Κεφάλαιο 17°


Αγία Ρούμελη έτος 1897

Ένας χρόνος...12 μήνες που τους μετρούσε έναν προς έναν . Οι Ραΐσιδες πάντρεψαν με το ζόρι τη Μαριώ και την έστειλαν μακριά μα από το πρωί τα νέα πως επέστρεφε , επιτέλους έκαναν τη καρδιά του σκιρτησει. Ο μόνος λόγος που δε τους σκότωσε όλους όταν τη πάντρεψαν ,ήταν επειδή εκείνη του το ζήτησε... Ήταν εκείνο το τελευταίο βράδυ που ο Σήφης την είδε...

Αποφασισμένος να πάει κόντρα σε όλους και για όλα , πήγε στο σπίτι να τη κλέψει ακόμα κι αν εκείνη δεν ήθελε. Κάτι που φυσικά δεν ήταν αλήθεια... Το ένιωθε πάνω της κάθε φορά που τη πλησίαζε. Έλιωνε και μόνο στο άγγιγμα του εξού και η άρνηση της.

Κάθισε στο μόλο της Αγίας Ρούμελης. Έμαθε πως θα έφτανε εκεί με ένα καΐκι και κρυμμένος πίσω από τους θάμνους περίμενε καρτερικά την άφιξη της, αφήνοντας τις μνήμες του να ταξιδέψουν με τη σειρά τους στο παρελθόν...

Λάκκοι ένας χρόνος πριν...

Μια πέτρα...
Δύο πέτρες... Στη τρίτη έβγαλε έξω το τουφέκι του έτοιμος να μπουκαρει ώσπου την είδε να βγαίνει στο παράθυρο. Το είχε πάρει απόφαση... Εκείνη ήταν η τελευταία νύχτα. Αύριο δε θα υπήρχε... Σαν τον είδε η Μαριώ και θέλοντας να αποφύγει ένα σκοτωμό, έβαλε την εσάρπα της και έτρεξε γρήγορα έξω

"Τρελός είσαι πια ;! Φύγε. Θα σε δει ο Γιώργης και ..."

"Και τι θα κάμει;" Τη διέκοψε "Κατάλαβε το Μαριώ... Αν δε σε έχω εγώ, δε θα σε έχει κανένας..."

"Σήφη πάψε!" Του ζήτησε δακρυσμένη. "Δε ξέρεις τι λες. Οι οικογένειες μας έχουν έχθρα ! Δε μπορούμε να..."

"Σιχαθηκα την έχθρα τους !"της φώναξε έξαλλος

"Σκοτώσατε τη Κατερινιω!!! Εσείς το αρχίσατε ! Πως μπορείς να λες ότι..."

"Λέξη μη βγάλεις ακόμα Μαριώ γιατί στο ορκίζομαι θα σε σκοτώσω και θα σκοτωθώ.! Άντρας δεν άγγιξε από εμάς το Κατερινιω! Ξέρεις τον όρκο μας... " Ο Σήφης έπιασε το κεφάλι του και κλώτσησε το δέντρο "Ήταν αγάπης όρκος ανάθεμα !!! Αγάπης! Όταν το Κατερινιω παντρεύτηκε το Μιχάλη εκείνος το πε! Εκείνος το δήλωσε ! Πως χέρια Φραγκιά, να κοπούν από τη ρίζα αν κάνουν κακό σε μια Ραΐση! Και τώρα; Τώρα ο όρκος γύρισε εναντίων μας σε μια νυκτί! Πως είναι δυνατόν να τη πείραξε ! Δε το βλέπεις ;"

Ο Σήφης πήγε κοντά και την έπιασε από τα μπράτσα

"Άφησε με !" ζήτησε και εκείνος δε το έπραξε

"Το μίσος τους έχει τυφλώσει όλους Μαριώ μου...Πίστεψαν τα λόγια μιας τρελής  χωριάτισσας καταδικάζοντας το θείο μου για το φόνο της Κατερινιώς...Τον δίκασαν σε θάνατο κι εκείνος ήταν αθώος !"ξέσπασε κι εκείνη τον έσπρωξε
"Γεννηθηκαμε για να σας αγαπάμε Μαριώ μου..." της ψιθύρισε έπειτα λυπημένος... "Σαν μια κατάρα που δεν έχει γυρισμό... Έλα μαζί μου. Πάμε να φύγουμε μάτια μου ..." Η Μαριώ ξέσπασε σε λυγμούς και χώθηκε επιτέλους στην αγκαλιά του.

"Δε μπορώ... Δεν μπορώ ..." Του είπε μέσα στα αναφιλητα της. "Φύγε Σήφη. Φύγε και ξέχασε με! Μην έρθεις ποτέ πια να με βρεις. Πες πως δεν υπάρχω! Έχω τελειώσει ..."

"Τι λες! Ακούς τι λες; Σε παίρνω όπως είμαστε και φεύγουμε !!!!" Ο Σήφης την άρπαξε από το χέρι και εκείνη βάζοντας κόντρα στα πόδια τον σταμάτησε. Έπεσε στα γόνατα και αγκάλιασε τα πόδια του

"Είμαι έγκυος Σήφη... Έγκυος..." είπε με δυσκολία και πιάνοντας το μαχαίρι του μέσα από τη ζώνη έκανε να αυτοκτονήσει μα δε τα καταφερε. Ο Σήφης της πήρε το μαχαίρι και το πέταξε μακριά σοκαρισμένος.

"Ήντα είπες..." ψέλλισε σαν να έχασε τη γη κάτω από τα πόδια... Μα δεν ήθελε και πολύ για να καταλάβει... "Πως το επέτρεψε αυτό ο Γιώργης ..." Ο Σήφης είχε χάσει όχι μόνο τη γη μα και τον εαυτό του μέσα σε δευτερόλεπτα. Το μίσος ήταν πιο βαθύ για εκείνον αφού η Κατερινιω ήταν αδερφή του.
"Θα... Θα τους κάψω όλους...!" ούρλιαξε ξαφνικά τρομάζοντας κάθε αγρίμι στο δάσος μα η Μαριώ τον κράτησε σφιχτά από τα πόδια

"Μη. Σε παρακαλώ. Λυπήσου τη μάνα μου. Δε θα το αντέξει... Αν μαγαπας... Αν..."

"Σώπασε! "Τη διέταξε σηκώνοντας τη. Κοίταξε τα ματάκια της και έπειτα τη κοιλιά της και ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του, την έκλεισε μέσα τους. "Πες μου ήντα θες να κάμω..." είπε και για πρώτη φορά στα χρονικα , ένας άντρας σα το Σήφη , άρχισε να κλαίει με παράπονο. "Ήντα να κάμω που σαι ολόκληρη η ζωή μου , μου λες; Διέταξε με κυρά μου ... Κι εγώ ότι μου πεις αυτό θα πράξω... Μα πρόσεχε ... Γιατί τούτη δω την ώρα, βάζω την αγάπη μου για σένα, πιο πάνω από τη τιμή μου..."



Λάκκοι σήμερα

Ο Στυλιανός έκλεισε τη πόρτα και βγήκε από το αρχοντικό έχοντας τον Ορέστη να τον περιμένει στην αυλοπορτα της εκκλησίας. Η Αρετή ούτε που το κατάλαβε ότι την άφησε στο κρεβάτι. Γεμάτος άγχος και με χίλιες σκέψεις να περνάνε από το μυαλό του, έτρεξε γρήγορα προς τον αδερφό του.

"Ξύπνησε;" ρώτησε ο Ορέστης σοβαρός.

"Αυτό έχεις να μου πεις ύστερα από όλα; Αν ξύπνησε;" Απόρησε ο Στυλιανός μα βλέποντας το βλέμμα του να αλλάζει συνέχισε "Όχι. Το πόδι της είναι άσχημα όμως. Σίγουρα θα κάνει πάνω από βδομάδα να σταθεί όρθια. Έπεσε μέσα..."

"Στο πηγάδι κοντά στο οινοποιείο..." Συμπλήρωσε ο Ορέστης δίνοντας μια γερή κλωτσιά στο πέτρινο τοίχο της εκκλησίας. Μόνος του είχε γκρεμίσει εκείνο το πηγάδι πέτρα πέτρα. Και μόνο στην ιδέα να πλησιάσει κάποιος Ραΐσης και να πέσει μέσα, η καρδιά του χαιροτανε.

"Ώστε εσύ είσαι ο ένοχος... Τυχερή είναι που επέζησε ξέρεις ..." Τον τσιγκλησε το Στυλιανός "και τώρα λέγε. Ήντα έγινε στο σπίτι..."

Ο Ορέστης άλλαξε ύφος .

"Η μάνα έμαθε πως μια ξένη ήρθε στο χωριό..."

Ο Στυλιανός έπιασε το κεφάλι του τρελαμενος και άρχισε να πηγαινοέρχεται πέρα δώθε. Αν ήταν κανένα σερνικό, θα τον είχαν ήδη σκοτώσει και θα ήταν και περήφανοι μα για κάποιο λόγο, τόσο ο Ορέστης όσο και ο ίδιος, δεν πείραξαν τρίχα από την Αρετή.

"Είπα πως δε ξέρω..." Συνέχισε ο Ορέστης και ο Στυλιανός άνοιξε διάπλατα τα μάτια

"Τόλμησες και της είπες ψέματα ! Είσαι τρελός ; Κάλιο να την έλεγες την αλήθεια και θα βρίσκαμε μια λύση! Καταλαβαίνεις τι θα γίνει αν μάθει..."ο Στυλιανός έκανε μια παύση και έπιασε πάλι το κεφάλι του "Ή αν μάθαινε την αλήθεια..." ψέλλισε σκεπτόμενος πως ο Ορέστης έπραξε το σωστό εν τέλει. Γιατί αν όντως της έλεγε την αλήθεια, αντί για εκείνον, θα έβρισκε τη μάνα του με το δίκανο στη πορτα του αρχοντικού.
"Τι έγινε μετά...;"ρώτησε αναστατωμένος μα ο αδερφός του δεν έβγαλε μιλιά. "Ορέστη; Τι έγινε μετά..." ξαναειπε πιο μαλακά.

"Με χαστούκισε... Ξέροντας πως της είπα ψέματα με χαστούκισε..." Του απάντησε κοιτάζοντας τον "Μα ξέρεις τι έκανα;" Αποκρίθηκε και βγάζοντας το όπλο του άρχισε να ρίχνει μπαλοθιες στον αέρα ασταμάτητα και να ουρλιάζει σαν τρελός

"Ορέστη ηρέμησε !!!! Ανάθεμα θα σηκώσεις στο πόδι ολόκληρο το χωριό !!!!!" Ο Στυλιανός τον έπιασε από τα χέρια και του πήρε το όπλο. "Ηρέμησε..."

"Αν δεν έφευγα από το σπίτι σήμερα για να έρθω να σε βρω, θα σήκωνα χέρι στη μάνα μας Στυλιανέ...Γιατί ήξερε... Δεν ξέρω από που μα έμαθε... μα ήξερε..."

Όλα οσα σκέφτηκε ο Στυλιανός λίγα λεπτά πριν κατέρρευσαν.

"Μα αν ήξερε...γιατί είσαι εσύ εδώ και όχι εκείνη..." ψέλλισε σιγανα τις σκέψεις του.

"Γιατί λίγο πριν βγω εκτός εαυτού και τα σπάσω όλα, έπειτα από το χαστούκι που μου έδωσε  λιποθύμησε... Η Χαρά τη φροντίζει. Δεν ξέρω τι θα γίνει αλλά μόλις συνέλθει, να είσαι προετοίμασμενος..."

"Τι θα κάνουμε... Διαολε!" Ο Στυλιανός είχε τρελαθεί .. "Πως έμαθε... Αλλά να μου πεις, δεν της ξεφεύγει τίποτα . Απορώ πως αυτή η γυναίκα τα καταφέρνει όλα..."

"Θα το αναλάβω εγώ..." Είπε ο Ορέστης εν τέλει. Έβγαλε από τη τσέπη του ένα μπουκάλι ρακί και ένα στριφτό τσιγάρο και κάθισε κάτω. "Ξέρεις μόνο τι δε καταλαβαίνω αδερφέ μου ;" τον ρώτησε τραβώντας μια δυνατή τζούρα με καπνό
"Γιατί δεν τράβηξα τη λεπίδα στο λαιμό της , εκείνη τη καταραμένη μέρα στο φαράγγι...Τώρα δε θα είχαμε προβλήματα..." η απογοήτευση του ήταν τεράστια. Η μάνα ήταν σύμβολο στο σπίτι τους και έδωσε όρκο στο πατέρα του να τιμάει το λόγο της. Έχοντας ένα πατέρα ετοιμοθάνατο, ο όρκος ήταν βαρύς και ασηκωτος.

"Γιατί έτσι μας έφτιαξε η ρημαδα η φύση μας αδερφέ...Τα χέρια μας είναι ανίκανα να σκοτώσουν μία από δαυτες και το ξέρεις..." του είπε και έπειτα τον πλησίασε. Του άπλωσε το χέρι και τον σήκωσε. "Έλα... Μαζί θα το αντιμετωπίσουμε..."



❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top