Κεφάλαιο 26°

Λάκκοι έτος 1899

Άνοιξε το ημερολόγιο στη τελευταία πλέον σελίδα και τη κοίταζε χωρίς να γράφει... τόσες αναμνήσεις... Εκείνα τα πράσινα όμως μάτια έμειναν να τη στοιχειώνουν. Μα δε το μετάνιωσε...
πήρε τη πένα άφησε ένα δάκρυ να χυθεί και έπειτα έγραψε μια λέξη...

"Εκδίκηση"

Δίχως να γράψει πράμα παραπάνω , άρχισε να γυρίζει τις ταλαιπωρημένες του σελίδες... Έφτασε στη πρώτη και σταμάτησε...

"Σήμερα είδα τον Ηράκλη να με κοιτάζει περίεργα. Αχ να μην ήμουν ορφανή.. να είχα ένα πατέρα να υπερασπιστεί το ανάστημα μου..."

"Με κυνηγησαν! Ο Φραγκιάς έκανε σαν θηρίο και παραλίγο να με πιάσει μαζί με το Ραΐση αλλά κατάφερα και ξέφυγα!"

"Αισθάνομαι τόσο μονη. Πλένω όλη μέρα. Φτιάχνω φαγητά... και καταλήγω να κοιμάμαι στα πατώματα. Η μικρή ορφανή... Αυτό ήμουν για το χωριό από τη μέρα που χάθηκαν οι γονείς μου.."

"Σήμερα με έστειλαν να φέρω νερό από τη λίμνη ξανά... Και τους είδα. Ήταν και οι δύο μέσα στα πουρνάρια. Με κοιταγαν σαν αγριοσκυλα. Τι τους έκανα πια..."

"Έτρεχα και έτρεχα και έτρεχα... Μα για την αυθαδεια μου, πήρα σα δώρο ένα χαστούκι. Μου ξεσκισαν το φόρεμα και γελούσαν... Τους σιχαίνεται η ψυχούλα μου!!!"

"Πάλι με πήραν στο κατόπι! Θα φύγω! Προσπάθησαν να με ατιμασουν ξανά! Δεν αντέχω άλλο!!!"

"Στη σήμερον ημέρα, 12 του Ιούνη το έτος 1856, η τιμή μου πέθανε... "

Ύστερα προχώρησε λίγες σελίδες παρακάτω με μάτια δακρυσμένα

"Η κοιλιά μου δε σταματάει να φουσκώνει... Έχω φύγει να κρυφτώ σε ένα χαμόσπιτο στο δάσος..."

"Τα κατάφερα... Έδωσα μόνη μου τη γέννα. Το κοριτσάκι μου μοιάζει να πεθαίνει... Έχει χάσει το χρώμα. Μα θα το σωσω. Δε παύει να είναι σπλαχνο μου..."

"Τα καταφέραμε μικρή Βασιλική μου...Και όταν με το καλό μεγαλώσεις, να φύγεις μακριά από τούτο το χωριό. Ίσως εγώ δε ζω... Θα με κυνηγήσουν ξέρεις... "

"Έτρεξα τόσο πολύ...  μα δεν άντεξα. Το παιδί κλαίει... Μη κλαίς βασιλική μου... Η μανούλα θα σε φροντίσει..."

"Αυτό ήταν... Έχω φτάσει πλέον έξω από το ορφανοτροφείο. Δε θα αντέξω να σκοτώσουν και το παιδί μου. Βασιλικουλα μου... Σα μεγαλώσεις, θα σου αφήσω τούτο εδώ το τετράδιο να για να με θυμασαι. Είσαι τόσο μικρούλα που δεν καταλαβαίνεις τώρα μα η μαμά έπρεπε να σε αφήσει. Θα ζητήσω όταν μεγαλώσεις να στο δώσουν μαζί με τα κλειδιά από τη καλύβα... Αλλά σε ξορκίζω. Μη πας σε εκείνο το χωριό. Εκεί, ζούνε τα τέρατα...και κάψε τούτο το τετράδιο σα μεγαλώσεις. Ήθελα μόνο να ξέρεις πως η μάνα σου προσπάθησε...
Αντίο μικρή μου βασιλική... Αντίο. Συγχωρα τη μάνα σου, μα το κάνω για να σε σώσω. Μου το είπε ο Ραΐσης.. αν βγάλω λέξη πως με ατιμασαν και οι δύο, θα με σκοτώσει... Αχ βασιλικουλα μου... Έπρεπε να δεις και το Φραγκιά... Γελούσαν μαζί μου... Κάποια μέρα όμως, η μαμά θα πάρει εκδίκηση. Όταν και οι δύο θα είναι στο χώμα, εγώ εκεί θα είμαι και θα τους περιμένω..
Αντίο κοριτσάκι μου..."

Η κυρά Βασιλική, άρχισε να κλαίει φτάνοντας στη τελευταία σελίδα... Ήταν το τελευταίο σημείωμα πριν η μάνα της την αφήσει στο ορφανοτροφείο. Τα χρόνια ήταν δύσκολα μα για καλή της τύχη έπεσε σε καλά χέρια για εκείνη την εποχή.

Η κυρά Βασιλική, κοίταξε το κερί και έπειτα θυμήθηκε αυτό που η μάνα της , της ζήτησε. Μα πριν βάλει το ημερολόγιο φωτιά , πήγε ξανά στη σελίδα και ξεκίνησε να γράφει...

"Μάνα... Έφτασα κοντά στα 60 μα τα κατάφερα... Μεγάλωσα. Ήρθα πίσω. Ζω στο ίδιο χαμόσπιτο που με γέννησες... Αν εσύ ήσουν η ορφανή , εγώ ήμουν η τρελή... Μα τα κατάφερα μάνα... Σκότωσα το Κατερινιω και ύστερα και τη Μαριώ... Γέννησα τόσο μεγάλη έχθρα που όμοια τους άνθρωπος δε θα ξαναδεί σε τούτο το καταραμένο μέρος. Σε δικαίωσα μάνα... Εκείνοι που για σένα γέλασαν και σε ατιμασαν τώρα σκοτώνονται μεταξύ τους ... Μα ξέρω... Ξέρω πως όσα χρόνια κι αν περάσουν , αυτό το χώμα θα παραμείνει κόκκινο από το αίμα τους.

Κουράστηκα μάνα... Θέλω να έρθω να σε βρω...
Ούτε ξέρω πως μοιάζει το άγγιγμα σου.
Αγάπη δεν εγνωρισα από άνθρωπο μα η δική μου για εσένα, ήταν αρκετή για να με φέρει ως αυτή την ηλικία. Και θα το κάνω μάνα... Θα τα βάλω όλα φωτιά και θα έρθω να σε βρω. Θα το κάψω αυτό το ρημαδι να βρει ποτέ κανένας την αλήθεια και έρχομαι...
Συγχωρα με αν άργησα...
Σ'αγαπω...
Η κόρη σου, βασιλική...

Το τετράδιο έκλεισε...
Το κερί έπεσε πάνω στο ξύλινο ξεφτισμενο γραφείο, και η καλύβα της τρελής κυρά βασιλικής, άρχισε να καίγεται με εκείνη μέσα... δεν ούρλιαξε... μήτε έκλαψε...
Μα γέλασε...



Λάκκοι, σήμερα

Έφτασε στο σπίτι και μπαίνοντας μέσα, έπεσε στο πάτωμα πιάνοντας τη καρδιά της. Ήταν βρεγμένη, τρομαγμένη και το πόδι της άρχισε να πονάει από το τόσο τρέξιμο. Όλα έγιναν τόσο μα τόσο γρήγορα. Έφερε τα χέρια της στο οπτικό της πεδίο και τα είδε να τρέμουν. Ανάθεμα , όσο κι προσπάθησε δεν κατάφερε να ηρεμήσει. Σκέφτηκε να βγει ξανά. Να τρέξει... Ο Ορέστης ήταν κι εκείνος μεθυσμένος και ο Στυλιανός στο χώμα μέσα στα αίματα. Δεν έπρεπε να φύγει... Μα γιατί έφυγε..; Αναρωτήθηκε δίχως να μπορέσει να απαντήσει.

Στη σκέψη και μόνο να προκαλούσε προβλήματα ανάμεσα τους, αηδιαζε με τον εαυτό της.
Ναι... Μπορεί να την ώθησαν στα άκρα μα η Αρετή δεν ήταν τέτοια γυναίκα. Όντας μονάχη της, πάντα πίστευε πως οι δεσμοί ανάμεσα στα αδέρφια πρέπει να είναι ισχυροί.
Ήταν σίγουρη ...Έπειτα από όσα έγιναν τις τελευταίες μέρες ηταν σίγουρη πως ο Ορέστης τυφλωμένος από το μίσος του για εκεινη, είδε το Στυλιανό να είναι κοντά της και θέλησε να τον προφυλάξει. Σκέφτηκε πως ίσως άκουσε την εξομολόγηση του και θύμωσε με τον αδερφό του. Η ανησυχία της είχε γιγαντωθεί και οι τύψεις ήρθαν να την αποτελειώσουν.

Χωρίς να ορίζει τα συναισθήματα της, άρχισε να κλαίει στα βουβα. Σύρθηκε ως το χαλακι που υπήρχε κοντά στο τζάκι , ξάπλωσε δίπλα στα μισοαναμμενα κάρβουνα και δεν σταμάτησε να κλαίει ώσπου ξαφνου, άκουσε βήματα έξω από τη πόρτα.

Ήξερε ποιος ήταν...
Καθώς η πόρτα ανοιγε σιγανα άλλο τόσο εκείνη μάζευε το κορμί της ώσπου έγινε ένα κουβάρι από ανθρώπινους ιστούς , κουλουριασμένο και ακουνητο στο πατωμα.
Τον είδε να στέκει και να τη κοιτάζει με εκείνο το άψυχο βλέμμα και άρχισε να τρέμει. Ποιο τσαγανο; Ποια δύναμη; Όλα χαθήκαν...
Κι όπως η πόρτα άνοιξε, έτσι και έκλεισε..
Μόνο που αυτή τη φορά, δεν ήταν μόνη της μέσα στο σπίτι...

❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top