Κεφάλαιο 14°

Λάκκοι, έτος 1959

"Τρέξε Μανωλιό! Τρέξε και ειδοποίησε γρήγορα το Ραΐση! Τρέξε σου λέω!! Η Λενιώ πρέπει να φύγει από το χωριό ! Γυναίκα δε θα αφήσουν για να γεννοβολησει αυθεντικά σερνικά !!!!"

Ο μικρός κοίταξε τον αιμόφυρτο πατέρα του και βάζοντας φωτιά στα πόδια, άρχισε να τρέχει προς το παλιό αρχοντικό με δάκρυα στα μάτια. Ήταν πλέον γεγονός... Ύστερα από το μακελειό που προκλήθηκε όταν συνέλαβαν το Σήφη για το φόνο της Μαριως , το χωριό ήταν έτοιμο να ζήσει μια ακόμα καταιγίδα κι αυτή τη φορά δεν έμοιαζε με τις άλλες.

Ο Μανωλιός έτρεχε τρομαγμένος , μικρό παιδάκι τότε βλέποντας διάφορους άντρες να περπατάνε στους δρόμους έχοντας στα χέρια όπλα . Μερικοί είχαν ρούχα ματωμένα , άλλοι σκισμένα μα κανένας δεν είχε ξαναδεί σε εκείνο το χωριό. Σαν να κατέβηκαν εν μια νυκτί μέσα από τα βουνά. Η αιτία ; Ένας φόνος... Κι όχι της Μαριως αυτή τη φορά, μα ενός Φραγκιά. Του Τιμόθεου. Τόλμησε και έβαλε φωτιά όλες τις αποθήκες με τα αμπέλια των Ραΐσιδων κατηγορώντας τους ευθέως για το θάνατο του Σήφη μεσα στη φυλακή αρκετά χρόνια πριν. Όλοι το είχαν σαν κρυφό μυστικό... Μα κανένας δεν είχε ποτέ στη κατοχή του ούτε ένα στοιχείο.. Μέχρι που κάποιος , βρήκε τελικά ... Πρώτη φορά στα χρονικα οριζαν καινούριο αστυφύλακα μέλος κάποιας από τις δύο οικογένειες. Και εκείνος έτυχε να ειναι ο Τιμόθεος .

Ψάχνοντας μέσα στα συρτάρια για τις υποθέσεις που απασχόλησαν πριν από εξήντα χρόνια τη κοινωνία και θέλοντας να βρει σαν παθιασμένος κάποιο στοιχείο , καθώς ήταν από εκείνους τους άντρες που δε σήκωναν μύγα στο σπαθί τους για το αίμα τους, τα κατάφερε. Αφορμή στάθηκε η λογομαχία που είχαν μια μέρα στην αγορά ένας Φραγκιάς και ένας Ραΐσης για το παρελθόν με το πρώτο να πέφτει νεκρός από σφαίρα ένα πρωινό χωρίς φυσικά να υπάρχει ένοχος. Αλλά έτσι ήταν εκείνη η κοινωνία... Πρώτα έβγαζε το όπλο μετά μιλούσε και στο τέλος κανένας δεν ήξερε τίποτα. Οι προσωπικοί λογαριασμοί δεν αφορούσαν κανένα και όσοι έμπαιναν ανάμεσα, κατέληγαν στο χώμα.

Ο Τιμόθεος βρηκε κάτι που τους τιναξε όλους στον αέρα. Η κατάσταση ήταν ήδη τεταμένη με το φόνο που έγινε στην αγορά μα ανακαλύπτοντας πως την επόμενη μέρα της φυλάκισης του Σήφη , τον επισκέφτηκαν στα κρυφά Ραΐσιδες στη φυλακή ήταν μη αναμενόμενο. Ήταν γραμμένο σε ένα μικρό παλιό χαρτί κολλημένο σχεδόν μέσα στο συρτάρι...

"Τον έφαγαν... Ο λογαριασμός έκλεισε. Πήρε ζωή, έδωσε ζωή. Τιμωρήθηκε για το θάνατο της Μαριως με το ίδιο νόμισμα ακόμα κι αν ούρλιαζε πως θα επέστρεφε για να πάρει εκδίκηση εκείνος για το θάνατο της. Τους το ορκίστηκε. Τον άκουσα όταν τον έκοβαν.. Σκότωσαν την γυναίκα του και θα τους έβαζε όλους φωτιά. Γυναίκα δε θα άφηνε να συνεχίσει τη καθαρόαιμη γενιά τους ..."

Ο Τιμόθεος ειδοποίησε εκτατό συμβούλιο στην οικογένεια κι εκείνοι με τη σειρά τους κάλεσαν το υπόλοιπο σόι που ήταν χωμένο βαθιά μέσα στα βουνά. Κανένας δε πίστεψε ποτέ πως ο Σήφης είχε σκοτώσει τη Μαριώ... Κι αυτό το σημείωμα, ήταν ο καταλύτης για να ξεσπάσει η μεγαλύτερη σφαγή σε ολόκληρο το χωριό...

"Έρχονται!!! Θα σας βάλουν όλους φωτιά!! Σώστε τα κορίτσια !!!" Ούρλιαξε ο Μανωλιός φτάνοντας στο αρχοντικό μα ένα χτύπημα στο κεφάλι τον ζαλισε και σωριάστηκε χάμω. Έμεινε να κοιτάει τους Φραγκιάδες να βγάζουν έξω κάθε μέλος των Ραΐσιδων και να πυροβολούν ανεξέλεγκτα. Όλους εκτός από τα παιδιά... Και παιδιά για εκείνους ήταν κάθε ζωντανό ον κάτω από τα 7...

Σε λίγο ολόκληρο το χωριό μετατράπηκε σε μια πύρινη λαίλαπα. Οι Ραΐσιδες έδιωξαν όπως όπως τα κορίτσια τους και πήραν τα όπλα . Εκείνοι πίστευαν ακράδαντα πως πάντα οι Φραγκιάδες προκαλούσαν. Δελεαζαν και ατιμαζαν την οικογένεια τους όπως ακριβώς είχε κάνει και ο Σήφης όταν έβαλε το σαρίκι στη Μαριώ...

Το επόμενο πρωί, μυριζε παντού σχεδόν καμένο ξύλο, μπαρούτι και αίμα... Οι Φραγκιάδες κέρδισαν τη μάχη και οι Ραΐσιδες ορκίστηκαν να πάρουν εκδίκηση και να επιστρέφουν στα εδάφη τους όταν θα έρθει η ώρα καταφέρνοντας να φυγαδεύσουν μονάχα ένα μικρό κορίτσι με ένα σαπιοκάραβο μέχρι την άκρη της Πελοποννήσου... Κανένα άλλο δεν επέζησε. Μα κι εκείνο ήταν μικρό για να κρατήσει μνήμες. Έδωσαν οδηγίες να το αφήσουν σε ένα ορφανοτροφείο μέχρι να έρθει η ώρα και κρύφτηκαν. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τελικά αν ο Σήφης σκότωσε τη Μαριώ από ζήλεια για το γάμο της. Όλοι όμως ήξεραν πως οι Ραΐσιδες τον σκότωσαν χωρίς οίκτο στη φυλακή... Εξάλλου τι είχαν σαν στοιχείο για τη δολοφονία της Μαριως; Μια μονάχα μαρτυρία... Μια ανώνυμη πληροφορία... Μια εικασία...

**********************

Λάκκοι σήμερα

Άνοιξε τα παραθυρόφυλλα και γελασε. Συνηθισμένη στα σημερινά στορια και παντζούρια , της φάνηκε αρκετά περίεργη μα συνάμα και ζεστή σαν κίνηση. Η Αρετή πέρασε ένα ήρεμο βράδυ. Κοιμήθηκε σκεπτόμενη πως ήταν ασφαλής παρά τα όσα έγιναν και ξύπνησε γεμάτη ενέργεια. Είχε ήδη αποφασίσει τις κινήσεις της και παρά την αποτροπή του παπά Μανώλη, ήθελε να πάει να δει τόσο τα κτήματα όσο και τα παλιά πέτρινα σπίτια. Το σπίτι ήταν αρκετά παλιό και το μπάνιο ήταν ξεχωριστό και μόνο του σε μια μικρή καμπίνα στην εξωτερική μεριά που έβλεπε στο γκρέμνι. Πήρε μια πετσέτα , το σαμπουάν από τη βαλίτσα της και κίνησε προς τη πίσω πλευρά του σπιτιού όταν βγαίνοντας είδε το παπά Μανώλη να πλησιάζει.

"Καλημέρα κόρη μου ! Βλέπω ξύπνησες νωρίς." σχολίασε χαμογελαστός. Ένας παπάς που τον ονόμαζαν αγέλαστο σε όλο το χωριό...

"Ναι. Υποθέτω κοιμήθηκα αρκετά καλά. Ο καιρός είναι υπέροχος σήμερα και έλεγα να..." ξάφνου ακούστηκε ένα σφύριγμα από το σπίτι και εκείνη τρόμαξε. "Γαμωτο! Έβρισε σιγανα μη την ακούσει ο παπάς. "Συγνώμη , ξέχασα να κλείσω το μάτι. Βλέπετε είδα πως δεν έχει ζεστό νερό και έβαλα λίγο να βράσει σε μια τσαγιέρα που βρήκα για να πλυθω..." Του εξήγησε

"Ωωω ναι... Καλώς ήρθες στο παλιό τρόπο ζωής. Δυστυχώς αν και καλοδιατηρημένο δεν είναι σαν τα άλλα σπίτια Αρετή μου. Έχει τη δική του ιστορία . Είναι ένα σπίτι ξεχασμένο πολλά χρόνια πριν...Μη σε καθυστερω. Τελείωσε και έλα από την εκκλησία. Νομίζω πως αυτή τη φορά με ένα πρωινό καφέ, ίσως σου αλλάξω γνώμη και δε βγεις στο χωριό" ο παπά Μανώλης γέλασε λυπημένος και η Αρετή έσμιξε τα χείλη της. Τον είδε να κατεβάζει το κεφάλι και να φεύγει και αναστεναξε.

"Τι έγινε σε αυτό το χωριό πια..." αναρωτήθηκε φωναχτά ώσπου η τσαγιέρα σφύριξε για δεύτερη φορά βγάζοντας την από τις σκέψεις κι εκείνη άφησε τη πετσέτα στη καρέκλα και έτρεξε προς τα μέσα.

Άδειασε το περιεχόμενο σε μια λεκάνη και κρατώντας παράλληλα και τη πετσέτα της κίνησε προς τα πίσω. Δεν ήθελε πολύ, ίσα ίσα λιγάκι για να ζεστάνει το νερό που είχε βάλει σε μια μεγαλύτερη λεκάνη που βρήκε στο σπίτι. Μπορεί να μην έμοιαζε με μπανιέρα μα σίγουρα θα ήταν ένας τρόπος να νιώσει πιο καθαρή. Ήταν σίγουρη πως δεν υπήρχε περίπτωση να βρίσκεται άνθρωπος τριγύρω αφού από τη μια ήταν η εκκλησία και από την άλλη το γκρέμνι, ενώ με τη πάροδο του χρόνου , το μοναδικό εξωτερικό μονοπάτι είχε καλυφθεί από πελώριους θάμνους και πέτρες. Εβγαλε τα ρούχα της και κάθισε σε ένα σκαμνί. Πήρε στα χέρια ένα κομμάτι ύφασμα που έκοψε από τη μπλούζα της και χρησιμοποιώντας το σαν σφουγγάρι ξεκίνησε να πλένει τα πόδια της. Αν ήθελε να μείνει εκεί, έπρεπε σίγουρα κάποια στιγμή να φέρει ένα μάστορα ... Σκέφτηκε χαμογελώντας και αναστεναξε.

"Πως άλλαξαν όλα σε λίγες μόνο μέρες ε Κατερίνα ;" μονολογησε "Μια εβδομάδα πριν, μιλούσαμε σε εκείνο το γραφείο και τώρα... Τώρα κοίτα με!" Θέλοντας και μη, μνήμες ζωντάνεψαν και μαζί με αυτές και ένα παράπονο... Έβγαλε ένα λυγμο και δίνοντας μία στο κουβά έριξε όλο το νερό χάμω. Εκείνο κύλησε στα χόρτα και κατέληξε στο γκρεμό πριν καν φτάσει βαθιά στο έδαφος. Η Αρετή σηκωθηκε. Πλησίασε και στάθηκε κοιτάζοντας προς τα κάτω... Ήταν τόσο επικίνδυνα. Πως είναι δυνατόν να αφήνουν τέτοια μέρη στη σήμερον ημέρα χωρίς κάποια κάγκελα; σκέφτηκε σκουπίζοντας τα μάτια της .

"Ωραία δεν είναι; Σου δίνω μιά και δε σε βρίσκει ούτε ο Θεός ο ίδιος" μια γνωστή φωνή μετέτρεψε το παράπονο που είχε προ ολίγου σε νεύρα. "Σσς... Δεν ήρθα να σου κάνω κακό. Ηρέμησε..." Πριν προλάβει καν να γυρίσει, ένιωσε τη πετσέτα να τυλίγεται γύρω της και έπειτα εκείνος συνέχισε..."Φύγε από δω... Αν θέλεις τη ζωή σου φύγε. Δε θα αφήσω κανένα Ραΐση να τριγυρίζει σε αυτό το χωριό. Στο είπα και χθες αλλά εσύ από οτι βλέπω δε παίρνεις από λογια.." έστεκε παγωμένη στη άκρη του γκρεμού με εκείνον από πίσω της αμίλητη "Εκτός κι αν θες να γίνεις πόλος έλξης για τους δικούς σου, και με βοηθήσεις να ξεκληρισω κάθε ένα από δαυτους για να τελειώνουμε...Το ξέρεις ότι ζούνε στα βουνά έτσι; Λοιπόν;" πλησίασε λίγο παραπάνω κι εκείνη κοίταξε προς τα κάτω το γκρεμό κρατώντας παράλληλα τη πετσέτα σφιχτά μέσα στα χέρια της. "Και σταμάτα να τριγυρίζεις σαν καμία πόρνη γυμνή εδώ και εκεί... Εδώ είναι χωριό ! Δεν είναι...."

Η Αρετή γύρισε απότομα και του αστραψε ένα δυνατό χαστούκι...



❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top