Κεφάλαιο 30°

"Ωωω ρε κακό που με βρε..." ο Μανούσος έσφιξε τη παλάμη της δυνατά σαν την άκουσε να λέει το όνομα της.

"Ακούς; Για θέλεις να με νευριάσεις; Άμα θα μπηξω μια φωνή..." Η Χαρά τράβηξε το χέρι της για να απελευθερωθεί μα εκείνος πως να το άφηνε... Κι εκείνες οι άτιμες , από μικρες μέσα στα όπλα...

"Ήρεμα. Εγώ θα σου πω το όνομα μα εσύ βγάλε από εκεί το χέρι για θα με δεις εμέ να νευριάζω και λαλιά μετά θα έχεις να φωνάξεις..."

Η Χαρά του χαμογέλασε.

"Αν ήξερες σε ποια μιλάς... Γιατί από ότι φαίνεται" είπε δείχνοντας το κράτημα του "Δε λογιζεις το όνομα που μόλις σου πα..."

"Αμ το λογιζω μια χαρά..." Της είπε και τράβηξε το χέρι του , αφήνοντας τη επιτέλους ελεύθερη. Η Χαρά μάζεψε  όπως όπως τα καρβελακια γρήγορα και έπειτα άφησε κάτω το καλάθι και επέστρεψε σε εκείνον. Ήταν σίγουρα πιο μεγάλος από εκείνη. Μα ήταν τόσο όμορφος. Τέτοιο παλικάρι δεν είχε το χωριό. Ή τουλάχιστον για τα δικά της μάτια.

"Λοιπόν;" ρώτησε περίεργα κι εκείνος πιάνοντας τη από τη μέση, την ώθησε προς το πέτρινο τοίχο πίσω της.

"Κοίτα να δεις, τι ομορφιά έβγαλε τούτη η ράτσα..." η Χαρά και μόνο που ένα σερνικό τη κρατούσε με αυτο το τρόπο και μάλιστα το συγκεκριμένο, λαχανιασε από μόνη της.

"Είσαι με τα σωστά σου; Αν μας δει κανένα μάτι θα νομίζει πως ... Άσε με! Θα βάλω τις φωνές!"

Ο Μανούσος έβαλε το δάχτυλο του στα χείλη της. Ήταν πιο άγρια τούτη η γενιά... Δε λογαριαζε τις κινήσεις της.

"Και ήντα θα πεις; Πως ο Μανούσος ο Ραΐσης σε ακούμπησε;", της ειπε και εκείνη έκαμε να βγάλει μια φωνή μα της το σφράγισε εντελώς το στόμα με τη παλάμη. Αυτό που ξέχασε βέβαια, ήταν τα δύο της χέρια..Μέχρι που ένιωσε το όπλο της επάνω του. "Με μια μου μόνο κίνηση το παίρνω και το σπάω. Μάζεψε το Κουμπουρι σου, για θα κάνω πράμα που θα μετανιώσω..."

Λίγο η απειλή, λίγο η ομορφιά της, λίγο ο κίνδυνος, λίγο η απαγόρευση κι εκείνος ο καταραμένος νόμος, όλα μαζί συνέβαλαν... ο Μανούσος είχε τρελαθεί ολόκληρος μέσα σε δύο λεπτά. Κι όσο έμενε εκεί και τη κοίταζε άλλο τόσο έχανε τα λογικά του.

Η Χαρά τον δάγκωσε κι εκείνος τράβηξε το χέρι. Η ανάσα της εσκαγε πάνω του γρηγορα και χωρίς ρυθμο πράμα που δήλωνε ευθέως την αναστάτωση της.

Η καμπάνα χτύπησε μια φορά κι εκείνος έστρεψε το βλέμμα του στον ουρανό. Ξημέρωνε...

"Εμείς δε τελειώσαμε..." της είπε χωρίς να φοβάται διόλου το γεγονός πως κρατούσε όπλο και έφυγε μακριά της.

            **********************

"Πάει, ξημέρωσε.. Ήντα κάμεις ακόμα εδώ γιε μου; Πήγαινε σπίτι..." Ο παπάς άφησε το χοντρό σκοινί του καμπαναριού σαν τον είδε στη βεράντα και πήγε κοντά. "Από θαύμα γλίτωσε..Άκουσες το γιατρό. Θα συνέλθει... Ήταν μονάχα ένα σοκ και μια λιποθυμία.  Σαν να ήρθε και τη καταράστηκε το χωριό...Όπου κι αν πάει τούτο το χώμα τη διώχνει...κι αν δε τη διώχνει, τότε τη θέλει από κάτω του..."

"Παπά Μανώλη..." έβγαλε μιλιά ο Ορέστης.

"Πράμα μη πεις... Και ξέχασε το. Φύγε Ορέστη να χαρείς... Κι όχι για εσένα, κάντο για εκείνη... Τι έχεις πάθει αγόρι μου; Σαν μάθουνε ποια είναι ήντα θα κάνεις; Νομίζεις θα σταθείς απέναντι στο αίμα σου; Δεν ξέρω τι έχεις μέσα στο κεφάλι σου μα αυτά τα μάτια σου εμένα δε με γελούν...Μη μου το σκοτώσεις το κορίτσι Ορέστη μου..."

Εκείνος έμεινε να ατενίζει τον ήλιο που έβγαινε ώσπου σηκώθηκε.

"Και να θελα...Εκείνη δε με δέχτηκε" του είπε σοβαρός.. "Έμεινα να γελάω με τον εαυτό μου... Γι αυτό να μην ανησυχείς. Δε θα τη πλησιάσω. Δωσ'μου μονάχα δύο λεπτά να τηνε δω πριν φύγω, και έπειτα στο υπόσχομαι..."

"Πάψε! Όρκους μη δίνεις! Έδωσες όρκο στη Μαριώ μα να που η καρδιά σου σε βγάζει ψεύτη! Τελείωνε... Πήγαινε και έχεις δύο λεπτά!"

Ο Ορέστης δεν αντιμιλησε στο παπά.. Ανοιξε τη πόρτα και μπήκε μέσα. Ανέβηκε σιγά σιγά τα σκαλοπάτια και την είδε ξαπλωμένη.

"Κοίτα να δεις τι έπαθα... Που αν δε πεθάνω από τα σκάγια θα πεθάνω από το καημο μου. Τι μου χεις κάνει Αρετούσα μου; Χάνω τα λογικά μου... Μα έτσι κάνει η κυρα... Έρχεται εκεί που δε το περιμένεις και μέσα σε λίγες μόνο μέρες , γεννάει  συναισθήματα που όσα τα χρόνια δεν κατάφεραν να γεννήσουν..." Ο Ορέστης έσκυψε και τη φίλησε στο κούτελο.
"Αστείο δεν είναι; Αν το καλοσκεφτείς πάνω από 10 μέρες δεν σε ξέρω.. πως το κάνεις αυτό, ποτέ δε θα το μάθω. Μα ότι κι αν κορόιδευα, τώρα το βρήκα μπροστά μου..."

"Ορέστη..." ψέλλισε με τα μάτια ακόμα κλειστά σαν να έβλεπε όνειρο κι εκείνος ταράχθηκε. "Ορέστη..." Είπε ξανά κάνοντας να γυρίσει  "Ορέστη!! Μη.. περιμενεεεεεε!" μέσα στον ύπνο της άρχισε να ουρλιάζει το όνομα του μα σαν πετάχτηκε και άνοιξε τα μάτια, είδε το Μανούσο να μπαίνει στο δωμάτιο.

"Ποιον φώναζες κορίτσι μου; Και κλείσε τούτο το παράθυρο για θα κρυώσεις..." της είπε και την αγκάλιασε "Τρόμαξα τόσο πολύ... Δεν άντεξα να μείνω. Έφυγα και έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα..."

             ************************

Μπήκε στο σπίτι τρομαγμένη και στηρίζοντας τη πλάτη της στη πόρτα έμεινε να κοιτάζει το κενό.

"Χαρά; Τι έγινε κόρη μου και εισαι αναμαλλιασμενη; Και γιατί η λειτουργιά ειναι ακόμα ζυμάρι; Δεν άνοιξε ο φούρνος; Ήντα έπαθες!" Η Άννα βγήκε από τη κουζίνα αμέσως μόλις άκουσε τη πόρτα με την ελπίδα να ήταν ο Ορέστης αλλά αντί αυτού, είδε τη Χαρά να επιστρέφει πίσω με τις λειτουργιές

Η Χαρά τη προσπέρασε , άφησε το καλάθι στο τραπέζι και έφυγε στη κουζίνα. Δίχως να βάλει ποδιά, έμπηξε τα χέρια της στη ζύμη που ετοιμαζε η μάνα της και άρχισε να πλάθει.

"Έχεις τρελαθεί;" απόρησε η Άννα μπαίνοντας στη κουζίνα και τότε γύρισε και τη κοιταξε.

"Χρόνο δεν έχουμε μάνα! Έπεσα και έριξα ολο το ζυμάρι. Έλα! Έλα να φτιάξουμε το δεύτερο μπας και προφτάσω. Και μη μου αρχίσεις τις φωνές για το Θεό..."

"Ε πες το βρε κορίτσι μου και κόντεψα να σκάσω! Δε πειράζει... Θα φτιάξουμε καινούρια. Μη στεναχωριέσαι"

Η Άννα πήγε κοντά της και πιάνοντας τη ζύμη ξεκίνησε να πλάθει και η ίδια.
Τα χέρια της Χαράς έτρεμαν μα δεν έβγαλε λεξη. Είχε πάθει σοκ. Όσο προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε γίνει, άλλο τόσο το μυαλό της χανόταν.
Δεν είχε στήριγμα να πει ούτε και μια λέξη. Μα ακόμα κι αν έλεγε, δεν είχε ιδέα τι ήταν ικανά να κάνουν τα αδέρφια της. Ο γάμος πλησίαζε παρά τους κακούς οιωνούς κι εκείνη δε θα επέτρεπε να γίνει η αιτία να χαλάσει...

"Γύρισε ο Ορέστης μάνα;" ρώτησε λίγα λεπτά αργότερα και η Άννα δαγκωθηκε.

"Όχι"

"Μάνα... Μην ανησυχείς. Το βλέπω στα μάτια σου. Ξέρει τι κάνει.."

"Δεν έπρεπε να έρθεις να του πεις τα νεα χθες Χαρά..."

"Και τι να έκανα;" Απόρησε βάζοντας το πρώτο ψωμάκι στο καλάθι

"Να την άφηνες να πεθάνει τη διαολεμενη! Ίσως αν δε πήγαινε ο Ορέστης να ήταν ακόμα θαμμένη στα χαλάσματα. ! Ραΐση ζωντανό δε θέλω κοντά στα παιδιά μου ..."

Μπορεί να μιλούσε για την Αρετή , μα άθελά του ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της θυμουμενη τα χέρια του Μανούσου πάνω στα χείλη της... Η Χαρα ξεροκαταπιε και συνεχισε να πλάθει αμίλητη...

❤️❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top