Κεφάλαιο 20°

Λάκκοι έτος 1897

Σεβάστηκε την επιθυμία της και πάλευε σκληρά για να συνεχίσει να το κάνει... Την είδε να κατεβαίνει από το καΐκι μαζί με ένα μικρό κοριτσάκι  και θόλωσε το βλέμμα του... Αν κάτι λάτρευε σε αυτή τη ζωή, δεν ήταν ο θεός μήτε η Παναγιά, ήταν μονάχα εκείνη.
Η Μαριώ ήταν για εκείνον ότι ιερό και όσιο είχε ποτέ...

Μα έδωσε όρκο στη κυρά του, και η επιθυμία της ήταν για εκείνον κανόνας...

Σκούπισε σαν άντρας τα δάκρυα του και κρύφτηκε βαθιά μέσα στο βουνό... Δεν ήταν σε θέση να γυρίσει στο χωριό. Όχι ακόμα... Δε το άντεχε η καρδιά του...

                 *****************

Είχε ξημερώσει όταν μέσα στη ζαλάδα άκουσε ένα  τραγούδι. Ένα γνώριμο άσμα από εκείνα που άκουγε παλιότερα. Ήταν  από εκείνα που σου φερναν δάκρυα στα μάτια. Έμοιαζε περισσότερο με μοιρολόι... Σκαρφάλωσε στο πιο ψηλό βράχο και κοίταξε ίσα προς τα κάτω στη χαράδρα ...

"Κυρά μου..." ψέλλισε εξτασιασμενος βλέποντας τη Μαριώ και γύρισε χρόνια πριν... Τότε που από μικρό κορίτσι την έβλεπε να πηγαίνει με τη κανάτα της στη λίμνη. Έλειπε μέρες από το χωριό. Ήθελε να της δώσει το χρόνο και το χώρο μα να που σαν κατάρα, εκείνη επέστρεψε στο "σπίτι" της...

Κατέβηκε σιγά σιγά για να μη τη τρομάξει και κρύφτηκε πίσω απ' τους θάμνους. Η Μαριώ είχε καθίσει σε ένα βράχο , είχε βάλει τα πόδια της στο νερό και τραγουδούσε ένα πολύ παλιό μοιρολόι λυπημένη...

"Ήντα να κάμω να γλιτώσω όταν εγώ τηρώ τις υποσχέσεις μου κι εκείνη δε μ'αφηνει;" είπε δυνατά δημιουργώντας άθελά του αντίλαλο κι εκείνη σταμάτησε. Σηκώθηκε και άρχισε να κοιτάει γύρω της σαστισμένη. Ο Σήφης πήδησε μονομιάς κάτω και έμεινε στην απέναντι όχθη να τη κοιτάζει...

"Νόμιζα πως ο κύρης μου, είχε αφήσει το καντήλι του να σβήσει..." Του είπε , και από τη τρεμάμενη φωνη της Μαριως κατάλαβε αμέσως τα μαντάτα.

"Λάθος σε πληροφόρησαν..." αρκέστηκε μόνο να πει πλησιάζοντας τη μα πριν καν προλάβει να φτάσει , εκείνη σήκωσε το φόρεμα της και έτρεξε κατά πάνω του σαν σίφουνας. Πήδηξε και τον αγκάλιασε δίχως άλλο...

"Ζεις... Σήφη μου, ζεις..." τα δάκρυα της δεν είχαν τελειωμό... Κι εκείνος ένιωσε επιτέλους να γεμίζει... Ολάκερη η ψυχή του χαμογέλασε κρατώντας τη...

"Πως θα πεθάνω μάτια μου; Έχεις δει άνθρωπο να πεθαίνει δύο φορές;" η πικρία στη φωνή του, την έκανε να κλάψει πιο πολύ. "Σώπασε ... "της ζήτησε χαμηλά. "Είμαι εδώ..ζωντανός και σε κρατώ. Αν και δε μου επιτρέπεται, συγχωρα με..." Ο Σήφης την έσφιξε , έπειτα την άφησε να πατήσει κάτω και τη παρατήρησε..."Γιατί κυρά μου είσαι μαυροφορεμένη;" ρώτησε κι εκείνη σκούπισε τα μάτια της και του γύρισε τη πλάτη.

"Δεν ήρθαν τα μαντάτα στο χωριό;" του πε μονάχα κι εκείνος τη πλησίασε "Μια φορά με άγγιξε... Τη δεύτερη τον σκότωσα..." Η φωνή της έβγαινε ψυχρή σαν το καθάριο χιόνι του Ψηλορείτη και ο Σήφης έντρομος , την έπιασε από τα μπράτσα και τη γύρισε προς το μέρος.

"Ήντα είπες;" ρώτησε κοιτάζοντας μέσα στα μάτια της που πλέον έμοιαζαν κενά...Όταν ο Γιώργης πάντρεψε τη Μαριώ, την έστειλε κατευθείαν μακριά με το Παναγή. Τα νέα έφταναν μέσω γραμμάτων. Οπότε κανείς δεν είχε πραγματικά ιδέα για το τι γινόταν.

"Τον σκότωσα! Αυτό είπα!" Η Μαριώ φώναξε δυνατά και εκείνος σαστισε. "Δεν ήταν ο κύρης μου..."του είπε μετέπειτα λυπημένη βγάζοντας από τη τσέπη του φορέματος της ένα σαρίκι... Ένα πολύ γνωστό στο Σήφη σαρίκι...
"Ατιμασαν τη τιμή μου... Κι εγώ τη πήρα πίσω μονάχη μου..." Του είπε και ανοίγοντας τις παλάμες του, του έδωσε πίσω το σαρίκι.

Ο Σήφης δεν πίστευε στα αυτιά του... Μέσα σε μια στιγμή , κατάλαβε πως αν πίστευε ότι την αγαπούσε τόσο καιρό, ήταν πολύ λίγο... Στάθηκε όμως στο ύψος του. Ήξερε πως δεν ήταν εύκολο να χειριστεί τούτα τα νέα. Πήρε το σαρίκι, το κοίταξε και έπειτα κοίταξε εκείνα τα καταπράσινα μάτια της .

Δίχως να βγάλει λέξη, έκανε στην άκρη τα μαλλιά της και της το πέρασε αργά και σταθερά στο λαιμό... Ανάθεμα πως κατάφερε και το έκρυψε τόσο καιρό μαζί της. Έσκυψε και την φίλησε στο μέτωπο.

"Αυτή είναι η μοίρα μας κυρά μου..."της είπε απαλά ύστερα από λίγο. "Κι αν ο Θεός μας βρίσκει ενόχους γι'αυτη μας τη κατάρα, στο ορκίζομαι πως από δω και μπρος , θα γίνει ο εχθρός μου... Εγώ θα χύσω το αίμα αν χρειαστεί κι όχι αυτά τα χέρια.." είπε και κράτησε τα χέρια της "Παντρέψου με Μαριώ μου... Πάρε και τη μικρή σου , και εγώ θα σταθώ σαν διπλός πατέρας πλάι της... Μη με διώξεις ξανά... Δε το βαστάει η ψυχή μου..."

Σαν απάντηση, η Μαριώ  απελευθέρωσε τα χέρια της, κράτησε το σαρίκι και το έδεσε ένα κόμπο...

"Αν είναι να ξεκινήσουμε πόλεμο..."είπε δένοντας το για δεύτερη φορά "Τότε θα μείνω πλάι στο κύρη μου κι εγώ..." Η Μαριώ έκανε ένα τρίτο και τελευταίο κόμπο επισφραγίζοντας την αποδοχή της και έπειτα άπλωσε τα δάχτυλα της πάνω στα χείλη του.

Τα μάτια της βουρκωσαν και τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν.

"Μου έλειψες Σήφη μου..." είπε με δυσκολία και όρμησε στην αγκαλιά του...

Λίγα λεπτά αργότερα , η λίμνη έγινε μάρτυρας μιας ένωσης που όμοιας της δε ξαναδε...

Ο Σήφης και η Μαριώ, αφέθηκαν ελεύθεροι στη μοίρα, επισφραγίζοντας την αγάπη τους για πρώτη μα και για τελευταία φορά....

Λάκκοι , σήμερα...

Η Αρετή δεν ξεσπαθωσε αυτή τη φορά. Αντί αυτού, ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα

"Πες μου τι σου έκανα...Τι θέλεις πια από μένα..." ζήτησε να μάθει κάνοντας τη κατάσταση ακόμα χειρότερη και προσπάθησε να σηκωθεί.

"Μη κλαίς" της είπε ξερά και σαν να τσιγκλησε τη κατάσταση εκείνη βρήκε το σθένος και σηκώθηκε. Στεκόταν ακίνητη μπροστά από το κρεβάτι έχοντας το ένα πόδι λίγο ψηλότερα από το άλλο. Έβλεπε το πόνο της...

"Αν ήρθες να με σκοτώσεις όπως συνέχεια λες , κάντο ! Τράβα το μαχαίρι σου και κάντο να τελειώνουμε!!! Μη μου λες όμως να μη κλαίω! Δεν ορίζεις εσύ τα συναισθήματα μου το κατάλαβες;"του φώναξε κι εκείνος έμεινε βουβός . Ξάφνου μια αστραπή έσκισε τον ουρανό και μια βροντή έκαμε ολάκερο το σπίτι να τρέμει. Η Αρετή χωρίς να το θέλει , χοροπηδησε από το φόβο και γύρισε ολοκληρη προς το παράθυρο. Πάτησε κάτω το πόδι της και ένας οξύς πόνος διαπέρασε κάθε της κύτταρο.
Δεν άντεχε τις καταιγίδες. Από μικρό παιδάκι ίσως ήταν ο μόνος της φόβος.

"Μη τρέμεις..Μια μπόρα είναι..." Ο Ορέστης τη πλησίασε από πίσω  βάζοντας τα χέρια του στη μέση της, τη κράτησε δυνατά και τη γύρισε προς το μέρος του. Ενιωσε το βάρος της να εξαφανίζεται, σχεδόν σαν να αιωρούνταν το κορμί της  και έμεινε να τον κοιτάζει κατάματα... Εκείνα τα μάτια του είχαν ένα βλέμμα αλλιωτικο ... Τη ρουφούσαν μέσα τους. Από τη πρώτη στιγμή που τον είδε στη λίμνη τη μαγνήτισαν. Είχαν εξάλλου το αγαπημένο της καφέ...μα τώρα, έτσι όπως τη κοιτούσαν της έδιναν την εντύπωση πως πλάι σε αυτό τον άντρα , δεν είχε να φοβάται τίποτα . Παρά τις απειλές και τα μεγάλα λόγια , ένιωσε ότι δεν κινδύνευε πραγματικά.

"Μίλησε μου..." Του ζήτησε χωρίς να κουνηθεί ρούπι από κοντά του. "Γιατί με μισείς τόσο πολύ; Τι σου έκανα..."

"Χμ...Γιατί σε μισώ...;" αναρωτήθηκε  φωναχτά παίζοντας και ο ίδιος με τη φωτιά αφού τα χέρια του δεν είχαν ξεκολλήσει από τη μέση της. Δε του άρεσε καθόλου η λέξη που βγήκε από τα χείλη της. Του ακούστηκε βαριά...Μα δεν περίμενε τίποτα λιγότερο ύστερα από όσα έγιναν...

Ένας ακόμα πιο δυνατός κρότος , ετριξε μέχρι και τα τζάμια , οι λάμπες από το δρόμο έσβησαν και η Αρετή εχωσε το κεφάλι της μέσα στο στήθος του τρομαγμένη...

Ο Ορέστης ένιωσε να σκίζεται...
Κατάπιε με δυσκολία και αφήνοντας το σαγόνι του να ακουμπήσει στο κεφάλι της , έκλεισε τα βλέφαρα του...

"Εγω δεν..."

"Ορέστη;;!!" ξάφνου το δωμάτιο φωτίστηκε ολόκληρο και η Αρετή αναπήδησε ακούγοντας τη φωνή του παπά Μανώλη ο οποίος έστεκε στη πόρτα κρατώντας στα χέρια μια λάμπα λαδιού.. "Τι δουλειά έχεις τέτοια ώρα εδώ! Τράβα στο σπίτι σου!" Αυτή τη φορά η φωνή του δεν έμοιαζε με τη συνηθισμένη. Ο παπάς είχε μια αγριάδα και μια σοβαρότητα που δε σήκωνε πολλά πολλά και ερχόταν σε αντιπαράθεση με την εικόνα και τη συμπεριφορά του λίγες ώρες πριν στο πλατάνι.

Ο Ορέστης σήκωσε αμέσως τις άμυνες και άλλαξε ύφος. 

"Ήρθα να της φέρω τα μαντάτα αλλά η καταιγίδα δε με άφησε..." Είπε και την ίδια στιγμή , την έπιασε από το χέρι και την έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι...

"Μαντάτα;" απόρησε κοιτάζοντας τον μέσα στα μάτια εκείνη.

"Η μάνα μου ζήτησε το κεφάλι σου μέσα σε πιάτο. Γι αυτό έχεις δύο επιλογές... Είτε φεύγεις μόλις γίνει καλά το πόδι σου, είτε καταλήγεις στο πιάτο..." της χαμογέλασε πονηρά , ύστερα κοίταξε το παπά και έφυγε από το δωμάτιο. Μόλις τα βήματα του χάθηκαν από τις σκάλες, άκουσαν ένα εξωφρενικό χτύπημα της εξώπορτας και αμέσως μετά σιγή...

"Δε σου έκανε κατι έτσι;" Τη ρώτησε ευθέως ο παπάς μα εκείνη έδειχνε χαμένη... Ήθελε να βάλει τα κλάματα από τα νεύρα της.  Ένιωσε πως ο Ορέστης με κάποιο τρόπο τη κοροϊδεψε μέσα στα μούτρα και αυτό τη πείραξε πολύ. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο μα ένιωσε ότι διασκέδαζε με τη κατάσταση. Είχαν δει τόσα τα μάτια της... Στη αρχή είχε σκεφτεί πως ίσως ήταν κανένας διπολικος. Μετέπειτα , νόμιζε πως απλά τη μισούσε. Ύστερα σήμερα, ένιωσε πως ήταν διαφορετικός... Το κράτημα του , η ανάσα του... Ο τρόπος που την έβαλε στο κρεβάτι πριν μιλήσει...
όλα έδειχναν μια περίεργη οικειότητα.
Μα όχι... εκείνος κατάφερε μέσα σε ένα μόλις λεπτό να γκρεμίσει ξανά τα πάντα...
"Κόρη μου με ακούς ;" Αποκρίθηκε ξανά ο παπάς κι εκείνη επιτέλους τον κοίταξε. "Ωραία... Αφού είσαι εντάξει αυτό μετράει. Ήρθα γιατί είχαμε διακοπή και σκέφτηκα μήπως φοβήθηκες..."

"Όχι... Καλα είμαι πάτερ..." απάντησε λυπημένη

"Ωραία...τότε δεν υπάρχει λόγος να περιμένουμε μέχρι το πρωί έτσι;" Της είπε κι εκείνη παραξενεύτηκε... "Καλύτερα να μη περπατήσεις...μείνε εδώ... Πάω να ρίξω μια ματιά τριγύρω και έρχομαι... Σου φέρνω και επισκέψεις..." της χαμογέλασε στοργικά και αφήνοντας τη λάμπα στο κομοδίνο, γύρισε τη πλάτη του και έφυγε...

❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top