Κεφάλαιο 39°
Σαν σώπασαν οι καμπάνες και ο Λευτέρης ανακοίνωσε τα μαντάτα , ξεπρόβαλαν στο χωματόδρομο τέσσερις από τους άντρες. Στα χέρια τους κρατούσαν το άψυχο σώμα του Μάριου.
"Ήντα κακό μας βρήκε...." μουρμουρισε η Χαρά σαν είδε την Αρετή να τρέχει.
"Τι έγινε; Γιατι δε με ξύπνησες ! Ποιος φωνάζει έτσι!" ο Μανούσος βγήκε από το σπίτι καταπονημενος σαν φαινόταν πως έβαλε δύναμη να ανέβει σε εκείνο το παλιοσίδερο. Μα κάθε του ερωτηση απαντήθηκε μονομιάς σαν άφησε το βλέμμα να κυλήσει.
Μόλις οι άντρες έφτασαν κοντά, γονάτισαν και τον άφησαν κάτω, μέσα στα χώματα της εκκλησίας. Η Αρετή γλίστρησε και από τη φορά σύρθηκε ελαφρώς στις πέτρες πέφτοντας στα γόνατα. Οι άντρες έκαναν πέρα κι εκείνη σαν τον αντικρύσει μαύρισε η καρδιά της. Δεν ήταν κακός άνθρωπος... Μα κοιτάζοντας τον, θυμήθηκε τα λόγια της και ένιωσε να βουλιάζει...
Τα ρούχα του ήταν ξεσκισμενα θαρρείς και κάποιο θηρίο του όρμησε ενώ το πρόσωπο του πρησμένο από τις μελανιές. Τα χείλη του , γεμάτα αίματα. Η μύτη στραβωμενη και ολόκληρος ήταν βρώμικος από τις λάσπες.
"Μη πλησιάζεις!" φώναξε σαν ένιωσε το Λευτέρη πίσω της.
"Άσε Αρετή μου... Ήντα θα θρηνήσεις κοιτάζοντας τον έτσι; Άσε με εμένα να τον βάλω μέσα. Εγώ αντέχω τούτη την εικόνα..." κάτι που πολλοί ήξεραν για το Λευτέρη ήταν η αγάπη του για τον Ορέστη. Για εκείνον η Αρετή δεν η Ραΐση μέρες τώρα. Ήταν η "κυρά" του. Κυρά του κύρη του... Δεν πήγε με κακό σκοπό να ανακοινώσει τα μαντάτα τη προηγούμενη στη κηδεία ... Μα και ο ίδιος τρελάθηκε. Δεν ήξερε τι να κάνει.
Άπλωσε τα τρεμάμενα χέρια της πάνω στο πρόσωπο του και έπειτα βάζοντας τα στο στόμα της, το έκλεισε για να μην ουρλιάξει. Ο Ορέστης δεν είχε φανεί διόλου από χθες μα κάτι μέσα στη ψυχή της , σαν έμαθε τι έγινε στη κηδεία, τη προμήνυε πως δε θα πάει... Έτσι και έγινε... Και αντί αυτού , βρέθηκε ένα πτώμα...
"Δεν το εκαμε ο Ορέστης μου , Μανούσο..." Είπε η Χαρά βάζοντας τα κλάματα χωρίς να την ακούσει κανένας "Ο αδερφός μου έχει τιμή. Δεν είναι τέτοιος..." η καημένη δεν ήξερε πια τι να πει ή τι να κάνει παραπάνω. Ο διάολος ανέβηκε από τη κόλαση σε εκείνο το χωριό τις τελευταίες μέρες και βάζοντας το χάρο στη δουλειά, άρχισε να θερίζει...
"Ηρέμησε Χαρούλα μου..." της γλυκομιλησε ο Μανούσος μα το έβλεπε... Η Αρετή είχε σκοτεινιάσει...
"Φονιάδες!" τσιριξε ξαφνικά κοιτάζοντας γύρω της. Άρχισε να χτυπιέται ακατάπαυστα και σαν πλησίασε ο Λευτέρης να την ηρεμήσει εκείνη ούρλιαξε ακόμα περισσότερο.
"Ποιος το έκανε! Ποιός! Τι σας έφταιξε! Καταραμένοι ολοι σας!!!" την έπιασε τέτοιο παραλήρημα που ολόκληρο σχεδόν το χωριο μαζεύτηκε στην εκκλησία.
Ξάφνου μέσα από τα πουρνάρια ξεπρόβαλε ο Ορέστης. Τα ρούχα του ήταν λερωμένα... Τα μαλλιά του ανακατεμένα και έδειχνε σαν να πάλευε όλη τη νύχτα.
"Θεουλη μου Μανούσο!!! Κάνε κάτι!!!" φώναξε η Χαρά χωρίς να λογιζει σαν είδε την Αρετή να σηκώνεται.
"Εσύ φταίς!!!! Έτσι δεν είναι; Εσύ!!!" Η Αρετή έτρεξε και άρχισε να τον χτυπάει με μανία στο στήθος δίχως να σκέφτεται ώσπου εκείνος την έπιασε από τα μπράτσα, τη κράτησε σφιχτά και δίνοντας της μια, την έριξε στο χώμα.
Ο Μανούσος έκαμε να σηκωθεί από τη καρέκλα φωνάζοντας και σαν τράβηξε το όπλο η Χαρά μπήκε μπροστά και τον σταμάτησε. Ολόκληρο το χωριό έμεινε βουβο εκτός από το Λευτέρη ο οποίος έτρεξε στο αφεντικό του και τον άρπαξε από τα μπράτσα
"Ήντα κάμεις ρε!!!! Έχεις τρελαθεί!Που είναι η τιμή σου!" του φώναξε ταρακουνωντας τον θέλοντας να τον συνεφέρει. Μα ποιος να συνεφέρει ένα θεριό;
Ο Ορέστης εκείνο το βράδυ επέστρεψε...
Δεν ήταν τέτοιος... Θα άφηνε περιθώρια για εξήγηση πάση θυσία.
Πόνεσε σαν άκουσε τα νέα...
Πόνεσε σαν είδε τη μάνα του να μιλάει ετσι.
Πόνεσε ακόμα και σαν είδε το παπά Μανώλη να σκίσει τα ράσα.. μα δεν άφησε τη τρέλα να τον διαλύσει...
Ώσπου ο πόνος εκείνος, δεν είχε καμία σχέση με το πόνο που εισέπραξε βλέποντας από το παραθύρι της, να της κρατάει το χέρι και να περνάει το δαχτυλίδι... Δεν άκουγε τι έλεγαν... Ήταν μια στιγμή... Μια απλή στιγμουλα... Δεν είχε θάρρος να πάει και να δει κανέναν όταν αποφάσισε να ανέβει και να βρει μόνο εκείνη... Εκτός αυτού , κρατούσε ένα μυστικό που δεν το είχε πει σε κανένα. Εκείνο το ημερολόγιο , δεν το ξέχασε. Ήθελε να το βγάλει από μέσα του. Ήθελε να το μοιραστεί μαζί της και να βρούνε μια άκρη... και εκτός από το μοίρασμα , ήθελε να βρει εξηγήσεις για εκείνο το σταυρό. Μέσα στο μυαλό του, το παζλ είχε κλείσει... Έμεναν μόνο οι αιτίες...
Μα... Όλα πήγαν κατά διαόλου...
Σαν έφυγε από το σπίτι της, κατέληξε ξανά στα μνήματα. Μοιράστηκε με το νεκρό του πατέρα , όσα δε είπε σε κανέναν και άφησε εκεί το πόνο του. Ώσπου άκουσε φωνές μέσα στη νύχτα... Σηκώθηκε, κατέβηκε το γκρέμνι ακολούθησε τους ήχους, και είδε καμία 5 άτομα να περπατούν κοντά στα χαλάσματα του σπιτιού της κυρά Βασιλικής.
Μιλούσαν για το θάνατο του πατέρα του...
"Δώρο ήρθε η Αρετή! Τσακίστηκε ο Κωστής και ξεβρωμισε το χωριό!"
"Ο Στρατής σκέφτεται να επιστρέψει και να διεκδικήσει τα εδάφη αύριο κι όλας!"
"Φαντάσου να της έδινε το όπλο, όπως του ζήτησε και να σκότωνε τον Ορέστη στο γάμο! Καμάρι θα ήταν για όλους μας!"
"Τα μούτρα ήθελα να βλεπα μόνο του Φραγκιά σε τούτο το χουνερι! Να είχε φίδι στο κόρφο του και να μην είχε ιδέα!"
"Μα ποιος θα πείραζε μωρέ μια γυναίκα; Θα ήταν τέλεια για να καμει τη δουλειά της!"
"Ελπίζω μόνο ο Μανούσος να έρθει στα συγκαλα του και να τη φάει τη Φραγκιά πριν κατέβει ο Στρατής"
"Τον άκουσες το Κωνσταντή πως μίλαγε για εκείνη; Ακόμα δε τη γνώρισε και έλεγε στο Διονύση πως ήταν πιο όμορφη και από τη Παναγιά! Α ρε να ζούσε ο πατέρας του να τον καμαρώσει! Να μου το θυμηθείς... Αυτός θα το περάσει το σαρίκι στην Αρετή και θα γελάμε όλοι. Και αντί κρασί, θα έχουμε το αίμα των Φραγκιάδων στο τραπέζι!"
"Ήντα λες μωρέ! Ο Μανούσος το ξέρει;"
"Εεε ήντα να πει ο Μανούσος! Κατά βάθος μια την έχουμε! Με ποιον θα τη παντρέψουμε;"
"Εγώ θα θελα απλά, να μη πέθαινε ο Κωστής .! Να ζούσε το γουρούνι και να έβλεπε το γιο του να πεθαίνει στον ίδιο του το γάμο από το χέρι μιας γυναίκας! Τον άκουσες το παππού! Όνειρο το είχε!"
"Εύχομαι να ζήσει να το δει... Αν και ο Στρατής είναι αρκετά νευριασμένος με το γιο του. Ας ελπίζουμε στην εξιλέωση με το αίμα της Φραγκιά. Έτσι πάνε αυτά για τη συγχώρεση!"
"Άκουσα πως βρήκε την Άννα στο νοσοκομείο. Την απείλησε πως θα σκοτώσει τον Ορέστη κι εκείνη τον παρακάλεσε σαν σκύλος! Το έλεγε στο πατέρα του..."
"Άιντε! Κουνηθείτε! Έχουμε να κατέβουμε στο χωριό να πάρουμε πυρομαχικά. Αύριο κατεβαίνει ο Στρατής. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι!"
Κανένας από τους πέντε δεν έφτασε στο χωριό εκείνο το βράδυ.... Λόγια στα λόγια , βρήκαν το θάνατο...
Λόγια που δεν είχαν βάση...
Λόγια που είχαν προέλευση από κουτσομπολιά..
Λόγια που έλεγαν δίχως να ξέρουν...
Κι όμως... Αυτά τα λόγια τους έθαψαν όλους ...
Ο Ορέστης , σαν να γεννήθηκε μέσα από το θάνατο, έριξε ένα βλέμμα στον Λευτέρη και εκείνος κατέβασε τα χέρια από τα μπράτσα του. Έπειτα κοίταξε το πτώμα του Μάριου δίχως να σαλευει.
Πλησίασε την Αρετή που ήταν πεσμένη χάμω , γονάτισε και τη κοίταξε ανέκφραστος .
Άπλωσε το χέρι, την άγγιξε στο δακρυσμένο της μάγουλο και γέλασε...
"Καντού βαθύ το μνήμα...για να χωράει κι άλλους..." Της είπε τελεσίδικα και σαν σηκώθηκε έβγαλε το όπλο και πυροβόλησε τρεις φορές στον αέρα.
Μα εκείνη έμεινε με ένα βαθύ παράπονο να τον κοιτάζει δίχως να ακούει το θορυβο... Δεν είχε πια ψυχή να ακούσει μα μήτε και δύναμη για να σηκωθεί...
🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top