Κεφάλαιο 50°


Οι φλέβες γύρω από το λαιμό είχαν πρηστεί και έμοιαζαν σαν  να 'ταν έτοιμες να σπάσουν και να αφήσουν το αίμα τους να γίνει  ένα με το υπόλοιπο πρόσωπο. Ο Ορέστης είχε γίνει κατακόκκινος από τη δύναμη που κατέβαλε.

Κρατούσε το καρπό της σφιχτά σαν να ήταν ότι πιο πολυτιμότερο έχει κι εκείνη ανήμπορη να βγάλει φωνή, κρεμόταν σαν ένα κλαράκι που ήταν έτοιμο να τσακιστει.

Όσο περισσότερη κόντρα έβαζε στο χώμα, άλλο τόσο ήταν σαν να τον έσπρωχναν τα πετραδάκια. Η βροχή που έπιασε έδειχνε να δυναμώνει και εκείνος άρχισε γλιστράει.

Η Αρετή σαν είδε πως το κορμί του ερχόταν πιο κοντά, προσπάθησε να κουνηθεί και η όραση της από τις ψιχαλες θόλωσε.

"Θα σκοτωθείς..." του είπε έτοιμη να χάσει τις αισθήσεις απο την ένταση  μα εκείνος έβγαλε μια δυνατή βοή μέσα από τα στήθη και παίρνοντας το ρίσκο, άπλωσε και το άλλο χέρι . Έβαλε οση  ψυχή του  είχε απομείνει και ταυτόχρονα με μια δυνατή βροντή,
την έβγαλε από το γκρέμνι ουρλιάζοντας.

Εχανε το φως της και εκείνος το έβλεπε. Μα ήξερε... Ήξερε πως η μοίρα του αν δε κατάφερνε να τη κρατήσει, θα ήταν να πέσει μαζί της...

Σαν την τράβηξε εντελώς, την έκλεισε μέσα στα στήθη του. Πήρε κυριολεκτικά το κεφαλι της αγκαλιά και το βάλε επάνω στη καρδιά του θέλοντας να τη προφυλάξει τόσο από τη καταιγίδα μα κι από τον εαυτό της...
"Θέλεις να με σκοτώσεις; Ήντα είναι αυτά που κάμεις..." αποκρίθηκε με ένα παράπονο στα χείλη "Μια τρίχα από το κεφάλι σου αν πείραζα...Εγώ ο ίδιος θα έκοβα τα χέρια μου , μα εσύ με φοβάσαι..." Και δεν είχε κι άδικο ύστερα από τις εκρήξεις που της είχε προσφέρει ουκ ολίγες φορές.
"Δεν ήθελα πολύ ούτε κι εγω...  μόνο να σε νιώσω με τη σειρά μου,  για μια στιγμουλα σαν με κοιτούσες... Σαν ήρθες κοντά και άπλωσες τα χέρια σου πάνω μου... " της είπε αφήνοντας υπονοούμενο ότι την είχε ακούσει εκείνη τη μέρα στο οινοποιείο. Η γλώσσα του άρχισε να λαλά μονάχη της. Λίγο ο φόβος της απώλειας...
Λίγο ο πόνος και μόνο της ιδέας...
Το κρασί... Το θολωμένο του μυαλό...
Ο Ορέστης άρχισε να παραληρεί δίχως να σκέφτεται τιποτα.
"Στάλα δεν έπαψα... Στάλα... Μα πόνεσα σαν άκουσα πως με ήθελες νεκρό...Γιατί πόνεσα; Γιατί ήξερα πως στο τέλος, ακόμα κι αν έστεκα σαν εχθρός, ήμουν διατεθειμένος να θυσιάσω τον εαυτό μου για να είσαι εσύ ευτυχισμένη. Να σε αφήσω να με σκοτώσεις για να χαμογελάς...
Και πίστεψέ με... πονάει..."

Η Αρετή μάζεψε τα δάκρυα που έτρεχαν ποτάμια και ανασηκώθηκε.

"Πως μπορείς να λες ότι σε ήθελα νεκρό; Εγώ; Εγώ που..." Κομπιασε και λέξη δεν βγήκε. Ο Ορέστης τη κοίταξε πληγωμένος μα κατέβασε το κεφάλι από ντροπή. Και μόνο σαν ήρθαν τόσο κοντά και έμειναν μόνοι μπόρεσε η αλήθεια να φανεί. Τώρα κατάφερε και δικαιολόγησε εν μέρη κάθε του πράξη.
"Ζήλεια;" Του είπε σαστισμένη κι έτσι όπως ήταν καθισμένοι κάτω και οι δύο, πήρε λίγη απόσταση και έμεινε στα γόνατα της. "Αυτό ήταν; Με αυτό το κίνητρο έσπειρες μέσα μου το φόβο;" τον κοιτούσε μα εκείνος το κεφάλι δεν το ανέβαζε. "Πες μου γαμωτο σου!!! Πες μου!" Η Αρετή κοπανησε τις γροθιές της στο στήθος του κι εκείνος σαν σήκωσε κεφάλι, την έπιασε από τους καρπούς και τη τράβηξε με μανία πάνω του.
Έσκασε τα χείλη του στα δικά για μια μόνο στιγμή και έπειτα κρατώντας την ακόμα σφιχτά, ένωσε τα κούτελα τους.

"Σαν τον είδα να σου χορεύει... Τα έχασα όλα... Γονάτισε μπροστά στα πόδια σου, κι εγώ ο δειλός δε τα κατάφερα... Τη γλώσσα ήθελα να του κόψω σαν μίλησε για σένα... Σαν σήκωσε και μόνο το βλέμμα του πάνω σου. Ναι! Αν αυτό θέλεις να ακούσεις , τότε ναι! Ζηλεύω!" της φώναξε και χωρίς να περιμένει να ακούσει απάντηση, την κράτησε από τα μάγουλα και συνθλιψε για δεύτερη φορά τα χειλη του με τα δικά της. Μόνο που τούτη η φορά ήταν διαφορετική...

Σαν να αποφασισε ο πόνος να σύρει το χορό με την αγάπη, εκείνη ανταποκρίθηκε... Δεν τους ενδιέφερε το γεγονός πως έβρεχε καταρρακτώδως.
Τα χείλη της άνοιξαν, καλωσόρισαν τη γλώσσα του και ο πόθος γιγαντώθηκε μονομιάς. Ο Ορέστης έτσι όπως ήταν καθισμένος, έβαλε τα χέρια του στη μέση της και τη σήκωσε ολόκληρη τοποθετώντας τη πάνω του. 
Η Αρετή πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και έπινε αχόρταγα φιλί το φιλί, σαν διψασμένη που βρήκε όαση.

Λεπτό δεν σταμάτησαν ούτε για να πάρουν ανάσα. Δε χωρούσε διακοπή. Ο Ορέστης βάθυνε το φιλί και κατεβάζοντας τα χέρια του στο φόρεμα της το έπιασε από το άνοιγμα που είχε στο στήθος και το έκανε δύο κομμάτια. 

"Να σε κάνω δική μου, κι ύστερα ας πεθάνω.." βογγηξε κατεβαίνοντας, και ρουφωντας  δυνατά το δέρμα της στο ύψος του  λαιμού, άφησε  το σημάδι του πάνω της.

Μην αντέχοντας άλλο , τη σήκωσε ελαφρά και τη ξάπλωσε πάνω στα λασπωμένα χώματα. Έπιασε ότι κουρέλι κατάφερε και στάθηκε πάνω στο κορμί της από εκείνο το φόρεμα, και άρχισε να τη γδυνει.

Από μακριά έδειχναν σαν δυο θηρία που πάλευαν για τη κυριαρχία μα ο Ορέστης βγήκε νικητής. Οι ορμές της Αρετής ήταν κι εκείνες πολλες μα δε την άφησε τα πάρει τα ηνία. Γραπωσε τις παλάμες της με το ένα χερι, τις έσυρε ψηλά από το κεφάλι, και με το άλλο, της άνοιξε τα πόδια. Χώθηκε ανάμεσα και λίγο πριν μπει μέσα της σταμάτησε.

"Πες το μου... Θέλω να το ακούσω..." ζήτησε λαχανιασμενος. Δεν είχαν νόημα οι λέξεις που θα χρησιμοποιούσε και ούτε τον ένοιαζε τι θα του πει. Ήθελε απλά να εισπράξει την ουσία τους...

"Δεν έχω λόγια να σου πω...
Όλα είναι λίγα..." του απάντησε ξεπνοη και εκείνος όρμησε στα χείλη της φιλώντας τα παθιασμένα. Λεπτό δεν άφησε τα δύο της χερια . Τα κρατούσε και απολάμβανε κάθε τους στιγμή ώσπου σαν ώθησε τον εαυτό του μέσα της, εκείνη βογγηξε δυνατά. Τόσο που ακόμα και τα μπουμπουνητα επισκιάστηκαν απο τον ήχο της. Ο Ορέστης χαμήλωσε το κεφάλι στο λαιμό, απελευθερώνοντας τα χείλη της , κόλλησε το ελεύθερο χέρι του πάνω στο μπούτι της και άφησε το στόμα του, να ρουφήξει το υγρό της στήθος της.

Οι αναστεναγμοί της, δεν έμοιαζαν με καμίας άλλης γυναίκας που πήγε.
Προκαλούσαν φρένιασμα στο μυαλό του. Έχανε την αυτοσυγκράτηση του και το έβλεπε. Σαν ένιωσε τα καυτά υγρά της να τον καίνε από μέσα, θόλωσε από ηδονή.
Αύξησε ταχύτητα και παραδόθηκε στους ήχους του κορμιού της...
Ήταν εξτασιασμενος τόσο από σωματική απόλαυση όσο και ψυχική και ο τρόπος με τον οποίο την έκανε δική του, όχι πως ήταν ήρεμος εξ αρχής μα πλέον είχε αγριεψει. Έπιανε, εσφιγγε, δάγκωνε και διεκδικούσε κάθε σπιθαμή της αχόρταγα.

Κι εκεί... Εκεί που κάποτε γράφηκε ιστορία με αίμα, ξεκίνησε μια καινούρια...

Μα έτσι έκανε και ο Σήφης τη Μαριώ...
Την έκανε δική του σε εκείνα τα χώματα, κι ύστερα την έχασε...
Του φύγε σαν το πουλί στον ουρανό παίρνοντας μαζί της, το σπόρο της αγάπης τους για παρηγοριά...

Πόσο άλλαζε τελικά η ιστορία;
Και πόσο το πεπρωμένο;

Κανένας δεν ήξερε από τους δύο...
Το μόνο που ήξεραν ήταν πως επιτέλους, είχανε γίνει ένα...
Κι ανάθεμα σε όποιον θα έστεκε ανάμεσα τους...

           **********************

Ο Γιώργης κρατούσε το πάγο πάνω στο μάτι, σιωπηλός.  Ο παπάς από την άλλη κοιτούσε συνεχώς προς τα έξω για κάποιο σημάδι του Λευτέρη ενώ κανένας άλλος δε κατάλαβε πράμα στο χωριό. Με τη βροχή να πέφτει μανιασμένα εκείνοι ανέβασαν τα σκέπαστρα και συνέχιζαν το γλέντι.

Ο παπά Μανώλης πετάχτηκε από τη καρέκλα σαν άκουσε τη πορτα να χτυπά.

Άνοιξε τη πόρτα της εκκλησίας, και είδε το Λευτέρη μούσκεμα από πάνω μέχρι κάτω να στέκει σοβαρός.

"Λέγε ! Ήντα βρήκες; Πες μου να χαρείς μια καλή κουβέντα για δε θα αντέξω ο καψερος..."  Ο παπά Μανώλης έμαθε από το Γιώργη κάποια πράγματα μα η αφήγηση σταμάτησε στο σημείο που έπεσε αναίσθητος. Ούτε ο θεός ο ίδιος μπορούσε να ηρεμήσει το παπά ξέροντας πως η Αρετή έφυγε προς το δάσος με τον Ορέστη πίσω της.

Μα τι να έλεγε και ο καημένος ο Λευτέρης ύστερα από όσα αντίκρυσε που ντρέπονταν ακόμα και λέξη να ξεστομίσει.

"Λευτέρη!!!" ο παπά Μανώλης χτύπησε τη μαγκουρα κάτω κι εκείνος φάνηκε να χαμογελάει. "Γελάς ρε κουζουλό; Για ήντα το 'χασες κι εσυ;"

"Τελείωσε παπά Μανώλη!!! Τελείωσε!!!' Φώναξε αξαφνα και χωρίς να λογιζει ,όρμησε και τον αγκάλιασε χοροπηδώντας...

❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top