Κεφάλαιο 38°
Ο όχλος της εκκλησίας έσπασε στη δυνατή φωνή του Λευτέρη ο οποίος σπρώχνοντας τους με δύναμη, μπήκε λαχανιασμενος. Χαμήλωσε το σώμα, πήρε μια ανάσα πιάνοντας τα γόνατα και έπειτα έστρεψε το βλέμμα στον Ορέστη.
"Βρήκαμε έναν άντρα να περιπλανιέται στο φαράγγι!" αποκρίθηκε και όλοι ξέσπασαν σε παραμιλητα. Μα πριν προλάβουν να λογισουν πως ήταν κάποιος Ραΐσης, ο Λευτέρης συνέχισε. "Τον φέρνει ο Παναγής από το χωματόδρομο. Λέει πως είναι της Αρετής αρραβωνιαρης..." το βλέμμα του προς Ορέστη , έδειχνε και τη θλίψη του.
Η Άννα σαν το άκουσε από την άλλη, χάρηκε η ψυχή της. Ούτε σαν δώρο να της ήρθε τούτο το μαντάτο.
"Τέτοιες ήταν πάντοτε... Πόρνες. Κορμί και ψυχή" έσταξε φαρμάκι δίχως να νοιάζεται για τίποτα. "Αλλά βέβαια, αυτός ήταν και ο σκοπός της..."
"Μάνα . Σφαλισε πια τα χείλη σου και ΠΑΨΕ!" ολόκληρη η εκκλησία γύρισε προς τα στασίδια . Η Χαρά έβγαλε τέτοια φωνή, που τους τάραξε όλους. "Κάποια εξήγηση θα υπάρχει..." μονολογησε έπειτα πιο σιγανα έχοντας λύπη στη φωνή.
"Εξήγηση; Μα δε το βλέπεις πια; Τόσο τυφλωμένη είσαι κι εσύ; Σαν έμαθε πως έχει περιουσία έψαξε και βρήκε! Ήρθε και σαν είδε τι υπάρχει εδώ θέλησε να μας ξεκλήρισει!! Μια φόνισσα είναι! Μια πόρνη!" η Άννα δεν είχε τελειωμό
"Ήντα να κάμω ο τρελός! Ένα κερί χρειάζεσαι να σου βουλώσω το στόμα!" Πήρε θέση ο παπά Μανώλης για πρώτη φορά στα χρονικά αφήνοντας τους άφωνους. "Εγώ το έφερα το θηλυκό στο χωριό!!!" βροντοφωναξε χωρίς φόβο "Εγώ έστειλα να μαντάτα στο συμβολαιογράφο!!! Με κούρασε τούτο το ριζικό! Ήθελα να δώσω ένα τέλος! Να πάψει πια αυτή η βεντέτα! Μα... Μα να που κάθε μου αγνή σκέψη, κάηκε στη καταραμένη τη φωτιά σας... Πεθαίνω... Δε μου μείνε πολύς καιρός... Ήθελα λίγο πριν κλείσω αυτά τα μάτια , να δω τούτο το τόπο καθαρό" ο παπά Μανώλης έπιασε το κεφάλι του
"Πράμα δε έκαμα από παιδί όταν είδα το πατέρα μου σφαγμένο στη πλατεία από Φραγκιά!!!!" Τσιριξε σχεδόν μετέπειτα προς την Άννα. "Κι εγώ σε πάντρεψα κι όλας... Σου δωκα την ευχή μου..."
Ύστερα από τα λόγια του , κανένας ψίθυρος δεν ακούστηκε στην εκκλησία. Ούτε οι ανάσες τους ήταν ικανές να κάνουν θόρυβο...
""ΤΗ ΚΑΤΑΡΑ ΜΟΥ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΔΩΚΩ!" ο παπάς έπιασε τα ράσα, τα έσκισε, τα πέταξε στο πάτωμα και τα πάτησε... "Δε κάμω για παπάς..." ήταν τα τελευταία του λόγια, και ανοίγοντας τη πίσω πόρτα της εκκλησίας έφυγε τυλίγοντας το μέρος στη σιωπή.
Πρώτος κουνήθηκε ο Ορέστης... Άπλωσε τα χέρια για να κάνει χώρο, πήγε κοντά στο φέρετρο και γονάτισε. "Συγχωρα τους πατέρα μου... Έλα να ηρεμήσεις..." ψέλλισε σιγανα
"Ήντα κοιτάτε ωρέ!!!!" Ούρλιαξε αμέσως μετα προς τους άντρες και βάζοντας στα χέρια δύναμη, έκανε να σηκώσει το φέρετρο. Ένιωσε το βάρος να λιγοστεύει και κοιτάζοντας στο πλάι , είδε το Στυλιανό να κρατεί την άλλη άκρη...
Έβγαλαν τον Κωστή από εκείνο το μέρος που μόνο εκκλησία δε μπορούσε πια να χαρακτηριστεί και κατηφόρισαν προς τα μνήματα...
Ύστερα από όσα ειπώθηκαν, ύστερα από τόσο μίσος, κακία και δάκρυα, το μόνο που έμεινε να ακούγεται, ήταν ένα βαρύ, αντρικιο μοιρολόι, που έσυρε στα χείλη ο Ορέστης καθώς κατέβαινε το δρόμο....
***************
Είχε κατέβει ο ήλιος...
Ο παπάς έπινε το ένα ποτήρι μετά το άλλο σιωπηλός, απέναντι καθόταν ο Μανούσος έχοντας στο πλάι τη Χαρά κι όλοι μαζί , άκουγαν τις φωνές της Αρετής από τον επάνω όροφο.
Ο Λευτέρης μετά τη κηδεία , οδήγησε το Μάριο στο παλιό αρχοντικό.
Φωνές και κακό ακολούθησαν...
Η Αρετή τον έδιωχνε πίσω στην Αθήνα κι εκείνος της φώναζε πως έχει τρελαθεί τελείως. Όσο κι αν ο Μανούσος θέλησε να πάρει θέση, η Χαρά δεν τον άφησε στη κατάσταση του... Δεν έβλεπε τον Μάριο επουδενί σαν αρσενικό πόσο μάλλον ένα ιμιτασιον αρσενικό που τόλμησε και ύψωσε φωνή στη ξαδέρφη του.
Μα ο Μάριος της άνοιξε τη καρδιά του. Της ζήτησε να φύγουν μαζί... Της είπε πόσο την αγαπούσε και πως δεν έπαψε μέρα να τη περιμένει. Πως είχε τρελαθεί από την αγωνία και δεν άντεξε. Έψαξε , έμαθε και πήγε... Τα ρούχα του ήταν τόσο διαφορετικά... Έφτασε στο χωριό με ένα κίτρινο αμανικο μπλουζάκι που φανέρωνε τα τατουάζ του, και μια βερμούδα... Έδειχνε σαν να είχε κατέβει από άλλο πλανήτη... Σαν όλους εκείνους τους φλουφληδες που έβλεπαν στα Χανιά.
Μπορεί να μην είχαν δράκους να στολίζουν τα μπράτσα τους, μα εκεί κάτω οι Κρητικοί, έδειχναν αλλιωτικα το αντριλικι και τη μπέσα τους.
Ο Μαριος πάνω στο καυγά, έπιασε το χέρι της και έκαμε να της περάσει ξανά τη βέρα και αυτό ήταν το αποκορύφωμα. Η Αρετή του είπε πως δε θέλει μήτε να τον δει. Πως θα τον άφηνε να περάσει εκεί τη νύχτα και πως αύριο θα έφευγε ειδάλλως θα είχαν άσχημα ξεμπερδεματα. Του πέταξε μέσα στα μούτρα πως δεν τον αγαπάει. Πως ποτέ δε θέλησε να παντρευτεί και πως θα μείνει στο τόπο της.
"Επιτέλους... Σταμάτησαν οι φωνές και τούτο το απολειφαδι θα φύγει από δω" αποκρίθηκε ο Μανούσος ακούγοντας επιτέλους το Μάριο να της ανακοινώνει πως δε δέχεται τη βραδυνή φιλοξενία και πως θα έφευγε αμέσως για τα Χανιά.
"Κάποτε τον επέλεξε για κάποιο λόγο... Ας μην γινόμαστε κακοί Μανούσο μου.. κάθε ένας έχει τα δικά του βάρη ..." τον μάλωσε απαλά η Χαρά. "Θέλω να πάω να αποχαιρετήσω το πατέρα μου. Μόνη πια... Κανένας δεν είδε τον Ορέστη έπειτα από τα μνήματα και δεν σας κρύβω πως η καρδιά μου πάει να σπάσει"
Ο Μανούσος την έπιασε από το χέρι
"Μαζί θα πάμε. Δε σε αφήνω μόνη τέτοια ώρα..." η Χαρά του χαμογέλασε. Έπειτα εκείνος έβγαλε το κουμπουρι από τη καρέκλα και της το έδειξε.
"Πόδια δεν έχω... Μα τούτο δω το μαραφετι, είναι ότι χρειάζομαι.. άιντε... Πάμε μαζί..."
Η φωτιά έκαιγε σιγανα ...
Ο παπά Μανώλης είχε πέσει ξερός από το κρασί στο καναπέ και λίγο πριν βάλει τη ζακέτα της, κατέβηκε και ο Μάριος με την Αρετή. Κρατούσε τη τσάντα του και έδειχνε εκνευρισμένος.
"Σου εύχομαι να ευτυχήσεις λοιπόν!" της είπε πικροχολα
"Άιντε. Μάζεψε τούτη τη γλώσσα για σα πολλά να λαλλησες! Πάρε και τούτο το πράμα που το βάζεις στη πλάτη και τράβα το δρόμο σου. Σαν φτάσεις μπρος στη κεντρική βρύση, κράτα το χωματόδρομο και θα σε βγάλει στα Χανιά... Αν δε σε φάει καμιά αρκούδα!"
Η Χαρά τον σκουντηξε από πίσω και έπειτα πιάνοντας τα πόμολα του καροτσιου τον κράτησε και βγήκαν έξω.
"Ωραίοι τρόποι... Με άφησες για ένα μάτσο αγροικους..."
"Βάστα τα λόγια σου ... Σου πρόσφερα φιλοξενία . Αν θέλεις μείνε. Αν όχι φύγε. Μα η απόφαση έχει παρθεί. Σεβασου την..."
Δίχως να πει λέξη ο Μάριος. Έβαλε το σακίδιο στη πλάτη, και βγήκε χτυπώντας τη πόρτα πίσω του...
*************************
Οι καμπάνες βαρουσαν ασταμάτητα και η Αρετή ανοίγοντας τα μάτια είδε το παπά στην ίδια στάση με χθες να κοιμάται ενώ δεν άργησε να πεταχτεί και η Χαρά από το διπλανό δωμάτιο. Κοιταχθηκαν χωρίς να έχουν ιδέα τι συμβαίνει και επειτα έτρεξαν έξω.
Μόλις βγήκαν , αντίκρυσαν το Λευτέρη και αυτός σταμάτησε...
"Παει το κοπέλι! Έπεσε στο φαράγγι!"
🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top