Κεφάλαιο 16°

"Φρόντισε να μη δω ούτε τη σκιά σου... Μπλα μπλα μπλα..." Μουρμουρισε βάζοντας τα παπούτσια της και ξέροντας πως δε θα έβρισκε απαντήσεις σε κανένα χάρτη, κλείδωσε το σπίτι και κίνησε προς την εκκλησία για να βρει το παπά. Ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμα και έχοντας γεμίσει ενέργεια , αδιαφόρησε για τις απειλές του Ορέστη και αποφάσισε να πάει να δει τόσο τα κτήματα, όσο και την υπόλοιπη περιουσία που της είχε δοθεί.

"Πάτερ;" ρώτησε χτυπώντας ελαφρά τη πόρτα μα δεν απάντησε κανένας. Τα κεριά ήταν αναμμένα, η ευωδία από το θυμίαμα ήταν απλωμένη παντού ενώ τα υπόλοιπα φώτα του ιερου ήταν σβηστά. "Παπά Μανώλη;" ρώτησε για δεύτερη φορα μα σαν αντιλήφθηκε πως δεν ήταν εκεί, κατέβασε το κεφάλι απογοητευμένη.
"Νομίζω πως θα πρέπει να βρω μονάχη μου το δρόμο τελικά..."

Η Αρετή βγήκε διστακτικά από τον αυλόγυρο της εκκλησίας και κοίταξε γύρω της. Πρώτη φορά θα έμπαινε μέσα στο χωριό. Αν και τη προειδοποίησε τόσο ο Ορέστης όσο και ο παπάς, παραμέρισε το άγχος της και ξεκίνησε να περπατά. Τα σπίτια ήταν τόσο γραφικά που κάθε ένα από αυτά τραβούσε το βλέμμα της σαν μαγνήτης. Πουθενά όμως δεν είδε κάποιο φούρνο η μπακάλικο για να ρωτήσει οδηγίες. Έμοιαζε όντως έρημο το χωριό και ήταν αφου εκείνη την ωρα οι περισσότεροι ήταν στα αμπέλια.  Όσο προχωρούσε άλλο τόσο έβλεπε πως κάθε δρομάκι ήταν σαν μια σκάλα από πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν κάπου. Σκεπτόμενη πως ίσως όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στη πλατεία , αύξησε το βήμα της ώσπου ένιωσε ένα σώμα να συγκρούεται με το δικό της και παραπατωντας ακούμπησε στο τοίχο. Μυρωδιές απλώθηκαν παντού και κοιτάζοντας κάτω, είδε διάσπαρτα πεταμένα ταπερακια.

"Ποια είσαι εσύ;Θεέ μου ! Τα φαγητά !!!" Η Αρετή σήκωσε το βλέμμα και αντίκρυσε μια γυναίκα κοντά στην ηλικία της να κοιτάει  σαστισμένη μια εκείνη και μια το χαμό που είχε προκληθεί τριγύρω από τα χυμένα φαγητά.

"Με συγχωρείς. Δεν σε είδα και..." η κοπέλα έσκυψε κάτω προσπαθώντας να καθαρίσει όπως όπως το χάλι και έπειτα τη κοίταξε ξανά

"Ποια είσαι; Τι δουλειά έχεις στο χωριό;" η ερώτηση της τόσο τη πρώτη όσο και τη δεύτερη φορά την ενόχλησε αφού ο τόνος της ήταν επιθετικός.. Δεν εισέπραξε ούτε μια συγνώμη και θεώρησε εντελώς αγενεστατη τη συμπεριφορά της κοπέλας που είχε απέναντι της με αποτέλεσμα να σηκώσει τις άμυνες της ψηλά.

"Δε νομίζω να σε αφορά όποια κι αν είμαι. Ένα συγνώμη ήταν αρκετό. Αλλά βλέπω όλοι σε αυτό το χωριό είστε ένας κι ένας..." είπε και δίχως να σταθεί λεπτό παραπάνω , ξεκίνησε να περπατά..

Μέχρι να δύσει ο ήλιος, ολάκερο το χωριό γνώριζε πως εθεάθη μια ξένη στα λημέρια τους μα κανείς δε τολμαγε να ρωτήσει φανερά κάποιο Φραγκιά. Εκτός φυσικά από τη Μαρία , μα κι εκείνη δε τα κατάφερε. Όταν τελείωσαν και κίνησε για τα κτήματα , ο Ορέστης της είπε πως θα πήγαινε στα Χανιά και έκτοτε το κινητό του ήταν κλειστό. Πάραυτα καιγόταν για να μάθει ποια ήταν εκείνη η γυναίκα που έπεσε πάνω της λίγες ώρες πριν ...

        **************************

"Χαρά! Στρώσε το τραπέζι. Το δείπνο είναι έτοιμο και σε λίγο γυρίζουν τα αδέρφια σου ..." Η Άννα έβγαλε τη ποδιά της και πήγε στο σαλόνι. "Χαρά;" ρώτησε βλέποντας τη να κάθεται μπροστά στο παραθύρι χωρίς να μιλά.
"Τι έπαθες κόρη μου ..;"

"Δεν ήρθαν ακόμα τα μαντάτα σε σένα έτσι μάνα;" αποκρίθηκε σοβαρή "Με πήρε η Μαρία. Η νύφη μας. Μια ξένη τριγυρίζει στο χωριό.. Μου είπε πως έπεσε πάνω της όταν πήγαινε στα αμπέλια και εκείνη αρνήθηκε να της πει ποια ήταν "

"Μια ξένη; Στο χωριό; Πως κατάφερε και έφτασε μια γυναίκα μόνη σε ένα τέτοιο μέρος χωρίς..."

"Χωρίς να το ξέρουν τα αδέρφια μου..." τη συμπλήρωσε η Χαρά και τη κοίταξε "Έχω κακό προαίσθημα μάνα ... Ο Ορέστης δε μας κρύβει ποτέ τίποτα..."

Η Άννα στάθηκε για λίγο σκεπτική και έπειτα έστρωσε τα μαλλιά της και γύρισε προς το τραπέζι.

"Έλα... Πήγαινε να βοηθήσεις τον πατέρα σου να φάει και μη του πεις πράμα! Δε θέλω να ανησυχήσει. Η κατάσταση του είναι αρκετά σοβαρή. Και να είσαι σίγουρη πως αν τα αγόρια μου ξέρουν κάτι, θα το μάθουμε κι εμείς απόψε..." η Άννα συνέχισε να ετοιμάζει  το δισκο για τον άντρα της σαν να μην έγινε τίποτα. Δεν ήταν άλλωστε από τις γυναίκες που μπορούσες να καταλάβεις τα συναισθήματα της. Το πρόσωπο της ήταν σαν ένας διάφανος καμβάς. Ούτε το άσπρο στεκόταν πάνω του. Δεν ήξερες αν είναι εκνευρισμένη η χαρούμενη. Μα σαν άνοιγε τα χείλη της , ήξερες καλά πως ότι λέξη βγει από εκεί μέσα, είναι νόμος.

          *************************

"Λέγε ! Λέγε βρε καταραμένε τι της κάνατε;" ο παπά Μανώλης άρπαξε από το πουκάμισο το Στυλιανό κι εκείνος έμεινε να τον κοιτάζει σαστισμένος. Ερχόμενοι στο χωριό , τον είδαν να στέκει στο προαύλιο μα σαν πλησίασαν εκείνος ξεπήδησε προς τα έξω και του όρμησε παρά την ηλικία του. "Μίλα Στυλιανέ!  Σε ξορκίζω!"

Χωρίς τον Ορέστη πλάι του ο οποίος έμεινε στην αποθήκη για λίγη ακόμα ώρα, έδωσε εντολή στους άντρες να φύγουν και έμεινε μόνος με το παπά.

"Παπά Μανώλη ηρέμησε ! Δεν έχω ιδέα για τι πράμα μιλάς!"

"Δεν έχεις ιδέα; Έχει κατέβει το φεγγάρι και η Αρετή είναι άφαντη! Το σπίτι είναι κλειδωμένο και...θεέ μου. Αν την αναγνώρισε κανένας..." Ο πάτερ σταμάτησε να μιλά και έπιασε το κεφάλι του. Κάτι πάνω στο Στυλιανό του έβγαζε ασφάλεια και πλησιάζοντας τον ξανά  άρπαξε από το γιακά "Τρέχα! Κάτι έπαθε το νιώθω. Βρες τη να χαρείς. Βρες τη και θα σου ανάψω τη πιο μεγάλη λαμπάδα... Μύγα δε πείραξε τούτο το θηλυκό από τη καταραμένη τη βεντέτα σας!!"

Ο Στυλιανός δεν είπε λέξη... Και όχι απλά δεν είπε, μα ένιωσε τα πόδια του να τρέχουν χωρίς να τα ελέγχει προς το χωριό....

            **********************

"Βοήθεια!!!" Φώναξε εξαντλημένη για ακόμα μια φορά και μην αντέχοντας άλλο  από το πόνο , κάθισε κάτω σιγανα και άρχισε να κλαίει. Όλα πήγαιναν κατά διαόλου. Ένιωσε πως τελικά , κάθε της κίνηση ήταν λαθος. Πως ίσως όντως δεν άνηκε σε εκείνο το τόπο αφού όλα γύριζαν εναντίων της. Πάνω από τρεις ώρες είχαν περάσει που έπεσε σε εκείνο το πηγάδι. Μα δεν φαινόταν... Ήταν σαν κάποιος να γκρέμισε  τα τείχη του αφήνοντας μόνο μια τρύπα καλυμμένη με πουρνάρια και χόρτα. Πάνω που χάρηκε καθώς κατάφερε μονάχη της να φτάσει στο τέρμα του χωριού ανακαλύπτοντας το οινοποιείο της οικογένεια της, όλα γκρεμίστηκαν. Τσακίστηκε σε εκείνο πηγάδι και ήταν σίγουρη πως είχε σπάσει και το πόδι της. Ο ήλιος είχε χαθεί και μέσα σε εκείνες τις πέτρες , το κρύο διπλασιάστηκε.. άρχισε να τρέμει ολόκληρη και φώναξε για ακόμα μια φορά. Μα τίποτα...

Ξάφνου και ύστερα από μισή περίπου ωρα  , μέσα στην νεκρική σιγή που επικρατούσε , άκουσε βήματα. Έκαμε να σηκωθεί μα , σωριάστηκε αμέσως χάμω βγάζοντας μια πνιχτη κραυγή.

"Αρετή!!!" άκουσε από ψηλά και σαν ανέβασε το κεφάλι της, αντίκρυσε το Στυλιανό. Στη θέα του και μόνο για κάποιο ανεξήγητο λόγο θέλησε να βάλει τα κλάματα  "Μη φοβασαι. Περίμενε...έρχομαι !!!"

Λιγα λεπτά  αργότερα και δείχνοντας του πλήρη εμπιστοσύνη, βρέθηκε στα χέρια του. Ο Στυλιανός έριξε ένα σχοινί κατέβηκε και κρατώντας τη στην αγκαλιά του, την ανέβασε σιγά σιγά προς τα πάνω. Λέξη δεν έβγαλε η Αρετή κατά τη διάρκεια μα ούτε κι εκείνος την άρχισε στις ερωτήσεις. Το μόνο που έβλεπε μπροστά του ήταν να τη βγάλει έξω από εκείνο το πηγάδι.

"Σιγά σιγά... Κάτσε ακίνητη σε παρακαλώ και μη κουνιέσαι..." της ζήτησε μόλις την άφησε να πατήσει στα πόδια της και  αντιλήφθηκε πως ήταν χτυπημένη. Γονάτισε μπροστά της μα πριν φτάσει μέχρι κάτω η Αρετή τον σταμάτησε

"Μη... Δεν είναι ανάγκη..."είπε μαλακα "Χίλια ευχαριστώ... Θα σου το χρωστάω..."

"Καλά καλά... Και τώρα κάτσε ακίνητη" ο Στυλιανός σαν να μην την άκουσε, γονάτισε εν τέλει και κράτησε στα χέρια του πόδι της. "Είναι άσχημο το χτύπημα. Από τις μελανιές και μόνο , καταλαβαίνω πως είσαι σίγουρα 4-5 ώρες εκεί μέσα..." συνέχισε να μονολογει κοιτάζοντας παράλληλα το πόδι της. "Έλα θα σε πάω ως το σπίτι" είπε και δίχως να τη ρωτήσει την έπιασε και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Ήξερε πως αν κατά λάθος τους έβλεπε κανεις θα γινόταν μακελειό μα ήξερε καλά τα μονοπάτια. Εκτός αυτού , κανένας δεν ήξερε ότι βρισκόταν μια Ραΐση στο χωριο , ή έτσι νόμιζε αφού τα νέα δεν είχαν φτάσει ακόμα στα αυτιά του.

"Σε παρακαλώ ... Δε..."

"Πολλά λες... Στο έχει πει ποτέ κανένας;" Ο Στυλιανός τη διέκοψε και εκείνη χωρίς να το ορίζει, του χαμογέλασε... "Ακόμα στο κρατάω που με είπες μαλακα, αλλά ενοια σου..." συνέχισε χαριτολογώντας και κρατώντας τη χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία , κίνησε για το παλιό αρχοντικό...

Η Αρετή αποδέχθηκε τη βοήθεια του. Μπορεί να είχε νυχτώσει, μα το κορμί του ανεδυε μια όμορφη ζεστασιά. Ήταν ψηλός και γεροδεμένος. Το ένιωθε και η ίδια πως τη κρατούσε σαν πούπουλο. Έβαλε το κεφάλι της στο στέρνο του και έμεινε να κοιτάζει τριγύρω της νιώθοντας ασφάλεια...

Λίγα λεπτά αργότερα , είχα φτάσει κοντά στο κρυμμένο μονοπάτι που έβγαζε στο αρχοντικό.

"Φτάσαμε. Δεν ήταν και τόσο...." Ξεκίνησε να λέει ώσπου αντιλήφθηκε πως είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά του. Ο Στυλιανός έβγαλε έναν αναστεναγμό που όμοιος του σε βάθος δεν υπήρχε... Όλο αυτό ήταν τόσο λάθος μα έμοιαζε το σωστό συνάμα... Σταματησε να περπατά για μερικά δευτερόλεπτα και τη κοίταξε...

Αν και ταλαιπωρημένη, τα μαλλιά της μύριζαν όμορφα.. τα μάτια της ήταν ελαφρώς κοκκινισμενα γύρω γύρω προφανώς από το κλάμα, μα στα χείλη.. εκείνα  τα όμορφα ζουμερα της χείλη, ήταν καρφιτσωμενο ένα αμυδρό χαμόγελο...

"Ανάθεμα τις σκέψεις σου... Βγάλτο από το μυαλό σου..." Είπε στον εαυτό του και ξεκίνησε να περπατά προς το σπίτι . Φτάνοντας όμως είδε να στέκει απ' έξω κάποιος που δε περίμενε... Κι αυτός ο κάποιος, είχε ένα βλέμμα σαν το διάολο ...

"Όλο το σπίτι σε ψάχνει και σε βρίσκω να περπατάς αγκαλιά με τη Ραΐση!" Ούρλιαξε ο Ορέστης πηγαίνοντας προς το μέρος του μα η Αρετή ήταν τόσο εξουθενωμένη που ούτε που ξύπνησε.

"Πάψε! Τη βρήκα πεταμένη και χτυπημένη... Τι διάολο να έκανα; Πάω να την αφήσω μέσα και έρχομαι" είπε πιο χαμηλά και παραμερίζοντας τον πήγε προς τη πόρτα.

"Πέτα την καλύτερα από το γκρέμνι... Γιατί αν τη πιάσω  θα τη σκοτώσω ύστερα από όσα έγιναν στο σπίτι μα κι αν δε τη σκοτώσω εγώ , θα το κάνει  σίγουρα η μάνα μας ..." Του δήλωσε σοβαρός παγώνοντας του το αίμα...



❤️❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top