Κεφάλαιο 47°

Έκλεισε το μαντεμένιο πορτάκι του ξυλόφουρνου, έλεγξε ξανά το τζάκι και ύστερα έπιασε ένα μικρό βαλιτσάκι και έβαλε μέσα μονάχα λίγα ρούχα και ένα ακόμα ζευγάρι παπούτσια. Αυτά ήταν τα υπάρχοντα της και δεν χρειαζόταν και παραπάνω. Ο παπά Μανώλης επέμενε να πάρει μαζί της και φαγητό μα εκείνη δεν ήθελε. Του είπε πως θα φάει μόλις φτάσει στα Χανιά.

Δυο ημέρες είχαν περάσει και επιτέλους έφτασε η ώρα για την εγχείρηση του Μανούσου. Περπάταγε μέσα στο σπίτι και έμοιαζε να αιωρείται από τη χαρά της. Τον Ορέστη έπειτα από το πρωινό στο οινοποιείο δεν τον ξανάδε σε αντίθεση με το Γιώργη ο οποίος γυρόφερνε την εκκλησιά σε κάθε ευκαιρία. Λίγο να πάρει τα ψωμιά, λίγο να βοηθήσει στο αλεύρι, λίγο οι ετοιμασίες που πλησίαζαν για τον αρραβώνα, είχε περάσει αρκετές φορές από το σπίτι της μπροστά. Μα εκείνη τον έβλεπε απλά από το παράθυρο. Σαν έμαθε ποιος είναι και τη σχέση που έχει με τους Φραγκιάδες δεν ήθελε διόλου να βρεθεί ξανά στο διάβα του. Το μόνο που της έλειπε ήταν να ανοίξει καινούριους καυγάδες στο χωριό. Είχε ήδη αρκετά θέματα να την απασχολούν και δε θα έβαζε ένα ακόμα.

Τα χρήματα που είχε σαν έφτασε στο χωριό, είχαν αρχίσει να τελειώνουν. Βέβαια δεν τα ξόδευε και πουθενά. Με το ζόρι τα έδινε στο παπά, αφού εκείνος δεν τα δεχόταν, για να της φέρει τα απαραίτητα από το χωριό. Μα τώρα που θα πήγαινε στα Χανιά, θα είχε και την ευκαιρία να βγάλει από τη τράπεζα. Η Αρετή είχε γίνει πράγματι ένα με εκείνο το τόπο. Σαν να μίλησε το αίμα, έμαθε όχι απλά να τα βγάζει πέρα κάτω από εκείνες τις συνθήκες διαβίωσης μα της άρεσε κι όλας.

Η πόρτα χτύπησε και έτοιμη πλέον, βγήκε και είδε το Λευτέρη να τη περιμένει. Σαν έμαθε από το παπά Μανώλη πως έπρεπε να πάει στα Χανιά προσφέρθηκε να γίνει εκείνος ο οδηγός για να φτάσει με ασφάλεια.

«Καλημέρα Αρετή μου, είσαι έτοιμη;» έστεκε και τη περίμενε σαν να ήταν ο πιο πιστός της φίλος. Τον είχε ρωτήσει αρκετές φορές γιατί τη βοηθάει και της φέρεται τόσο ευγενικά σε σχέση με τους άλλους αλλά ο Λευτέρης ποτέ δε της είχε δώσει μια ξεκάθαρη απάντηση. Ότι και να της έλεγε δύσκολα θα καταλάβαινε. Έτσι ήταν εκείνοι οι νόμοι στο χωριό. Σαν έβλεπες πως μια γυναίκα ήταν η κυρά σου, απλά έδινες χωρίς να ζητάς. Μα εκτός από το γεγονός πως ο Λευτέρης τη θεωρούσε κατά βάθος κυρά του, τη συμπαθούσε κι όλας. Ήταν σαν ο ερχομός της να ξύπνησε τον Ορέστη και αυτό θα της το χρωστούσε. Μπορεί να έγιναν πολλά, αλλά ο Ορέστης κατά βάθος είχε αλλάξει και μόνο κάποιος που του ήταν απόλυτα πιστός το έβλεπε. Σαν το Λευτέρη.

«Καλημέρα . δώσε μου μόνο δυο λεπτά να ενημερώσω το παπά Μανώλη πως φεύγουμε και έπειτα ξεκινάμε» σαν έφτασε κοντά του, άπλωσε το χέρι της και τον ακούμπησε στον ώμο «Σε ευχαριστώ Λευτέρη. Το εκτιμώ και θα σου το χρωστάω...»

Σαν χάθηκε και μπήκε μέσα στην εκκλησία εκείνος αναστέναξε βαθιά «Κι εγώ θα στο χρωστάω...» είπε και κίνησε ως το τραπέζι της βεράντας. Πήρε το σάκο της και τον έβαλε στη πλάτη.

«Για που το έβαλες Λευτέρη;» ο Γιώργης ανηφόριζε το χωματόδρομο και έδειχνε ντυμένος για τη πόλη.

«Θα κατεβώ ως τα Χανιά για κάτι δουλείες. Έπειτα θα κινήσω πάλι πίσω. Δε θα πας στα αμπέλια σήμερα; Αύριο έχουμε το γλέντι»

«Θα πάω. Μα κάτι προέκυψε και έπρεπε να φύγω στα Χανιά. Ξέχασα να καταθέσω κάτι χαρτιά και με πήραν τηλέφωνο από το στρατόπεδο. Ενημέρωσα το Στυλιανό πριν φύγω. Αφού θα πας και θα γυρίσεις δε πάμε μαζί; Καλύτερα ένα αμάξι από δυο. Δε θα αργήσω πολύ. Δυο ώρες δουλειά έχω»

Ο Λευτέρης κόμπιασε .

Ήντα να του έλεγε;

«Είμαι έτοιμη Λευτέρη μου...» σαν ένα αερικό ξεπρόβαλε μα το βήμα της κόπηκε στο πλατύσκαλο της εκκλησίας σαν είδε το Γιώργη ο οποίος τη καλημέρισε αμέσως δίχως να κάμει κάποιο από εκείνα τα ανόητα αστεία του. Ίσα ίσα έδειχνε πιο σοβαρός. Φιλικός αλλά μετρημένος. Σαν να ένιωσε πως τούτη η συμπεριφορά που είχε στο Ρέθυμνο δεν έπιανε και στις γυναίκες του χωριού. Μα και στη τελική, είχε κουραστεί και ο ίδιος από τις γυναίκες που έπεφταν στα πόδια του μόνο με ένα κομπλιμέντο. Του είχε λείψει εκείνο το άγριο φλερτ , το βουβό , το πράο. Εκείνο που δεν ήθελε κουβέντες πολλές μα πράξεις.

Η Αρετή για να μη δείξει αγένεια, ανταπέδωσε τη καλημέρα και έπειτα στράφηκε προς το Λευτέρη ο οποίος έδειχνε αμήχανος.

«Πάμε;»

«Ναι, μα αν δε σε πειράζει θα κατεβεί και ο Γιώργης μαζί. Θα τον αφήσουμε στο χωριό και έπειτα θα σε πάω στο νοσοκομείο» η Αρετή κράτησε ουδέτερη στάση. Όσο και να μην ήθελε να πάνε μαζί στα Χανιά δε μπορούσε να κάνει και πολλά. Εκτός αυτού δεν της είχε κάνει τίποτα κακό ο Γιώργης. Απλώς εκείνη από τη δική της μεριά δεν ήθελε παρτίδες με κανένα. Μα κι εκείνος σαν κατάλαβε πως ήταν έτοιμη κι εκείνη για να πάει μαζί τους, λέξη δεν έβγαλε.

Αφού συμφωνήσαν , έπιασαν το δρόμο που πήγαινε ως την αποθήκη. Η Αρετή περπατούσε αριστερά, ο Γιώργης δεξιά, και ο Λευτέρης χωρίς να χάνει μέτρο από το βήμα, έστεκε πάντα στη μέση...

                                                                     
¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤¤

«Τι εννοείς πήγε στα Χανιά;» ο Ορέστης σταμάτησε το μηχάνημα , έκλεισε έπειτα τη βάνα και κοίταξε γεμάτος απορία το Στυλιανό.

«Καθόμασταν στο σαλόνι το πρωί με τη μάνα και χτύπησε το τηλέφωνο. Έπρεπε να φύγει. Θα επιστρέψει όμως μέχρι το βράδυ. Ο Παναγής είπε πως τον είδε να κατηφορίζει με το Λευτέρη...» ο Στυλιανός παρέλειψε να αναφέρει την Αρετή αλλά δε χρειαζόταν. Θα ήταν εντελώς χαζός αν νόμιζε πως ο Ορέστης δε το γνώριζε ήδη αυτό. Πάραυτα σαν τον είδε να σκοτεινιάζει δε του άρεσε καθόλου. Όπως όλοι σχεδόν έτσι κι εκείνος είχε κουραστεί από τη κατάσταση. «Ορέστη;» είπε εν τέλει ήρεμα «Ξέρω πως έγιναν πολλά μα ποτέ δεν είχα το θάρρος να σου ζητήσω συγγνώμη. Γενικά. Όχι για όσα έγιναν μονάχα. Μα για όσες φορές σε αμφισβήτησα. Μου δωκες την ευχή σου σαν ήρθα αντρίκια και σου μίλησα για τη Μαρία αλλά και πάλι νιώθω πως υπάρχει ένα κενό που πρέπει να κλείσει. Δεν ξέρω αν είναι ιδέα μου μα απλά ήθελα να το ξέρεις»

«Όλα είναι καλά. Μη λες τίποτα άλλο. Αύριο αρραβωνιάζεσαι και επιτέλους ας βγει κάτι καλό από όλη αυτή τη κατάρα» αρκέστηκε να πει και έπιασε πάλι τη βάνα. Την άνοιξε και έβαλε μπρος το μηχάνημα . ο Στυλιανός τον χαιρέτησε , του είπε πως πάει ως το σπίτι και θα επιστρέψει το απόγευμα. Ούτως η άλλως , σχεδόν μέχρι το ξημέρωμα θα έμεναν στο οινοποιείο σήμερα. Ήταν παράδοση να βγει δικό τους κρασί και τσικουδιά για το τραπέζι.

Σαν έμεινε μονάχος έβγαλε το κινητό και είδε πως ήταν κλειστό.

«Ανάθεμα σε για μαραφέτι! »

Άφησε το μηχάνημα να δουλεύει και έκατσε σε μια καρέκλα που είχε στο πλάι. Κοίταζε και κοίταζε το κλειστό τηλέφωνο ώσπου του δώκε μια και το έστειλε ως τον απέναντι τοίχο. Τον αγαπούσε το Γιώργη μα έπρεπε να θέσει κάποια όρια πριν να ήταν αργά.. 

               *******************

Είχε κολλήσει το πρόσωπο στο παράθυρο και έβλεπε σιωπηλή προς τα έξω. Ήταν καθισμένη στο πίσω κάθισμα κι έτσι ένιωθε πιο άνετα. Βέβαια δεν έλεγαν και πολλά μεταξύ τους ο Λευτέρης και ο Γιώργης αλλά και πάλι εκείνη ένιωθε πως ήταν πιο προστατευμένη από εκείνα τα βουβά βλέμματα που εισέπραττε καθώς περπατούσαν από το Γιώργη.

Τα δέντρα άρχισαν να πρασινίζουν και άφεθηκε στη θέα τους.
Ήταν ένα τόσο έντονο πράσινο...

«Θα βάψω τους τοίχους πράσινους...» της είχε πει μια μέρα ο Μάριος σαν της μιλούσε για το σπίτι που ήθελε να φτιάξει μαζί της και βούρκωσε. Δεν είχε τίποτα άλλο να στολίζει τα χείλη της εκτός από ένα πικρό, γιατί... έσβησε τόσο νέος. Τόσο άδικα. Ο παπά Μανώλης της είχε πει πολλές φορές να πάψει να στεναχωριέται μα δε γινόταν. Μόνο ένας άκαρδος δε θα στεναχωριόταν. Ήξερε πως ο Μάριος θα έμενε σαν πληγή στα στήθη της ότι και να γινόταν από εκεί και πέρα. Αρκετές φορές είχε ακούσει ψίθυρους στο χωριό πως τον έφαγε ο Ορέστης αλλά εκείνη επέμενε στην αρχική της γνώμη. Δε θα το βάσταγε η καρδιά της αν ήταν αλήθεια.

«Αρετή; Σε λίγο φτάνουμε.. » την ενημέρωσε ο Λευτέρης

«Πόσο θα μείνεις; Γιατί από ότι κατάλαβα δε θα γυρίσεις μαζί μας..»ρώτησε ο Γιώργης και εκείνη του εξήγησε τη κατάσταση σε μέσες άκρες. Θα μπορούσε να πει κάποιος πως έκαναν μια φυσιολογική συζήτηση.

Μισή ώρα αργότερα έφτασαν στα Χανιά. ο Λευτέρης είπε του Γιώργη πως σε δυο ώρες θα το περιμένει για να φύγουν , τον άφησε στο δημαρχείο και έπειτα πήγε την Αρετή ως το νοσοκομείο.

Της είπε να τον πάρει αμέσως τηλέφωνο μόλις θα τέλειωνε η εγχείρηση για να τον ενημερώσει μα και για να πάει να τη πάρει τη Κυριακή. Εκείνη τον χιλιο ευχαρίστησε και έπειτα έτρεξε προς την είσοδο.

Σαν είδε τη Χαρά , άνοιξε διάπλατα τα χέρια και την αγκάλιασε σφιχτά.

Ήταν αρκετές οι μέρες. Ίσως κανένας δε το καταλάβαινε μα οι δυο τους είχαν αναπτύξει έναν αλλιώτικο δεσμό. Ένα δεσμό με κοινό στοιχείο το Μανούσο και αρκετά παρακλάδια τριγύρω να τον δυναμώνουν. Ενα από αυτά ήταν φυσικά και ο Ορέστης. Η Χαρά κι εκείνη είχαν μιλήσει αρκετές φορές για το παρελθόν. Ίσως ήταν η μόνη που έβλεπε περα από το μίσος και μπορούσες να κάνεις συζήτηση σαν άνθρωπος. Παρά τα όσα έλεγε και όσα έκανε, δεν το είχε ριζωμένο στη ψυχή της.

Όταν η Χαρά ρώτησε αν υπήρχαν νέα από το χωριό και αν έμαθε τίποτα για τις ετοιμασίες του αρραβώνα, γιατί κακά τα ψέματα χαιρόταν για το Στυλιανό, εκείνη την ενημέρωσε και για το Γιώργη. Κι αυτό ήταν... άπαξ και μπήκε ο Μανούσος μέσα στο χειρουργείο, η Χαρά δεν έπαψε να μιλάει για εκείνον και τα τρομερά του κατορθώματα σαν ήταν μικροί. Έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για το Γιώργη μα εκτός από θαυμασμό, ήταν χαρούμενη που είχε φύγει από εκείνο το χωριό και ακολούθησε τη τύχη του σαν γιατρός.

Οι ώρες περνούσαν μα ο Μανούσος ήταν ακόμα μεσα. Το ήξεραν ότι θα ήταν δύσκολη επέμβαση μα δε γινόταν αλλιώς. Ήταν η μόνη επιλογή αν ήθελε να περπατήσει. Οι πιθανότητές αγγίζαν σχεδόν το 70% οπότε δεν έμενε παρά να περιμένουν

Σαν ήταν κουρασμένες και οι δυο αποφάσισαν να κατέβουν μέχρι το κυλικείο και να πάρουν ένα καφέ όταν άξαφνα είδαν να διέρχεται από τις πόρτες ο Γιώργης. Η Αρετή σάστισε μα η Χαρά δίχως να σκεφτεί έτρεξε και πήδηξε στην αγκαλιά του.

«Γιώργη μου! Δεν το πιστεύω! Πως ήρθες; Είναι αργά! Νόμιζα πως θα επέστρεφες στο χωριό... » τον βομβάρδισε με ερωτήσεις

«Βλεπω τα νέα ταξίδεψαν...» της είπε χαμογελαστός ρίχνοντας ένα βλέμμα στην Αρετή που έστεκε πιο πίσω. «Εστειλα μήνυμα του Λευτέρη πως θα έρθω να σε δω και να μη με περιμένει. Θα γυρίσω αύριο πρωί πρωί...» την ενημέρωσε «Μα έχω και γνωριμίες. Γιατί δεν ήρθες να με βρεις; Έπρεπε να μάθω από τον Ορέστη τη κατάσταση του άντρα σου;» η Χαρά σαστισε σαν τον προσφώνησε σαν "άντρα" της και μάλιστα στη σκέψη πως έτσι τον αποκάλεσε ο Ορέστης. Είπε του Γιώργη ότι γενικά πέρασαν λίγο δύσκολα και χωρίς να μπει σε λεπτομέρειες, τον προσκάλεσε μαζί τους στο κυλικείο..

Η Αρετή από την άλλη ένιωθε τη καρδιά έτοιμη να σπάσει. Σαν να την ακολούθησαν οι μπελάδες όπου κι αν πήγαινε... Κι αυτός ο μπελάς στη προκειμένη, είχε και όνομα...


🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top