Κεφάλαιο 36°

Τρία χρόνια μετά...

"Καλημέρα Μανούσο μου " αποκρίθηκε χαρίζοντας του ένα γλυκό χαμόγελο και έπειτα γονάτισε και άφησε τη μικρή να τρέξει και να χωθεί στην αγκαλιά της .

"Ήρεμα Κατερινιω μου, θα πέσει η θεία..!" η Χαρά ξεπρόβαλε έχοντας το ένα της χέρι στη φουσκωμένη της κοιλίτσα και στο αλλο ένα ολόκληρο ταψί με μπακλαβά. Ο Μανούσος κοίταξε την Αρετή και ανασηκωσε τους ώμους

"Τι με κοιτάς; Είναι ο μήνας που τρώει γλυκά! Αν τολμάς τράβα πάρε το ταψί να δω τι κότσια έχεις !" της είπε και εκείνη χαμογέλασε .

"Θεία; Που πας κάθε πρωί; Γιατί δε μπορώ να έρθω κι εγώ; Και η μαμά λέει, πως τα χρώματα είναι όμορφα στη ζωή! Εσύ γιατί φοράς συνέχεια μόνο μαύρα;"

Η Αρετή κοίταξε τον Μανούσο κι έπειτα τη Χαρά...

"Πολλές ερωτήσεις δε κανείς; άιντε πήγαινε μέσα ! Περιμενουν τα παιχνίδια σου"

"Μα μαμά.. Βαρέθηκα να παίζω με εκείνα! Και ο παππούς έχει μέρες να έρθει! Είπε πως θα ερχόταν σήμερα!!"

Ο Μανούσος ανέλαβε τα τιθασεύσει το άτι του και αρπάζοντας την από τη μέση τη σήκωσε ψηλά και εκείνη έβαλε τα γέλια.

"Αεροπλανακιιιιιιι" φώναξε και κρατώντας τη γερά άρχισε να τρέχει προς το σπίτι .

Μόλις έμειναν μόνες , η Χαρά πήγε κοντά και την αγκάλιασε.

"Δεν βαρέθηκες; Σε λίγο βγαίνει και η σοδειά... Πράμα δεν έκανες τις τελευταίες μέρες... Σταμάτα πια Αρετούλα μου..."

"Θα έρθω να σας δω το βράδυ... Με συγχωρείς...πρέπει να φύγω"

Έτρεχε και έτρεχε και έτρεχε ώσπου η ψυχή την οδήγησε στο μοναδικό μέρος που έβρισκε γαλήνη.

"Καλημέρα κόρη μου ... Ήντα τρέχεις έτσι... Δε το κουνάει κανείς από δω..." Αν και με το ζόρι περπατούσε πια, έπιασε το μπαστούνι και πήγε κοντά της..

"Ήρθα να ..." ξεκίνησε να του λέει μα κομπιασε.

"Ξέρω... Ξέρω... Ήρθες να πεις μια καλημέρα... Άιντε.. πήγαινε και εγώ θα πάω στην εκκλησία γιατί δε με βαστούν τα πόδια μου...

Ήταν τέτοιος ο πόνος στο λαιμό από το καημο της...
Αν την έβλεπε κάποιος δε θα την αναγνώριζε.
Σαν να γέρασε μέσα σε μια μέρα από τότε...

Κατέβηκε προς τη δεξιά μεριά και περπάτησε έπειτα ευθεία ώσπου έφτασε στη τελευταία σειρά. Εκείνη που έβλεπε προς το φαράγγι...
Δεν ήταν μια η καλημέρα της... Μα αρκετές...
Συγκεκριμένα ήταν έξι ...

Έβγαλε τα σπίρτα και ξεκίνησε...

Άναψε πρώτα το καντήλι της Άννας...
Έπειτα του Κωστή...
Συνέχισε με του θείου της του Στρατή ,
Της Μαρίας...
Του Στυλιανού....

Και σαν έφτασε στο τελευταίο μνήμα, άλλο τα μάτια της δεν έβλεπαν από τη θολούρα...

Η φωτογραφία του, ήταν σαν ένα ψέμα που έστεκε κατσούφικα και τη κοιτούσε. Σαν να τη κορόιδευε και θα έβγαινε από μια γωνιά να τη τρομάξει... Πάνω σε αυτήν , είχαν φτιάξει μια όμορφη γυάλινη κάμαρη. Μικρή...
Τόση δα...
Τόση όση έπρεπε να ήταν για φορέσει μέσα το σαρίκι του...

"Καλημέρα Ορέστη  μου..." είπε κλαίγοντας και όπως κάθε πρωί , και μόνο που έβγαινε από τα χείλη της το όνομα του, η Αρετή έλιωνε...
"Θα βρέξει σε λίγο... Ακόμα δεν βγήκε ο ήλιος μα χαθηκε..."

Άναψε το καντήλι του με καινούρια φλόγα και έπειτα πήρε ένα μπουκάλι με ρακί που είχε στο πλάι και έριξε πάνω στο χώμα...

"Πόσο σου άρεσε... Ούτε να τη μυρίζω θέλω... Κάθε φορά που τη μυρίζω μάτια μου, η ανάσα σου έρχεται και με καίει..."
Η Αρετή έκανε το κύκλο, άνοιξε τη γυάλινη πορτούλα και έβγαλε από μέσα το σαρίκι του...
"Στο είπα...δε στο είπα εκείνη τη μέρα; Ένα ύφασμα δεν κάνει την αγάπη..." μα σαν το έφερε κοντά στη μύτη της, η Αρετή έπεσε στα γόνατα και άρχισε να ουρλιάζει από το πόνο...

Όλοι την άκουγαν στο χωριό...
Κάθε πρωί...
Κάθε ένα από εκείνα τα πρωινά , πριν καν λαλήσει ο κόκορας , άκουγαν το πόνο της να απλώνεται σε όλο το βουνό..

Πέρασε το σαρίκι γύρω από τα μαλλιά της και χωρίς δυνάμεις πια από το κλάμα , ξάπλωσε πάνω στο μνημα... Δεν ήθελε να ρίξουν πέτρες επάνω του... Ήθελε να μπορεί να βάζει τα δάχτυλα της , να πιάνει το χώμα και να το σφίγγει...

Δεν είχε μοιρολόι για να πει...
Μα και να είχε, δε θα ήταν αρκετό για να περιγράψει τέτοιο πόνο...

Εναπόθεσε το κεφάλι της και έπειτα όλο της το σώμα πάνω στο μνήμα. Ξάπλωσε στο πλάι έχοντας το σαρίκι περασμένο και πιάνοντας τους κόμπους του
θυμήθηκε εκείνο το βράδυ που τον παρακάλεσε να μείνει...

Εκείνο το φιλί που άναψε μια φλόγα τόσο μεγάλη που τους έθαψε όλους στο τέλος...

Ο Ορέστης αντέδρασε σαν ταύρος στο φιλί της... Την έπιασε από τη μέση και χωρίς να σκέφτεται τίποτα τη ξάπλωσε στο πάτωμα δίπλα από το τζάκι...

Σαν θυμήθηκε τη ζεστασιά του κορμιού του , το κλάμα βγήκε με φωνή... Ήταν κραυγές και οδύνη... Απελπισία. Χτυπούσε στο χώμα τις γροθιές της μα ήξερε πως ο χρόνος δε γυρίζει πίσω...

"Ορέστη..." σπαρταρησε βγάζοντας τη ψυχή της. "Βγες... Βγάλε το χέρι σου και απλά κρατά με.. δεν το αντέχω... Δεν μπορώ να το κάνω μόνη... Δεν μπορώ!!!" Φώναξε τρομάζοντας όλα τα πουλιά...

Η βροχή άρχισε...
Μια βροντή ακούστηκε βαθιά μέσα στον ουρανό και εκείνη έμεινε να κλαίει πια στα βουβα...

Με το βλέμμα κολλημένο στο απόλυτο κενό, τα χέρια μπηγμενα μέσα στο χώμα, και σαν μαξιλάρι το σαρίκι άφηνε τη βροχή να ξεπλένει το πόνο ...

"Μακάρι να έλιωνα..." είπε με τρεμάμενα χείλη. "Να έλιωνα και να κατέβαινα μαζί με τη βροχή αυτό το χώμα..."

Γύρισε ανάσκελα και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον ουρανό έκλεισε τα τα βλέφαρα της... παραδόθηκε στη θλίψη της και αφέθηκε στο παράπονο

"Αρετή; Αρετή τρελάθηκες; Θα πάθεις τίποτα!!!" Ο παπά Μανώλης προσπάθησε να πλησιάσει μα έπειτα από εκείνη τη καταραμένη μέρα περπατούσε όλο και πιο αργά...
"Φτάνει κόρη μου... Με πονάς και μένα δε το βλέπεις..." της είπε όταν πια έφτασε και αφήνοντας τα πόδια του να βρουν το δρόμο τους γονάτισε πλάι της.
"Δε γυρίζει πίσω κόρη μου... Έκανε την επιλογή του... Άφησε τον να ξεκουραστεί.."

"Πονάω..."

"Κι εκείνος πόνεσε... Μα σα σε βλέπει να πεθαίνεις κάθε μέρα, δεν τον αφήνεις να αναπαυθεί... Συγχωρα τον.. Μα έτσι έπρεπε... Έλα κόρη μου... Πάμε να φύγουμε Αρετή μου, έλα να σε πάω σπίτι... Για το Θεό..."

"Εδώ είναι το σπίτι μου..." του είπε και ο παπα Μανώλης, άρχισε να κλαιει ....

                     ***********

Πετάχτηκε έντρομη και κοίταξε τριγύρω της. Σαν θύμησες από παλιά , είδε τον εαυτό της να φιλάει τον Ορέστη και έπειτα να τη βάζει να ξαπλώσει γιατί έκαιγε από το πυρετό...

"Ορέστη;!" Φώναξε με όλη της τη δύναμη ώσπου την έπιασε πανικός. Ορέστη!!!!" Ξεκίνησε να ουρλιάζει πλανταζοντας στο κλάμα..."Ορέστη που είσαι!!!"

"Ειιι ειιιι ήντα έπαθες μάτια μου...ηρέμησε..." Σαν άκουσε τη φωνή του να λαλεί, η Αρετή άνοιξε τα μάτια μα το σοκ ήταν μεγάλο. Έκαμε να πάρει ανάσα κι εκείνη κόπηκε.  "Ηρέμησε γαμωτο! Μη μου κάνεις τέτοια θα τρελαθώ!!!" ο Ορέστης κράτησε το πρόσωπο της και τη ταρακούνησε σοβαρός αυτή τη φορά "Αρετή! Αρετή ηρέμησε !"

"Μη μου πεθάνεις !!! Ορκίσου μου ότι δε θα μου πεθάνεις !!!!" του φώναξε και χώθηκε στην αγκαλιά του...
Δεν ήθελε πολλά....

Μόνο να ακούσει τη καρδιά του να χτυπάει...

❤️🖤❤️🖤❤️🖤❤️🖤❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top