Κεφάλαιο 10°
Ήταν η δέκατη φορά που τη καλούσε εκείνη τη μέρα. Αν και της είχε αφήσει άπειρα μηνύματα δεν έπαψε λεπτό να προσπαθεί. Κοίταξε το δαχτυλίδι που είχε στη παλάμη του και που κάποτε στόλιζε το δάχτυλο της και σφίχτηκε ολόκληρος.
"Που είσαι ρε Αρετή γαμωτο ... Γύρνα πίσω. Γύρνα ειδάλλως θα κινήσω γη και ουρανό για να σε βρω μοναχός μου !" κατέληξε να μονολογεί εκνευρισμένος και πληκτρολογώντας ξανά τον αριθμό της, πάτησε τη κλήση...
******************
Πάνω από δέκα άντρες μαζεύτηκαν τριγύρω από τη λίμνη μα κανένας δε τολμούσε να κάνει βήμα παραπέρα βλέποντας τον Ορέστη και το Στυλιανό σε αυτή την ένταση. Ήταν λες και είχε σταματήσει ο χρόνος. Ο Ορέστης δεν καταλάβαινε την αντίδραση του αδερφού του ο οποίος έστεκε ακόμα παγωμένος με το βλέμμα κολλημένο πάνω στην Αρετή ώσπου κάνοντας ένα βήμα για να τη πλησιάσει, είδε το χέρι του Στυλιανού να απλώνεται μονομιάς κόβοντας του το δρόμο.
"Μη πλησιάσεις Ορέστη..." τόλμησε να πει αφήνοντας τους όλους άφωνους μα όχι και τον αδερφό του ο οποίος με μια κίνηση τον έπιασε από το γιακά του πουκάμισου του.
"Τι είπες ρε;" κραύγαζε δυνατά ταρακουνωντας τον και ο Στυλιανός πιάνοντας τα χέρια του , τον έσπρωξε .
"Είπα απομακρυνσου!" Φώναξε ταυτόχρονα παγώνοντας το αίμα όλων. "Από πότε τα βάζεις με γυναίκες ρε; Εσύ είσαι που έλεγες πως χέρια Φραγκιά δεν αγγίζουν θηλυκά με αυτό το τρόπο;"
"Στυλιανέ!" ο τρόπος που έβγαλε φωνή ο Ορέστης, δεν έμοιαζε με καμία άλλη φορά . Σαν να μεταμορφώθηκε, η φωνή βγήκε τρομακτική και η Αρετή από το φόβο της, ανέβασε τα χέρια στο κεφάλι. "Ποιος διάολος σου είπε πως τη πείραξα; Ποιος σου είπε πως θα άπλωνα το χέρι πάνω της;"
"Κι αυτά τι είναι ρε;!"αποκρίθηκε δείχνοντας του τα κατακόκκινα από το αρπαγμα χέρια της Αρετής. Η υπομονή όμως του Ορέστη είχε εξαντληθεί.
"Στυλιανέ... Πάρε τους άντρες και δρόμο." Πρόσταξε κοιτάζοντας τον με βλέμμα σοβαρό.
"Δε πάω πουθενά! Όχι αν δε μάθω τι συνέβη και δεν βεβαιωθω πως ...."
Ο Ορέστης τράβηξε με φόρα το οπλο ρίχνοντας δύο τουφεκιές στον αέρα και τον κοίταξε έξαλλος. Σαν μεγαλύτερος ειδικά μπροστά στους άντρες, ο λόγος του είχε αξία. Βλέποντας το ίδιο του το αιμα να αντιτάσσεται σε όσα του πρόσταξε για μια Ραΐση, έκανε τη κατάσταση ακόμα χειρότερη.
Δεν χρειαζόταν να ειπωθεί λέξη παραπάνω. Αν τράβαγε το όπλο και ο Στυλιανός θα γινόταν μακελειό. Και φυσικά δε το έπραξε... Κάπου σε εκείνο σκοτεινό βλέμμα του Ορέστη προς εκείνον, υπήρχε η βεβαίωση πως αυτός ο πυροβολισμός σήμαινε ότι δε θα τη πειράξει. Εκτός αυτού, παρά τα όσα είπε και έκανε, ήταν και ο ίδιος σοκαρισμένος με το γεγονός πως εκείνη η τουρίστρια ήταν εν τέλει εχθρός και ήξερε πολύ καλά πως το μυαλό του δε σκεφτόταν καθαρά.
"Καλώς... Παίρνω τους άντρες και πάμε στην αποθήκη" είπε πλησιάζοντας τον. "Μη τη παρατήσεις μέσα στο φαράγγι , δε φαίνεται να έχει ιδέα για το ποιοι είμαστε ..." Του ψιθύρισε μόλις έφτασε αρκετά κοντά του και δίνοντας ένα πρόσταγμα στους άντρες άρχισαν να εξαφανίζονται ένας προς ένας μέσα στα δέντρα.
Η Αρετή καθισμένη ακόμα σαν άγαλμα , προσπαθούσε να σκεφτεί μα το μυαλό της δε λειτουργούσε σωστά.
"Εσύ!" είπε μόλις έμειναν μόνοι. "Ντύσου χωρίς μαλακίες και έλα μαζί μου. Νομίζω έχουμε να πούμε δυο λόγια" ήταν τόσο νευριασμένος που δεν της άφησε και πολλά περιθώρια αντίδρασης.
"Γυ..γύρνα σε ... Σε παρακαλώ..." Ψέλλισε μονάχα κι εκείνος ετριξε το σαγόνι.
"Έχεις δύο λεπτά..." Της δήλωσε και βάζοντας το όπλο στη θήκη του, γύρισε από την άλλη για να την αφήσει να ντυθεί. Θέλοντας και μη, την άκουγε να βάζει τα ρούχα της ενώ κάθε τόσο , ρουφούσε τη μύτη της πράμα που δήλωνε πως έκλαιγε. Και αυτό έκανε... Το σοκ που υπέστη μπλόκαρε το αντριλικι της μονομιάς και ξύπνησε συναισθήματα που δεν ήξερε και η ίδια πως είχε.
"Θεέ μου !!!!!" Την άκουσε αξαφνα να φωνάζει και γυρίζοντας απότομα ένιωσε μια σφαίρα περνάει ξυστά από το κεφάλι του. Ο Ορέστης δίχως να χάσει χρόνο , έβγαλε το όπλο ρίχνοντας στον αέρα 3 φορές για να καταλάβουν οι δικοί του πως κάτι γίνεται , την άρπαξε από το χέρι και άρχισε να τρέχει προς τα δέντρα.
"Άσε μεεεεε!!! Άσε μεεεεε!" Του φώναζε μα δεν άκουγε. Ο Ορέστης έτρεχε και έτρεχε ώσπου βγήκαν μέσα σε μια σπηλιά στα βάθη του φαραγγιού και λαχανιασμενοι όπως ήταν και οι δύο, τη κράτησε σφιχτα από τη μέση και την έσπρωξε πάνω στις πέτρες.
Τη κοιτούσε μέσα στα μάτια σαν θηρίο ενω απέξω είχαν αρχίσει ήδη να ακούγονται πυροβολισμοί από παντού.
Δεν καταλάβαινε ούτε το πώς κάποιος κατάφερε να ρίξει βολή εναντίων του , αλλά ούτε και γιατί εκείνη φώναξε σώζοντας του τη ζωή με αυτό το τρόπο. Δεν ήθελε και πολύ για να αντιληφθεί πως όποιος έριξε τη σφαίρα χρησιμοποιήσε σιγαστήρα και λέιζερ. Ήταν πανέξυπνος σε αυτά. Και κατάλαβε πως εκείνη θα είδε τη κουκίδα στο κεφάλι του και θα τρομαξε. Βέβαια αυτό γεννούσε ακόμα περισσότερο ερωτήματα στο μυαλό του.
"Ξέρεις ποιοί είμαστε και ποιόν έσωσες μόλις ;" της απευθύνθηκε κι εκείνη κούνησε μονάχα το κεφάλι αρνητικά.
"Ανάθεμα !!!" φώναξε χτυπώντας τις γροθιές του στο βράχο και απομακρύνθηκε από κοντά της. Η Αρετή είχε τόσες ερωτήσεις στο κεφάλι της μα όλα έμοιαζαν σαν κακή ταινία πλέον. Πόσο ειρωνικό της φάνταζε...
Ο Ορέστης πηγαινοέρχονταν σαν το τρελό μέσα στη σπηλιά κλωτσώντας τις πέτρες κι εκείνη στεκόταν σαν άγαλμα. Είχε καταφέρει να φορέσει μόνο το παντελόνι της. Η βαλίτσα της είχε μείνει πίσω. Το κινητό της επίσης ήταν εκεί και ήταν αποκλεισμένη με ένα τρελό σε μια σπηλιά στο πουθενά έχοντας στο κατόπι τους, κάποιους άλλους τρελούς που πυροβολούσαν. Κάνοντας όλες αυτές τις σκέψεις, το σύστημα της κατέρρευσε.
Πάτησε τα κλάματα και ακουμπώντας το κορμί της στο βράχο, άρχισε να πέφτει προς τα κάτω.
Ο Ορέστης έκανε να πλησιάσει κι εκείνη άπλωσε το χέρι της κοιτάζοντας τον γεμάτη μίσος.
"Μη. Μη με πλησιάζεις" πρόσταξε έχοντας όχι το φόβο στη φωνή μα το νεύρο και σκούπισε τα μάτια της. Σηκώθηκε και πήρε μια βαθιά ανάσα. Όλη αυτή η στάση δεν της ταίριαζε καθόλου και βλέποντας τον ίδιο της τον εαυτό να σπάει, εξοργίστηκε. Περπάτησε ως το άνοιγμα κι εκείνος έτρεξε ξωπισω της.
"Παράτα με!" Του φώναξε έξαλλη. "Δε σε ξέρω!!! Προσπάθησες να με σκοτώσεις. Ποιοι είστε ;! Τι διάολο συμβαίνει εδώ πέρα γαμωτο! Απαιτώ εξηγήσεις τώρα!!!" Έχοντας ένα εντελώς διαφορετικό πρόσωπο αυτή τη φορά, δε δίστασε να κάνει εκείνη ένα βήμα πιο κοντά του απειλώντας ευθέως με τη παρουσία της το προσωπικό του χώρο.
Η κατάσταση είχε ξεφύγει εντελώς. Τα συναισθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο με εκείνη κοντά στο απόγειο της τρέλας. Ήταν όμως πραγματικά μια Ραΐση... Δάμασε το φόβο από την ώρα που ξέσπασε σε κλαματα μόλις έμεινε μόνη μαζί του ξανά και προσπάθησε να ανασυγκρότησει τον εαυτό της.
"Μη μου φωνάζεις..." αποκρίθηκε ψυχρός κοιτάζοντας τη κατάματα .
"Θα φωνάζω όσο θέλω ! Απαιτώ εξηγήσεις αυτή εδώ τη στιγμή το κατάλαβες ;" συνέχισε και με το δάχτυλο της, τον χτύπησε δύο φορές στον ώμο. Είδε το σαγόνι του έτοιμο να σπάσει από το σφίξιμο και τον πίεσε ακόμα περισσότερο "Γλώσσα δεν έχεις ; Η μάλλον όπως λέτε εσείς οι ντόπιοι, σου κλέψανε τη λαλιά;" συνέχισε εκνευρισμένη κλείνοντας κάθε απόσταση που υπήρχε μεταξύ τους. Ο Ορέστης ανοιγοκλεισε τα δάχτυλα του χεριού του έτοιμος να τη πιάσει από το λαιμό και να τη πνίξει μα δε πρόλαβε...
"Επιτέλους !" Εσκουξε αξαφνα ο Λευτέρης, ένας παραγιος της οικογένειας μπαίνοντας στη σπηλιά και η Αρετή έκανε δύο βήματα προς τα πίσω. "Όλοι σε ψάχνουν αφεντικό! Ο Στυλιανός έχει τρελαθεί! Μας την έπεσαν . Δεν ξέρουμε ακόμα τίποτα. Έχουμε χωριστεί και σαν ψάχνουμε σε κάθε μέρος" του είπε λαχανιασμενος κι έπειτα αντιλαμβανόμενος πως η γυναίκα ήταν χωρίς μπλούζα, γύρισε ολόκληρος από την άλλη.
"Τράβα πες του Στυλιανού πως σε δέκα λεπτά θα είμαστε στο Πυργάκι. Μαζευτε τα πράγματα και ελάτε εκεί. Θα κόψουμε δρόμο αφού πρώτα τελειώσω μια κουβέντα που έχω αφήσει στη μέση..."
"Εντάξει αφεντικό. Μόνο προσοχή. Οργωσαμε τη περιοχή , δε βρήκαμε κανένα...Αλλά..."
"Μην ανησυχείς Λευτέρη. Τράβα να τους πεις πως είναι όλα καλά κι ερχόμαστε"
"Περίμενε !!!" Φώναξε η Αρετή "Εγώ θα έρθω μαζί σου!" ο καημένος ο Λευτέρης πάγωσε. Του κόπηκε το αίμα χωρίς καν να κοιτάει προς τα πίσω. Δίχως να κουνήσει βλέφαρο, βγήκε από τη σπηλιά και αρχίσει να τρέχει...
❤️❤️❤️❤️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top