Κεφάλαιο 40°

Ένα μήνα αργότερα...

Φόρεσε το μαύρο φόρεμα,  δύο μαύρα χαμηλά παπούτσια και έπιασε τα μαλλιά της πίσω σε ένα αυστηρό κότσο.
Της το είχε πει... Να ανοίξει μεγάλο λάκκο...

Νύχτα υπήρχε ακόμα έξω . Ο πετεινός δεν είχε καν λαλήσει όταν σηκώθηκε και ετοιμάστηκε. Ήταν δεν ήταν 5 το ξημέρωμα. Έπαψε πια να περπατά σιγά για να μην τους ξυπνησει. Ήταν μονάχη της πλέον στο σπίτι. Τόσο ο Μανούσος όσο και η Χαρά, έφυγαν για τα Χανιά πριν λίγες μέρες. Ένας καινούριος γιατρός ο οποίος ήταν ειδικός σε τραύματα σαν του Μανούσου έφτασε , και όσο κι αν δεν ήθελαν να την αφήσουν μόνη , εκείνη τους ξόρκισε να πάνε να τον δούνε. Έτσι και έγινε...

Κατέβηκε στο κουζινακι και άναψε το φως. Με τη βοήθεια της Χαράς, το αρχοντικό πήρε ρεύμα μια εβδομάδα μετά το θάνατο του Μάριου. Δεν ήταν εύκολο μα ήξερε αρκετούς ανθρώπους στα Χανιά μέσω της οικογένειας της.

Έφτιαξε ένα βαρύ καφέ, άνοιξε τα παράθυρα να μπει ο δροσερός αέρας και κάθισε . Σαν το φάντασμα περιπλανιόταν ένα μήνα τώρα μέσα σε εκείνο το σπίτι μα δεν της πέρασε λεπτό να σηκωθεί και να φύγει. Πλέον εκεί ήταν το σπίτι της.

"Αρετή;" η φωνή του Λευτέρη απ'έξω και το χτύπημα στη πόρτα , έσυραν τα πόδια της και πήγε και άνοιξε. "Καλημέρα. Ήξερα πως θα ήσουν ξύπνια. Είδα και το φως και σου φερα λίγο ψωμί από το φούρνο..." ένα πικρό χαμόγελο ξεπρόβαλε στα χείλη της μα και αυτό δε κράτησε πολύ "Για τα μνήματα ετοιμάζεσαι;" τη ρώτησε

"Ναι.. θα περιμένω λίγο να χαράξει και θα πάω. Θέλεις ένα καφέ;"

"Όχι.. είμαι εντάξει. Πρέπει να πάω στα αμπέλια άλλωστε. Εμ..."

"Μη κομπιαζεις Λευτέρη... Καλά είμαι. Κι αν δεν είμαι θα γίνω. Σε ευχαριστώ για το ψωμί. Άντε καλό δρόμο..."

Ύστερα από εκείνη τη μέρα, ο Λευτέρης ήταν ο μόνος που στάθηκε κοντά της και προς μεγάλη έκπληξη πολλών, συνέχιζε ως τώρα χωρίς τη παρέμβαση του Ορέστη.

Μόλις έφυγε εκείνη τη μέρα από την εκκλησιά, ο ίδιος με τα χέρια του κουβάλησε το Μάριο μέσα. Τον έπλυνε, φώναξε το κυρ Γιώργη να φτιάξει μια κάσα και δίνοντας μία και του παπά τον έφερε στα συγκαλα του. Δεν τον άφησε να απαρνηθεί μήτε τη πίστη μα μήτε και τα ράσα του. Εξαιτίας του ο Μάριος είχε μια αξιοπρεπή ταφή. Κανένας δεν έμαθε ποτέ ποιος τον σκότωσε...
Η Αρετή ενημέρωσε τις αρχές στην Αθήνα για να μη το ψάχνουν αφού κι αυτός γονείς δεν είχε και έκτοτε έμεινε να μαραζώνει.

Ο Μανούσος έπαψε να έχει πολλές επαφές με το πατέρα του και έπειτα από το θάνατο των αντρών του , ο Στρατής δε κατέβηκε στο χωριό. Μα δεν ήταν μονάχα αυτό...

Ο Ορέστης το είχε βάλει σκοπό να τους ξεκλήρισει όλους... Τους ξετρυπωνε μέσα από τις σπηλιές και είχε σκοτώσει άλλους έξι... Μπορεί να μην είχαν το αίμα μα ήταν όλοι εργάτες τους.
Είχε επιστρέψει στο πατρικό του, είχε βάλει τη μάνα του στη θέση της και ανέλαβε την ηγεσία. Συχνά έπινε... Έβγαινε στα Χανιά. Σαλιαριζε με πόρνες..  Δεν έδινε λογαριασμό σε κανένα.
Του κόστισε πολύ και ξεσπούσε με το δικό του τροπο...

Ποτέ δεν έμαθε ότι από αυτά που άκουσε σχεδόν όλα δεν είχαν βάση. Μα σαν να μην έφτανε αυτό, έφτασε μια μέρα στο σπίτι ένα τελεσίγραφο από το Στρατή. Τον προειδοποίησε ότι αν δε φερθεί σαν άντρας για να λογαριαστουν και συνεχίζει να σκοτώνει τους παραγιους, θα κατέβαινε ο ίδιος στο χωριό για να του πάρει το κεφάλι. Έλεγε επίσης πως τόσο ο Μανούσος όσο και η Αρετή, δεν ήταν πια οικογένεια. Δεν είχαν αίμα Ραΐση. Μα ο Ορέστης σημασία δεν έδωσε παρά μονάχα έκαψε το γράμμα και το πέταξε.

Ο Στυλιανός από την άλλη, όλο αυτό το διάστημα ήταν αρκετά απασχολημένος με τη Μαρία. Προσπαθούσε να τη βοηθήσει να περπατήσει και να σταθεί στα πόδια της. Ώσπου μια εβδομάδα μετά τη κηδεία του Μάριου, έγινε ένα μεγάλο μπαμ που δεν έμαθε κανείς...
Ούτε καν ο Στυλιανός...

Ήταν ξημέρωμα. Ο Ορέστης είχε γυρίσει από το φαράγγι και πήγε κατευθείαν σπίτι της . Εκείνο το βραδυ από θαύμα γλίτωσε και δεν την έπνιξε με το σταυρό. Μόνο από λύπη για τον Στυλιανό την άφησε ζωντανή.
Εκείνος ο σταυρός ήταν δώρο του προς εκείνη πριν πάει η Αρετή στο χωριό...
Γι αυτό και όταν τον είδε τρελάθηκε. Συνέδεσε την αποθήκη και κατέληξε πως η Μαρία είχε βρει το ημερολόγιο.
Μα ήταν πολύ αργά... Ίσως αν του το είχε δώσει νωρίς , να μην γινόταν τίποτα από όλα αυτά.

Μόλις λοιπόν μαθεύτηκε πως κατάφερε να περπατήσει και ήταν καλύτερα, την επισκέφθηκε. Τη πήρε με το το δάσος και πηγαίνοντας τη κάπου απόμερα  ζήτησε  εξηγήσεις. Μα τι να του έλεγε... Αφού ακόμα και η αλήθεια δεν τον ικανοποίησε...
Μόλις του παραδέχθηκε πως εκείνη βρήκε το ημερολόγιο τυχαία μα το κρατούσε σαν δώρο για το γάμο τους τρελάθηκε. Του είπε ότι ήθελε να τον αποτρέψει από το να πηγαίνει στα βουνά και να κυνηγάει μια βεντέτα που δεν υπάρχει... Μα δυστυχώς για εκείνη, εξαιτίας της άνοιξε μια καινούρια...

Κόντεψε να τη πνίξει με εκείνη την αλυσίδα μα δε το έκανε... Δε το έκανε γιατί ύστερα από όλα αυτά, τον παρακάλεσε  ένα βράδυ ο Λευτέρης να μη πειράξει θηλυκό. Μα κι αυτός να μην το έκανε, έβλεπε τον Στυλιανό και του ήταν αρκετό για να κάνει πίσω.

Σαν να βγήκε ο διάολος και δημιούργησε καινούριους νόμους. Νόμους που κανένας δε τολμαγε να αψηφήσει. Αν ένας αδελφός έπαιρνε γυναίκα άλλου, θα γινόταν φονικό χρόνια πριν. Μα πλέον όχι...
Οι γραμμές είχαν ξεκαθάρισει και το νήμα του καθενός τράβηξε το δικό του δρόμο.

Η Άννα από την άλλη είχε αλλάξει...
Το μίσος της προς τους Ραΐσιδες είχε γιγαντωθεί αφού τους θεωρούσε υπεύθυνους για το τρόπο που της συμπεριφερόταν ο Ορέστης μα χαιρόταν καταβαθος. Μα κι εκείνη, δεν ήταν αθώα και το ήξερε. Έκανε πολλά στο παρελθόν που ήταν ακόμα βαθιά κρυμμένα και το μίσος της ήταν ένα είδος άμυνας. Πάραυτα εκείνη χαιρόταν...
Ο ένας της γιος θα έπαιρνε τη Μαρία , ο άλλος έγινε φονιάς και κανένας δε τολμούσε να πλησιάσει τη Ραΐση. Εκτός φυσικά από τη κόρη της... Μια κόρη, που τη ξεγραψε. Τόσο ψυχρή και άσπλαχνη έγινε...

Μα ότι κι αν έγινε, όσο κι αν πονεσε, ο Ορέστης είχε δώσει εντολή...
Αν κάποιος πείραζε την αδερφή του και μαζί με αυτή εννοούσε και το Μανούσο, θα τον σκότωνε... Γιατί για εκείνον, παρά την επιλογή της, η Χαρά ήταν και θα συνέχιζε να είναι για πάντα η αδερφή του. Το αίμα του...
Όσο για τον ίδιο το Μανούσο; Αυτός ήταν βαθιά πικραμένος μα δεν έχανε τα λογικά του. Ο Στρατής δεν ήθελε να τον δει στα μάτια του. Σαν να έγινε νερό το αίμα , ήταν πια παρείσακτος. Εξαιτίας του χάσανε το παππού... Σαν έμαθε τα μαντάτα δε το άντεξε...
Μα έτσι είναι η αγάπη...

Η ένταση κόπασε θέλοντας και μη στο χωριό. Η Αρετή αν και κυκλοφορούσε στο δρόμο κανένας δε της έδινε σημασία. Όλοι είχαν μάθει άλλωστε ποια ήταν. Μα ήξεραν πως ήταν ακόμα ζωντανή εξαιτίας της Χαράς....

Μόλις χάραξε, έριξε ένα πανωφόρι στους ώμους , πήρε τα σπίρτα και κίνησε για τα μνήματα. Όπως κάθε πρωί έτσι και σήμερα, θα του άναβε το καντήλι. Ύστερα θα πήγαινε μια βόλτα στους αγρούς, έπειτα θα κατηφοριζε στη λίμνη, και θα επέστρεφε.

Για κάποιο λόγο ο Ορέστης έφυγε στα απέναντι βουνά. Εκεί τους βρήκε άλλωστε τους περισσότερους. Άφησε το φαράγγι κι εκείνη βρήκε ένα άσυλο...

Η τρέλα ήταν μεγάλη , μα και το πείσμα δεν έκανε πίσω... Πάραυτα, έπειτα από εκείνη τη μέρα, ίσως η μοίρα να το ήθελε ίσως και όχι, ποτέ δεν διασταυρώθηκαν οι δρόμοι τους στο χωριό...

❤️❤️❤️❤️❤️🖤

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top