Κεφάλαιο 29°

Η βροχή έπεφτε μανιασμένα πάνω στο κορμί του , μαστίγωνε κάθε του ιντσα μα εκείνος έτρεχε και έτρεχε σαν να βάλε φτερά στα πόδια. Σαν έφτασε στο χαμόσπιτο , είδε άντρες από τη δούλεψή του να πιάνουν τα μεγάλα βράχια που έπεσαν από το γκρέμνι και το Στυλιανό στα γόνατα μπροστά στη πόρτα να προσπαθεί να μετακινήσει ένα βράχο που ήταν πάνω στη πόρτα . Είδε τα μαλλιά της... Το χέρι της να κείτεται σαν νεκρό κάτω από εκείνα τα χαλάσματα .

"Βοηθήστε με!!!" φώναξε ο Στυλιανός μα ο Ορέστης όρμησε προς το μέρος του. Τον έπιασε από τον ώμο, τον απομάκρυνε και σαν θεριό που έβγαζε κραυγή, έπιασε στα δύο του χέρια το βράχο . Κι άφησε τη ψυχή να βγει από τα χείλη  του για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ώρες....
Κρύφτηκαν μέχρι και οι βροντές στο ουρλιαχτό του...

Οι φλέβες στο πρόσωπο του, έμοιαζαν με ζωγραφιές μα δε το βάλε κάτω. Σαν αντίκρυσε τα κλειστά της βλέφαρα , η δύναμη γιγαντώθηκε. Έπιασε τη πέτρα ολομόναχος και τη σήκωσε πετώντας τη μακριά. Έπειτα έπιασε τη πόρτα και σαν να ήταν φτιαγμένη από χαρτί, της έδωσε μια και την έστειλε στα χαλάσματα.

"Ξύπνα κυρά μου..." ψέλλισε σιγανα χωρίς να τον ακούσει άνθρωπος και σε αντίθεση με τη τόλμη που έδειξε πριν, ένιωσε να χάνει την ορμή του. Σήκωσε ελαφρά το κεφάλι της , τη κράτησε απαλά και με το άλλο χέρι τη σήκωσε στην αγκαλιά του.

"Πέθανε!!! Πάει το κορτσουδι του παπά!!!" Φώναξε ένας από τους άντρες βλέποντας τα χέρια της να κρέμονται δεξιά και αριστερά από το κορμί του Ορέστη. Ο Στυλιανός πήγε και στάθηκε μπροστά απλώνοντας τα χέρια μα ένα και μόνο βλέμμα του Ορέστη ήταν αρκετό. Όχι μόνο να τον κάνει να πισωπατησει μα για να ανοίξει τη πύλη ολόκληρης της κόλασης. Ούτε όταν πέθανε ο θείος του λίγα χρόνια πριν από σφαίρα Ραΐση, δεν τον είδε να είναι σε αυτή τη κατάσταση. Τα χείλη του ήταν σφιγμένα και από τα μάτια του θα ορκιζόταν κανείς πως έσταζε αίμα.

Ο Ορέστης άρχισε να περπατά γοργά παραμερίζοντας το σουσουρο από τους άντρες. Μερικοί δε, είχαν βγάλει και τις τραγιασκες τους ως ένδειξη πένθους...

"Αρετή!!!! Αρετή !!! Θεέ μου τι έκανες!!!" Ούρλιαξε ο παπά Μανώλης μόλις είδε τον Ορέστη να ξεπροβάλει μπρος στην εκκλησιά μα ούτε εκεί σταμάτησε. Πήγε ως το σπίτι της, έδωσε μια κλωτσιά τη πόρτα και τη πήγε στη κρεβατοκάμαρα. Την έβαλε να ξαπλώσει και μόνο τότε έλεγξε το σφυγμο της. Σε εκείνο το ένα λεπτό που ήταν μοναχός μαζί της.

"Ζεις... Ξεροκέφαλη γυναίκα...ζεις..."

"Ορέστη κάνε στην άκρη !" αναγνωρίζοντας τη φωνή του γιατρού του χωριού, και βλεποντας πως δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τόλμησαν να μπουν στο σπίτι εν αγνοία τους , τόσο από τη βροχή όσο και από τη περιέργεια, χάιδεψε απαλά τα μαλλιά της και σηκώθηκε.

"Έξω!! Εκτός από το παπά και το γιατρό ολοι έξω !!!" Έβγαλε μια φωνή και σαν μυρμήγκια που τους χάλασε η σειρά άρχισαν όλοι να βγαίνουν ένας ένας έξω.

"Ζει; Αμάν συμφορά που βρήκε το παπά"

"Η καημένη. Ρούπι δε το κούνησε από το σπίτι της πως βρέθηκε σε εκείνα τα μέρη;"

"Δέκα άντρες θέλανε για εκείνο το βράχο..."

Παραμιλητα... Φωνές... Κόσμος...

Ο Ορέστης τους προσπέρασε και κίνησε προς την εκκλησία όταν είδε το Λευτέρη να κάθεται πιάνοντας το κεφάλι του στο πλατυσκαλο.

"Εσύ τη βρήκες έτσι;" του είπε και σαν εκείνος αναγνώρισε τον "αφέντη" του σηκωθηκε.

"Σε έχω σαν αδερφό... Εκείνη τη μέρα στη σπηλιά, ήξερα πως είναι μπελάς... Μα... "

"Πάψε Λευτέρη. Λόγια δε χωράνε πια. Σε ευχαριστώ..." Ο Ορέστης μπήκε στην εκκλησία και ο καημένος ο Λευτέρης έκατσε ξανά κάτω και έπιασε το κεφάλι του.

"Αχ Παναγιά μου... Δε πίστευα ποτέ πως όσα έλεγαν ήταν αλήθεια. Ένα παρουσιαστικό δε κάνει τη γενιά... Μα να... Να που μόλις με ευχαρίστησε ο Σήφης κι όχι ο Ορέστης μου. Βάλε το χέρι σου να ζήσει... Γιατί αν ποθανει, θα κάουμε όλοι μας..."


        ***************************

"Είσαι τρελός!!! Άκουσες το παπά!!! Πως μου ζητάς να μεινω επαε! Το αίμα μου πεθαίνει κι εγώ θα κάτσω άπραγος; Στα τσακιδια όλα!!!" Έπειτα από το τηλεφώνημα του παπά ο Μανούσος δεν κρατιόταν. Σε αντίθεση με το Στρατή ο οποίος φοβόταν για τη ζωή του παιδιού του, εκείνος ήθελε να τα μαζέψει και να κινήσει για το χωριό χωρίς να τον ενδιαφέρει πράμα.

"Μα ζει! Άκουσες το παπά! Κάτσε και πάμε αύριο! Μόλις έφυγε ο γιατρός και ο κόσμος θα είναι αναστατος! Τι θες πια! ! Να σκοτωθείς; Κοίταξε τη καταιγίδα! Δεν λέει να κοπάσει!" φώναξε ο Στρατής μα Μανούσος άρχισε ήδη να αρματωνεται

"Καθίστε όλοι εδώ. Εγώ δεν την αφήνω!" τους είπε τελεσίδικα και αρπάζοντας το ποτήρι του, κατέβασε όσο είχε και το πέταξε κάνοντας το θρυψαλα στο τοίχο...

           ************************

"Την άκουσες μάνα; Η Γιώργαινα είπε πως όταν έφτασαν τα νέα στο σπίτι ο Ορέστης έφυγε χωρίς να υπολογίζει άνθρωπο..." η Μαρία είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι κλαίγοντας. Ένιωθε τον Ορέστη απόμακρο μα η αντίδραση του δεν της άρεσε καθόλου όταν έμαθε τα νέα.

"Και τι να έκανε κόρη μου; Άντρας είναι! Και μάλιστα ο πρώτος της οικογένειας! Να άφηνε μια γυναίκα στα χαλάσματα; Σε παρακαλώ βγάλε τούτες τις σκέψεις από το μυαλουδακι σου. Ντροπή και μόνο που το λες..."

"Δε θα προλάβω να βάλω νυφικό με όσα γίνονται μάνα... Σαν να κατέβηκε ο θεός και μίσησε τούτη την ένωση..."

"Μαρία! Ήντα είναι αυτά που λες!"
Τη μάλωσε και έφυγε από το δωμάτιο. Από όταν η  γυναίκα φούρναρη τους έφερε τα νέα, δεν της άρεσαν καθόλου. Εκείνη η γυναίκα ήταν πανέμορφη και η Μαρία την είδε με τα ίδια της μάτια. Η ζήλια ριζωσε βαθιά μέσα στη καρδιά της και ήξερε πως για εκείνη έτρεξε ο Ορέστης.

Έπρεπε να τον δείτε! Σωστός άντρας! Λόγο δεν έδωσε ούτε στη μάνα του που άπλωσε το χέρι να τον σταματήσει! Ο γαμπρός σας είναι άξιος !

Ήταν τα λόγια που έσπειραν ακόμα περισσότερο την ανησυχία στα σωθικά της.  Σηκώθηκε και κοίταξε τον εαυτό της στο καθρέφτη. Πως να μπορούσε να συγκριθεί με εκείνη τη γυναίκα. Έμοιαζε με κοριτσάκι...


        **************************

Είχε πάει 5 το ξημέρωμα...
Έπειτα από τη καταστροφή που χτύπησε το γλέντι , η βροχή είχε σταματήσει.. ο κόσμος ήταν ακόμα στα σπίτια του και εκείνος ξεπρόβαλε μέσα από τους θάμνους. Πρώτη φορά κατέβαινε στο χωριό τούτη την ώρα. Και πάλι όμως ήταν αρκετά προσεκτικός. Έριξε μια ματιά και χάθηκε ξανά.. Του είχε λείψει .. ήθελε πίσω το τόπο του. Μπορεί να μη γεννήθηκε εκει μα γεννήθηκε στα βουνά του... Το λέγε η καρδιά κάθε φορά που πατούσε σε εκείνες τις πέτρες.

Ο Μανούσος είχε βαρεθεί εκείνη τη ζωή. Μα πιο πολύ, εκείνο το συναίσθημα που έβγαζε δειλία. Το σιχαίνοταν.

Περπάτησε όσο πιο πολύ γινοταν μέσα από τους θάμνους μα θέλοντας να κόψει δρόμο, αποφάσισε να πάρει το πέτρινο μονοπάτι πάνω από το φούρνο και να βγει στην εκκλησία.

Αύξησε το βήμα και σαν το κλέφτη έστριψε στα γρήγορα μα σαν ο να το θέλει ο διάολος έπεσε πάνω σε κάποιον.

"Η λειτουργιά μου! Πάει ο κόπος μου" Εσκουξε μια κοπέλα η οποία όπως αντιλήφθηκε πήγαινε προς το φούρνο.

Ο Μανούσος πάγωσε. Εκείνη είχε πέσει κάτω να μαζέψει τα ψωμάκια μα η καρδιά δεν άντεξε να τη παρατήσει. Γονάτισε μπροστά της

"Δε το θελα, δεν έχει βγει ο ήλιος ακόμα. Μη κλαίς. Θα φτιάξεις αλλ..." Μα σαν εκείνη σήκωσε το βλέμμα της, εκείνος έμεινε να τη κοιτάζει...

Μάτια σαν κάστανα , μεγάλα καφετιά...
Χείλη βαμμένα σε ένα φυσικό ροζ , μεγάλα και ζουμερα... Είχε τα μαλλιά της ελεύθερα και έμεινε με τη σειρά της να τον κοιτάζει..

"Ποιος είσαι εσύ;" ρώτησε τρομαγμένη. "Ξέρω μέχρι και τις πέτρες στο χωριό!" Έκαμε να βάλει το χέρι μέσα από τη φοδρα μα ο Μανούσος της το έπιασε.

"Το θέμα δεν είναι ποιος είμαι εγώ... Μα ποια είσαι εσύ...." της είπε κρατώντας σφιχτά το χέρι της που ήταν έτοιμο να βγάλει το κουμπουρι.

"Εγώ είμαι η Χαρά Φραγκιά! Και τώρα τραβα τα κουλά σου, για θα στα κόψω!" Του φώναξε και Μανούσος άλλαξε εκατό χρώματα ...



❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top