Κεφάλαιο 18°

Το μπουκάλι είχε σχεδόν αδειάσει όταν κατέβηκε η Χαρά από το δωμάτιο και είδε τα αδέρφια της κάθονται στο τραπέζι. Σήκωσαν και οι τρεις τα κεφάλια κι εκείνη κατέβηκε σιωπηλή τη πελώρια σκάλα του σπιτιού.

"Ξύπνησε ..."τους ανακοίνωσε θλιμμένη. Ζήτησε να σας δει...Μα όχι το Μιχάλη" όντας ο πιο μικρός πάντα τον προστάτευαν παρά τις ικανότητες του. Εκτός αυτού, μόλις είχε επιστρέψει καθώς εκείνος ήταν ο μόνος που έμεινε στα Χανιά για τις ετοιμασίες του γάμου του Ορέστη. Ο Στυλιανός έριξε ένα βλέμμα στον αδερφό του ο οποίος κατέβασε σχεδόν μονάχος τη ρακί και σηκώθηκε.

Δεν χρειαζόταν να πει λέξη. Άπαξ και σηκώθηκε , είχε έρθει η ώρα. Ξέροντας πως έπρεπε να κρατήσουν χαμηλούς τόνους λόγο του πατέρα τους , ανέβηκαν στο υπνοδωμάτιο και μπήκαν μέσα. Μόλις η Άννα τους είδα, γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά.

"Με απογοητεύσατε..."ήταν τα πρώτα της λόγια και ο Ορέστης έσφιξε το σαγόνι. "Έχουμε γάμο σε λίγες μέρες και αφήσατε μια καταραμένη να τριγυρίζει στο χωριό..." Συνέχισε γυρίζοντας εν τέλει προς το Στυλιανό. "Τη θέλω νεκρή. Έγινα σαφής...;"

"Ξέχασε το!" Γρυλισε ο Ορέστης  πριν καν προλάβει ο Στυλιανός να αρθρώσει λέξη αφήνοντας τον παγωμένο. "Θα τη διώξω από το χωριό..." Συνέχισε στο ίδιο ύφος και η Άννα ανασηκώθηκε ελαφρά και τον κοίταξε . Έπειτα κοίταξε το Στυλιανό που έδειχνε να έχασε τη μιλιά του και επέστρεψε στον Ορέστη.

"Δεν χωράει συζήτηση. Την έχουμε εδώ. Δε τη θέλω. Χρόνια τώρα η καρδιά μου φτερουγίζει στην ιδέα να πάθεις κάτι σε εκείνα τα φαράγγια και μου λες ότι έχουμε μια Ραΐση στο χωριό ζωντανή;"

Ο Ορέστης δε μίλησε. Μα ούτε και ο Στυλιανός.

"Αν δε τη σκοτώσεις σήμερα μέχρι αύριο θέλω να έχει εξαφανιστεί..." είπε εν τέλει κοιτάζοντας τους.

"Ούτε αυτό γίνεται !" ξαναγρυλισε ο Ορέστης κάνοντας τη να ανοίξει τα μάτια της διάπλατα από το σοκ. Ο Στυλιανός τον έπιασε απαλά από το μπράτσο κάνοντας του νόημα , μα η ρακί ήταν αρκετή για να κάνει τη κατάσταση χειρότερη.

"Τολμάς και μου λες ότι θα την αφήσεις να περπατάει σε αυτά τα χώματα;!" Η Άννα έπιασε τη καρδιά της και ανασηκωσε εντελώς το κορμί της από το κρεβάτι.

"Ακριβώς μάνα" απάντησε μονομιάς ο Ορέστης "Είναι πληγωμένη. Δεν μπορεί να φύγει αν δε γίνει καλά. Και δε θα αφήσω κανένα να πειράξει τρίχα από το κεφάλι της. Είμαι άντρας με παντελόνια. Γυναίκα δε σκοτώνω!" ο Στυλιανός δε πίστευε στα αυτιά του. Τον είχε ακούσει τόσες φορές να λέει πως θέλει να τη σκοτώσει όταν ήταν μόνοι μα βλέποντας τον να μιλάει ετσι μπρος τη μάνα τους , τον άφησε άναυδο.

"Ακούς τι λες;" απόρησε εκείνη έτοιμη να βάλει τα κλάματα. "Δε στο ζητάω Ορέστη ! Σε διατάζω !" Η Άννα είχε βγει εκτός εαυτού ανεβάζοντας επικίνδυνα το τόνο της φωνής της

"Μάνα ηρέμησε ..." Έσπευσε να την καθησυχάσει ο Στυλιανός αλλά ο Ορέστης πήρε το λόγο.

"Διαταγές δε δέχομαι παρά μονάχα από τον ίδιο τον Θεό"

Δίχως να περιμένει δευτερόλεπτο και βλέποντας ένα χαμό να έρχεται ο Στυλιανός άρπαξε τον Ορέστη από το μπράτσο και τον έβγαλε έξω από το δωμάτιο.

"Είσαι με τα σωστά σου ρε; Σε πείραξε η ρακί; Τι διάολο έκανες !!!!" Του φώναξε σπρώχνοντας τον οπως όπως  προς το τοίχο και ο Ορέστης αγριεψε . Έπιασε τα χέρια του και τα τίναξε από πάνω του

"Αυτό δεν ήθελες ρε; Να μην τη πειράξει κανένας; Αυτό έκανα ! Τη διάολο θες τώρα;! Η μήπως έπρεπε να πάρω το τουφέκι και να πάω να τη θάψω στον ύπνο της ;! Ο πατέρας πεθαίνει Στυλιανέ..." αποκρίθηκε εν τέλει χαμηλώνοντας το τόνο. "Η μάνα μας είναι η ζωή μου μα πρέπει να καταλάβει πως δεν είμαστε εργάτες... Γυναίκα είναι. Ανάθεμα πως δίνει εντολή να θάψεις μια άλλη γυναίκα ;"

"Έπραξες λάθος. Έπρεπε ίσως να τη πάρουμε με το καλό..."

"Δεν έχει καλό τούτη η κατάρα..." Του είπε μόνο και χωρίς πολλές κουβέντες , κατέβηκε κάτω. Πήρε τη ρακί και το καπνό του και έφυγε από το σπίτι...

                 *****************

Δεν έμοιαζε πλέον με σπηλιά αλλά με ένα σπίτι... Οι άντρες παρατάχθηκαν γυρω από το τραπέζι και έβγαλαν τα τσίπουρα έξω. Τσιγάρα όπλα...

"Γιατί δε κάνουμε κάτι !!!" Φώναξε ο Μανούσος μα ο Στρατής ύψωσε τη παλάμη του κάνοντας τον να σωπάσει "Βαρέθηκα πατέρα. Έχουμε αφήσει το αίμα μας ολομόναχο εκεί! Το καταλαβαίνεις; Αυτή η γυναίκα είναι ξαδέρφη μου! Πως μπορώ να κάνω ακόμα τα στραβά μάτια ; Ένας θεός ξέρει πως κατάφερε να είναι ακόμα ζωντανή ! Ο παπά Μανώλης στο είπε καθαρά όταν ήρθε να σε βρει σήμερα... Οι Φραγκιάδες ξέρουν!"

"Μα κανένας δε τη πείραξε !" Φώναξε ο Στρατής χτυπώντας το χέρι με μανία στο τραπέζι.

"Και τι περιμένουμε; Να τη πειράξουν; Ως πότε θα ακούς κατά γράμμα τις εντολές του παππού; Χρόνια τώρα μπορούσαμε να πάμε και να διεκδικήσουμε τα χωράφια μας! Κι εμείς... Εμείς κρυβόμαστε σαν τους δειλούς περιμένοντας ένα γάμο για να κάνουμε το χαμό! Τέτοιες αξίες έχουμε;"

Για ακόμα ένα συμβούλιο ο Μανούσος έδειξε πως έπαιρνε πιο σοβαρά το αντριλικι και τη τιμή του. Ήξερε πως και ο πατέρας του δε πάει πίσω μα όσο ο παππούς τους μεγάλωνε άλλο τόσο έχανε το μυαλό του. Και όσο εκείνος το έχανε άλλο τόσο παρεσερνε και το πατέρα του.

"Νομίζω πως ο Μανούσος έχει δίκιο θείε..." Πήρε θέση ο Κωνσταντής. Μπορεί να μην ήταν αίμα τους, αλλά από τόσο δα παιδάκι μεγάλωνε στα πόδια τους. Ήταν ένας Ραΐσης με τη βούλα.

"Πόσοι είμαστε ώρε;" βροντηξε ο Στρατής εν τέλει "Τούτοι δε δίστασαν να κάψουν τα θηλυκά μας χρόνια πριν. Είναι αυτοκτονία να πάμε απροετοίμαστοι. Κι όποιος διάολος κάλεσε την Αρετή εκεί, ήξερε... Πρέπει να βρούμε πως και γιατί! " Ο Στρατης κατέβασε τη ρακί και τους κοίταξε προσεκτικά "Κάτι μου λέει πως δε θα πειράξουν τρίχα τους. Όσο κι αν τους σιχαίνομαι ο μεγάλος Φραγκιάς , έχει τιμή στα παντελόνια και τώρα με το γέρο τους ετοιμοθάνατο ο δικός του λόγος περνάει!. Χωρίς λόγο και αφορμή, θα παραμείνει ζωντανή... Πρέπει μονάχα να βρούμε τρόπο να τη φέρουμε εδώ.. "

"Εδώ; " Πετάχτηκε ο Μανούσος "γιατί; Για να της δώσει το κουμπουρι ο παππούς και να τη βάλει να τους σκοτώσει εκεί που δε το περιμένουν; Τέτοιοι είμαστε;!!!!" Ο Μανούσος αστραψε και βροντηξε. Το καλό με τους Ραΐσιδες ήταν πως κάθε ένα από τα σερνικά είχαν λόγο . Δεν έπαιζε ρόλο η ηλικία. Ούτε η κορμοστασιά. Όλοι είχαν την ίδια ισότητα. Μόνο που δυστυχώς ο παππούς είχε βγει εκτός ελέγχου. Σαν πιο παλιός , είχε ζήσει το διωγμό και όσο πήγαινε και περνούσε ο καιρός   σε εκείνες της σπηλιές , έχανε τα λογικά του.

"Λοιπόν!" αποκρίθηκε δυνατά ο Στρατής. "Ο Μανούσος θα αναλάβει να πάει να τη βρει. Να της εξηγήσει το κίνδυνο και έπειτα βλέπουμε. Ο παπά Μανώλης δεν της είπε λέξη ακόμα..."

Όλοι πάγωσαν... Κανένας δε περίμενε να έστελνε στο στόμα του λύκου το ίδιο του το σπλαχνο μα ο Μανούσος χαμογέλασε αυταρεσκα.

"Λοιπόν Κωνσταντή; Νομίζω πως έχουμε να κάνουμε δρόμο..." είπε προς τον φίλο του ο οποίος έδειχνε εξτασιασμενος και υψώνοντας ψηλά τα ποτήρια τους, τσουγκρισαν και ήπιαν ως το ξημέρωμα...

❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top