Κεφάλαιο 37°
-Και ο ήλιος έλαμψε... Τόσο πολύ, που τύφλωσε όποιον τόλμησε να τον κοιτάξει ... Έμοιαζε με χρυσάφι...
Σαν να φορούσε ο ουρανός ένα χρυσό σταυρό στο λαιμό και κανένας δεν μπορούσε να τον αγγίξει...-
3 ημέρες μετά...
Οι καμπάνες βαρεσαν πένθιμα...
Γυναίκες και άντρες ανέβαιναν τα πέτρινα σκαλοπάτια για να φτάσουν ψηλά, ως την εκκλησία. Δεν είχε ήλιο εκείνη το πρωί, μα μήτε και έμοιαζε πως είναι άνοιξη. Σαν να πλημμύρισε όλη η πλάση με χειμώνα. Κανένας δε μιλούσε. Κανένας δε σχολίαζε... Κανένας δε σαλευε... Με τα κεφάλια σκυμμένα, περπατούσαν σαν να ήταν στρατιωτάκια και η καμπάνα του παπά Μανώλη ήταν το κάλεσμα.
Η πόρτα από το σπίτι της Αρετής άνοιξε τελευταία. Ήταν η πιο κοντινή άλλωστε στην εκκλησία...
Ένα τρικλισμα σαν τσιριδα από σίδερα που βρίσκουν μεταξύ τους ακούστηκε και έπειτα τέσσερις ρόδες βγήκαν στο κατώφλι.
Και η καμπάνα χτύπησε πιο δυνατά...
Ο παπά Μανώλης έστεκε σαν ένα ξερό κούτσουρο, και τη χτυπούσε βγάζοντας δάκρυα από τα μάτια ... Ίσως μέσα σε όλη αυτή την αναμπουμπουλα εκείνος να ήταν ο μόνος που δεν έφταιξε.
Πράος άνθρωπος...
Ήρεμος...
Ποτέ του δεν εσηκωσε φωνή σε άνθρωπο και πάντα τους βοηθούσε...
"Το ξέρεις ότι δε μπορώ να έρθω... Άσε με εδώ και πήγαινε... Δε θα είμαι μόνος..." της είπε κι εκείνη γύρισε προς την Αρετή γεμάτη παράπονο .
"Πήγαινε Χαρούλα μου... Εμείς θα είμαστε εδώ όταν γυρίσεις..."
Εκείνη έσκυψε, έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο του Μανούσου κι ύστερα κατέβηκε και περπάτησε ως τον αυλόγυρο. Σαν να ήταν η κατάρα της, το πρώτο άτομο που αντίκρυσε ήταν η μαυροφορεμένη μάνα της. Σαν μια τραγική φιγούρα, υποβασταζομενη από το Στυλιανό, περπάταγε αργά ώσπου βλέποντας τη κόρη της σταμάτησε.
"Δεν έχεις θέση εδώ... Δεν είσαι οικογένεια" της είπε πικραμένη και στάζοντας φαρμάκι
"Μάνα!" ο Ορέστης ξεπρόβαλε μέσα από την εκκλησία και στάθηκε πλάι στη Χαρά. "Πράμα δεν έχεις δικαίωμα να πεις ή να κάμεις. Πάψε πια τούτη την ώρα! " πήρε θέση υπερασπιζόμενος την αδερφή του και ο Στυλιανός τον κατακεραύνωσε με το βλέμμα. Δίπλα του ακριβώς, σαν να το ήθελε η τραγική τους μοίρα από εκείνη τη μέρα, υπήρχαν άλλες 4 ροδες... Μα αυτές , είχαν σαν στήριγμα ολόκληρο το χωριο και δεν ήταν τα μόνιμα πόδια της. Ο Ορέστης έστρεψε το βλέμμα του προς το μέρος της και εκείνη τον κοίταξε γεμάτη μίσος και κακία. Έκαμε να μιλήσει μα ένας κόμπος της έκλεισε το λαιμό μονομιάς.
"Μη ταραζεσαι Μαρία μου ακόμα δε βγήκες..." της είπε ο Στυλιανός βάζοντας το χέρι του στον ώμο της.
"Δε ταράζομαι. Μα να... Κοίτα... Πρώτη φορά βλέπω άντρα να μη φοράει παντελόνια..." είπε σφίγγοντας τα χείλη και δίχως άλλο, η Χαρά έπιασε το μπράτσο του Ορέστη πριν κάνει καμία τρέλα.
Ο παπάς τράβηξε ακόμα πιο δυνατά το σχοινί προκαλώντας έναν εκκωφαντικό ήχο και όλοι σωπάσαν.
"Μαζέψτε το μίσος σας! Σε μια κηδεία θα το βγάλετε; Ντροπή σας όλοι!" τους φώναξε και χωρίς άλλη λαλιά ένας ένας άρχισε να μπαίνει μέσα στο ναό.
Εκείνο το πρωί, ύστερα από τρεις ολόκληρες ημέρες, ο Μανούσος και η Μαρία πήραν εξιτήριο με 3 ώρες διαφορά. Ο Ορέστης κανόνισε τη μεταφορά στο χωριό και των δύο. Αν και η Μαρία καθόταν ακόμα σε καροτσάκι, δεν ήταν ανάπηρη. Απλώς οι γιατροί της έδωσαν μια εβδομάδα ξεκούραση για να γίνει πιο γρήγορα καλά, σε αντίθεση φυσικά με το Μανούσο που του ξεκαθάρισαν πως δε περπατούσε ποτέ ξανά. Η σφαίρα τον βρήκε ακριβώς στη λεκάνη καταστρέφοντας τις νευρικές απολήξεις και καθιστώντας τον ανήμπορο να σταθεί.
Η Αρετή, για 2 ολόκληρες ημέρες ψηνόταν στο πυρετό. Σαν να την καταράστηκε ένα στοιχειό κι εκείνη προσπαθούσε να ανταπεξέλθει. Σαν να ήθελε να το βγάλει από μέσα.. και φυσικά ο Ορέστης, δεν έφυγε από κοντά της. Πήγαινε μέχρι το πατρικό του το πρωί, έβλεπε το πατέρα του , κανόνιζε τις δουλειές και επέστρεφε. Ποτέ του δε τον ρώτησε ο Κωστής τίποτα παραπάνω. Όσο κι αν προσπαθούσαν να τον κρατήσουν στις σκιές, τα νέα έφτασαν. Βέβαια κάπως παραλλαγμένα...
Ο Κωστής έμαθε πως ένας Ραΐσης , ήταν στο χωριό. Και μάλιστα πως ζούσε με τη συγγενή του παπά. Ποτέ δεν έμαθε ποια ήταν η Αρετή... Μα έμαθε για για τη γυναίκα του και το γεγονός πως πήγε να τον σκοτώσει. Αυτά του μετέφερε μονάχα ο Λευτέρης... Δεν του είπε ούτε για τη Χαρά, ούτε για κανένα. Μα οι εκείνος δεν ερώτησε τον Ορέστη όταν επέστρεφε σπίτι.
Μα να... Να που ένα πρωί ο Ορέστης πήγε να τον δει κι εκείνος δεν ήταν πια εκεί... Είχε φύγει για το μεγάλο ταξίδι...
Τον βρήκε η Άννα μπρος στη μπαλκονόπορτα όταν επέστρεψε από το νοσοκομείο. Ήταν πεσμένος κάτω , μπρούμυτα. Πέθανε χωρίς να έχει ούτε το βλέμμα ψηλά... Στα χέρια , κρατούσε ένα σαρίκι... Μα εκείνη ποτέ της δε του το έδειξε.
Μόλις το είδε το έβαλε στη τσέπη της και ύστερα ούρλιαξε... Αν ο Ορέστης έμπαινε πρώτος και έβλεπε το συγκεκριμένο σαρίκι, θα ζητούσε να μάθει... Και όχι. Δεν φοβόταν τη βεντέτα η Άννα... Ίσα ίσα ήθελε να σπείρει το μισος βαθιά . Τόσο ώστε κανείς να μη μπορεί να κρυφτεί από εκείνο...
Ο παπά Μανώλης , άναψε το μύρο, τα καντήλια και κάθε κερί. Έβαλε θυμίαμα και ολόκληρη η εκκλησία μύρισε πένθιμα.
Το φέρετρο ήταν τοποθετημένο στη μέση. Και γύρω γύρω έστεκε όλο το χωριό. Ήταν καλός άνθρωπος ο Κωστής... Και Ορέστης του είχε αδυναμία. Γι αυτό και κράτησε τον όρκο του να μη πάει κόντρα στη μάνα του τόσα χρόνια.
Ο παπάς άρχισε να ψέλνει...
Οι άνθρωποι χαμήλωσαν τα κεφάλια...
Και η Άννα ήταν η μόνη που ήταν κοντά. Κρατούσε το χέρι του άντρα της κλαίγοντας στα βουβα χωρίς να σαλευει.
Ο Στυλιανός δε κούνησε ρούπι από το πλάι της Μαρίας και ίσως το δικό της κεφάλι να ήταν το μόνο που κοιτούσε ψηλά. Τόσο μίσος σε εκείνο το βλέμμα...
Η Χαρά και ο Ορέστης έστεκαν πλάι στο παπά από την απέναντι μεριά κι εκείνη μπορούσε να στείλει την έχθρα της έχοντας τους κατά πρόσωπο.
Μόλις ο παπάς τελείωσε τις ψαλμωδίες , έβγαλε ένα μικρό λόγο και ζήτησε από τον κόσμο να τον αποχαιρετήσει. Έπειτα να κλείσουν το φέρετρο και να τον οδηγήσουν στα μνήματα...
Μα σαν πλησίασε ο Ορέστης πρώτος το πατέρα του, ήρθε η καταιγίδα...
"Χέρια φονιά φιλάς! Αυτά τα χέρια καρτερεις και αυτά σκότωσαν το πατέρα σου! Ντροπή στη μέρα που σε έφερα στο κόσμο!!!" Ούρλιαξε και βάζοντας το χέρι της τσέπη, έβγαλε το σαρίκι του Στρατή και το χτύπησε πάνω στο νεκρό στήθος του άντρα της.
Ο Ορέστης πάγωσε. Η Άννα έπειτα μαλάκωσε την οργή και άρχισε να κλαιει "Μας τον σκότωσαν γιε μου... Δεν ήθελα να πω πράμα μα δεν άντεξα... Στο χέρι το είχε όταν τον βρήκα..."
Όλο το χωριό άρχισε να παραμιλαει μέσα στην εκκλησία. Όσο κι αν ο παπάς φώναξε να σωπάσουν εκείνοι δεν τον άκουγαν.
"Μάνα ήντα πες!" πήρε θέση για πρώτη φορά ο Στυλιανός και πλησιάζοντας άρπαξε το σαρίκι .
Έσφιξε το σαγόνι του και κοίταξε τον Ορέστη στάζοντας απέχθεια
"Δεν ήμουν τολμηρος μα δεν ατιμασα ποτέ τη τιμή μου ! Στο λόγο μου, θα τους ξεκληρισω όλους!"
"Πάψε!" φώναξε η Χαρά σοκαρισμένη
Και τότε η Άννα σηκώθηκε από το καρεκλακι της , πήγε κοντά στον Ορέστη ο οποίος δεν είχε λόγια για να πει και άπλωσε το χέρι της στα μαλλιά του. "Σταμάτα πια αυτή τη τρέλα παλικάρι μου... " Του είπε έχοντας χιλιάδες δάκρυα στα μάτια "Μας τον σκότωσαν... Πάει το κεφαλάρι μας... Τόλμησαν να μπουν μέσα στο ίδιο μας το σπίτι...Γύρισε σε μένα γιοκα μου.. βοηθά με..."
Ο Ορέστης δε κουνούσε βλέμμα από το σαρίκι.
Ο Κωστής ήταν για εκείνον όραμα ιερό...
❤️🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤🖤😔😋
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top