Κεφάλαιο 49°

Έλεγαν πως οι νύμφες, έτρεχαν τις νύχτες μέσα στα φαράγγια τόσο γρήγορα που ανθρώπινο μάτι δεν τις έπιανε στο βλέμμα του. Έτρεχαν και γελαγαν με εκείνους που προσπαθούσαν να τις πλησιάσουν.
Έτσι έτρεχε και η Αρετή...
Μόνο που εκείνη δε γελαγε...
Εκείνη άφηνε το πόνο της να βγαίνει σαν ανατριχιαστική κραυγή στην σιωπή του φαραγγιού.

Χόρτα, τσουκνίδες και αγκάθια έσκιζαν τα πόδια της μα εκείνη ούτε που ένιωθε το πόνο. Τι άλλο έμενε πια για να νιώσει όταν ακόμα και ο πόνος ήταν λίγος σαν συναίσθημα;
Η Αρετή έτρεχε από φόβο. Φόβο για όσα ένιωθε . Φόβο για όσα είδε. Εκείνα τα μάτια του Ορέστη, έμοιαζαν με πύλες της κόλασης. Σαν να αποδέχθηκε το ριζικό του και δώρισε τον εαυτό του στο διάολο. Σαν να ήταν δύο φονικά εργαλεία εκείνα τα χέρια του που κάποτε σκούπισαν απαλά το δάκρυ από τα μάτια της. Εκείνα που τη κράτησαν δείχνοντας της πως δεν έπρεπε να φοβάται κανένα και τίποτα.
Αυτά τα χέρια φοβόταν...

Η καρδιά της ήταν έτοιμη να ξεσκιστει από τα στήθη όταν πια έφτασε στο ξέφωτο και αντιλήφθηκε πως δεν είχε άλλο δρόμο για να τρέξει.
Έστεκε ακριβώς στην άκρη. Λίγο πριν το γκρέμνι που οδηγούσε στο καταρράκτη τις λίμνης.. Σε εκείνο το γκρέμνι που επισφράγισαν τη μοίρα τους, τόσο η Μαριώ, όσο και το Κατερινιω...
Από εκείνο το γκρέμνι, που τσακίστηκε και ο Μάριος... Εκείνο το καταραμένο μέρος που έμοιαζε με συλλέκτης ψυχών.

Κόλλησε το βλέμμα της μέσα στα θάμνους που έμοιαζαν σαν να τη κορόιδευαν και τους είδε να κουνιούνται. Κοίταξε δεξιά και αριστερά και ύστερα πίσω της. Δεν είχε που να πάει.

"Μη το κουνήσεις ρούπι!!!" η φωνή ακολούθησε και το παρουσιαστικό του ευθύς αμέσως. Ο Ορέστης ξεπρόβαλε λαχανιασμενος μέσα από εκείνους τους θάμνους και σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά της.

"Μη πλησιάσεις!! Φύγε!" Του φώναξε φοβισμένη.

Ο Ορέστης κοίταγε μια εκείνη και μια τα πόδια της.

"Σε παρακαλώ. Σε ικετεύω..." τον παρακάλεσε κλαίγοντας σαν περπάτησε προς το μέρος  της. "Μη με πλησιάζεις"

"Αρετή...Άσε με" της είπε ανοίγοντας τα χέρια ως ένδειξη ότι δε θέλει να τη πειράξει  μα εκείνη εσκουξε σαν πήγε κοντά. "Μη με φοβάσαι ανάθεμα!" Κραύγαζε δυνατά και εκείνη τρόμαξε ακόμα πιο πολύ.
Ο Ορέστης έκανε ένα βήμα αλλά το ίδιο κι εκείνη  προς τα πίσω.
Μικρές πετρουλες έπεσαν και τσακίστηκαν στο νερό που υπήρχε κάτω και σαν είδε τα πόδια της τόσο κοντά στο γκρέμνι, άπλωσε τα χέρια...

Και τότε την είδε...
Ήταν σαν να έβγαζε φτερά...
Σαν να διάλεξε τη μοίρα της και τον αρνιόταν.
Σαν να επέλεγε ένα δρόμο εν γνώση της που δεν είχε γυρισμό...

Η Αρετούλα πισωπατησε, και μαζί με τις πέτρες, την είδε να χάνεται  κι εκείνη από τα μάτια του στο γκρέμνι....

       

                **********************

"Πολύ ώρα λείπει ο Ορέστης..." σιγομουρμουρισε ο παπά Μανώλης στο Λευτέρη σαν έφερε και άφησε νευριασμένος το τελευταίο κρασί. Ίσως ήταν και ο μόνος που δεν ήπιε τούτη τη νύχτα.

"Και ήντα να κάμω; Δεν τον είδα και με τούτα που γίνονται δεν αμφιβάλλω ότι θέλει να μείνει μονάχος. Νομίζεις εγώ δε στεναχωριέμαι; Ανάθεμα το πείσμα του!" είπε σκεπτικός πια.

"Έχω κακό προαίσθημα Λευτέρη..." ο παπάς τον κοίταξε και έπειτα έπιασε τη μαγκουρα του και σηκώθηκε. "Κατεβα εσύ στο οινοποιείο. Θα πάω εγώ ως την εκκλησιά να προσευχηθώ. Αν δεν είναι εκεί, ψάξε και βρες τον!"

Ο Λευτέρης σαν να πήρε διαταγή, παράτησε όπως όπως τη δουλειά του και έτρεξε στο οινοποιείο...

"Γιατί τρέχει έτσι ο Λευτέρης;" ρώτησε η Μαρία τον Στυλιανό , ο οποίος είχε χαθεί σε σκέψεις κοιτάζοντας το σαρίκι του. Ακόμα δε πίστευε πως θα φτιάξει ένα σπιτικό μαζί της. Σκέφτηκε πως ίσως τελικά μπορεί να έγιναν πολλά, αλλά η ζωή τον οδήγησε σε ένα μονοπάτι που τον γέμιζε χαρά και ευτυχία. "Στυλιανέ..." είπε πιο μαλακά η Μαρία σαν είδε πως δε σαλευε

"Με συγχωρείς Μαρία μου...Λίγο το κρασί, λίγο η μουσική, αφαιρέθηκα..." της είπε στάζοντας μέλι.

"Κάτι έγινε Στυλιανέ... Το νιώθω. Ο παπάς έφυγε και το ίδιο και ο Λευτέρης. Ο Ορέστης είναι άφαντος και κάτι ..."

"Ηρέμησε κυρά μου..." τη καθησύχασε "Ο Λευτέρης ίσως πήγε να φέρει κι άλλο ποτό . Ο παπάς είναι μεγάλος σε ηλικία... Όλα είναι εντάξει. Ζήσε τις χαρές μας..." Η Μαρία έβγαλε έναν αναστεναγμό στα λόγια του.

Ήταν νύχτα, πρότερα τα αστέρια ήταν ψηλά μα εκείνα έπιασαν σιγά σιγά και χάνονταν ένα ένα...

"Ο καιρος αλλάζει... Κακό σημάδι..." ψέλλισε και έριξε ένα βλέμμα στην Άννα η οποία έδειχνε κι εκείνη σαν να έψαχνε κάτι στο πλήθος. "Στυλιανέ; Σε παρακαλώ. Δεν νιώθω καλά. Σήκω να δεις που κίνησε ο Λευτέρης και ο παπάς" η Μαρία ένιωθε ένα κόμπο στο λαιμό . Πίστευε βαθιά από μικρό κορίτσι πως σαν άλλαζε στα αξαφνα ο καιρός και έφερνε καταιγίδα , κάτι κακό γινόταν σε κάποιο μέρος γύρω της. Εκείνος αναστεναξε.

"Εντάξει. Από ότι βλέπω έρχεται και βροχή μα τούτη τη φορά ο Ορέστης σαν αν το ήξερε, έβγαλε και τα σκέπαστρα. Θα δώσω εντολή να τα σηκώσουν για να μη βραχουμε κι έπειτα θα πάω να τους βρω. Ηρέμησε τώρα Μαρία μου εντάξει;" Εκείνη του χαμογέλασε γλυκά και του χάρισε ένα φιλί στο μάγουλο.

Ο Λευτέρης βαρεσε δυνατά τις πόρτες του οινοποιείου σίγουρος πως κατά πάσα πιθανότητα ο Ορέστης θα ήταν εκεί. Πως ίσως ήθελε να πιει μόνος και να πνίξει και το πόνο του. Ήταν χιλιάδες οι φορές που τον ξόρκισε να έχει την Αρετή από κοντά μα όσες φορές ο Λευτέρης τον ρωτούσε , εκείνος δεν έβγαζε μιλιά. Σαν ένα κακομαθημένο παιδί που δεν ήθελε να παραδεχτεί τα λάθη του.

"Ορέστη! Άιντε φτάνει... Ο παπάς έχει τρελαθεί και με έστειλε να σε βρω. Άιντε έλα σε παρακαλώ... Μη τους χαλάσουμε το γλέντι" φώναξε μα εισέπραξε σιωπή . Σαν να ήταν έρημο εκείνο το μερος. Άκουσε μια βροντή και την ίδια στιγμή, τα τζάμια του οινοποιείου ετριξαν. Βγήκε έξω χωρίς να ορίζει το λογισμό του και σήκωσε ψηλά το κεφάλι. Οι πρώτες ψιχαλες έπεσαν και ένιωσε σαν να τον καίνε...
"Που είσαι κύρη μου... Θα αρχίσω να φοβάμαι κι εγώ τώρα..."

            ************************
Σαν έφτασε στο δρόμο του αρχοντικού, η μαγκουρα του έπεσε από τα χέρια. Είδε έναν άνθρωπο να κείτεται σαν νεκρός και έτρεξε όσο μπορούσε καταπονημενος.
Καθώς πλησίασε  κοντά ένας οξύς πόνος διαπέρασε τη καρδιά του και βάζοντας τα χέρια του επάνω της, γονάτισε προς  το Γιώργη

Η βροχή είχε πλέον πιάσει...
Ξεπλενε τα αίματα από το πρόσωπο  και ο παπά Μανώλης τον κράτησε στα χέρια του.

"Πόσα κοπέλια θα μας στερήσει ετούτος πια ο τόπος..." Είπε σιγανα

Μα δεν έκλαψε ούτε είχε φωνή να ουρλιάξει στην ηλικία του...

Μονάχα έμεινε να τον κρατά βγάζοντας μικρές ψαλμωδίες από τα χείλη... Αν και ήταν ακόμα ζωντανός,  ακουγόταν σαν να τον αποχαιρετούσε.
Δεν άντεχε άλλο... Ήταν βαρύ εκείνο το χώμα τελικά, και ανάθεμα στο χρώμα του, έμοιαζε με κόκκινο παρά με καφέ...

🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top