Κεφάλαιο 22°
Το πρωινό εκείνο σαν ξημέρωσε τη βρήκε μόνη, να κοιτάζει τα αποκαΐδια της βραδινής φωτιάς στο τζάκι. Ο παπά Μανώλης ήταν το τελευταίος που έφυγε από το σπίτι. Ο Μανούσος της είπε όταν έπρεπε να φύγει πως ότι κι αν ήθελε , μπορούσε να το πει στο παπά Μανώλη κι εκείνος θα του το έλεγε . Της έδωσε φυσικά το κινητό του και έπειτα της εξήγησε πως έπρεπε να φύγουν..
Προσπαθούσε να βάλει κάτω όλες τις πληροφορίες μα ήταν αρκετές για να βγάλει μιαν άκρη. Βεντέτα λοιπόν... Βρέθηκε στη μέση μιας λέξης που σαν Αθηναία κορόιδευε όταν την άκουγε. Μια λέξη που ούτε πίστευε πως είχε υπόσταση στη σήμερον ημέρα. Κι όμως... Να που τελικά όχι μόνο έπεσε έξω μα ήταν και πολύ σοβαρή η κατάσταση. Πλέον καταλάβαινε γιατί οι Φραγκιάδες ήθελαν το κεφάλι της και γιατί επέμεναν να φύγει. Γιατί όμως δε τη σκότωσαν αφού η έχθρα ήταν τόσο μεγάλη; Αναρωτιόταν ... Και γιατί αντί αυτού της ζήτησαν να φύγει; Από ότι έμαθε, δεν είχαν δισταγμό στο να σκοτώσουν μία γυναίκα στο παρελθόν... Το μόνο της πρόβλημα μα συνάμα και "δώρο" ήταν πως η Αρετή δε μεγάλωσε σε εκείνα τα εδάφη... Πλέον η όλη κατάσταση της κίνησε τη περιέργεια... Ναι, η αλήθεια ήταν πως εμπιστεύθηκε τα λεγόμενα του Μανούσου μα σαν δικηγόρος έμαθε πως έπρεπε πάση θυσία να ακούσεις και την άλλη πλευρά πριν κρίνεις. Το μονο της πρόβλημα ήταν πως δεν ήξερε πως θα το καταφέρει... Έβλεπε ξεκάθαρα πως ο παπά Μανώλης , είχε μια αδυναμία στην οικογένεια της. Η έτσι έδειχνε ... Αν και παπάς ο οποίος έπρεπε να κρατήσει ουδέτερη στάση, τα μέχρι τώρα γενόμενα, έδειχναν το αντίθετο στα μάτια της. Οπότε τον απέκλεισε σαν πηγή πληροφοριών. Το χωριό φυσικά δεν είχε κάποιο αρχείο για να κοιτάξει και για μια στιγμή, αναρωτήθηκε αν θα ήταν εφικτό να πάει στα Χανιά και να ανατρέξει ίσως στα αρχεία από παλιές εφημερίδες της εποχής... Βέβαια της φάνηκε αστείο να υπάρχει κάπου γραμμένο κάτι για ένα χωριό στο πουθενά και μια βεντέτα μα ούτως ή άλλως έπρεπε να πάει... Είχε αφήσει εκκρεμότητες τόσο με το ξενοδοχειο όσο και με το αυτοκίνητο στο φαράγγι. Δεν είχε ιδέα πως θα τους αιτιολογήσει την απώλεια του μα ήθελε να ειναι σωστή. Βέβαια για να το πράξει αυτό , έπρεπε να γίνει καλά και να βρει ένα μεταφορικό μέσο... Οπότε η μόνη της επιλογή ήταν να παραμείνει στο χωριό για μερικές ακόμα μέρες και έπειτα να δράσει...
Εγυρε το κεφάλι της στο καθιστικό και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η φύση είχε αγριεψει μετά τη χθεσινή βροχή και το πράσινο έδειχνε πιο ζωντανό από ποτέ.. ο παπά Μανώλης της έφερε λίγα τρόφιμα μα δεν είχε δύναμη να σηκωθεί. Το μυαλό της τριγυριζε στον Ορέστη... Ποια ήταν άραγε η δική του εκδοχή; Σκέφτηκε καθώς έκλειναν βαριά τα βλέφαρα της... Θα μπορούσε όντως να σηκώσει το μαχαίρι του πάνω της..; Ήταν η επόμενη σκέψη της πριν εκείνα βυθιστούν σε λειθαργο...
*********************
"Μάνα..." είπε χαμηλά ερχόμενος στη κάμαρή της κι εκείνη όρθια πια, του γύρισε τη πλάτη.
"Αν μάθαινε ο πατέρας σου Ορέστη τα όσα έκαμες χθες..." του είπε πικραμένη.
"Μη βάζεις πάνω από το αίμα σου, κανέναν άλλο γιε μου... Θηλυκό ή αρσενικό τούτη η γενιά μας κατέστρεψε... Μάνα είμαι...και σε πονώ. Σε νιώθω. Μα χθες... Χθες μου δωκες πικρό φαρμάκι...Έχουμε γλέντι σε 3 μέρες και πως θα πάω; Που θα βρω ένα χαμόγελο να στολίσω ; Ολάκερο το χωριό ζητάει απαντήσεις και δε τολμω να βγάλω λέξη για όσα ξέρω... Πως θα τους πω πως μία από δαυτους , πατάει σε αυτά τα χώματα ύστερα από τόσα... Κι αν θες να μάθεις γιε μου...Το δάκρυ μου πολλές φορές εχυθηκε για τα καμώματα σου... Μέρες ολόκληρες χαμένος στα βουνά κι εγώ να καρτερω να έρθεις... Εσύ πιο πολύ από όλους κρατούσες αυτό το μίσος..." Η Άννα γύρισε εν τέλει προς τον Ορέστη και πηγαίνοντας κοντά του τον έπιασε από τα μπράτσα "Κοίτα τη μάνα σου και δωσ'μου ένα λόγο , έναν αληθινό λόγο για να μη στείλω τους άντρες μου από εκεί να τη σκοτώσουν τώρα ! Κοίτα με Ορέστη! Κοίτα και πες μου γιατί! Γιατί διστάζεις; Γιατί εναντιώθηκες στην ίδια σου τη μάνα;" εκείνος έμεινε βουβός... Μα και η Άννα ήξερε πως δε θα πάρει απάντηση. Τον άφησε και επέστρεψε στο κρεβάτι της.
"Φύγε.. έχεις δουλειές να κάμεις...Μόνο ένα πράγμα θα σου πω και βάλε το καλά μέσα στο μυαλό σου... Η μάνα... Η μάνα νιώθει. Κι εύχομαι μάρτυς μου ο θεός , να βγω ψεύτρα...Γιατί ετούτη δω η καρδιά σκέψη δε θα αντέξει από όσα ο λογισμός μου δείχνει... "
*******************
Βρήκε μια μαγκουρα μέσα σε ένα από τα δωμάτια και με τη βοήθεια του κατάφερε και σηκώθηκε , μαγείρεψε στο καζάνι και έφτιαξε και ένα καφέ. Ήταν πολύ βαθύ το χτύπημα για να περπατήσει ακόμα και ως την εκκλησία. Κάθισε στο καναπέ και κοίταξε για εκατοστή φορά τριγύρω της
Από την ώρα που μπήκε στο σπίτι δεν πείραξε τίποτα από τα πράγματα. Το είδε... Το ένιωσε στο τρόπο που ο Μανούσος κοίταζε γύρω του. Ίσως ήταν μικρός σε ηλικία μα ήταν σίγουρη πως είχε επισκεφθεί το πατρικό τους...
Ο παπά Μανώλης την ενημέρωσε πως θα κατέβαινε στη πλατεία νωρίτερα και όταν άκουσε τη πόρτα να χτυπά, παραξενεύτηκε. Πλέον διαδέχονταν τη μια έκπληξη μετά την άλλη και δεν είχε τι να περιμένει.
Πήρε τη μαγκουρα της σαν καμία γριά και με αργές κινήσεις κίνησε ως τη πόρτα..
*****************
Ξεφόρτωσε μέχρι και το τελευταίο κομμάτι στο φορτηγό και έκατσε κατω ιδρωμενος. Αν και δε του άρεσε καθόλου, έπιασε τα μαλλιά του ψηλά και αρπάζοντας το δροσερό νερό, άρχισε να πίνει διψασμένος.
Είχανε γλέντι για τα αρραβωνιασματα σε τρεις ημέρες. Έπρεπε να διπλασιαστεί η δουλειά στα κτήματα για να τελειώσουν το μάζεμα έτσι ώστε να μην έχουν προετοιμασίες. Ο γάμος του Ορέστη ήταν το μεγαλύτερο γεγονός σε όλο το χωριό.
Ο Στυλιανός ξεδίψασε και κοίταξε το κινητό του. Ο Μιχαλιός το πληροφόρησε πως τα πράγματα από τα Χανιά είχαν ήδη φορτωθεί με τη σειρά τους. Κάθε τι αναλώσιμο για το τραπέζι καθώς και πυρομαχικά φυσικά , ήταν αυτά που θα έφερναν στο χωριό.
"Ω ρε γλέντια... " σχολίασε χαρούμενος κοιτάζοντας την οθόνη
"Να δω εσύ πότε θα πάρεις απόφαση να με ζητήσεις !" Άκουσε μια φωνή και σαν ανέβασε το κεφάλι , γέλασε και σηκώθηκε.
"Ποτέ . Δε πάω με σερνικά" είπε ευθύς αμέσως δίνοντας μια σπρωξια στο Λευτέρη και γέλασαν μαζί. "Δεν είναι για μένα αυτά... και νύφη δεν υπάρχει... Οπότε απόκληρος θα πάω"
Ο Λευτέρης γέλασε.
"Αμ και νύφη να υπήρχε, που υπάρχει δηλαδή... Τολμάς να την αγγίξεις:" σχολίασε χαμηλά και ο Στυλιανός το προσπέρασε.
"Λοιπόν, παίρνω τη μάνα να ξέρει πως όλα πήγαν όπως έπρεπε και έπειτα πάμε μια βόλτα από το καφενείο εντάξει;" Ο Λευτέρης συμφώνησε και βγάζοντας το κινητό , κάλεσε στο σπίτι.
"Έλα Χαρούλα μου γλυκιά, για δώσε λίγο τη μάνα..έχω καλά μαντάτα" αποκρίθηκε μα φωνή δεν άκουσε. "Χαρά;"
"Εδώ είμαι Στυλιανέ.." είπε σιγανα
"Ωραία! Ήντα κάμεις τότε και σιωπας; Δώσε μου τη μάνα!"
Σιωπή ξανά...
"Χαρά... Μιλάω δεν ακούς;" Ο Στυλιανός ύψωσε τη φωνή του
"Σε ακούω .. μόνο που η μάνα δεν είναι σπίτι ..."
"Ήντα πες; Και που πήγε ; Δεν είχε πουθενά να πάει στη κατάσταση της!"
"Δεν ξέρω Στυλιανέ..." απάντησε διστακτικά
"Χαρά..." ξαναειπε πιο μαλακά
"Νομίζω πήγε στην εκκλησία..." του έσκασε τη βόμβα και του φύγε το κινητό από τα χέρια...
❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top