Κεφάλαιο 34°

Μισή ώρα πριν...

"Δεν το πιστεύω ... Ούτε που βρίσκομαι ούτε τι κάνω " η Χαρά γύρισε προς τον ορίζοντα κοιτάζοντας απ' άκρη σ'άκρη το κάμπο . Σαν να ξημέρωνε ολόκληρη η πλάση μαζί με τον ήλιο. Ύστερα από το φιλί του Μανούσου στο δωμάτιο, σαν να τη πρόσταζε η μοίρα, αφέθηκε σε εκείνον. Σαν να ήταν γραφτό της να τον δει, και απλά να μάθει να αγαπά. Έτσι είναι ο ερωτας. Τρελός και δίχως λογική.

Βέβαια δεν έγιναν τόσο απλά τα πράγματα ... Σαν ένωσε τα χείλη του με τα δικά της, όχι απλά εκείνη πάλεψε μα τον χτύπησε και όλας. Βέβαια του Μανούσου αυτό του ήταν σαν επιβεβαίωση. Του έδωσε ένα λεπτό να φύγει πριν βάλει τις φωνές και τον σκοτώσουν κι εκείνος με μια και μόνο πράξη του, κέρδισε κείνη τη μάχη...

"Φεύγω...μα πριν το κανω" της είχε πει και γονατίζοντας μπροστά της ,έβγαλε το σαρίκι του και της το άφησε στα πόδια. "Δε στο περνάω στο λαιμό για ήντα θα το κάνω μετά θα πρέπει να σε κουβαλήσω και στις πλάτες μου από το παράθυρο για να σε κλέψω.  Κι όχι τίποτα άλλο , φαίνεσαι και βαριά" με εκείνο το αστείο του την έκανε και γέλασε μα και τη κέρδισε συνάμα  ... Κι έπειτα σοβαρεψε όπως ήταν φυσικό. "Απλά δώσε μου μια ευκαιρία..." Της ζήτησε για να σπάσει την αμήχανη σιωπή. Πάμε μια βόλτα... Άσε με να σου πω τη πλευρά μου , πες μου και εσύ τη δική σου, και έπειτα ... Απλά ας τις ενώσουμε. Τι λες;" Και κάπως έτσι η Χαρά, κατέληξε στο κάμπο ως το ξημέρωμα ...

"Κάλιο να το πιστέψεις..." Ο Μανούσος πέρασε διστακτικά τα χέρια του γύρω από τη μέση της και σαν είδε να τον αφήνει , έκλεισε τα μάτια. Της το είπε άλλωστε... Εκείνο το βίαιο φιλί του βγήκε μέσα από τη ψυχή, μα αν εκείνη δεν το θελε, δε θα άπλωνε ξανά το χέρι του επάνω της. Κάτι που φυσικά με τη σιωπή της, πήρε θετική τροπή.

"Νομίζω πως ένα σύννεφο απλώθηκε πάνω από το χωριό... " ψέλλισε λυπημένη "και τώρα ήντα θα κάνουμε;"

"Εγώ πάντως δε το κουνάω από δω. Το ήξερα πως κάθε οικογένεια έχει τη δική της μεριά της ιστορίας. Μα... Μα τι κι αν γίνουμε εμείς αυτοί που επιτέλους θα σπάσουν τη κατάρα; Ξέρεις πως η Αρετή..."

"Δεν είναι συγγενης με το παπά Μανώλη" τον συμπλήρωσε. "Και ξέρω πολύ καλά και κάτι ακόμα Μανούσο..." συνέχισε κι εκείνος την έπιασε απαλά και τη γύρισε προς το μέρος του. "Ο αδερφός μου... Δεν είναι καλά... Πονάει. Λείπει δύο μέρες τώρα... Ήθελε να ακυρώσει το γάμο. Τον άκουσα να το λέει στο πατέρα μου. Μα έπρεπε να έβλεπες πως έτρεξε Μανούσο... Άνθρωπο δεν έχω δει να τρέχει τόσο γρήγορα. Το ένιωθα ξέρεις... Μα το τότε το είδα ... Ο αδερφός μου αγάπησε . Και φυσικά δεν καταλάβαινα πως γίνεται... Λένε πως η αγάπη θέλει χρόνια για να πήξει. Πως δε γεννιέται..."

Ο Μανούσος έπιασε απαλά το σαγόνι της , τη κοίταξε και έπειτα της χαμογέλασε γλυκά.

"Δε γεννιέται ξαφνικα Χαρά μου... Έχεις δίκιο σε αυτό. Υπάρχει από τη μέρα που αναπνέουμε. Κάθεται καλά κρυμμένο σαν αρπακτικό και καρτερει την ώρα που θα βγει...Λέγεται μοίρα... πεπρωμένο...κάθε ένας από εμάς έχει το δικό του. Που ξες... Ίσως πάω να διαβώ το δρόμο τώρα που θα σε πάω σπίτι και πέσω στο χαντάκι και σκοτωθώ!" Χαριτολογησε μα εκείνη έβαλε τα δάχτυλα στο στόμα του.

"Σώπα! Τέτοιες κουβέντες μη λες..."

"Όλα μέσα στη ζωή είναι... Μαζί και ο θάνατος. Τουλάχιστον εμπορεσα και σε γνώρισα." Την τσιγκλησε κι εκείνη έσμιξε τα φρύδια. Ύψωσε ελαφρά τα πόδια της, και σαν πλησίασε τα χείλη του, άκουσαν ουρλιαχτά από το χωριό....





Χανιά. 1 ημέρα αργότερα ...

Κεντρικό νοσοκομείο

Ατύχημα δηλώθηκε το πέσιμο της Μαρίας μα και αυροπυροβολισμος του Μανούσου... Τέτοιοι ήταν οι νόμοι στο χωριό. Άγραφοι... Ούτε αστυνομικό τμήμα ούτε δίκη ούτε τιποτα... κι αν κάποιος τύχαινε να πεθάνει, το έδιναν ατύχημα και έλυναν έπειτα τις διαφορές τους μόνοι. Κατά πρόσωπο.

Το νοσοκομείο είχε χωριστεί στα δύο... ο Κωνσταντής με το παπά και τη Χαρά από το βράδυ ήταν έξω από το δωμάτιο του Μανούσου και από την άλλη πτέρυγα είχανε τη Μαρία και το μισό χωριό... ναι... Η Χαρά δεν άντεξε ούτε τη μάνα της δει μα μήτε ο παπάς , μήτε ο Κωνσταντής τόλμησαν να ρωτήσουν. Καθόταν μόνη, σιωπηλή και δίχως να τους κοιτάζει. Κράτησε μια μικρή γωνιά και δε κουνήθηκε από εκεί.

Όσο κι αν ούρλιαζε η Αρετή από την άλλη, τη κλείδωσε ο παπάς στο σπίτι. Ήξερε πως αν την άφηναν να πατήσει στα Χανιά θα έδινε τον εαυτό της χωρίς φόβο. Ήταν σκληρό... Μα έτσι έπρεπε να γίνει.

"Πάει το κοριτσάκι μου.. δε θα τα καταφέρει Άννα. Το νιώθω. Μα σαν γυρίσω στο χωριό , θα πάρω τη καραμπίνα και θα εκδικηθώ το αίμα της...!!"

Η Άννα έμεινε σιωπηλή... Απέναντι ακριβώς καθόταν ο Στυλιανός καταρακωμενος. Μα και διάφοροι άλλοι χωριανοί ...

"Νομίζω πως θέλω λιγάκι αέρα..." της απάντησε και βάζοντας τη μαντήλα της, βγήκε προς τα έξω.
Κοίταξε τα χέρια της και εκείνα άρχισαν να τρέμουν...
Το πρόσωπο της κόρης της δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό της...

"Φόνισσα κατάντησες και έτσι με ξεπληρώνεις... Στάλα δε μου άφησες να καρτερω... " Μια γνωστή, βροντερή μα και συνάμα σπασμένη από το πονο φωνή της έκοψε την ανάσα. Η Άννα σήκωσε τα χέρια της στο στόμα για να κρατήσει τους λυγμούς κι έμεινε με γυρισμένη πλάτη. "Τι σου φταιξε το κοπέλι μου; Έναν τον είχα και τον καμαρωνα..." Όσο πλησίαζε η φωνή άλλο τόσο εκείνη έτρεμε σαν το ψάρι.
"Αλλά ξέρω... Ξέρω πολύ καλά... Πάντοτε τέτοια ήσουν... Πρώτα με αρνήθηκες και μετά τα ήθελες όλα δικά σου... Τι ήθελες ; Τα λεφτά; Τα αμπέλια; Τι ήταν αυτό που είχε ο Κωστής και όχι εγώ;" Γύρισε απότομα μα σαν σήκωσε το χέρι να τον χαστουκισει ο Στρατής της το άρπαξε και το τίναξε από πάνω του.

Την έπιασε από τα μπράτσα και τη ταρακούνησε δυνατά

"Μίλα διαολεμενο θηλυκό! Τι ήθελες πια από μένα!!! Έφυγα όπως μου ζήτησες!!! Σε άφησα!!! Κι εσύ έσπειρες το μίσος ακόμα περισσότερο!!!"

"Πάψε!!!" εσκουξε η Άννα δυνατά

"Όχι! Εσύ θα πάψεις!!" της απάντησε βγάζοντας μια φωνή από τα βάθη του λαρυγγιου του κι εκείνη άρχισε να κλαιει  "Και τώρα..." Είπε έχοντας πλέον ένα αλλιωτικο πόνο στη φωνή... "Και τώρα πήρες και ότι τελευταίο μου έμεινε.."

Ο Στρατής την άφησε ελεύθερη και γύρισε τη πλάτη

"Μόνος του μπήκε μπροστά!!!" του φώναξε η Άννα μα δε γύρισε...

"Και ο Ορέστης σου... Μόνος θα μπει μπροστά στη σφαίρα... Ενοια σου, και θα το δεις..." Την απείλησε χωρίς φραγμούς και άρχισε να περπατά μακριά της...

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top