Κεφάλαιο 13°
Λάκκοι, έτος 1896...
Ένιωθε περίεργα ύστερα από όλα όσα είχαν γίνει λίγη ώρα νωρίτερα στη λίμνη μα δε το έβαλε κάτω. Ποτέ της δεν έμαθε να το βάζει κάτω. Έστρωσε το φόρεμα της, όρθωσε το ανάστημα της και φτάνοντας έξω από το σπίτι της, φόρεσε ένα όμορφο χαμόγελο και μπήκε μέσα...
Ένα βήμα...
Δύο βήματα ...
Και στο τρίτο της βήμα, ένιωσε ένα δυνατό χαστούκι στο πρόσωπο και σωριάστηκε ολόκληρη κάτω.
"Η αδερφή μου; Με έναν Φραγκιά στη λίμνη;!" τον άκουσε να ουρλιάζει κατά πάνω της. Έπειτα την έπιασε δυνατά από το μπράτσο, τη σήκωσε και τη χαστούκισε ξανά με περισσότερη δύναμη. "Τόλμησε να σου περάσει το σαρίκι το καταραμένος ; Θα τον κάψω ζωντανό!!!"
"Όχι Γιώργη! Όχι να χαρείς ! Τ'αρνηθηκα!!! Δεν το εννοούσε! Τους ξέρεις αυτούς !!!" είπε μέσα στα καυτά της δάκρυα κι εκείνος την έσπρωξε με δύναμη πάνω στη κρυστάλλινη σιφονιερα κάνοντας τη κομμάτια.
"Παντού έχω τα μάτια μου Μαριώ! Παντού! Σε δύο βδομάδες έχουμε αρραβωνιασματα. Παντρεύεσαι! Και τώρα τραβα στο δωμάτιο σου και μη σε δω να βγαίνεις από αυτό το σπίτι αν δε σου πω εγώ το κατάλαβες ;"
"Δε μπορείς !!!!" Ούρλιαξε εκείνη πέφτοντας στα πόδια του. Δεν ήθελε λέξη παραπάνω για να καταλάβει πως είχε σκοπό να τη παντρέψει με κάποιον από τους άντρες του. Πόσο μάλλον με το Παναγή, γιατί εκεί πήγε το μυαλό της κατευθείαν, που ο τρόπος και μόνο που τη κοίταζε στα κτήματα , της προκαλούσε αναγουλα.
"Άκουσες τι είπα; Αν μάθει ο πατέρας τι έγινε με σένα και το Φραγκιά, θα τους κάψει όλους εν μια νυκτί! Αυτό θέλεις; Διάλεξε και πάρε ! Και τώρα χάσου από μπροστά μου !"
Η Μαριώ έτρεξε όσο πιο γρήγορα γινόταν στο δωμάτιο της αφήνοντας τα δάκρυα να πέσουν καυτά κάνω στα σεντόνια ...
"Καταραμένε Σήφη !!!" καταραμένε!!!"
Μια ημέρα μετά...
"Για νύφη πάντως, πολύ κόκκινη την είδα το πρωί στο φούρνο. Μάλλον τον εξόργισε το γαμπρό πριν την ώρα της" σχολίασε κακοπροαίρετα μια χοντρή γυναίκα σε μια άλλη χαχανιζοντας "Φαντάσου τι θα έκανε για να αποφασίσει ο Γιώργης να τη παντρολογησει τόσο βιαστικά" αφήνοντας πολλά υπονοούμενα, οι γυναίκες συνέχιζαν να κουτσομπολευουν μα ο Σήφης που τις άκουσε , δεν γέλασε καθόλου...
Έδωσε μια δυνατή ώθηση στον εαυτό του και με ένα σάλτο , πηδηξε πάνω στο άλογο και κίνησε για την εκκλησία. Φτάνοντας έξω από το αρχοντικό των Ραΐσιδων κρύφτηκε προσεκτικά πίσω από τους θάμνους και περίμενε ώσπου την είδε να βγαίνει στη πίσω αυλή . Φορούσε ένα μαντήλι στο κεφάλι και κρατούσε τη μπουγάδα της. Το να πάει κοντά της ήταν καθαρή αυτοκτονία μα δεν τον ένοιαξε. Εκτός αυτού , εκείνη την ώρα όλοι σχεδόν οι Ραΐσιδες ήταν στα κτήματα. Δίχως να μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του, βγήκε μέσα από τους θάμνους και με γρήγορες κινήσεις, τη πλησίασε από πίσω . Της έκλεισε το στόμα για να μη φωνάξει και έπειτα τη τράβηξε παράμερα πίσω από τα δέντρα.
"Είσαι τρελός Φραγκιά ; Μάρτυς μου ο θεός θα σε σκοτώσω!!!" Η Μαριώ μόλις απελευθερώθηκε τράβηξε μαχαίρι δίχως φόβο μα εκείνος προετοιμασμένος για την αντίδραση της, απωθησε την επίθεση και τη παρέσυρε πιο βαθιά στο δάσος. Την στρίμωξε πάνω σε ένα δέντρο και έμεινε να κοιτάει σαστισμένος.
"Άπλωσε χέρι πάνω σου..." ήταν τα μόνα λόγια του κι εκείνη για κάποιο λόγο άρχισε να κλαίει χωρίς έκφραση. Σαν μια πορσελάνινη κούκλα που απλώς βγάζει δάκρυα από τα μάτια. Ο Σήφης σήκωσε το χέρι προς το πρόσωπο της θέλοντας να αγγίξει το μελανιασμα κοντά στα μάτια της μα εκείνη γύρισε το κεφάλι από την άλλη.
"Φύγε...Φύγε και μη ξανάρθεις. Παντρευομ..." Η Μαριώ δεν κατάφερε να τελειώσει τη φράση της αφού εκείνος έκανε ένα ελιγμό με το κεφάλι και σφράγισε τα χείλη της με τα δικά του χαρίζοντας της το πρώτο της φιλί ...
Και τότε η κούκλα έσπασε...
Η Μαριώ ξέσπασε σε λυγμούς ανήμπορη να δεχθεί τη πράξη που έγινε και γύρισε προς το δέντρο
"Τι έκανες ανάθεμα σε..." Είπε πιάνοντας τα χείλη της μα ο Σήφης δεν είπε λέξη. Σαν απάντηση , έβγαλε το σαρίκι του και της το πέρασε στο λαιμό για δεύτερη φορά...
"Το ξέχασες στη λίμνη..." της ψιθύρισε κι εκείνη γύρισε με φόρα και τον χαστούκισε. "Χαστούκισε με όσο θες... Άντρας αν σε αγγίξει, θα τον σκοτώσω. Αυτός ο γάμος δε θα γίνει Μαριώ... Και ο Γιώργης... Ο Γιώργης καλά θα κάνει να προσέχει από δω και πέρα τα νώτα του. Ο λόγος που ζεί ακόμα, αφού τόλμησε να σε ακουμπήσει, είσαι εσύ... Να το θυμάσαι. Για να μη με μισήσεις περισσότερο από όσο ήδη το κάνεις..." Της είπε και αφήνοντας της ένα φιλί στο κούτελο, χάθηκε μέσα δέντρα...
Λάκκοι , σήμερα...
Αν κάποιος της έλεγε πως θα έπινε ελληνικό καφέ το απόγευμα σε ένα αρχοντικό που ήταν δικό της στη μέση της Κρήτης , θα γελούσε ... Κι όμως... Το σπίτι έδειχνε άθικτο στο πέρασμα του χρόνου. Εκτός από σκόνη στα παλιά έπιπλα, ήταν κατοικήσιμο και μάλιστα από την ώρα που πάτησε το πόδι της εκεί μέσα ένιωσε την ίδια ακριβώς αίσθηση που ένιωθε κάθε φορά που γυρνούσε ύστερα απο κάποιο δικαστήριο σπιτι της...
Αν και παπάς τη συμβούλεψε να ξαπλώσει εκείνη προτίμησε να ανοίξει τα παράθυρα και να καθαρίσει ελαφρά . Χρησιμοποίησε μια μπλούζα της και λίγο καθαρό νερό μα η σκόνη έφυγε και το σπίτι γέμισε καθαρό αέρα . Τα σεντόνια ήταν μεν παλιά και είχαν κιτρινίσει αλλά είχε σκοπό να τα πλένει όλα. Λίγη ώρα πριν ο παπάς την επισκέφθηκε φέρνοντας της λίγα πράγματα μα έφυγε βιαστικος μετέπειτα. Το καλό με εκείνο το αρχοντικό ήταν όμως άνηκε μεν στο χωριό αλλά δεν ήταν μέσα του. Ο δρόμος δεν ήταν προσβάσιμος με αμάξι παρά μόνο από το μονοπάτι πίσω από την εκκλησία. Ξέροντας πως ο παπάς θα ήταν σίγουρα εκεί σαν φύλακας για κάποιο λόγο , ένιωθε πιο ήρεμη..
Τα πάντα σε εκείνο το σπίτι ήταν παλιά. Είχε φωτογραφίες και κάδρα από διάφορους ανθρώπους μα αυτό που της έκανε εντύπωση , ήταν πως δεν υπήρχε τίποτα που να φανέρωνε πως υπήρχε η προγιαγιά της εκεί. Ούτε μια φωτογραφία... Σαν να ήθελαν να τη σβήσουν από τη μνήμη τους.
Πλέον όλα ήταν τακτοποιημένα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει και εκείνη καθόταν στη βεράντα απολαμβάνοντας ένα καφέ που έφτιαξε πατροπαράδοτα σε κάτι που έμοιαζε με γκαζακι και ήταν περήφανη για αυτό. Κατά τη διάρκεια που καθάριζε , κοίταξε μέσα στα συρτάρια και τυχόν έγγραφα αλλά δε βρήκε τίποτα. Ούτε καν ένα σημειωματάριο. Κάτι που να της έδινε κάποια πληροφορία παραπάνω τέλος πάντων. Το μόνο που είχε ήταν φωτογραφίες από μέλη της οικογένειας.
Παλιά ασημικά . Κρύσταλλα . Σεμεδακια. Και μερικά σκουριασμένα όπλα που βρήκε σε ένα σεντούκι.
"Ακόμα δε ξαπλωσες; Ο ήλιος κοντεύει να δύσει .." η χαρακτηριστική πλέον ήρεμη φωνή του παπά της τράβηξε το βλέμμα και γύρισε προς το μέρος του χαρίζοντας του ένα εγκάρδιο χαμόγελο.
"Όχι πάτερ... Θέλησα λιγάκι να ηρεμήσω. Και σας ευχαριστώ που μέσα στα πράγματα που φέρατε και καφέ. Θα σας το ξεπληρώσω..."
"Μην ανησυχείς κόρη μου..."
"Θέλετε να σας φτιάξω ένα καφεδάκι να μιλήσουμε λιγάκι;" ρώτησε παρακαλώντας από μέσα της να πει το μεγάλο ναι.
"Όχι κόρη μου... Δε πίνω καφέ τέτοια ώρα. Έφερα το δικό μου φάρμακο..." Το πρόσωπο της Αρετής εκεί που είχε πάρει μια λυπημένη έκφραση φωτίστηκε ολόκληρο. Τον είδε να βγάζει από την εσωτερικη του τσέπη ένα μπουκάλι με διάφανο υγρό και γέλασε "Ναι... Εδώ , πίνουμε ρακί σε όλες της ηλικίες..." σχολίασε ο πάτερ βλέποντας που κοίταζε το μπουκάλι .
"Ελάτε, καθίστε ..." του πρόσφερε μια καρέκλα , έφερε ένα μικρό ποτήρι και πήρε θέση και η ιδια πλάι του..
"Θα αντιλήφθηκες πως δεν υπάρχει πουθενά η Μαριώ σε αυτό το σπίτι έτσι;" ρώτησε λυπημένος κι εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι "Αχ... Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα βλέπεις. Ακόμα δε μπορώ να το πιστέψω πως σε κοιτάζω.. Δυστυχώς όμως... Εκείνες ήταν σκληρές εποχές... Θυμάμαι ένα βράδυ, ήμουν καθισμένος στη πλατεία όταν άκουσα να μιλάνε για εκείνη... Βλέπεις δε τη γνώρισα προσωπικά αλλά ήξερα τα πάντα... Από παιδί θυμάμαι να τη κατηγορούν για όσα έγιναν μετέπειτα το 50... " Ο παπάς κατέβασε μια γουλια ρακί και αναστεναξε...
"Λοιπόν;" Θα μου πείτε παρακαλώ ;"
Μα ο παπάς δεν έβγαλε λέξη. Έμεινε να κοιτάζει προς την εκκλησία σοβαρός ...
Έκλεισε τη ρακί, πήρε το μπαστούνι του και σηκώθηκε.
"Θα σου πω. Όχι σήμερα όμως... Μπες στο σπίτι και κοιμήσου. Συγχώρεσε με κόρη μου μα βλέπεις είμαι γέρος άνθρωπος...με πείραξε το ποτό" δίχως να της δώσει άλλη εξήγηση σηκώθηκε και άρχισε να περπατά αφήνοντας τη μονή. Λίγο πριν χαθεί από το οπτικό της πεδίο, γύρισε και τη κοίταξε... Ύψωσε το χέρι και της έδειξε το σπίτι σαν να της έλεγε να μπει μέσα κι ύστερα χάθηκε από το βλέμμα της.
**************
"Αν τη πλησιάσεις , μάρτυς μου ο θεός ΣΤΥΛΙΑΝΕ θα βρουν το απολλυμαρι σου επαε παρά την ηλικία μου ! Ήντα θέλεις μωρέ εδώ;!..."
"Ωωωωω ώπα παπά Μανώλη ! Ήρεμα. Άσε κάτω τη μαγκουρα!!!"
"Μίλα Στυλιανέ! Ποτέ δεν έρχεσαι πίσω από την εκκλησία!! Βγάλε τα κουμπουρια σου αλλιώς στην άναψα !" ο παπάς αν και στα 75 έκανε τον Στυλιανό να γελάσει μα το γέλιο δεν κράτησε σαν είδε πως πράγματι μέσα από τα ράσα κρατούσε εκτός από τη μαγκουρα του κι ένα όπλο.
Αναστεναξε και έπειτα του ζήτησε να κατεβάσει το όπλο ήρεμα...του έδειξε την άδεια του ζώνη και ο παπάς φάνηκε να χαλαρώνει.
"Το ξέρατε πως είναι εδώ έτσι; Αλλά βέβαια! Τι θα ξεφύγει από τη μύτη σας... Στο λέω όμως και βάλτο καλά μέσα στο μυαλό σου. Μη το πειράξετε το κοριτσι.."
Ο Στυλιανός αναστεναξε...
"Δεν ήρθα να το πειράξω παπά Μανώλη... Θαρρείς δεν ήξερα ότι προσέχεις το αρχοντικό ; Σε πήρανε τα χρόνια και ξεχνάς πως ο Ορέστης έχει οργώσει κάθε χώμα σε τούτο χωριό και ξέρει ακόμα και τις πέτρες;! Ίσως μας πήρε λίγο μα έπειτα θυμήθηκα για ένα αρχοντικό που λέγανε οι δικοί μου και ανήκε στους Ραΐσιδες... Και έτσι κατάλαβα... " Ο παπάς τον κοίταξε καλά καλά και τον προσπέρασε
"Ωραία. Και τώρα φύγε. Δεν έχεις δουλειά εδώ " επέμενε
"Δεν ήρθα για κακό...μόνο να ελέγξω...Ξέρετε ... Να δω... " του απάντησε και ο παπάς τον κοίταξε από πάνω ως κάτω με σηκωμένο το λευκό του φρύδι . Έπειτα έπιασε το κεφάλι του και κοίταξε ψηλά...
"Ανάθεμα με αν ζήσω μήνα παραπάνω χωρίς να με πεθάνουν αυτοί..." μολογησε και παραμερίζοντας εντελώς τον Στυλιανό, χώθηκε μέσα στην εκκλησία...
❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top