Κεφάλαιο 46°

"Στάλα δεν νοιάστηκε που αρραβωνιαζομαι το ίδιο του το αίμα..." η Μαρία κοιτούσε το φόρεμα που θα έβαζε τη Κυριακή αναστεναζοντας. Ναι.. έκανε λάθη, μα καταβαθος τη πονούσε που Ορέστης αδιαφόρησε τοσο πολύ. Μα της το ξεκαθάρισε εκείνη τη μέρα στο δάσος. Το έβλεπε στα δύο ψύχρα του μάτια πως τίποτα δεν έμεινε εκεί μέσα να τη θαυμάζει. Γκρεμοτσακιστηκε η αγάπη του , έλιωσε σα να 'ταν πάγος.

Από την άλλη ο Στυλιανός της στάθηκε δίχως άλλο. Ήταν εκεί σε κάθε της στιγμή. Να τη σηκώσει. Να τη βοηθήσει να περπατήσει. Να γιανει τις πληγές της. Όχι πως δεν τον είχε σε εκτίμηση μα έβλεπε τούτο τον αρραβώνα πιότερο σαν αντάλλαγμα παρά σαν πράξη αγάπης. Μα και πάλι ήταν εκεί... Ακόμα κι όταν του είπε ότι δεν ήταν πια αγνή , εκείνος έμεινε. Τον πείραξε μα έμεινε...

Ίσως τελικά αυτός να ήταν η μοίρα της. Το ριζικό που άρχισε από τότε που ήταν παιδιά και έμελε να κλείσει με ένα γάμο. Όλα έγιναν τόσο φυσικά ανάμεσα τους. Ώσπου ένα βράδυ, της εξομολογήθηκε την αγάπη που έτρεφε για εκείνη από παιδιά...

Σε τρεις ημέρες είχαν τα επίσημα . Αν και ήταν η δεύτερη φορά για εκείνη. Το θελε όμως... Ύστερα από όσα έκανε , ήθελε να φτιάξει μια ζωή και να "αποσυρθεί" στο σπιτικο της ήρεμα. Πράμα δεν ήθελε να πει η να κάνει. Απλά να ξεχαστεί και να κοιτάξει τη δουλειά της. Δεν είναι και εύκολο να φτάνεις στο θάνατο. Είναι τέτοια η στιγμή που αρχίζεις να αναλογιζεσαι κάθε σου πράξη. Κάθε λέξη που ξεστομισες κι εκείνη έφτασε δύο φορές. Τη μια σαν έπεσε στο πλατυσκαλο και την άλλη που πάσχιζε να πάρει ανάσα σαν της τύλιξε ο Ορέστης την αλυσίδα στο λαιμό και έκαμε να τη πνίξει. Ένας θεός ξέρει γιατί σταμάτησε... Αν και κάθε γυναίκα στη θέση της θα μισούσε την Αρετή , η Μαρία πέρασε στο στάδιο της νηνεμίας. Κατάλαβε πως τη μίσησε εξ αρχής όχι γιατί ήταν κακιά, μα γιατί καταβαθος, της φανέρωσε την αλήθεια. Πως ακόμα κι αν παντρεύονταν τον Ορέστη, κάποια στιγμή θα έσπαγε. Κανένας δε βάζει τίποτα απάνω στην αγάπη του, κι από ότι φάνηκε ο Ορέστης δεν ένιωθε αληθινή αγάπη. Βέβαια προσπαθούσε να μη τη βλέπει στο χωριό, αλλά και πάλι σαν την έβλεπε καμία φορά, άλλαζε δρόμο από επιλογή.

Σκούπισε ένα δάκρυ που έπεσε και ξόρκισε τον εαυτό της να μη κλάψει πια ξανά. Πως θα έρχονταν καλύτερες μέρες...

              **********************

Τα είχε χάσει όλα και κουράστηκε...
Τα μαντάτα πως ο Ορέστης θέλει ακόμα το κεφάλι του δεν έλεγαν να κοπάσουν. Μα ήξερε πως από πίσω κρύβεται εκείνη η οχιά. Μια οχιά που κάποτε λάτρεψε.. Άργησε αλλά έμαθε πως σαν βρήκαν το Κωστή, εκείνος κρατούσε το σαρίκι του και αυτό τα έλεγε όλα. Του φόρτωσαν ένα θάνατο κι ας έφυγε από καρδιά.

Ο γιος του διάλεξε μια εχθρό στο πλάι, και έγινε η αιτία να πεθάνει ο πατέρας του. Έχασε άντρες πολλούς... Πράμα δεν είχε μείνει εκτός από μια τιμή που μόνο με ένα πράγμα θα έπαιρνε πίσω. Με το αίμα. Παρακάλεσε το Θεό για να ζήσει το παιδί του ... Μα έπειτα τυφλωμένος από στεναχώρια , πήρε πίσω κάθε προσευχή. Τον πόνεσε πολύ που ο Μανούσος άλλαξε στρατόπεδο.

Δε του δώσε καν την ευκαιρία να εξηγήσει. Δεν υπήρχε εξήγηση σε τέτοιες καταστασεις. Μα και να υπήρχε τι να έκανε; Να τα έσβηνε όλα και να τα άφηνε πίσω; Έτσι; Τόσο απλά; Κατέστρεψε τη ζωή του ζώντας μέσα στα βουνά . Η γυναίκα του είχε πεθάνει χρόνια τώρα. Μετά έφυγε και ο Αντώνης και έμεινε σαν το καλάμι μόνος. Αίμα δεν έμεινε να λέει οικογένεια εκτός από το Κωνσταντή. Ποτέ του δε κατάλαβε ο Στρατής γιατί δεν έφυγε κι εκείνος. Σαν αδέρφια ήταν με το Μανούσο αλλά δε ρώτησε. Του έφτανε πως ήταν εκεί και μάλιστα ανέλαβε και τα ηνία. Κίνησε άπειρες φορές ως την Αγιά Ρούμελη να ζητήσει ενισχύσεις. Τους είχαν βοηθήσει άλλωστε πολλές φορές στο παρελθόν και με τη φόρα που είχε πάρει ο Ορέστης, είχανε χάσει άντρες.

Ίσως αυτό που πλήγωνε πιο πολύ το Στρατή, δεν ήταν οι Φραγκιάδες... Μα εκείνη η αμυαλη χωριατοπούλα που μεγαλοπιαστηκε και διάλεξε τα χωράφια αντί για την αγάπη. Γιατί καταβαθος ποτέ δε τη ξεπέρασε την Άννα. Όσο κι αν τον πλήγωνε με τις πράξεις και το μίσος της, εκείνος της έδινε συγχωροχάρτι.. Μα όχι πια. Πλέον δεν είχε τίποτα να χάσει και ήταν έτοιμος. Αν μια φορά δε κατάφερε να φέρει θάνατο στο γάμο του Ορέστη, θα το έπραττε στο γάμο του Στυλιανού πάση θυσία...
Και δε θα λογιαζε κανέναν από το κουμπουρι του. Είχε έρθει η ώρα να επιστρέψει. Να ζήσει. Και να πεθάνει στο τόπο του ...

                  *******************

Σαν έφτασε στο αμπέλι είδε τα αδέρφια του να προσπαθούν να κλείσουν τα πλαστικά και δίχως δεύτερη σκέψη , όρμησε κι εκείνος.

"Μαρεσει που με έψαχνες και έκαμες μια ώρα να έρθεις ! " σχολίασε ο Ορέστης σφίγγοντας τη κλωστή.

"Είχα δουλειά στην εκκλησιά. Το εχει η μοίρα μου, μου φαίνεται!" σαν άκουσε ο Στυλιανός τα λόγια του έμεινε να  κοιτάζει μια εκείνον και μια τον Ορέστη. "Και δε φταίω που άργησα ! Εγώ ξύπνησα να πιω ένα καφέ κι εσύ έλειπες ! Ήντα να έκαμα να σε έψαχνα παντού; Βγήκα μια βόλτα στο χωριό"

Δίχως να ειπωθεί άλλη κουβέντα , έπιασαν και έδεσαν απ'άκρη σ'άκρη τα αμπέλια και σαν τελείωσαν άρχισαν να πέφτουν και οι πρώτες ψιχαλες.

"Άιντε! Τραβάτε όλοι στα σπίτια σας. Δεν έμεινε άλλη δουλειά για σήμερα. Αύριο πάλι!" ο Ορέστης έδωσε τη διαταγή , αποχαιρέτησε τους εργάτες και ύστερα σαν έμειναν οι τρεις , κίνησαν για το οινοποιείο.

"Μου λείψει τούτο το κρασί μα είναι νωρίς . Ακόμα σφυραει το κεφάλι μου από χθες" αποκρίθηκε ο Γιώργης σαν είδε το Στυλιανό να δοκιμάζει τη σοδειά.

"Τούτο εδώ είναι σωστή κοινωνία... Βγάλαμε το καλύτερο φέτος. Ε Ορέστη;" Σιωπή...

Ο Ορέστης  έπιασε να δενει κάτι τελευταία δεμάτια και έδειχνε να μην ακούει.

"Άλλαξε πολύ τούτος εδώ..." είπε χαμηλόφωνα ο Γιώργης . "Και κάτι μου λέει πως δε μου τα είπατε όλα χθες..."

"Τίποτα βρε Γιώργη... Ίσως είναι η κούραση. Τον ξέρεις άλλωστε. Καμιά φορά γίνεται κυκλοθυμικός. Μη δίνεις σημασία. Άιντε, έλα να φύγουμε και εμείς. Η μάνα θα περιμένει . Σε λίγο μεσημέρι θα πιάσουμε "

Ο Γιώργης δε θέλησε να δώσει συνέχεια.
Και δεν έλεγε και ψέματα ο Στυλιανός. Όντως καμιά φορά γινόταν κυκλοθυμικός χωρίς να λέει πράμα σε κανένα.

Έφυγαν χωρίς πολλά πολλά, πήγαν σπίτι, έφαγαν και ήπιαν. Σαν έπιασε απόγευμα ο Στυλιανός έφυγε για τη Μαρία , ο Γιώργης θέλησε να κοιμηθεί και ο Ορέστης έμεινε στο γραφείο.

"Αμίλητος ήσουν σε όλο το δείπνο..." η Άννα μπήκε και έκλεισε τη πόρτα πίσω της. Εκείνος σήκωσε το βλέμμα , την είδε και έπειτα το χαμήλωσε και πάλι στα χαρτιά. "Έγινε κάτι που σε πείραξε;" Συνέχισε και τραβώντας τη καρέκλα κάθισε απέναντι του. "Μήπως σου πρόλαβε τα μαντάτα ο φούρναρης;" ο Ορέστης ύστερα από ώρα σήκωσε το κεφάλι και τη κοίταξε. "Πήγα σήμερα να πάρω ψωμί και με είπε πως είδε το Γιώργη στο σπίτι αυτής της καταραμένης σαν έφερνε το αλεύρι από το μύλο." Ο Ορέστης έσφιξε τα δόντια μα συνέχισε τη δουλειά του.
"Ποτέ δεν τη τελειώσαμε εκείνη τη κουβέντα..." υπονόησε για το χτύπημα στο πρόσωπο της. "Ξέρεις ... Έναν σε έχω. Κρυφή αδυναμία. Μη μου κρατάς κακία γιοκα μου... Ότι κι έκανα ήταν για το καλό μας. Δε το βλέπεις; Τούτο το θηλυκό διάολος είναι... Ποιος ξέρει με τι τερτιπια πάει να τυλίξει το Γιώργη μας. Ούτε τόλμησα να τον ρωτήσω ευθέως... Τι θέλει πια από εμάς... " Η Άννα άφησε τα ψεύτικα δάκρυα της να πέσουν . Έπαθε μεγαλο σοκ σαν της είπε ο φούρναρης για το Γιώργη μα ίσως αυτό να ήταν και καλό. Ίσως έτσι  να τελείωναν όλα και να τη σκοτωνε επιτέλους ο Ορέστης. "Αλλά βλέπεις...; Γιατί αν δε βλέπεις ελπίζω σύντομα να δεις πως αφήσαμε ένα φίδι ζωντανό να τριγυρίζει ανάμεσα μας... Ξέρεις τι λόγια μου είπε σαν με χτύπησε στα μνήματα; Πως θα μας καταστρέψει... Τόση είναι η αξία της... Και δεν έχασε ευκαιρία. Σαν φάνηκε ο Γιώργης στο χωριό του ρίχτηκε! Ο φούρναρης είπε πως είχε το χέρι της απλωμένο σαν πανί επάνω στα μαλλιά του..!'

Ο Ορέστης έβγαλε το μπουκάλι με τη ρακί σιωπηλός. Το άνοιξε. Έπειτα ήπιε από μέσα χωρίς ποτήρι και το άφησε στο γραφείο.

"Μάνα..." της είπε σοβαρός ύστερα από λίγο κι εκείνη βλέποντας το διάολο στα μάτια του , πέταξε από τη χαρά της. "Φύγε πριν κάνω κάτι που θα μετανιώσω..." συνέχισε κόβοντας στα δύο τη χαρά της.

"Τι λες αγόρι μου; Ακούς τι λες;" Έφερε αντίρρηση και εκείνος σηκώθηκε σαν το αγρίμι και κοπανησε και τις δύο του παλάμες στο γραφείο. Η Άννα δεν καταλάβαινε αν ήταν εκνευρισμένος μαζί της ή αν κατάφερε να τον ωθήσει στα άκρα με τα λόγια της. Είχε μπερδευτεί ακόμα και η ίδια.

Μα δεν χωρούσαν περιθώρια. Ο Ορέστης άρχισε να ανασαίνει βαριά κοιτώντας τη με ένα βλέμμα που της προκάλεσε φόβο. Η Άννα χωρίς να πει άλλη κουβέντα, έβαλε τα κλάματα και έφυγε έξω από το γραφείο...

Καμιά φορά , μπορεί να νομίζεις ότι παίζεις με τη φωτιά και να χαίρεσαι... Μα μια φορά να καεις, αρκεί για να το θυμάσαι για πάντα...



❤️❤️❤️🖤🖤🖤🖤🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top