Κεφάλαιο 41°

Λάκκοι, 37 χρόνια πριν....

Ξεδεσε τα μαλλιά της και τα άφησε να πέσουν ως το γοφό της. Είχε τα πιο όμορφα και τα πιο μακριά μαλλιά από όλες. Καστανοξανθα που λαμπυριζαν στον ήλιο Ήταν τέτοιο το χρώμα που έκανε τα μάτια της να μοιάζουν ψεύτικα.
Πήρε το μονοπάτι που έβγαζε στα παλιό οινοποιείο και χώθηκε μέσα στο δάσος. Της άρεσε εκείνο το μέρος. Αν και είχε ακούσει ότι άνηκε στους Ραΐσιδες εκείνη δε φοβόταν. Οι ιστορίες που πέρασαν από γενιά σε γενιά ήταν μεγάλες. Είκοσι χρόνια πριν γεννηθεί, άκουσε ότι έγινε μεγάλη σφαγή στο χωριό.

Της άρεσε η ιστορία του τόπου της και δεν έμοιαζε με τις άλλες γυναίκες που δεν ήθελαν να ακούσουν. Η Άννα ήταν πάντοτε πιο θαρραλέα. Γι αυτό και την ερωτεύθηκε ο Κωστής. Αν και δεν ήταν από τους πιο όμορφους γιους, ήταν καλόκαρδος. Βέβαια σαν γυναίκα, η Άννα του έκανε του τη δύσκολη ακόμα κι αν η μάνα της της φώναζε. Ποια κοπέλα θα αρνιόταν ένα Φραγκιά ; Ήταν κυρίαρχοι σε εκείνο το τόπο όταν έφυγαν στα βουνά οι Ραΐσιδες.

Η Άννα πέρασε το κάμπο ώσπου έφτασε στο παλιό οινοποιείο. Εκείνο το λιβάδι που κάποτε ήταν σπαρμένο με τα καλύτερα σταφύλια πλέον είχε γίνει σπίτι για εκατοντάδες κατακόκκινες παπαρούνες.

Έσκυψε, μάζεψε μερικές και κίνησε για το οινοποιείο. Ήταν τόσο περίεργη... Το έβλεπε και σκεφτόταν ότι εκεί μέσα δούλευαν άνθρωποι πριν λίγα χρόνια που πλέον έφυγαν . Κατά βάθος, δεν είχε διαλέξει ποτέ πλευρά όπως έκαναν όλοι στο χωριό. Σαν τη θρησκεία... Εκεί που γεννιέσαι αυτό γίνεσαι, έλεγαν μερικοί τρελοί.

Μόλις έφτασε, πήγε κατευθείαν στη μεγάλη Βρύση. Ήταν ένα μέρος που άφηναν τα ζώα οι εργάτες  μα το νερό ήταν γάργαρο και δροσερό.
Κάθισε, σήκωσε το άσπρο της φουστάνι και έπλυνε τα πόδια της.

"Άντε.. εγώ αυτά τα χώματα τα έχω σαν τόπο, εσύ ήντα κάμεις και τριγυρίζεις ξανά εδώ ;" η Άννα χαμογέλασε.

Ήταν η τρίτη φορά που τον έβλεπε... Τη πρώτη τη κατατρομαξε , τη δεύτερη του μίλησε και τώρα ήξερε πως για κάποιο λόγο , αν πάει , θα τον βρει.
Ο Στρατής ήταν βγαλμένος από παραμύθι. Σαν εκείνους τους πρίγκιπες που έβρισκαν τις νεράιδες.
Άγρια χαρακτηριστικά. Ντομπρο βλέμμα... Και ψηλός σαν βουνό.

"Απαγορεύεται;" τόλμησε και είπε κατεβάζοντας το φουστάνι της και τίναξε τα μαλλιά της.

"Ανάθεμα σε για θηλυκό, εσύ δε μοιάζεις με τα άλλα... Σαν διάολος κοιτάς και περπατάς..." Και δεν είχε άδικο... Ο τρόπος της ήταν θελκτικος. Περπατούσε και ετριζαν οι δρόμοι. Ήταν πανέμορφη γυναίκα. Το πλούσιο δε μπούστο της ήταν απαγορευμένη σκέψη για πολλούς άντρες του χωριού.

"Πως τους ξεφυγες ακόμα απορώ..." Είπε σαν τη πλησίασε...

"Ίσως και να μη ξέφυγα... Ίσως και να το έκανα..." Του απάντησε

"Έτσι που με κοιτάς, θα με αναγκάσεις να έρθω στο χωριό με κίνδυνο τη ζωή μου και να σε κλέψω... Κυρά θα σε έχω σπίτι μου, μέσα στα βουνά..."

"Βουνά;" Ξένισε το πρόσωπο της "Έχετε τόση περιουσία εδώ. Γιατί δε τα διεκδικείς; Θα μπορούσες να είσαι άρχοντας..." πέρασε το χέρι της απαλά πάνω στο στήθος τόσο όσο...και έπειτα σταμάτησε

"Στο είπα και χθες που με ρώτησες μικρή μου Άννα... Δεν είναι εποχή αυτή για εμάς. Είμαστε λίγοι ακόμα. Χάσαμε πολύ δικό μας αίμα το 50' . Σου αρέσει η ιστορία και τη διαβάζεις... Ξέρεις πως έγινε. "

"Ξέρω όσα ακούγονται από στόμα σε στόμα... Μα ποτέ δεν είναι αργά. Ο αδερφός του Κωστή αρρώστησε βαριά και θα πεθάνει. Είναι ο πιο αιμοβόρος. Μπορείτε να πάρετε τα εδάφη σας..."

"Άννα... Αυτό δε γίνεται. Είμαστε λίγοι. Θα γίνει σκοτωμος. Μόλις αρχίσαμε να χτίζουμε το βίον μας πίσω από τα φαράγγια... Γιατί δεν λες το ναι κυρά μου; Από τη μέρα που σε είδα μάτια δεν έχω για άλλη. Άσε το παρελθόν. Δε τα έχουμε ανάγκη τώρα ούτε τα οινοποιεία ούτε τα αμπέλια. Έλα μαζί μου.. "

"Μη λες τέτοια λόγια. Θα πεθάνει η μάνα μου από τη στεναχώρια... Πρέπει να φύγω."

Κι έτσι έφυγε και έτρεξε μακριά...

4 μέρες μετά ....

"Πάλι ήρθες! Είδες που τελικά εσύ έρχεσαι ; " Είπε σαν την είδε. Και αυτή τη φορά δεν ήταν κρυμμένος. Περίμενε δίπλα στη βρύση. Σαν εκείνη πλησίασε και είδε το σαρίκι στο λαιμό της τρελάθηκε. Ήταν εκείνο το λευκό... Εκείνο που φανέρωνε πως η γυναίκα ήταν έτοιμη για γάμο...
"Τι είναι αυτό!' είπε και δίχως φόβο το έπιασε και το τράβηξε.

"Είσαι τρελός; Τι κάνεις!" του φώναξε

"Θα παντρευτεις! Ποιος σε ζήτησε;" Εκείνη κομπιασε... "Ο Φραγκιάς έτσι;" Ρώτησε και πήρε τη σιωπή.

"Δέχθηκες γιατί; Γιατί Άννα;" Ο Στρατής ύψωσε τη φωνή του και την έπιασε από τους ώμους. "Χτυπάει άραγε η καρδιά σου έτσι για εκείνον; Λέγε!!!" της φώναξε μα σαν απάντηση εκείνη τον έσπρωξε και έτρεξε μακριά..

Ημέρα του γάμου...

Σκαρφάλωσε κρυφά στο δέντρο και από αυτό πήδηξε στο μπαλκόνι της. Όλο το χωριό ήταν μαζεμένοι έξω και σαν είθισται, η νύφη έμεινε μόνη να προσευχηθεί. Ο Στρατής έδωσε μια το παραθύρι της και σαν μπήκε μέσα εκείνη πετάχθηκε από το φόβο.

"Είσαι τρελός!!! Τι κάνεις εδώ πέρα! Θα σκοτωθείς!"

"Γιατί σε νοιάζει;" της είπε και εκείνη κατέβασε το κεφάλι.

"Αν σε ενδιαφέρει... Ναι. Με νοιάζει..."

Ο Στρατής πήγε κοντά και στάθηκε μπροστά της.

"Αν τον παντρευτεις δε θα σταματήσω να σε κυνηγάω και στο ορκίζομαι... Έλα μαζί μου τώρα.. πάμε να φύγουμε. Δεν τον αγαπάς... "

"Δε μπορώ και το ξέρεις! Μη με κρατάς τόσο σφιχτά πονάω!"

"Άννα..." Ο Στρατής έβγαλε το σαρίκι του και την πλησίασε. Έκανε ένα γύρω και βγάζοντας το λευκό της το πέρασε στο λαιμό. Την έσπρωξε απαλά ως τη πόρτα, κλείδωσε κακά τη φίλησε...
"Στο δίνω γιατί ακόμα και να παντρευτώ άλλη δε θα αγαπήσω... Κράτα το μέχρι να πεθάνεις... Σου ανήκει. Ορκίσου το!"

Η Άννα σκίρτησε ολόκληρη...

"Στο ορκίζομαι... Μα μη μου κρατάς κακία... Η μάνα μου..."

"Ωωω πράμα μη πεις! Στην αγάπη δε χωράει λόγος... Πάμε να φύγουμε! Στο λέω για τελευταία φορά!!"

"Δε μπορώ !!!" Του φώναξε

"Πολύ καλά λοιπόν... Θα φύγω... Μα μη ξεχάσεις σε ποιον ανήκεις... Ακόμα κι όταν θα γεράσεις και θα γίνεις γριά... Πάλι με το δικό μου σαρίκι να ζητήσεις να σε θάψουν... Και έννοια σου... Αυτή η καρδιά σου, θα πάρει μπρος σαν νιώσει όπως η δική μου...

Ο Στρατής της άφησε το σαρίκι και έφυγε...
Η Άννα δεν τον ξαναείδε ποτέ της.

Τρεις ημέρες αργότερα, έκλεψε τη δεύτερη ξαδερφη της και όπως έμαθε τη παντρεύτηκε πάνω στο βουνό...  Έγινε τρομερό σουσουρο και μάλιστα ζήτησε από το Κωστή να στείλουν ομάδα να τη σώσει... Μα  η θεία της , της είπε πως έφυγε με τη θέληση της. Άφησε και γράμμα ότι αγάπησε.... Κανένας δε μπορούσε να κάνει πράμα...
Την πόνεσε και είχε δίκιο...
Της το είπε άλλωστε ...

Η Μυρτώ , ήταν η μόνη που ήξερε για την Άννα και το Στρατή... Και να που εκείνη, κλεφτηκε και έφυγε στα βουνά μαζί του...

❤️❤️❤️❤️❤️

(Συγγνώμη για το μέγεθος των κεφαλαίων μα γράφω ειλικρινά στο πόδι. Όταν θα τα πιάσω ένα προς ένα να τα στρώσω θα διπλασιαστούν σε λεπτομέρειες)

🖤🖤🖤🖤🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top