Κεφάλαιο 11°

Άνοιξε το διάφανο μπουκάλι, σέρβιρε στον εαυτό του ένα σφηνάκι με ρακί και το κατέβασε μονομιάς. Ύστερα έβαλε άλλο ένα...κι ακόμα ένα... Και έπειτα από 6 ολόκληρα , κοίταξε τους άντρες απέναντι του σοβαρός.

"Είσαι σίγουρος πως φώναξε;" ρώτησε αυτό που δεν ήθελε ούτε να ακούσει να βγαίνει από τα χείλη του. Οι άντρες αλληλοκοιταχθηκαν μα σε τούτη τη φαμίλια, δεν υπήρχε τόσο ο φόβος της ομιλίας. Είχαν χτίσει ένα δεσμό τόσο ισχυρό που ο ένας θα πέθαινε για τον άλλο από αγάπη κι όχι από σεβασμό αποκλειστικά ή από καθήκον.

"Μάλιστα Στρατή...Το είδα με τα μάτια μου. Έτοιμος ήμουν να του φυτέψω τη σφαίρα κι εκείνη ούρλιαξε"

Ο Στρατής έβαλε ακόμα δύο σφηνάκια και τα κατέβασε σαν νερό.

"Δεν έχει ιδέα ..." Αποκρίθηκε ένας άλλος άντρας λίγο μικρότερος σε ηλικία.

"Έχει δεν έχει πρέπει να τη πάρουμε από εκεί παση θυσία !" Βροντηξε χτυπώντας το χέρι στο χερι στο τραπέζι ένας άλλος γηραιότερος " Κι όχι απλά να τη πάρουμε , μα θα τα μάθει και όλα από πρώτο χέρι. Ήντα θα κάμει σαν καταλάβει ποιον έσωσε; Το μόνο που της πρέπει είναι να πάρει το όπλο και να καθαρίσει το λάθος της !" 

"Ηρέμησε πατέρα ..." πήρε θέση ο Στρατής. Δε θα βάψει κι άλλη γυναίκα Ραΐση τα χέρια της με αίμα, και ειδικά η τελευταία... ! Πήγαινε να ξεκουραστείς... Θα αναλάβω εγώ" ο γηραιότερος άντρας εβηξε μια δυο φορές και με τη βοήθεια δύο ακόμα, βγήκε από το στενό δωμάτιο. Αυτή ήταν η διαφορά τους με τους Φραγκιάδες... Καταβαθος, κάθε απόφαση, από κάθε μέλος της οικογένειας και μη , είχε υπόσταση...

                 ******************

Κοίταξε γύρω της και άρχισε να βρίζει χωρίς όρια. Από την ώρα που έφυγε εκείνος ο παραγιος , δεν αντάλλαξε λέξη με τον Ορέστη. Έμειναν για λίγα λεπτά να κοιτάζονται με απέχθεια ώσπου τη πήρε με το γνωστό ατσαλο τρόπο και την οδήγησε σε ένα μονοπάτι που έβγαζε στην αποθήκη πριν από τους υπόλοιπους. Της έδωσε μια μπλούζα που δεν είχε ιδέα ποιανού ήταν για να φορέσει και την κλείδωσε σε ένα από τα δωμάτια της αποθήκης. Ήταν έξαλλη με όλη τη σημασία της λέξης μα όσο περισσότερο καθόταν άλλο τόσο το μυαλό της καθάριζε. Πλέον ήταν σίγουρη πως ο αδερφός του ήταν ο άντρας που είδε στα Χανιά. Εκτός αυτού , ήταν επίσης σίγουρη πως για να υπάρχει όλη αυτή η ατμόσφαιρα αυτή η οικογένεια δε θα ήταν φιλική με τους υπόλοιπους. Πέρα απο αυτό ξέροντας πλέον πως ο συμβολαιογράφος της είπε ψέματα πως το χωριό είναι ακατοίκητο, της μπήκαν  οι σκέψεις πως ίσως ήταν κάποια ανταγωνιστική οικογένεια που ήθελε να πάρει από το δήμο στη δημοπρασία τα χωράφια τους κι εκείνη τους έμπαινε εμπόδιο. Σε καμία περίπτωση δε μπορούσε να φανταστεί όσα πραγματικά συνέβαιναν κι ότι υπήρχαν ακόμα βεντέτες σε αυτή την εποχή.

Άκουσε ένα τρίξιμο και έπειτα φωνές.
Έπειτα οι φωνές μπήκαν σαν μαχαίρι και το μέρος τυλίχθηκε στη σιωπή. Ο εκνευρισμός της δεν είχε προηγούμενο. Αυτοί οι άνθρωποι κατάφεραν μέσα σε λίγες μόνο ώρες να ωθήσουν κάθε της συναίσθημα στα άκρα. Ούτε καν τη βαλίτσα της δε μπήκαν στο κόπο να της δώσουν.

"Δεν μπορείς να με κρατήσεις ! Ανοίξτε μου τη πορτα αμέσως !" Φώναξε χτυπώντας τις γροθιές της ακατάπαυστα πάνω στο ξύλο. "Ανοίξτε μου είπα !!!!" Ξάφνου η πόρτα άνοιξε και βλέποντας τον Στυλιανό να στέκεται μπροστά της, έκανε ένα βήμα πίσω.

"Μη φοβάσαι..." είπε μαλακά. "Που να το φαντάζομουν όταν σε είδα σε τι μπελάδες θα μας βάλεις... Γιατί είσαι εδώ; Πως βρήκες το χωριό; " η Αρετή έπιασε το κεφάλι της κουρασμένα. Ακόμα ένας που ρωτάει χωρίς να νοιάζεται να της δώσει έστω και μια απάντηση σκέφτηκε... Παρά τα μακριά του μαλλιά και τα πράσινα μάτια , όσο τον κοιτούσε έβλεπε πως είχε αρκετά κοινά χαρακτηριστικά με τον Ορέστη. Ίδια μεγάλα χείλη, ίδιες γωνίες και ζυγωματικά. Ίδιο μελαμψό δέρμα.. Και σίγουρα αν τον έβλεπε εκνευρισμένο θα έλεγε πως είχαν την ίδια αγριάδα στο πρόσωπο.

"Κοίτα.."ξεκίνησε να του λέει ήρεμη "Δεν ξέρω και δεν έχω ιδέα ποιοί είστε εντάξει; Έρχομαι από την Αθήνα. Ονομάζομαι Αρετη Παπά Ραΐση. Βέβαια ίσως το ξέρεις αυτο..." είπε αφήνοντας ένα μικρό χαμόγελο να φανεί για πρώτη φορά στα χείλη της. "Ήθελα μόνο να έρθω για να δω τη περιουσία που μου αφήσαν. Μου τηλεφώνησε ένας συμβολαιογράφος και με ενημέρωσε.  Δεν ξέρω τι θέλετε, μα δεν έχω κάτι για εσάς. Θα σου ήμουν ευγνώμων αν με πήγαινες στο χωριό για να τελειώνουμε και ειλικρινά υπόσχομαι να κάνω πως δε ξέρω τίποτα..."

Ένα γέλιο ακούστηκε αξαφνα και από το πλάι της κάσας βγήκε ο Ορέστης χτυπώντας παλαμάκια κι εκείνη αγριεψε μονομιάς.

"Βλέπω στον αδερφό μου η γλώσσα σου..." άρχισε μα έκανε μια παύση "Η μάλλον η λαλιά σου, λειτουργεί άψογα..." σχολίασε και ο Στυλιανός αναστεναξε απογοητευμένος με τη στάση του.

"Ρε Ορέστη... Τι είπαμε;" αποκρίθηκε σιγανα

"Πήγαινε την πίσω στα Χανιά. Βαλτην μέσα σε ένα πλοίο και στείλτην από εκεί που ήρθε" του απάντησε φεύγοντας

"Δεν κατάλαβες καλά αγόρι μου!" Πετάχτηκε η Αρετή κόβοντας του το βήμα κι εκείνος σταμάτησε με τη πλάτη γυρισμένη "Θα πάω στο χωριό σου αρέσει δε σου αρέσει! Ποιος νομίζεις ότι είσαι;"

"Αρετή..." έσπευσε να πάτε θέση ο Στυλιανός. "Υπάρχουν πράγματα που δεν ξέρεις και ..."

"Και αν τα μάθεις θα φύγεις από δω μέσα σε φέρετρο !" Πήρε θέση ο Ορέστης κρατώντας ακόμα τη πλάτη γυρισμένη. "Τράβα από εκεί που ήρθες όσο έχεις ακόμα καιρό. Δεν είναι τόπος αυτός για σένα. Έγινα κατανοητός;"

"Δε πάω πουθενά ! Και γύρνα επιτέλους σαν άντρας να με αντιμετωπίσεις !"

"Αρετή φτάνει !" φώναξε ο Στυλιανός θέλοντας να τη προστατεύσει "Δεν έχεις θέση στο χωριό. Ο αδερφός μου έχει δίκιο σου αρέσει δε σου αρέσει. Δε μπορούμε να σε αφήσουμε να πας εκεί δε το καταλαβαίνεις;"

"Α ναι;" απάντησε στάζοντας ειρωνεία και ανάγκασε επιτέλους  τον Ορέστη να γυρίσει προς το μέρος της .
Το βλέμμα της έπεσε προς τα έξω , είδε τη βαλίτσα της και χαμογελασε. "Ε λοιπόν αυτό θα το δούμε !" Τους ανακοίνωσε βγάζοντας τη μπλούζα που της είχε δώσει ο Ορέστης και βγαίνοντας σαν σίφουνας μέσα από το δωματιακι , πέταξε τη μπλούζα στον Ορέστη ο οποίος ήταν έτοιμος να εκραγεί , παραμέρισε κάνα δυο άντρες που τη κοιτούσαν άναυδοι, πήρε τη βαλίτσα και άρχισε να περπατά προς τα έξω.

"Μη τολμήσεις !" αποκρίθηκε ο Στυλιανός βλέποντας τον Ορέστη να πιάνει το όπλο. "Άστη... Μόλις μάθει θα φύγει τρέχοντας από μόνη της. Εκτός αυτού , πια γυναίκα από τη πόλη  θα αντέξει να μείνει στο χωριό πόσο μάλλον όταν δεν έχει στην ουσία που να μείνει. Τα σπίτια των Ραΐσιδων είναι έτοιμα να πέσουν. Πίστεψέ με... Αν δε φύγει σε μια βδομάδα, θα φροντίσω προσωπικά εγώ να φύγει... Εντάξει ;"

Ο Ορέστης του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα μα καταβαθος ήξερε πως δε μπορούσε να τη πάρει στο κατόπι και να αρχίσει να πυροβολεί σαν μανιακός. Εκτός αυτού , κάποιος προσπάθησε να τον σκοτώσει λίγη ώρα νωρίτερα. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό για εκείνον...

"Το καλό που σου θέλω να μη μας φέρει προβλήματα...και φρόντισε να μη μάθει η μάνα μας πράμα! Εντάξει; Δεν θα το αντέξει η καρδιά της..."

"Εντάξει Ορέστη... Θα φροντίσω να μάθω και ποιος την έφερε εδώ. Πως την βρήκαν. Υποτίθεται δεν υπάρχει εν ζωή κανένα θηλυκό Ραΐσιδων. Δε το βλέπεις ; Κάτι υπάρχει εδώ.."

"Αμ δε το βλέπω... Αυτό που δε ξέρω , είναι το γιατί και ποιος... Μα θα το μάθω. Κι όταν το μάθω, ανάθεμα αν καταφέρει να βγει ζωντανός από τα χέρια μου..."

❤️❤️❤️❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top