Κεφάλαιο 33°


Ήταν χαμένος εντελώς... Πλημμύρισμενος από τύψεις μα κι από θυμό. Δεν είχε ιδέα πόσο ήπιε το βράδυ που αποχαιρέτησε την Αρετή μα σαν έφτασε μέσα στο δάσος , έδωσε όρκο να τηρήσει τα παντελόνια του. Δε θα γινόταν ένας φονιάς... Γιατί αν πράγματι χαλούσε εκείνο το γάμο , ήξερε πως θα προκαλούσε φονικό σε όλες τις πλευρές.

Πάραυτα δεν το αντεχε η ψυχή του...
Κοίταζε και ξανακοιταζε το σαρίκι ώσπου του έδωσε μια από το γκρέμνι και το πέταξε μέσα στο νερό της λίμνης...

"Σε σένα ανήκει κυρά μου... Κι αν είναι να μη το χεις εσύ, εγώ θα παντρευτώ και δε θα το δώσω σε καμια άλλη..." Είπε πάνω στο παραλογισμό του.

Ο Ορέστης ποτέ στη ζωή του δεν έκανε τέτοιες πράξεις. Ο λόγος του ήταν ντόμπρος. Σταρατος. Έλεγε κάτι και ήταν νόμος. Δεν του ήταν εύκολο να θέλει να σκοτώσει τον ίδιο του τον εαυτό.

Απόγνωση... Μόνο απόγνωση είχε στο βλεμμα...

Σηκώθηκε παραπατωντας και έριξε ένα βλέμμα προς το γκρέμνι...
Κλώτσησε το άδειο μπουκάλι με τη ρακί το οποίο πέφτοντας έγινε χίλια κομμάτια και έπειτα γέλασε δυνατά προκαλώντας έναν ανατριχιαστικό παραπονιαρικο αντίλαλο.

Γονάτισε και έμεινε με το κεφάλι να κοιτάζει προς τα κάτω. Δεν είχε δύναμη να επιστρέψει πίσω... Τον κούρασαν τα ψέματα. Και ήξερε πως αν ρωτούσε ο πατέρας του ξανά, θα έλεγε την αλήθεια. Ακόμα κι αν είχε πάρει την απόφαση να συνεχίσει εκείνο το "πανηγύρι" , δε θα έλεγε ψέματα.
      

"Ορέστη! Σε ευχαριστώ θεέ μου!" Ακούστηκε ο Λευτέρης τρέχοντας προς το μέρος του και σαν έφτασε κοντά και μύρισε το αλκοόλ αγριεψε
"Όλοι σε ψάχνουν ! Η μάνα σου τρελαθηκε!!! Κίνησε για την Αρετή! Κι εσύ τι κάνεις;;; Κρύβεσαι!;" Του φώναξε και αρπάζοντας τον από το γιακά άρχισε να τον ταρακουναει κλαίγοντας

        **************************

"Καλημέρα Παπά Μανώλη!" Φώναξε ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλα και κούνησε το χέρι χαιρετώντας τον.
"Έλα! Έλα να σου φτιάξω ένα ζεστό καφέ και να σου πω τα νέα" εκείνος πλησίασε και της χαμογέλασε.

"Μέρες είχα να σε δω να χαμογελάς κόρη μου. Σαν κάποιος να σου φερε πίσω το χαμόγελο που σου έκλεψαν" της είπε γλυκά σαν αντάμωσαν

"Πάτερ; Μου στάθηκες από τη πρώτη μέρα... Σε είδα σαν ένα σύμμαχο σε τούτο το μαύρο χάλι. Μα πες μου... Γιατί δε σταματάει όλο αυτό; Γιατί δεν έρχονται οι δικοί μου πίσω επιτέλους. Το παρελθόν είναι παρελθόν... Γιατί τόσο μίσος πια..."

"Αχ κόρη μου... Έτσι είναι αυτά τα πράγματα σε τούτο δω το τόπο. Αν δε τελειώσει και δε κλείσει ένας λογαριασμός , αυτά τα πράγματα δεν σβηνουν. Νομίζεις δε προσπάθησα; Δε κουράστηκα; Μάταιος είναι ο κόπος..."

"Ναι... Το ένιωσα αυτό..." ψέλλισε θυμουμενη τα λόγια της Άννας. Και σαν τη σκέφτηκε, έτσι και την είδε. "Θεέ μου..." στα λόγια της ο παπάς γύρισε απότομα. Μπήκε μπροστά και σήκωσε τη μαγκουρα. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα. Φορούσε τα γνωστά της μαύρα και τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρυα.

"Άννα τι έγινε; Μη κάνεις βήμα παραπέρα!" Τη προειδοποίησε ο παπάς.

"Λέγε για θα σε σκοτώσω!!!! Που είναι το αγόρι μου;!" ούρλιαξε προσπαθώντας να φτάσει την Αρετή. "Δεύτερη μέρα και δεν είναι πουθενά!!! Δεν άνοιξε η γη ! Κάτι του κάνατε! Μίλα!!!" Η Άννα έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας και από τις φωνές της σηκώθηκε όλο το χωριό στο πόδι. Η Μαρία που ήταν πιο κοντά καθώς περπάταγε για το φούρνο , σαν την είδε πεσμένη στο έδαφος της κόπηκαν τα πόδια.

"Μάνα!" φώναξε στη πεθερά της και τρέχοντας με φόρα, ξέφυγε του παπά και όρμησε στην Αρετή.
"Τι της έκανες!!!" είπε και σαν σήκωσε το χέρι τη χαστούκισε .

Στο πόνο και μόνο που ένιωσε, δίχως να ορίζει τα χέρια της, την έσπρωξε κι εκείνη έπεσε προς τα πίσω... Χτύπησε στο πέτρινο πλατυσκαλο και έμεινε εκεί... Να κείτεται σχεδόν αναίσθητη έχοντας μια κόκκινη λίμνη να γεμίζει γύρω από το κεφάλι της...

"Φόνισσα!!!" η Άννα τρελάθηκε. Ο παπάς έπιασε τη καρδιά του και η Αρετή γονάτισε πάνω από τη Μαρία. Έβαλε τα χέρια της κάτω από το κεφάλι μα σαν τα τράβηξε, εκείνα ήταν κατακόκκινα...

Ο παπά Μανώλης ύψωσε το βλέμμα και ζήτησε βουβή συγχώρεση από το θεό...
Η έλευση της Αρετής, μόνο αρετή δεν είχε. Και σαν κατάρα απλώθηκε σε ολόκληρο το χωριό .
Μπορεί να μην είχε φλόγες...
Μπορεί να μην είχε μπαρούτι...
Μα μύριζε το θάνατο να έρχεται...

Έπειτα κοίταξε προς τα κάτω και την είδε να τον κοιτάζει... Τόσο τρομαγμένη... Τόσο φοβισμένη...

Ολόκληρο το χωριό είχε μαζευτεί τριγύρω και σαν ξεπρόβαλε ο Στυλιανός, η Άννα άρπαξε το κουμπουρι του και πυροβόλησε...  

"Μανούσο όχι!!!!" κάνοντας ένα σάλτο, ξεπήδησε μέσα από τα χώματα και δίχως να σκεφτεί μπήκε μπροστά στη σφαίρα...

Μα δεν ούρλιαξε μονάχα η Αρετή σε εκείνο το πυροβολισμό... Από το σημείο που βγήκε ο Μανούσος, ξεπρόβαλε η Χαρά σαν άγαλμα.

"Μάνα... Μάνα τι έκανες..."


            ***********************

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top