Κεφάλαιο 48°
Φύσαγε και ξεφύσαγε σαν το τρελό πηγαίνοντας πέρα δώθε στο οινοποιείο. Η ώρα είχε πάει εννιά , το κινητό του έσπασε και δεν είχε κανένα νέο ούτε από το Στυλιανό μα ούτε και από τον Λευτέρη. Οι εργάτες ήταν όλοι στη θέση τους κάνοντας τη δουλειά τους κι εκείνου το μυαλό ταξίδευε . Έμοιαζε σαν το Κέρβερο. Τον σκύλο που κράταγε δεμένος ο Άδης στα έγκατα της γης. Αν μπορούσε να βγάλει και καπνούς από τα ρουθούνια , θα το έπραττε κι αυτό.
"Συγγνώμη που άργησα. Καθυστέρησα λιγάκι στο..."
"Ο Λευτέρης ήρθε στο χωριό;"
Ο Στυλιανός κούνησε το κεφάλι. Ούτε έπρεπε να συνεχίσει και να αναφέρει γιατί άργησε. Μέσα σε μόλις δυο κουβέντες του Ορέστη ακόμα δεν μπήκε στο οινοποιείο, κατάλαβε ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά.
"Πάω να δω το κρασί. Ο Θύμιος με ενημέρωσε σαν έφτασα..."
"Καλά καλά. Πήγαινε. Μύρισε όλος ο τόπος εξάλλου τον Θύμιο περίμενες να σου πει ότι βγήκαν τα μπουκάλια!"
"Πολύ χαρούμενος είσαι σήμερα..." σχολίασε χαμηλόφωνα και δίχως λέξη παραπάνω τον άφησε και βγήκε προς τα έξω. "Α ωραία... Πάνω στην ώρα!" αποκρίθηκε σαν είδε το Λευτέρη να πλησιάζει. "Μόνος ήρθες; Που είναι εκείνος ο τρελός;" ρώτησε
"Έμεινε στα Χανιά...πήγε να βρει τη Χαρά..." σαν άκουσε τα μαντάτα ο Στυλιανός , σφαλισε τα μάτια. Πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του και έβγαλε έναν στεναγμό.
"Ωραία... Πήγαινε μέσα και ο Θεός να συγχωρέσει τη ψυχούλα σου" αρκέστηκε να πει και κατεβάζοντας το πρόσωπο ως το πάτωμα, έφυγε και πήγε να ελέγξει το κρασί.
Όλοι ήξεραν . Κανείς όμως δε μίλαγε. Γιατί; Γιατί στην ουσία δεν ήξεραν πραγματικά αν ο Ορέστης την ήθελε νεκρή, ή αν ακόμα έτρεφε για εκείνη αισθήματα. Και οι δύο περιπτώσεις ήταν τρομακτικές για τις αντιδράσεις του και είχαν καταστροφικές συνέπειες...
**********************
"Πάω λιγάκι επάνω. Ίσως βγήκε ο γιατρός και έχουμε κάποια νέα..." τους ανακοίνωσε η Χαρά και δίνοντας ένα φιλί στο Γιώργη , σηκώθηκε και έφυγε για το χειρουργείο.
Η Αρετή έπιασε νευρικά το καλαμάκι από το καφέ της, θέλοντας να αποφύγει το βλέμμα του Γιώργη μα καταβαθος ήξερε , πως ήταν ακατόρθωτο.
"Ώστε Ραΐση..." σχολίασε ελεύθερα πια και σαν έμειναν μόνοι.
"Αχ να χαρείς Γιώργη. Αν έχεις στο μυαλό σου να αρχίσεις ..."
"Όχι όχι. Μη με παρεξηγείς... Λάθος με κατάλαβες..." έσπευσε να της πει και χωρίς να το σκεφτεί , άπλωσε τις χούφτες του , κι έπιασε τις δικές. Η Αρετή σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, τράβηξε τα χέρια της αμήχανα "Με συγχωρείς. Δε ήθελα.. απλά βγήκε. Και..."
"Δε πειράζει..." Αποκρίθηκε σαν τον είδε να μετανιώνει απευθείας. Εκτός αυτού, δεν της πήγε η καρδιά να του βάλει και τις φωνές επειδή της έπιασε τα χέρια πάνω στη στιγμή. Δεν ήταν καμιά υστερική
Άρχισαν να μιλάνε σύντομα περί ανέμων και υδάτων. Για την ζωή της στην Αθήνα. Για τη δική του. Τη δουλειά της. Μα σαν έφτασαν στο πως πήγε εκείνη στο χωριό σταμάτησαν.
Κανένας από τους δύο θέλησε να ανοίξει το θέμα του χωριού. Το μόνο που της είπε ο Γιώργης, ήταν πως δε πίστευε σε βεντέτες και χαζομάρες. Μα κι εκείνη το αντιλήφθηκε σαν του μιλούσε. Είχε αλλιωτικα μυαλά.
Λίγα λεπτά μετά κατευθασε η Χαρά έχοντας ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά
"Βγήκε!! Βγήκε!!" τους φώναξε και εκείνοι σηκώθηκαν μονομιάς
"Και; Πως πήγε; Μπορούμε να τον δούμε;"
"Όχι Αρετή μου. Αύριο το πρωί. Μα.. μα θα περπατήσει!" σαν άκουσε τα ίδια της τα λόγια η Χαρά ξέσπασε σε κλαματα. Και ύστερα από πολύ καιρό , ήταν δάκρυα ευτυχίας και όχι πόνου...
***********************
Την επόμενη μέρα...
Τα πεντοζαλια έδιναν και έπαιρναν από το πρωί . Όπου κι αν περπάταγες άκουγες όργανα και χαρές. Ήταν μια μέρα που έπρεπε να ξεχάσουν το πένθος . Τα μεγάλα τραπέζια στόλισαν ξανά τη πλατεία και αυτή τη φορά τόσο οι γυναίκες όσο και οι άντρες διασκεδαζαν μαζί.
Έτσι ήταν εκείνα τα γλέντια... Ξεκινούσαν και ανάθεμα αν κάποιος κατάφερνε να ξεφύγει από το ντερτι τους.
Αυτή τη φορά τα έστησαν όλα δημιουργώντας μικρές τετράδες έτσι ώστε να αισθάνονται άνετα και να κάθονται με όποιον εκείνοι αγαπάνε και θέλουν. Τελικά όντως είχαν αλλάξει αρκετά στο χωριό. Η νύχτα είχε πέσει, τα φώτα δημιουργούσαν μια πανέμορφη ατμόσφαιρα και ο ρυθμος ανέβαινε. Άντρες και γυναίκες χόρευαν στη πλατεία ευτυχισμένοι και χαρούμενοι.
Στο κεντρικό τραπέζι καθόταν η Μαρία με τους γονείς της, ο Στυλιανός , ο παπάς λίγο πιο πέρα , δίπλα του ο Ορέστης ο οποίος πηγαινοερχόταν ασταμάτητα από δω και από εκεί συνεχώς ενώ η Άννα , σαν να της το επέβαλαν, κράτησε λίγη περισσότερη απόσταση και καθόταν στη τελευταία καρέκλα.
"Που παει πάλι;" ρώτησε περίεργα ο Στυλιανός το Λευτέρη που έφερε το κρασί μα εκείνος ανασηκωσε τους ώμους. Αρκετά άκουσε το μεσημέρι σαν επέστρεψε από τα Χανιά και μπήκε στο οινοποιείο. Όρεξη δε του έμεινε να απολαύσει το γλέντι αλλά ούτε και να δίνει εξηγήσεις στο Στυλιανό.
Ο Λευτέρης άφησε 10 ακόμα μπουκάλια και έπειτα κίνησε να φέρει κι άλλα. Κατέβαινε τόσο γλυκά και ασταμάτητα που φοβόταν πως δε θα προλάβαιναν να τους χορτάσουν όλους. Από την άλλη ήταν και αρκετά ανήσυχος. Είχε βραδιάσει για τα καλά και ούτε η Αρετή φάνηκε μα μήτε και ο Γιώργης....
********************
"Μέχρι εδώ ακούγονται ετουτοι οι τρελοί! Φωτιά έχει πάρει το χωριό !" Της είπε χαριτολογώντας σαν διάβηκαν το δρόμο. Μπαλοθιες ακούγονταν παντού, η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι και οι φωνές τους έδιναν και έπαιρναν. Ο Γιώργης αποφάσισε να επιστρέψει τελικά το βράδυ και έπειτα από επίμονη της Χαράς, πήγε και η Αρετή μαζί. Αφού ο Μανούσος ήταν καλά δεν υπήρχε λόγος να περιμένει μέχρι να πάρουν εξιτήριο. Βέβαια δεν τους άφησαν να παραμείνουν πολύ ώρα στο επισκεπτήριο αλλά έστω πρόλαβε και τον είδε 10 λεπτά πριν φύγει. Χάρηκε η ψυχούλα της σαν εκείνος της χαμογέλασε. Θα περπατούσε και αυτό ήταν γεγονός. Έπρεπε απλά να περιμένουν μια εβδομάδα προληπτικά και έπειτα θα έβγαινε με πατερίτσες για αρχή.
"Ξέρεις καθόλου άραγε να χορεύεις τέτοιους χορούς;" τη ρώτησε σαν έφτασαν πια έξω από την εκκλησία.
"Δε νομίζω. Δεν έχω προσπαθήσει και ποτέ αλλά γενικά..." ο Γιώργης άφησε κάτω το σάκο της και έκανε μια βαθιά υπόκλιση
"Λοιπόν; Τι λες να μάθεις;"
"Πρέπει να έχεις τρελαθεί. Δεν υπάρχει περίπτωση. Κάναμε και τόσο δρόμο. Δεν είμαι εγώ για τέτοια..."
Μα ο Γιώργης έπιασε τα χέρια της και τα άνοιξε ψηλά σαν δυο φτερούγες.
"Να ... Έτσι τα κρατάς. Και έπειτα αφήνεις το κορμί σου στο ρυθμο..."
Η Αρετή κοκκινησε ολόκληρη .
"Έλα μωρέ Αρετή. Κάνε έστω ένα βήμα.." τα χέρια της κατέβηκαν απαλά προς τα κάτω και θέλοντας να της φτιάξει τη διάθεση , ο Γιώργης έσυρε το χορο πρώτος. Εκείνη στεκόταν σαν άγαλμα στη μέση του δρόμου κοιτώντας τον, κι εκείνος έχοντας ανοιχτά τα χέρια έκανε κύκλους γύρω της χορεύοντας πεντοζάλι.
"Κι έπειτα κανείς ωπ!" είπε αξαφνα και κάνοντας μια κίνηση, έπεσε στα γόνατα και χτύπησε τη παλάμη του χώμα. Ακριβώς μπροστά στα πόδια της...
Το φως ήταν αμυδρό καθώς σε εκείνο το σημείο οι λάμπες δεν εφεγγαν πολύ μα σαν σήκωσε το βλέμμα , πήρε μια ανάσα και έμεινε να τη κοιτάζει. Έμοιαζαν σαν αγάλματα. Σαν να γονάτισε μπροστά της και να υποτάχθηκε σε εκείνη... Σαν ένιωσε και ο ίδιος την αμηχανία της στιγμής, σηκώθηκε αργά στα πόδια του και χαμογέλασε θέλοντας να σπάσει τη σιωπή.
"Είσαι τόσο όμορφη... Σαν να κατέβηκε ένας άγγελος και βλέποντας το μίσος τούτης εδώ της πλάσης, ντύθηκε στα μαύρα από τη στεναχώρια... Βγάλτα από πάνω σου ... Πέταξε τα. Καψτα..." σαν τελείωσε τη τελευταία του λέξη, και έτσι κοντά που ήτανε, άπλωσε το χέρι του στο πρόσωπο της. "Είναι αμαρτία να λυπάσαι και να μαυριζεις τη ψυχή σου για κάτι που πέρασε... Αυτός ήταν και ένας λόγος που έφυγα. Βαρέθηκα να βλέπω το κόσμο να ζει με σκιές και φαντάσματα..." Η Αρετή άφησε ένα δάκρυ να πέσει κι εκείνος το σκούπισε. Χωρίς να το είχε σκοπό και χωρίς να πιστεύει πως κάνει κάτι κακό, το κεφάλι του εγυρε ελαφρώς προς το δικό της μα σαν πλησίασε λίγο παραπάνω , χάθηκε από τα μάτια της. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα...
Λαλιά δεν της βγήκε της καημένης σαν είδε τον Ορέστη να τον αρπάζει από τη μπλούζα και να τον σπρώχνει μακριά της.
"Μη την αγγίζεις διαολε!" βροντηξε δυνατά "Και τώρα φύγε για θα κάμω καμιά τρέλα!" τον απείλησε και από το τόνο της φωνής του , καταλάβαινες πως είχε πιεί.
"Ήντα έκαμες ρε!" του αντεπιτέθηκε ευθύς εκείνος σαστισμένος. "Σήκωσες τα κουλά σου πάνω μου;" Από παιδιά ήταν ενωμένα μα σαν τύχαινε και μάλωναν έκαμαν σαν σκυλιά. Μόνο που πλέον, δεν ήταν παιδιά...
Κανένας δεν έδωσε κάποια εξήγηση στο Γιώργη ο οποίος ήταν μπερδεμένος από την αντίδραση του Ορέστη αλλά και έτοιμος να σκάσει συνάμα.
"Αν θέλεις να λογαριαστουμε κάντο σωστά! Σαν άντρας! Φανέρωσε τους λόγους σου, και εγώ θα δώσω τους δικούς μου!" συνέχισε και ο Ορέστης σκοτείνιασε επικίνδυνα
"Μπες μέσα!" είπε και σαν έπιασε την Αρετή από το μπράτσο ο Γιώργης τρελάθηκε και του όρμηξε...
Μέσα σε μια στιγμή, βρέθηκαν να παλεύουν ακριβώς όπως και τότε... Σαν τα σκυλιά στα χώματα. Η μόνη διαφορά ήταν, πως τώρα ματωναν ο ένας τον άλλο. Η μια μπουνιά διαδέχονταν την άλλη και κανείς δεν έδινε σημασία στις φωνές της Αρετής. Ο ένας ήταν πιωμενος και κερασμενος με πόνο, ενώ ο άλλος άναψε σαν το ταύρο και δεν είχε σταματημό. Δυστυχώς όμως... Ένας πικραμένος άνθρωπος, κρύβει περισσότερη οργή από κάθε άλλο...
"Σταμάτα !!! Σταμάτα για το Θεό!!!" ούρλιαξε σαν είδε το Γιώργη να χάνει τις αισθήσεις από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα . "Σταμάτα σου λέω!!" Η Αρετή έκαμε να του πιάσει το χέρι , μα χωρίς να το θέλει της έδωσε μια σπρωξια δυνατή και εκείνη έπεσε κάτω. Σαν γύρισε το βλέμμα όμως και την είδε πεσμένη , έφαγε από μόνος του , το πιο γερό χαστούκι. Τα μάτια της έτρεμαν δακρυσμένα , ολόκληρο το σώμα της τραντάζονταν από μόνο του και εκείνο το βλέμμα της έσταζε πονο...
Ο Γιώργης ηταν αναίσθητος πια κι εκείνος έκαμε να πάει κοντά της.
Μα δεν έφτασε ποτέ...
Τον κοιτούσε τρομαγμένη ώσπου άρχισε να ουρλιάζει από το φόβο.
"Μη με πλησιάζεις!!!" Είπε και μόλις εκείνος έκανε ένα βήμα, η Αρετή γύρισε και άρχισε να τρέχει ανεξέλεγκτα και με μεγάλη ταχύτητα προς το φαράγγι.
"Ανάθεμα σε καταραμένε!!!" αστραψε προς το Θεό και έτρεξε στο κατόπι της φωνάζοντας της να σταματήσει..
Μα εκείνη, δε σταμάτησε....
🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤
Καλό μας βράδυ ❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top