Κεφάλαιο 23°
Άπλωσε τα μαλλιά της πάνω στα καταπράσινα χόρτα και άνοιξε τα χέρια της αφήνοντας την υγρασία του χώματος να τη δροσίσει. Ολόκληρος ο τόπος ήταν γεμάτος με λουλούδια κάθε λογής.
"Καιρό είχες να με φέρεις στο κάμπο..." του είπε γυρίζοντας το κεφάλι προς το μέρος. Ο Ορέστης είχε ξαπλώσει έχοντας τον αγώνα του ακουμπισμενο στο χώμα ενώ με το άλλο χέρι, κρατούσε το τσιγάρο του. "Αμάν βρε Ορέστη μου, έπρεπε να το φέρεις μαζί μας αυτό. Δες πόσο καθαρό αέρα έχει..." σχολίασε η Μαρία θέλοντας να τον κάνει να μιλήσει. Είχε να τον δει κοντά δύο μέρες. Μα το πρωί της τηλεφώνησε πως θα πάει να τη πάρει και η χαρά της ήταν μεγάλη.
"Ξέρεις πως απολαμβάνω το καπνό Μαρία μου. Μη μου το χαλάς σε παρακαλώ..."
"Όχι.. φυσικά και όχι. Χάρηκα πολύ που ήρθες. Η μάνα μου βέβαια με τρέλανε πως πλησιάζει το γλέντι και είναι καλύτερα να βρεθούμε εκεί αλλά δεν άντεχα άλλο Ορέστη μου... Απορώ πως κατάφερες να μην έρθεις χθες το βράδυ..." Η Μαρία έκανε μια στροφή στο χορτάρι και βρέθηκε στο χέρι του. Του χαμογέλασε γλυκά και έπειτα ανασηκωσε το κεφάλι της και τον φίλησε στα χείλη. Ο Ορέστης έστρεψε το βλέμμα του πάνω στο πρόσωπο της και αναγνώρισε αμέσως τη κάψα στο βλέμμα της.
"Ορέστη... Δεν βλέπω την ώρα. Δεν βλέπω την ώρα να σε κάνω κύρη στο σπιτικό μου..." είπε ελαφρώς πιο ναζιαρικα "Οπως σε έχω και κύρη του κορμιού μου .." συνέχισε και πιάνοντας το ένα του χέρι, το εναπόθεσε στα στήθη της. Σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, ο Ορέστης σηκώθηκε όρθιος αφήνοντας τη να απορεί σαστισμένη
"Με συγχωρείς. Δεν είναι ώρα.." την το έκοψε και έβγαλε ένα τσιγάρο
"Εντάξει Ορέστη μου, δε ζήτησα τίποτα... Κάθισε ξανά γιατί σηκώθηκες; Εμείς όλα τα λέγαμε μεταξύ μας αλλά ούτε ενα τηλέφωνο δε με πήρες από χθες... Τα μαθες πως μια ξένη έπεσε πάνω μου και με έσπρωξε στο τοίχο; Φαι δε μου μείνε να πάω στα χωραφια... Και σαν να μην εφτανε αυτό, έφυγε αφήνοντάς με στα γόνατα να μαζεύω. Χωρίς ούτε συγνώμη...Ποια είναι Ορέστη μου; Θέλω να μάθω. Εσύ σίγουρα θα ξέρεις...Ήταν ντυμένη με εκείνα τα φτηνά, τα ρούχα που φοράνε εκείνες στα Χανιά..." Ο Ορέστης τη κοίταξε μα δε πρόλαβε να απαντήσει αφού το κινητό του άρχισε να χτυπά.
"Έλα Χαρά μου ήντα έγινε;"
"Ωωω τίποτα Ορέστη μου. Είσαι με τη Μαρία;"
"Ναι. Γιατί τι έγινε;"
"Τίποτα βρε Ορέστη μου. Απλά έμαθα πως τελείωσαν οι ετοιμασίες και είναι όλα έτοιμα για το γλέντι και ήθελα να πάρω να τη συγχαρώ και να της πω ότι θα περάσω από το σπίτι μα το κινητό της ήταν κλειστό, και ανησύχησα"
"Μάλιστα... Καλά , θα της το μεταφέρω εγώ. Κάτι άλλο;"
"Τίποτα Ορέστη μου..."
"Πολλά " μου " ακούω τελευταία και..." Είπε εντελώς αηχα.
"Τι είπες;" ρώτησε η Χαρά από την άλλη γραμμή
"Τίποτα τίποτα. Θα σε δω στο σπίτι . Πες τη μάνα πως περάσω να ελέγξω και ο ίδιος τα κτήματα , έπειτα θα πάω στο οινοποιείο να δω τα κρασιά και θα αργήσω να έρθω. Εντάξει;"
"Εντάξει θα της το πω. Καλά να περάσετε"
Ο Ορέστης έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει άλλες κουβέντες.
"Άιντε Μαρία μου. Έλα να σε γυρίσω γιατί έχω και δουλειά..."
"Να με γυρίσεις; Μα... Μα ακόμα δεν ήρθαμε...Σε παρακαλώ..."
*********************
Άνοιξε τη πόρτα...
Στο πλατυσκαλο, είδε μια γυναίκα γύρω στα 50 με 60. Αρκετά καλοστεκουμενη και αδύνατη . Τα μαλλιά της ήταν μακριά, λευκα , μαζεμένα σε μια πλεξούδα στο πλάι, κι αν και το πρόσωπο της ήταν αβαφο, έμοιαζε περιποιημένο. Είχε μεγάλα χείλη και μάτια πράσινα σαν σμαράγδια... Ένα πράσινο, που της ήταν οικείο. Συνδύασε τις δυνατές της γωνίες μα και τα γενικά της χαρακτηριστικά και αμέσως κατάλαβε ποια ήταν. Εξάλλου και τα δύο αγόρια της, της έμοιαζαν...
Η Αρετή φόρεσε ένα γλυκό χαμόγελο
"Καλημέρα σας... Θα μπορούσα να σας βοηθήσω σε κάτι;" έπαιξε την ανηξερη θέλοντας να προστατεύσει τον εαυτό της. Δεν είχε ιδέα αυτή η μαύρο ντυμένη γυναίκα γιατί πήγε στο σπίτι της. Πάραυτα δε ξέχασε τα λόγια του Ορέστη πως είχε ζητήσει το κεφάλι της στο πιάτο.
Η γυναίκα δεν απάντησε αμέσως παρά έμεινε να τη κοιτάζει.
"Είστε καλά;" Συνέχισε η Αρετή και εκείνη άνοιξε τα χείλη της ανέκφραστη.
"Διόλου δε μοιάζεις της Μαριως... Εκείνη είχε μπέσα. Έφυγε για να αποτρέψει ένα φονικό μα εσύ δεν είσαι εκείνη..." είπε αφήνοντας την άναυδη.
"Τι θέλετε από μένα;" το ύφος της Αρετής δεν έμοιαζε με το προηγούμενο πια...
"Μείνε μακριά από τα αγόρια μου. Σήκω και φύγε... Και λίγο πριν φύγεις από τούτο δω το τόπο, άναψε μια λαμπάδα στο Ορέστη μου , που αναπνέεις ακόμα. Σε τρεις μέρες έχουμε επίσημα αρραβωνιασματα... τόσες είναι οι μέρες που σου δίνω" της είπε μα σαν γύρισε να φύγει σταμάτησε "Αν δε φύγεις από το χωριό...." είπε γεμάτη μίσος αυτή τη φορά "Πριν παντρευτεί ο Ορέστης μου, θα φροντίσω να σε θάψω. Κι εκείνη η λαμπάδα, θα γίνει το καντήλι στο μνήμα σου..." τελείωσε και άρχισε να βαδίζει
"Κούνα γοργά τα πόδια σου, και έξω από το χώμα μου !" της απάντησε με σταθερή , δυνατή φωνή η Αρετή στη "γλώσσα της" και εκείνη σταμάτησε να περπατά. "Αν θέλεις να με δεις νεκρή, εδώ θα είμαι. Έλα και προσπάθησε...! Δε ντρέπεσαι ολόκληρη γυναίκα να έρχεσαι εδώ και να με απειλεις! Μα τόσα βάζει ο λογισμός σας! Τέτοιες είναι οι αξίες σας! Και από ότι βλέπω , το θράσος σας ακόμα μεγαλύτερο !"
Η Άννα γουρλωσε τα μάτια της, έβαλε το χέρι μέσα από τη φαρδιά φοδρα του φορέματος της, και έπιασε το όπλο που πήρε μαζί της από το σπίτι.
Μα δεν κούνησε βήμα. Ούτε καν βλέφαρο... Είδε το Στυλιανό να πλησιάζει από μακριά και τράβηξε το χέρι της.
"Μείνε μακριά από τα σπλάχνα μου. Κράτα μονάχα ετούτο..." αρκέστηκε να πει, και πιάνοντας το μαύρο της φόρεμα, το σήκωσε ελαφρά και αύξησε το βήμα πριν φτάσει ο Στυλιανός..
************************
"Όχι ρε Ελένη! Της έχω στείλει τόσα και τόσα μηνύματα κι εκείνη τίποτα! Και ξέρω πως τα είδε! Που διάολο έχει πάει.. δεν ξέρω τι κάνω και έχω αρχίσει να ανησυχώ... Δε νομίζω πως μπορώ να κάτσω κι άλλο άπραγος!" Τα πόδια του πήγαιναν πάνω κάτω σαν κομπρεσέρ.
"Ηρέμησε ρε Μάριε! Αν ήθελε να βρεθεί θα σου είχε στείλει! Άφησε την πια να ηρεμήσει ! Ίσως θέλει το χρόνο της.. δεν είναι και λίγο αυτό που έγινε"
Εκείνος ξεφυσησε και σηκώθηκε.
"Δεν ξέρω. Ίσως πήγε στη Κρήτη! Εκείνο το τέρμα έλεγε απ' έξω κάτι για ένα συμβολαιογράφο στα Χανιά. Ίσως πρέπει να ψάξω από εκεί..."
"Όχι! Γιατί θέλεις να κάνεις τη κατάσταση χειρότερη; Ειλικρινά δε ξέρω Μάριε... Δεν έχω λόγια... Πάντως είναι σίγουρη πως αν ήθελε να τη βρεις, θα σε έπαιρνε τηλέφωνο. Οπότε περίμενε λιγάκι ακόμα... Αν θέλει να κρυφτεί το κανει για κάποιο λόγο. Μόνη της θα σε πάρει..."
Ο Μάριος άρχισε να δυσανασχετεί μα ήξερε πως είχε δίκιο η Ελένη.
"Εντάξει... Θα περιμένω λίγο ακόμα μα έπειτα θα πάω να τη βρω! Αρραβωνιαστικια μου είναι! Δεν μπορώ..."
"Μάριε... Σου άφησε το δαχτυλίδι έτσι;" Τόν διέκοψε μαλακά "Αυτό κάτι σημαίνει... Δε το λέω για κακό, μα..."
"Εσύ λέγε ότι θες! Εγώ αν δεν με πάρει σύντομα θα πάω να τη βρω!" Είπε θυμωμένος και έκλεισε το τηλέφωνο...
❤️❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top