Κεφάλαιο 44°
"Ήντα έπαθες ρε βλαμμένε! Πάει ολόκληρη η ρακί παναθεμα σε!" Ο Ορέστης όμως δεν γέλασε στα λόγια του. Ούτε του φάνηκε αστείο.
"Κουρασμένος είμαι..." είπε και χωρίς να βάλει φωνή στη παραμάνα γιατί ήταν ήδη αργά άρχισε να καθαρίζει το χάλι που δημιουργήθηκε μόνος. Μα και ο Γιώργης είχε πιει αρκετά οπότε δεν πρόσεξε καλά τη συμπεριφορά του.
"Έπρεπε να τη δεις... Έπεσε πάνω μου και νόμιζα πως χτύπησα με άγγελο. Σαν σήκωσε δε το βλέμμα... τι μάτια ήταν αυτά θεέ μου... Μεγάλα και πράσινα σαν το νερό της λίμνης. Βέβαια στάλα δε μου χαμογέλασε από τη καρδιά της... Παντα μου χαμογελούν μα τούτη δω δε το έκανε..." Ο Ορέστης τον άκουγε αμίλητος και σαν μάζεψε τα γυαλιά τα έβαλε στο τραπεζομάντηλο και το έκλεισε "Λοιπόν; Τη ξέρεις; Πήγαινε προς την εκκλησία. Μπορεί να πήγαινε και στο παλιό αρχοντικό. Δεν ξέρω. Εκτός κι αν... " Ξάφνου σταμάτησε κοίταξε τον Ορέστη ο οποίος ήταν ήδη ορθιος και σοβαρός. "Γι αυτό έχεις αυτά τα μούτρα ανάθεμα σε; Είναι...." Ο Γιώργης δεν τελείωσε τη φράση του και ξέσπασε σε γέλια.
"Ήπιες πολύ. Τράβα στο δωμάτιο"
"Ήντα να κοιμηθώ!! Δε το πιστεύω! Τόλμησε γυναίκα και μάλιστα Ραΐση να έρθει στο χωριό; Τούτη δω είναι τρελη για δέσιμο! Αρα για μένα! Ευκαιρία είναι να πάψει πια αυτός ο τόπος να πονα. Γι'αυτό έγινες έτσι ρε; Πες μου ότι βλέπεις μια γυναίκα σαν εχθρό να τρελαθώ! Και μάλιστα τι γυναίκα..... Τέτοιο θηλυκό στα τόσα χρόνια δεν ξαν...."
"Γιώργη..." Ο Ορέστης έσφιξε τα σαγόνια του σαν θεριό και τον διέκοψε "Ήπιες πολύ. Τράβα κοιμήσου και θα τα πούμε αύριο. Ξεμαθες τη τσικουδιά και σε πείραξε"
"Πολύ μαλάκας έγινες η είναι η ιδέα μου;" Του είπε και σαν σηκώθηκε παραπάτησε. "Λέξη μη πεις! Εντάξει. Ίσως με πειράξει λιγάκι... Πάω αλλά αύριο ...." Συνέχισε σαν να τον απειλούσε και τον έπιασε από τον ώμο "Αύριο, άμα μου κρύψεις πράμα, βρες τρύπα να κρυφτείς!"
"Καλά καλά. Και τώρα άιντε...!"
Μένοντας μόνος, άρπαξε τα τσιγάρα και βγήκε σαν τον σίφουνα από το σπίτι...
************************
"Μα σου είπα παπά Μανώλη, θα είμαι μια χαρά εντάξει; Τόσος καιρός πέρασε. Θέλω πια να πάω μια βόλτα κατά εκεί. Σε λίγες μέρες θα πάω και στα παιδιά για την εγχείρηση οπότε μετά δε θα έχω χρόνο. Την άκουσες τη Χαρούλα μας!!! Υπάρχουν πιθανότητες!!" Ο παπάς ξεφυσησε
"Εντάξει. Αλλά να προσέχεις. Μη πας και γκρεμοτσακιστεις ξανά! Και όχι τίποτα άλλο, αλλά και ο Στυλιανός να σε εβρει τσιμέντο θα σου ρίξει..." σχολίασε εκνευρισμένος με τη συμπεριφορά του που είχε αλλάξει ολόκληρη.
"Μην ανησυχείς. Ίσα μια βόλτα θα κάνω. Θα δω λίγο το κτήριο και θα γυρίσω. Εντάξει;" Εκείνος συμφώνησε. Τις έδωσε οδηγίες και έπειτα την αποχαιρέτησε. Ήταν ξεροκέφαλη. Σαν είπε από το πρωί πως θέλει να κατέβει στο οινοποιείο , το έκανε και πράξη.
Η Αρετή χώθηκε μέσα στο μονοπάτι και ξεκίνησε να περπατά. Ο καιρός για ακόμα μια μέρα ήταν χάλια. Μα δεν πτοήθηκε. Δεν γινόταν να κάθεται στο σπίτι κάθε φορά που είχε καταιγίδα. Εκτός αυτού , ίσως να εφτιαχνε αργότερα. Ήταν έξι το πρωί και ήταν νωρίς ακόμα. Έκλεισε καλά τη ζακέτα σαν φύσηξε το αεράκι και έφτασε στη διασταύρωση που της είπε ο παπάς.
"Ωραία. Δεξιά από τη βρύση και μετά αριστερά στη διχάλα..." Ψέλλισε μα σαν έκανε να περπατήσει σταμάτησε.
"Ίσως αριστερά... Στη διχάλα...Γαμωτο !!!" Έβρισε και πήγε αριστερά. Περπάταγε αργά. Ειδικά εκεί που είχε πολλά χόρτα. Δεν ήθελε να καταλήξει πάλι σε κανένα πηγάδι και πλέον ήξερε πως ο Ορέστης τα είχε γκρεμίσει όλα γύρω από το οινοποιείο.
Ο αέρας δυνάμωσε όταν ξαφνικά είδε τη πίσω πλευρά από ένα πελώριο οίκημα που έμοιαζε με αποθήκη.
"Σε βρήκα !" αναφώνησε και σαν να περπάταγε σε χώμα γεμάτο νάρκες , έκανε πέντε ολόκληρα λεπτά για να φτάσει. Αν και στη πίσω μεριά ο χώρος δεν είχε τόσα χόρτα και έδειχνε καθαρός. Θυμόταν πως τότε που προσπάθησε να ξαναπάει, ήταν σχεδόν απροσπέλαστο το μονοπάτι. Μα δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Είχε βράχια δεξιά και αριστερά και ήταν πάνω στην αλλαγή της εποχής οπότε απλά προχώρησε και πιάνοντας τη μεγάλη πόρτα την έσυρε δημιουργώντας αντίλαλο στο χώρο.
"Τεράστιο...." Σχολίασε "Και όλα τα μηχανήματα είναι σαν καινούρια. Πόσο κρίμα να στέκονται έτσι.." σαν έκανε μερικά βήματα και ακόμα πιο μέσα της μύρισε κρασί και γέλασε "Άιντε Αρετή... Το έχεις χάσει τελείως... Μέχρι και κρ..." μα να που δε πρόλαβε να πει πράμα παραπάνω... σαν έστρεψε το βλέμμα είδε τον Ορέστη να κοιμάται αγκαλιά με ένα ανοιχτό μπουκάλι ,πάνω σε μια στοίβα άχυρα. Η Αρετή πάγωσε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να κανεί βήμα. Φοβήθηκε μήπως τον ξυπνήσει και κακα τα ψέματα είχε να τον δει μπροστά της από εκείνη τη μέρα που φέρανε το Μάριο.
Μα η καρδιά της ...
Εκείνη η καρδιά και ο τρόπος που χτύπησε... Εκείνο το συναίσθημα δεν είχε τελειωμό. Βρέθηκε για ακόμα μια φορά, δίχως να ορίζει τα πόδια, να περπατά προς το μέρος του. Δεν την ένοιαξε αν ξυπνήσει. Αν της φωνάξει η αν την απειλήσει. Της είχε λείψει... Και δεν περίμενε ποτέ να τον δει έτσι.
Μόλις εκείνος κουνήθηκε, η Αρετή σαστισε και κοκαλωσε. Μα αυτό ήταν... Βυθίστηκε πάλι σε ύπνο. Εκείνη βρήκε το θάρρος και ξεκίνησε ξανά.
"Έπινες..." είπε σιγανα και χαμήλωσε στα γόνατα... Όσο κι αν η λογικη τη πρόσταζε να κάνει πίσω , η καρδιά διέταξε το χέρι της κι εκείνο σηκώθηκε απαλά και άγγιξε τα μαλλιά του. "Πονάς... Μα... Τι σου έφτιαξα μου λες; " ζήτησε σιγανα εξηγήσεις που δε πήρε ποτέ της "Με μισησες χωρίς να ξέρω το γιατί... Σε έχασα πριν καν σε πιάσω.." ήταν ταλαιπωρημένος και το έβλεπε καθαρά. Τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους... Τα χέρια του ήταν γεμάτα πληγές. Είχε αφήσει γένι ολίγων ημερών.
Ενώ η ανάσα του ήταν βαριά... Σαν να είχε μια πέτρα καρφωμένη πάνω στο στήθος.
Άφησε το δάχτυλο της να αγγίξει το μάγουλο του μα τράβηξε το χέρι της. Σηκώθηκε και τον κοίταξε.
"Λίγο να σε χορτάσω μόνο... Να γεμίσει η ψυχή και ύστερα φεύγω..." μουρμουρισε περισσότερο στον εαυτό της που της φώναζε από μέσα να τρέξει και να φύγει , παρά σε εκείνον. "Συγχωρα με αν έκανα κάτι Ορέστη μου... Δε το θελα..." Είπε εν τέλει και σαν έσκυψε να του αφήσει ένα φιλί στο κούτελο, εκείνος άνοιξε τα μάτια και τη γραπωσε...
❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️
Δεν άντεξα να γράψω άλλο. Κουτουλαω.
Καλό μας βράδυ :)
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top