος της. Τη γραπωσε από τα μπράτσα και την έσπρωξε με τέτοια δύναμη πάνω στη τραπεζαρία που όλα τα γυαλικά που είχε πάνω κουνήθηκαν συθέμελα.
"Πως τολμάς!"
"Πάψε! Πάψε για ήντα θα βγάλω το όπλο μου και θα σου τιναξω τα μυαλά στον αέρα!" της φώναξε έξαλλος μα σαν ειδε τη Μαρουσό που προφανώς άκουσε τις φωνές να μπαίνει μεσα την άφησε. "Τράβα μέσα εσύ!" είπε και η νεαρή υπηρέτρια έτρεξε δίχως άλλο στη κουζίνα.
"Φρόντισε να μη μάθει ο Ορέστης ποτέ για τα καμώματα σου με το Στρατή. Για θα το μάθει... Κι αν θα μάθει και πως βρέθηκε το σαρίκι πραγματικά στα χέρια του, θα σε καθαρίσει..."
Η Άννα χλωμιασε...
"Τι είναι αυτά που λες! Δε ντρέπεσαι;" του έβαλε τις φωνές μα εκείνος σημασία δεν έδωσε. Έβγαλε από τη τσέπη δύο κομμάτια χαρτί και έπειτα άρχισε να διαβάζει...
"Σήμερα άφησα το φούρνο και κατέβηκα στο λόφο. Η μάνα μου έφτανε για να βγάλει τα ψωμιά. Είδα το χαμόσπιτο και θυμήθηκα να λένε ιστορίες για τη τρελή γριά που έμενε εδώ και κάηκε ζωντανή. Μπήκα και βρήκα τούτο εδώ το τετράδιο... Δεν ξέρω τι να κάνω ύστερα από όσα διάβασα... Η Άννα είναι φίλη μου και με αγαπάει. Ίσως αν της μιλήσω , να καταλάβει και σταματήσει επιτέλους τη τρέλα αυτή και το μίσος..."
Ο Στυλιανός έκανε μια παύση και ύστερα διάβασε τη δεύτερη σελίδα
"Μετά βίας κατάφερα και το έσκασα. Έτρεξα και ήρθα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Σαν είδα την Άννα με το Στρατή στο κτήμα τρελάθηκα. Εκείνη με είδε μα δεν έκανε κίνηση. Σαν να με άφηνε να παρακολουθώ. Θεέ μου βοηθά... Τούτη η γυναίκα είναι διαβολεμενη. Της είπα όσα διάβασα και εκείνη με όρκισε να μη πω κουβέντα σε κανένα χθες καθως ερχόταν ο γάμος της... Να μη χαλάσει. Μα αυτό που είδα σήμερα... Ξέρω πως έρχεται εδώ. Ίσως αν τρέξω να προλάβω τα μαντάτα στη μανα μου όλα να τελειώσουν. Τη χαζή που είμαι... Έπρεπε να πάω στο φούρνο!κι αυτό θα κάνω. Θα κρύψω τούτο εδώ το πραμα και θα πάω να τα πω όλα! Σε όλους!"
"Η Καλλιόπη της φουρναρισσας, βρέθηκε από όσο θυμάμαι και άκουσα νεκρή... Γλίστρησε καθώς έτρεχε στο φούρνο και έπεσε πάνω σε μια κοτρώνα... Έκτοτε κακογερασαν δίχως να κάνουν άλλα παιδιά..." αποκρίθηκε ο Στυλιανός σαν τελείωσε... "Τούτες εδώ τις σελίδες , τις βρήκα κρυμμένες στο δωμάτιο της Μαρίας χθες όταν τη γύρισα σπίτι. Δεν ξέρω πως βρέθηκαν στα χέρια της κι αν ήθελε να σε προστατέψει μα την είχε πειράξει το κρασί και κοιμόταν σαν την ανέβασα πάνω"
Η Άννα έστεκε έντρομη
"Δεν είναι αυτό που ...."
"Βούλωσε το !!!! Με το Στρατή; Δεν ξέρω που τα βρήκε αυτά η Μαρία αλλά θα μάθω σύντομα. Όσο για εσένα, φρόντισε να μη μάθει τίποτα ο Ορέστης γιατί θα σε σφάξει!" Ο Στυλιανός άνοιξε τη πόρτα αλλά σταμάτησε "Για να μην είσαι και περίεργη..." άρχισε να της λέει "Ο Ορέστης πέρασε τη νύχτα με την Αρετή στο φαράγγι.! Βλέπεις; Ο κόσμος θέλει να αγαπήσει κι εσύ σπέρνεις το μίσος! Μα έννοια σου... Είσαι τυχερή που τα βρήκα εγώ... "
Ο Στυλιανός κοπανησε δυνατά τη πόρτα και εκείνη έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας...
❤️❤️❤️❤️❤️❤️🖤🖤🖤
(Μαύρες καρδούλες υποδηλώνουν ένταση/ τσακωμό/ λύπη/ θανατο/ καυγά 😋 για τα επόμενα ... Όσο πιο πολλές τόσο πιο έντονο μου βγαινει ένα κεφάλαιο🤭🤭🤭)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top