Κεφάλαιο 32°
Ολόκληρη η σπηλιά κόντεψε να γκρεμιστεί σαν έστειλε ο Μανούσος τα μαντάτα στο Στρατή.
"Αυτό το παιδί ήντα θέλει να με πεθάνει!!!"
"Ηρέμησε θείε ! Κάποιο λόγο θα έχει. Μη κάνεις έτσι και σε ακούσει ο παππους!" ο Κωνσταντής πήγε κοντά και τον έβαλε να καθίσει.
"Μήνες τώρα προετοιμάζουμε το έδαφος... Ανάθεμα σε όποιον την έφερε πίσω στο χωριό. Αίμα μου είναι και τη πονώ, μα όλα πήγαν στραφι!" χτύπησε τις γροθιές του κάτω και όλο τα ποτήρια στο τραπέζι ανασηκώθηκαν.
"Εγώ επιμένω. Δεν είναι απερίσκεπτος ο Μανούσος. Μόλις φύγει ο ήλιος θα κινήσω για το χωριό. Σήμερα φτάνει και ο Ηράκλης από την Αγιά Ρούμελη. Δε γίνεται να μας δουν αναστατωμένους στο συμβούλιο θείε. Βάστα το λόγο μας και όλα θα γίνουν..."
Ο Στρατής τον κοίταξε και ήξερε πως είχε δίκιο. Αντί για γάμο, ετοίμαζαν τη μεγαλύτερη αιματοχυσία μήνες τώρα. Όπως και εκείνη τη νύχτα που οι Φραγκιάδες σφαγίασαν την οικογένεια του έτσι κι αυτός, θα τους έπιανε πάνω στο γλέντι και θα το έβαφε στο κόκκινο. Θα έπαιρνε πίσω τη τιμή του με αίμα...
**********************
Η φωτιά έκαιγε και τα ξύλα τζιτζιριζαν σαν γίνονταν κάρβουνα. Το σπίτι μοσχομυριζε και η Αρετή κοιτούσε το κρέας που έβαλε ο Μανούσος πάνω στη σχάρα.
"Αν μου έλεγε κάποιος πως θα έτρωγα εδώ μαζί , στο αρχοντικό μας λίγους μήνες πριν, θα γελούσε η ψυχή μου..." Της είπε φέρνοντας μαζί του το κρασί. Κάθισε, σέρβιρε και ύψωσε το ποτήρι.
"Στην υγειά σου Αρετούλα μου. Είθε άλλο κακό να μη σε εβρει μα και να ρθει, για αντα είμαι εγώ εδώ !" εκείνη του χαμογέλασε... Είχε βραδυασει, το χωριό ήταν ήσυχο και εκείνη ένιωθε πολύ καλύτερα "Μα πες μου κάτι... Τι ήταν αυτό που έκανες και ο Φραγκιάς δε σε σκότωσε όταν σας πήραμε στο κυνήγι εκείνη τη μέρα στο φαράγγι; Νόμιζα πως θα σε σκότωνε. Είχα τρελαθεί..."
"Δεν ξέρω... Ιδέα δεν έχω Μανούσο μου. Απλά του έβαλα τις φωνές... ήμουν συναισθηματικα αρκετά φορτισμένη υποθέτω..."
"Μάλιστα... Μετά; Από τη στιγμή που ήρθες στο χωριό;"
"Τι ερωτήσεις είναι αυτες τώρα;" η Αρετή ένιωσε άβολα και έκαμε να σηκωθεί μα ο Μανούσος την έπιασε απαλά από το χέρι
"Τον είδα να πηδάει το παράθυρο όταν έφτασα..." της είπε "Ο παπά Μανώλης προσπαθούσε να με καθυστερήσει πριν μπω... Σε έσωσε ... Δε σε σκότωσε..."
"Σε παρακαλώ Μανούσο μου.. μη λες τέτοια πράματα. Δε θα μπορούσα ποτέ...Εκτός αυτού, παντρεύεται αν το έχεις ξεχάσει" εκείνος τη κοίταξε γλυκά
"Εγώ δε το ξέχασα..." είπε υπονοώντας πως ο Ορέστης το είχε ήδη κάνει. "Όπως και να έχει. Θα κρατήσουμε χαμηλό προφίλ για την ώρα. Εγώ είμαι σερνικό. Αν με δουν δε θα διστάσουν. Έλα να φάμε , να μου πεις για τη ζωή σου πίσω στη Αθήνα αν θέλεις, και έπειτα να σε βάλω να ξαπλώσεις... "
"Μανούσο; Κάτι θα συμβεί έτσι δεν είναι;" ρώτησε πιάνοντας το στήθος της "Το αισθάνομαι... Είδα το μίσος τη πρώτη μέρα που ήρθατε... Πες μου ότι δε θα τους πειράξετε...σε παρακαλώ..."
Ο Μανούσος αναστεναξε.
Αν και του αρνήθηκε έβλεπε στα μάτια της πως κάτι υπήρχε. Και σαν άντρας που ήταν, όσο κι αν προσπάθησε να αιτιολογήσει τις πράξεις του Ορέστη, μόνο μια απάντηση είχε να δώσει. Κι αυτή το τρόμαζε... Έφυγε σαν κυνηγημένος τη προηγούμενη νύχτα. Την εκουσε να φωνάζει το όνομα του...
Μα πώς να της έλεγε πως αν το μάθαινε ο παππούς η ο Στρατής δε θα περίμεναν το γάμο και θα τον έκαιγαν ζωντανό;
Πως να της έλεγε πως αν έτρεφε κάποια συμπάθεια έπρεπε να τη ξορκίσει; Πως να της έλεγε πως θα τους έβαζαν φωτιά σε λίγες μέρες;
Μα πάνω από όλα, πως να της έλεγε πως η καρδιά του χτύπησε για μια γυναίκα που έπρεπε να πληγώσει ο ίδιος;
"Μη με βάσεις να δώσω υπόσχεση ... Δεν είμαι καλός εγώ σε αυτά. Μα σου υπόσχομαι, αν θα περάσει ποτέ από το χέρι μου, να τον αφήσω ζωντανό το Φραγκιά. Σου αρκεί;" η Αρετή βουρκωσε. Όσο και να ήθελε να κρυφτεί ,τα μάτια μίλησαν μονάχα τους.
"Ωραία... Και τώρα έλα. Θα σε ανεβάσω στο κρεβάτι και θα ξαπλώσω και εγώ..."
**********************
Τα σανίδια αν και το σπίτι ήταν πάντοτε περιποιημένο ετριξαν. Περπάτησε όσο πιο σιγά μπορούσε και έκλεισε τις κουρτίνες.
"Δε γύρισε ακόμα ο Ορέστης;" η φωνή του πατέρα της τη τρόμαξε.
"Αμάν βρε πατέρα. Νόμιζα σε πήρε ο ύπνος..."
"Όχι ακόμα. Έχουμε αφήσει κάτι στη μέση και το περιμένω ..Δε γύρισε;"
Η Χαρά κούνησε το κεφάλι.
"Ιδέα δεν έχουμε που βρίσκεται...Δεν τον βρήκα πουθενά. Ούτε στα αμπέλια. Ούτε στο οινοποιείο. Ούτε από τη Μαρία πήγε...Μέχρι και το Λευτέρη έστειλε η μάνα στο φαράγγι.."
Ο Κωστής έσφιξε τις γερασμένες του γροθιές και έπειτα της ζήτησε να καθίσει
"Είναι όμορφη τούτη η κοπέλα του Παπά Χαρά μου; Την είδες;"
"Μα τι ερώτηση είναι αυτη πατέρα; Αλλά όχι... Δεν την είδα. Αν κρίνω όμως από τη Μαρία και τη συμπεριφορά της όταν έπεσε πάνω της λίγες μέρες πριν...Μάλλον είναι" η Χαρά δυσκολευόταν από παιδί να πει ψέματα στο πατέρα της και ήδη το βάρος ήταν τεράστιο. Ορκίστηκε στη μάνα της, λέξη να μη του πει για τη πραγματική ταυτότητα της.
"Καλώς... Πήγαινε να ξεκουραστείς κόρη μου" την αποχαιρέτησε και εκείνη του χάρισε ένα φιλί στο μέτωπο και βγήκε.
*********************
Ένα Τσικ..
Δύο Τσικ...
Ακόμα ένα μετέπειτα...
Άφησε τη χτένα της , έκλεισε τη ρόμπα και σηκώθηκε. Έριξε το βλέμμα προς το παραθύρι της και ειδε μικρές πετρουλες να σκάνε πάνω στο τζάμι.
Παραξενεμένη, πλησίασε προς το παράθυρο και κοίταξε προς τα κάτω.
"Θεουλη μου ! Τούτος εδώ είναι εντελώς τρελός...."
Ο Μανούσος έστεκε μέσα στους θάμνους κοιτώντας προς το παράθυρο και η Χαρά χλωμιασε ολόκληρη.
Δίχως να περιμένει και κατά το σοκ της, το άνοιξε .
"Φύγε! Τι κάνεις εδώ!" είπε σιγανα μα αρκετά έντονα
"Αν δε κατέβεις, θα κάνω ένα σάλτο και θα βρεθώ επάνω!' την απείλησε και κάτι μέσα στη ψυχή της φτερουγισε. Μα ήξερε ... Χωρίς να του απαντήσει και θέλοντας να τον διώξει, έκλεισε το παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες. Άρχισε να περπατά σαν τη τρελή από το φόβο πέρα δώθε ώσπου αξαφνα άκουσε ένα χτύπημα στο παράθυρο.
Ξεροκαταπιε...
Έπιασε και με τα δύο της χέρια τη καρδιά, και βήμα στο βήμα στάθηκε μπροστα του. Στο επόμενο χτύπημα , τράβηξε έντρομη τις κουρτίνες και τον είδε σκαρφαλωμένο πάνω στο μπαλκόνι.
"Άνοιξε για θα το σπάσω. Θα με ακούσει ολόκληρο το σπίτι και θα γίνει σαματας!" την απείλησε κι εκείνη το άνοιξε διάπλατα τρομαγμένη.
"Με ποιο δικαίωμα έρχεσαι εδώ!!!! Το έχεις χάσει; Φύγε για θα κάμω μόνη σαματα και θα σε σκοτώσω!!" Του είπε σαν τον είδε να περνάει το ένα πόδι και να μπαίνει μέσα. "Μανούσο φύγε!!!" ξαναειπε πηγαίνοντας προς τη πόρτα.
"Αχα!" αναφώνησε εκείνος "Βλέπω το όνομα πολύ καλά το θυμάσαι..."
"Αν ήρθες για να με σκοτώσεις μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, είσαι γελασμενος!" του απάντησε θυμωμένη
Εκείνος πήγε κοντά στάθηκε μπροστά της, έσκυψε ελαφρά και απλώνοντας το χέρι του, εκείνη άκουσε τη πόρτα να κλειδώνει.
"Τα στήθη σου έχουν τρελαθει... Εκτός κι αν αυτό που ακούω τόσο δυνατά δεν είναι η καρδιά σου..."
Η Χαρά ήθελε να φωνάξει. Να ουρλιάξει. Να βγάλει το όπλο της. Να τον χτυπήσει... Μα δεν έκανε πράμα.
"Σαρίκι δε βλέπω... Μικρή είσαι εξάλλου για αυτά..." Συνέχισε προκαλώντας τη.
"Μα και σαρίκι να είχες..." Ο Μανούσος την απείλησε με τα χείλη του. Πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε έτσι. Δεν ήξερε τι ήταν... Ούτε όμως και πως να το διαχειριστεί. Μόλις ο Μανούσος ακούμπησε τη μύτη του στη δική της, πήρε φόρα, σήκωσε το χέρι και τον χαστούκισε.
Και σαν το θεριό, χωρίς να υπολογίζει τιμή μα ούτε και βεντέτα, έπιασε τα δύο της χέρια, τα κόλλησε στη πόρτα και όρμησε στα χειλη της δαμάζοντας τα με το άγριο φιλί του... Τέτοιος ήταν από παιδί... Ποτέ δε σκεφτόταν. Ότι ένιωθε, αυτό και έπραττε... Κάποιες στιγμές του έβγαινε σε καλό , και άλλες όχι... Μα τούτο δω το θηλυκό, μυαλό δε του άφησε για τίποτα...ούτε καν για την ίδια τη ζωή του...
❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top