Κεφάλαιο 33

Ένα απρόθυμο ξεφύσημα ξέφυγε απ' τα χείλη της, όμως τώρα ο Αραέλ ήταν τόσο συγκεντρωμένος στα λόγια του, το μυαλό του εντελώς μεταφερμένο σε εκείνη την εποχή που δεν πρόσεξε πόσο τρομαγμένη ήτανε και συνέχισε:

«Με βασάνισαν καθαρά από ευχαρίστηση. Καθαρά από κακία, επειδή στην πραγματικότητα δεν υπήρχε ένας πραγματικός λόγος για να το κάνουν. Δεν ξέρω πόσο ακριβώς θα διάρκεσε, αλλά για μένα...για μένα ήταν ατελείωτο». Έδειξε τον εαυτό του με ένα χέρι, προς την πλάτη του, σε μια κίνηση απέχθειας. «Ήταν τότε που μου έκαναν όλα αυτά. Χρησιμοποίησαν ειδικά όπλα, όπλα φτιαγμένα στην Κόλαση και που μας κάνουν μόνιμες πληγές, για να θυμάμαι πάντα αυτό που μου έκαναν. Οι πληγές άργησαν πολύ να επουλωθούν, και θυμάμαι ότι δεν σταματούσα να αιμορραγώ. Όπως σου είπα, εκείνη την εποχή ήμουν πολύ αδύναμος...»

Το μούδιασμα των χεριών μου με παρέσυρε. Δεν ήταν μέχρι εκείνη την στιγμή που πρόσεξε ότι κι εκείνη έσφιγγε το κάγκελο, τόσο σφικτά που όταν άφησε το μέταλλο, τα δάκτυλά της έκαιγαν. Παρατήρησε πάλι τον Αραέλ, όμως αυτός συνέχιζε να κοιτάει επίμονα σε ένα μακρινό σημείο, σχεδόν σαν να μην αντιλαμβανόταν την παρουσία της εκεί.

«Όταν τους είδα ξανά, η Άνταλαΐν ήταν και αυτή πολύ άσχημα τραυματισμένη. Τόσο εκείνη όσο και ο Φάρον, όμως εκείνος δεν με ενδιέφερε. Για μένα, ο Φάρον του άξιζε όλα όσα του είχαν κάνει. Τότε, ο Ασμόδαιος έκανε γνωστή την απόφασή του: εκτέλεση». Ένας κόμπος έσφιξε το στομάχι της, και ξαφνικά ένιωσε μια έντονη επιθυμία να κάνει εμετό. Κάλυψε το στόμα της με το ένα χέρι για να προσπαθήσει να το αποτρέψει, μία κίνηση που απ' ότι φαίνεται δεν έγινε αντιληπτή από τον δαίμονα. «Τότε ήταν, εκείνη ακριβώς την στιγμή, που ο Καστιέλ εισέβαλε στο κάστρο του Ασμόδαιου. Μέχρι εκείνη την στιγμή, κανείς δεν είχε ιδέα πως εκείνος ήταν μπλεγμένος, επειδή ούτε ο Φάρον ούτε η Άνταλαΐν τον είχαν προδώσει. Αυτός αποφάσισε να παραδοθεί από μόνος του. Ήταν εκνευρισμένος, όπως δεν τον είδαμε ποτέ πριν...» Σταμάτησε για ένα λεπτό, για να βάλει σε μια τάξη τις ιδέες του, και μετά κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Τέλος πάντων, σου είπα ότι οι γονείς μου ήταν λίγο εκδηλωτικοί. Ακόμη κι η Άνταλαΐν, παρόλο που ήτανε φιλική, συνήθιζε επίσης να απουσιάζει από την ανατροφή μου. Ωστόσο, εκείνη την στιγμή, ήταν η πρώτη φορά που είδα τον Φάρον να κάνει κάτι για εμάς. Η πρώτη φορά που πρόσεξα πως στ' αλήθεια τον επηρέαζε αυτό που θα μας συνέβαινε... Και πρόσφερε την ζωή του με αντάλλαγμα για την δική μας».

Ξαφνικά η Κατρίνα ένιωσε ότι δεν ήθελε να συνεχίσει να ακούει. Θέλησε να του ζητήσει να σταματήσει, όμως δεν μπόρεσε να το κάνει. Δεν ήταν ικανή για άλλο πράγμα εκτός από το να καταβάλει μια υπερβολική προσπάθεια για να μην κάνει εμετό. Απλά έμεινε κοκκαλωμένη, δίχως να μπορεί ούτε να κουνήσει τα χείλη για να παραπονεθεί.

«Αλλά ο Ασμόδαιος δεν ήταν ικανοποιημένος με την προσφορά του» είπε με ένα μουρμουρητό. «Εκείνος ήθελε να υποφέρουμε όλοι για την ταραχή που προκαλέσαμε στο Επίπεδό του. Ήθελε να πληρώσουμε για την προδοσία μας. Η Άνταλαΐν ζήτησε κι εκείνη να την σκοτώσουν για να μας σώσει, όμως ο Ασμόδαιος ήταν εντελώς πεπεισμένος...Μέχρι που ο Καστιέλ πρότεινε να κάνουν ό,τι ήταν να κάνουν με εκείνους. Δηλαδή, αν ήθελαν να τους βασανίσουν με τους πιο βίαιους και φρικτούς πιθανούς τρόπους, με εκείνον συμπεριλαμβανόμενο, έτσι να γινόταν. Πως μπορούσαν να κάνουν ό,τι επιθυμούσαν με αυτούς υπό την προϋπόθεση ότι θα με άφηναν μόνο εμένα ζωντανό...» Έκλεισε τα μάτια για ένα δευτερόλεπτο και κούνησε το κεφάλι, πονεμένος. «Και αν υπάρχει κάτι που ο Ασμόδαιος λατρεύει περισσότερο από το σεξ, είναι τα βασανιστήρια. Έτσι δέχτηκε. Όμως, πριν να αρχίσουν, ο Φάρον ανάγκασε τον Ασμόδαιο να κάνουν συμφωνία με αίμα για να κρατήσει την υπόσχεσή του. Μία συμφωνία πολύ συγκεκριμένη μεταξύ δύο δαιμόνων, μία που είναι ακλόνητη. Μία που, αν σπάσει, πληρώνεται με την ζωή...Ο Ασμόδαιος δέχτηκε με σκοπό να βασανίσει και να εξευτελίσει τον μεγαλύτερο του εχθρό, αυτόν που ήθελε να τον εκθρονίσει. Για εκείνος ήταν ευχαρίστησή του.

Η κοπέλα τον είδε να κουνάει το κεφάλι του σε μια αργή άρνηση. Αφού ο Αραέλ δεν την κοιτούσε, κατάφερε να δει ένα συναίσθημα τόσο σκοτεινό όπως άγνωστο να βάφει τα χαρακτηριστικά του, μέχρι σε σημείο να τον κάνει να φαίνεται επικίνδυνος και τρομαχτικός... Όμως επίσης την έκανε να επιθυμεί να μάθει τι ήταν αυτό το άλλο συναίσθημα που δεν κατάφερνε να ανιχνεύσει.

«Δεν είμαι σίγουρος πόσο διάρκεσε. Ο Ασμόδαιος με αλυσόδεσε σε μία κολώνα στην αρένα βασανιστηρίων για να τα έβλεπα όλα... Αναγνώρισα στο πρόσωπό του, κάθε φορά που χτυπούσαν κάποιο από τους τρεις, την ικανοποίηση που αυτό του προκαλούσε. Στην Άνταλαΐν και στον Καστιέλ έκαναν όλου τους είδους τα βασανιστήρια, και εγώ δεν είχα δύναμη για τίποτα. Ούτε για να τους βοηθήσω, ούτε για να το σκάσω από εκείνο το καταραμένο μέρος. Υπήρχαν χιλιάδες δαίμονες πρόθυμοι να δούνε και να λάβουν μέρος. Ακόμη και τον Φάρον, με την μεγάλη και επιβλητική του φιγούρα, τον ντρόπιασαν και μείωσαν την περηφάνεια του καταλήγοντας στο τίποτα... Το ατελείωτο μαρτύριο του μονάχα τελείωσε όταν ο Ασμόδαιος τους βαρέθηκε, και έβαλε φωτιά στα σώματά τους. Όχι οποιαδήποτε φωτιά. Υπάρχει μία ιδιαίτερη φωτιά, μία που μόνο οι πιο ισχυροί δαίμονες και άγγελοι μπορούν να επικαλέσουν ονόματι Ιερή Φωτιά, και είναι θανάσιμο για εμάς, τόσο για τους αγγέλους όσο και για τους δαίμονες. Ο Ασμόδαιος έκανε τους τρεις να καούν, όταν δεν είχε πια τις δυνάμεις για να παλέψει ούτε για να το σκάσει. Και δεν ήταν καν στιγμιαίο...» Η φωνή του έσβησε, και εκείνη την στιγμή η κοπέλα πρόσεξε το τρέμουλο στις γροθιές του που βρίσκονταν επάνω στο κάγκελο. «Ο θάνατος του ήταν τόσο αργός όπως τα ίδια βασανιστήρια που υπέφεραν».

Άνοιξε το στόμα για να συνεχίσει να μιλάει, όμως καμία λέξη δεν βγήκε απ' τα χείλη του, έτσι το έκλεισε απότομα και έσφιξε το σαγόνι που μέχρι και φλέβα φάνηκε. Κούνησε το κεφάλι, και ξαφνικά τον είδε τόσο θλιμμένο, που δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Δεν ήξερε αν στ' αλήθεια ήθελε να συνεχίσει να ακούει.

Όμως, την ίδια στιγμή, είχε ανάγκη να μάθει.

«Τι έγινε με σένα;» ρώτησε με σιγανή φωνή.

Εκείνος πήρε ένα λεπτό για να χαλαρώσει, πριν να μιλήσει ξανά.

«Λόγω της συμφωνίας που έκανε με τον Φάρον, ο Ασμόδαιος δεν μπορούσε να με σκοτώσει. Όμως αποφάσισε ότι άλλοι ναι μπορούσαν. Έτσι δεν μου επέτρεψε να επιστρέψω στη Γη. Με άφησε εκεί, έρμαιο. Στην τύχη μου. Με εγκατέλειψε σε ένα κόσμο στον οποίο ήταν σίγουρος ότι δεν θα διαρκούσα πολύ. Και αφού εγώ δεν ήξερα να προστατεύω τον εαυτό μου, τα βασανιστήρια, το μαρτύριο και ταπεινώσεις συνέχισαν. Έφτασε ένα σημείο στο οποίο ήμουν ζωντανός-νεκρός και με άφησαν για να πεθάνω. Τότε ήταν όταν η Άρια με βρήκε. Ξέρω πως εκείνη πήγε να με βρει με την πρόθεση να με εξολοθρεύσει, να εκδικηθεί για τον γιο της. Όμως κάτι άλλαξε μέσα της μόλις με είδε». Τα φρύδια του σούφρωσαν, λες και η αμφιβολία τον είχε κατακλύσει. «Και αντί να τελειώσει με την αποστολή της, εκείνη πήρε την απόφαση να με φροντίσει μέχρι να είχα τις δυνάμεις να προστατεύσω τον εαυτό μου. Ο σύντροφός της, ο πατέρας του Καστιέλ, δεν το δέχτηκε. Εκείνος δεν άντεξε πως η γυναίκα του επέλεξε να σώσει την ζωή του υπεύθυνου για τον θάνατο του γιου τους, και την εγκατέλειψε. Αυτό που είχαν, τελείωσε κι αυτό εξαιτίας μου».

Τον είδε να χαμηλώνει το κεφάλι λιγάκι, όμως σύνελθε αμέσως, λες και γρήγορα είχε πειστεί για κάτι. Η Κατρίνα ήθελε να μάθει τι σκέφτηκε και να τον ρωτήσει για τον πατέρα του Καστιέλ, αλλά ίσως εκείνος το πρόσεξε πριν καν να μπορέσει το αίνιγμα να πει μια λέξη, έτσι βιάστηκε να συνεχίσει:

«Με το πέρασμα του χρόνου, και ενάντια όλων των προφητειών, ξεπέρασα τις προσδοκίες ζωής που όλοι είχαν για μένα. Και έγινα δυνατός. Πιο δυνατός σε ένα κόσμο που φαινόμουν σαν εγώ να ήμουν το πιο απαίσιο πράγμα με το οποίο μπορούσαν να συναντηθούν. Όπου κι αν πήγαινα, με κοιτούσαν με απόρριψη και μου επιτίθονταν κάθε φορά που είχαν την ευκαιρία. Ακόμη κι έτσι, έπρεπε να βρω την θέση μου εκεί, αλλιώς θα τρελαινόμουν. Χρειαζόμουν να ταιριάξω. Να αποδείξω πως όντως ήμουν σαν εκείνους, ότι δεν υπήρχε τίποτα διαφορετικό μέσα μου. Τίποτα που να με μείωνε μονάχα επειδή ήμουν υβρίδιο... Ωστόσο, ναι υπήρχε. Υπήρχαν μερικά πράγματα που με έκαναν διαφορετικό από τους υπόλοιπους, και αυτό με εκνεύριζε όσο δεν φαντάζεσαι». Έκανε ένα μορφασμό αντιπάθειας. Ωστόσο, μετά ένα αμυδρό ύποπτο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. «Όμως επίσης είχα άλλες ικανότητες που εκείνοι δεν κατείχαν. Και προσπάθησα να χρησιμοποιήσω την διαφορετικότητα μου σαν ένα πλεονέκτημα. Για παράδειγμα, εγώ είχα περισσότερη αντίσταση σε θρησκευτικά αντικείμενα από οποιοδήποτε από εκείνους. Και με τον καιρό έμαθα πως, όπως και οι άγγελοι, είχαν επίσης την ικανότητα να θεραπεύω σωματικές πληγές. Όλες οι ικανότητες που κανείς άλλος δεν είχε, της χρησιμοποιούσα προς όφελός μου. Και έτσι ήταν που, σιγά σιγά, έκανα τον δικό μου χώρο».

Ο Αράελ ανασήκωσε τους ώμους. Τον είδε να γυρνάει αργά το κεφάλι προς το μέρος της, για πρώτη φορά κάτι που της φάνηκε σαν αρκετός καιρός από την τελευταία φορά.

«Πέρασαν μερικοί αιώνες, όταν αποφάσισα να επιστρέψω στη Γη» είπε σιγανά. «Και είδα ότι εσείς δεν είχατε αλλάξει καθόλου. Ότι συνεχίζατε να είστε εγωιστές, άθλιοι, δυσμενείς. Δεν ήσασταν πολύ πιο κακοί από τους ίδιους τους δαίμονες... Έτσι κατέληξα στο συμπέρασμα πως ήθελα να σας δω να υποφέρετε. Πως ήθελα να σας δω όλους εσάς να καίγεστε στην Κόλαση. Και προσπάθησα να υποστηρίξω την καταστροφή τους. Όταν έμαθαν όλοι ότι ήμουν τόσο πρόθυμος να εξολοθρεύσω το ανθρώπινο γένος, τότε ήταν που μπορούσε να ειπωθεί πως τα πράγματα καλυτέρευσαν. Ήταν μόνο τότε, όταν έδειξα εμπιστοσύνη στους δαίμονες και όταν στ' αλήθεια ήμουν με το μέρος τους, που ο Ασμόδαιος έγινε επιεικής μαζί μου. Όταν απέδειξα την αφοσίωσή μου προς αυτόν και στην Κόλαση, τα πράγματα έγινε πιο εύκολα για μένα. Όταν εκείνος είδε ότι εγώ δεν είχα την παραμικρή πρόθεση να τον αντικαταστήσω, αλλά πως υποστήριζα τον σκοπό του, ο Ασμόδαιος μου έδωσε μια θέση στην Κόλαση. Μου παρέδωσε τους δικούς μου λεγεώνες δαιμόνων και μου έδωσε μια θηλή θέση στο τάγμα του. Ξαφνικά, οι θηλυκοί δαίμονες δεν με κοιτούσαν πια με αηδία, αλλά ως ακόμη ένας απ' αυτούς. Οι υπόλοιποι δαίμονες δεν με εξευτέλιζαν πια, περισσότερο επειδή εγώ μπορεί να ήμουν ικανός να τους σκοτώσω, και επίσης επειδή άρχισαν να με σέβονται. Και μόνο τότε ήταν που μπόρεσα να νιώσω ότι πραγματικά ανήκα εκεί...» Χαμήλωσε το βλέμμα μέχρι που το βλέμμα του συναντήθηκε με το δικό της. «Θες να μάθεις τι κάνω στην Κόλαση, Κατρίνα;» Τα γκρίζα μάτια του υιοθέτησαν μια άγνωστη, ζοφερή λάμψη. Φτιαγμένη από μοχθηρότητα. Μία λάμψη που εδώ και αρκετό καιρό δεν έβλεπε μέσα σ' αυτά. «Διοικώ τους Λεγεώνες δαιμόνων που είναι υπεύθυνοι για να πολεμήσουν στην Αποκάλυψη. Προπονώ τους Αναγεννημένους και τους αρχάριους, για την τελική μάχη μεταξύ του Παραδείσου και της Κόλασης...Αυτό είναι που κάνω».

«Εσύ...είσαι υπεύθυνος για την Αποκάλυψη;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα.

«Όχι μόνο εγώ» απάντησε πιο σοβαρός, ανασηκώνοντας τους ώμους. «Απλώς εκπροσωπώ ένα ασήμαντο ρόλο σ' αυτό. Υπάρχουν άλλοι πολλοί με την ίδια θέση που έχω εγώ, με τους δικούς τους λεγεώνες δαιμόνων». Από το πουθενά, ένα κοφτό και νευρικό γέλιο του επιτέθηκε, ξαφνιάζοντας την Σμιθ. «Η Άνταλαΐν δεν ήθελε να τους μισήσω, και αντίθετα αυτό που έκανα ήταν να γίνω μέλος της αιτίας για την καταστροφή τους». Γέλασε λίγο ακόμη, μέχρι που το χαμόγελο του άρχισε αργά να εξασθενεί. Τότε, η κατανόηση κατέλαβε τα χαρακτηριστικά του, λες και μόλις τώρα, μετά από τόσους αιώνες, είχε αντιληφθεί αυτό το γεγονός. Και πρόσθεσε με ένα ψίθυρο: «Τι θα έλεγε εκείνη αν ακόμη ζούσε;»

Ένας κόμπος δημιουργήθηκε στον λαιμό της εξαιτίας του ξαφνικού φόβου από την ομολογία του, δεν την άφησε να μιλήσει αμέσως, έτσι αναγκάστηκε να καθαρίσει τον λαιμό της. Αν και στην πραγματικότητα εκείνος δεν φαινόταν να περιμένει μια απάντησα, δεδομένου ότι το βλέμμα του καρφώθηκε πάλι στα ήρεμα νερά του ποταμού.

«Έκανες ότι έπρεπε για να επιβιώσεις» είπε ψιθυριστά, με σχεδόν καμία δύναμη στην φωνή της. «Τίποτα από αυτά ήταν δικό σου φταίξιμο».

«Ξέρεις; Το πραγματικό μου όνομα είναι Αζραέλ, όμως πάντα με φώναζαν Αραέλ. Και ξέρεις τι σημαίνει Αζραέλ;» ρώτησε, αγνοώντας εντελώς τα λόγια της. «"Άγγελος του Θεού" ή "Βοήθεια από τον Θεό". Μπορείς να φανταστείς όλα όσα έπρεπε να περάσω μονάχα εξαιτίας του ονόματός μου;» Πίεσε τα χείλη και κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί έκαναν ότι έκαναν. Γιατί με άφησαν στον κόσμο αυτό όταν ήταν πιο εύκολο να με ξεφορτωθούν; Θα γλίτωναν όλο τον πόνο, τόσο τον δικό μου όσο κι τον δικό σου. Θα ζούσαν αν γινόταν αυτό. Τι σκοπό είχαν όταν έφεραν στον κόσμο ένα πλάσμα σαν κι εμένα;»

«Κ-κοίτα...» τραύλισε, δίχως να ξέρει ακριβώς τι να απαντήσει.

«Οι άγγελοι δεν ενδιαφέρθηκαν καν να πάρουν κάποια απόφαση σχετικά με μένα. Δεν τους ένοιαξε καθόλου αυτό που οι δαίμονες θα μου έκαναν, επειδή με θεώρησαν μία ανωμαλία. Κάτι που ποτέ δεν θα μπορούσε να ταιριάξει μαζί τους. Και μετά, στην Κόλαση, δούλεψα σκληρά για να προσαρμοστώ, όμως ακόμη κι έτσι...Ακόμη κι έτσι, μετά από αρκετό καιρό και γι' αυτό που δούλεψα σκληρά, ξέρω ότι δεν το κατάφερα εξ ολοκλήρου. Ξέρω ότι ακόμη υπάρχουν κάποιοι που με κοιτάνε λες και είμαι ένα τέρας» γέλασε κάπως επιθετικά, κουνώντας το κεφάλι. «Υπάρχουν ανατριχιαστικά τέρατα εκεί, θα έπρεπε να τα δεις. Είναι τόσο αποκρουστικά που δεν μπορείς καν να βρίσκεσαι κοντά τους..., όμως οι καταραμένοι δαίμονες με βλέπουν εμένα σαν τέρας!» ξεστόμισε, λαχανιασμένος και με κλεισμένα τα χέρια σε γροθιές.

Τα φρύδια του σούφρωσαν πάλι, και όλη η έκφρασή του δήλωνε οργή.

«Αραέλ...» είπε σε μια προσπάθεια της να τον ηρεμήσει, αλλά δεν τόλμησε να πλησιάσει.

Εκείνος δεν της έδωσε την παραμικρή σημασία.

«Γιατί το έκαναν; Τι σκόπευαν να κάνουνε ο Φάρον και η Άνταλαΐν με όλα αυτά; Με την θυσία τους για μένα...» είπε μέσα απ' τα δόντια τους γεμάτος οργή. «Καταλαβαίνω τον Καστιέλ, επειδή εκείνος ήταν τρελός. Εκείνος ήθελε να είναι διαφορετικός και υποστήριζε τα πάντα όσα ήταν ασυνήθιστα. Όμως εκείνοι...τι κέρδιζαν;»

«Ήταν οι γονείς σου» ψιθύρισε η Κατρίνα.

«Πέθαναν επειδή με είχαν εμένα» απάντησε μέσα απ' τα δόντια του. Εκείνος δεν φαινόταν να την ακούει. «Με άφησαν σε εκείνο τον άθλιο κόσμο. Με εγκατέλειψαν στο χειρότερο μέρος στο οποίο μπορούσα να καταλήξω».

«Προσπάθησαν να σε προστατεύσουν. Ήταν όλα όσα μπόρεσαν...»

«Και εσύ τι ξέρεις;» την διέκοψε, απότομα. «Δεν μπορείς να το ξέρεις. Κανείς δεν ξέρει επειδή εκείνοι δεν είπαν ποτέ σε κανένα γιατί άρχισαν εκείνη την διεστραμμένη και άρρωστη σχέση, και πολύ λιγότερο γιατί δημιούργησαν εμένα. Γέννησαν ένα τέρας! Δεν ταιριάζω σε κανένα καταραμένο μέρος! Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι σκατά είμαι!»

«Είσαι ο γιος τους...»

«Είμαι ένα φαινόμενο!» Η γροθιά του συγκρούστηκε με το κάγκελο και το μεταλλικό υλικό λύγισε προς τα κάτω λόγω του χτυπήματος, κάνοντας ένα δυνατό κι παράξενο θόρυβο.

Η κοπέλα κατάπιε με δυσκολία.

«Δ-δεν είναι αλήθεια». Προσπάθησε να ακουστεί πειστική, όμως δεν το κατάφερε καθόλου. «Εκείνοι σε έκαναν να πιστεύεις πως ήσουν. Όμως δεν είναι έτσι».

«Δεν καταλαβαίνεις». Κούνησε το κεφάλι και το πρόσωπό του τραβήχτηκε σε μια έκφραση γεμάτη αγανάκτηση. «Ο Φάρον και η Άνταλαΐν με έβλεπαν επίσης έτσι. Κάθε φορά που έδειχνα κάποια ικανότητα που αυτοί δεν περίμεναν, με κοιτούσαν περίεργα. Ο Φάρον ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να δείξει κάποια συμπάθεια προς εμένα, και η Άνταλαΐν μετά βίας το έκανε. Ξέρω ότι εκείνοι δέχτηκαν να τους βασανίσουν μέχρι θανάτου για να με σώσουν, όμως δεν γνωρίζω τον πραγματικό λόγο της απόφασής τους. Δεν είπα γιατί το έκαναν, δεν μου έδωσαν καμία εξήγηση. Ούτε καν με αποχαιρέτησαν...» Η φωνή του στο τέλος έσβησε, και δεν μπόρεσε πια να συνεχίσει να μιλάει.

Κάθε ένα από τους μυς του φαινόταν τσιτωμένος και όλο το σώμα του έκπεμπε αγριότητα. Και, ταυτοχρόνως, έμοιαζε τόσο...ευάλωτος. Παρά το ύψος του, το πλάτος των ώμων του και εκείνη η δική του επιβλητικότητα, εκείνη την στιγμή έδινε την εντύπωση σαν να κουβαλούσε μια τεράστια θλίψη. Μία οδύνη που, υποτίθεται, ένα πλάσμα σαν εκείνον δεν ήταν ικανός να νιώσει.

Είχε μια τεράστια και τρομαχτική επιθυμία να κάνει μερικά βήματα προς το μέρος του και να τυλίξει τα μπράτσα γύρω απ' το στέρνο του. Όμως δεν το έκανε. Αρνήθηκε να ακολουθήσει το ένστικτό της, επειδή μία επίμονη φωνή στο μυαλό της ισχυρίστηκε ότι το πιο πιθανόν ήταν ο Αραέλ να την απόρριπτε ή να αντιδρούσε με οργή.

«Είναι αλήθεια, δεν το ξέρω» παραδέχτηκε με ένα ασταθή ψίθυρο. «Και δεν μπορώ να το ξέρω καθόλου... Όμως ούτε εσύ το ξέρεις, Αραέλ». Κούνησε το κεφάλι αρνητικά με πεισμονή. «Μονάχα μένει να υποθέσουμε πως το έκαναν για να σε κρατήσουν ασφαλή, όποιος κι αν ήταν ο λόγος αυτός».

Εκείνος αργά κούνησε το κεφάλι, όχι κι πολύ πειστικός. Πριν να πρόσθετε κάτι άλλο, η Σμιθ βιάστηκε να πει:

«Αλλά εγώ νομίζω ότι ο πραγματικός λόγος ήταν επειδή σε αγαπούσαν, Αραέλ. Δεν θα άντεχαν όλα αυτά αν δεν ένιωθαν έτσι».

Τον είδε να σουφρώνει τα φρύδια και να κουνάει το κεφάλι σε μία άρνηση. Ωστόσο, μερικά δευτερόλεπτα μετά, ένα μισό χαμόγελο μετά βίας αισθητό ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του, αν και ήταν φευγαλέο.

Ο Αραέλ σήκωσε το βλέμμα μέχρι που τα μάτια του έδωσα προσοχή στα δικά της.

«Πάψε να με κοιτάς έτσι» είπε με πικρία. «Δεν θέλω να με λυπάσαι. Μονάχα σου τα είπα όλα αυτά για να σταματήσεις επιτέλους να με ενοχλείς».

Η Κατρίνα σούφρωσε τα φρύδια. Δεν είχε καταλάβει ότι τον παρατηρούσε τόσο έντονα, όμως αμέσως όρθωσε το κορμί της και σταύρωσε τα χέρια, καθώς κοιτούσε αλλού που αυτή την φορά να μην ήταν εκείνος ο δαίμονας.

«Δεν σε λυπάμαι» είπε ψέματα, προσπαθώντας να δείξει ανωτερότητα.

«Νιώθω πως πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη για ό,τι έγινε στο μπαρ» πέταξε εκείνος. Της φάνηκε πως μίλησε γι' αυτό σε μία απελπισμένη του κίνηση να αλλάξει θέμα συζήτησης και να ξεχάσει όλα τα προηγούμενα. Εν μέρει λειτούργησε, επειδή αμέσως η Κατρίνα γύρισε το κεφάλι προς το μέρος του λόγω της έκπληξης για να δει το απαθές πρόσωπό του, όμως μετά σάστισε όταν ο δαίμονας δεν συνέχισε.

«Τι θα έλεγες;»

«Τίποτα δεν θα έλεγα». Ανασήκωσε τους ώμους. «Είπα ότι ένιωθα πως έπρεπε να το κάνω, όχι πως θα το έκανα».

Η κοπέλα στροβίλισε τα μάτια.

«Υποθέτω ότι αυτό είναι το καλύτερο που μπορώ να περιμένω από σένα». Η Κατρίνα σήκωσε το βλέμμα προς τον συννεφιασμένο ουρανό όταν δύο αδύνατες και μετά βίας αισθητές σταγόνες νερού έπεσαν στο πρόσωπό της. Ο Αραέλ άφησε ένα μακράς διάρκειας αναστεναγμό να ξεφύγει απ' τα χείλη του. «Είναι ήδη πολύ αργά» ξεστόμισε, αγκαλιάζοντας τον εαυτό της σε μια προσπάθεια να ζεσταθεί.

Με πλάγιο βλέμμα, τον είδε να γνέφει θετικά με απάθεια.

Ήταν έτοιμη να τον αποχαιρετήσει, όταν εκείνος έκανε μία κίνηση κεφαλιού και άρχισε να περπατάει χωρίς να περιμένει απάντησε από μέρους της. Η Σμιθ σούφρωσε τα φρύδια και δίστασε μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι που αποφάσισε τελικά να τον ακολουθήσει.

Διέσχισαν το πάρκο, από τον χωματόδρομο και ανάμεσα απ' τα δέντρα, μέχρι που πάλι συναντήθηκαν με το πεζοδρόμιο. Ο Αραέλ προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι κατά διαστήματα την άφησε πολύ πιο πίσω.

Ξαφνικά, σταμάτησε απότομα μπροστά από ένα μαύρο αμάξι. Εκείνος το κοίταξε προσεχτικά για λίγα δευτερόλεπτα, και μετά βάδισε γύρω απ' το όχημα μέχρι την πόρτα του οδηγού.

«Τι συμβαίνει με σένα;» ξεστόμισε αμέσως, ταραγμένη. «Μήπως είσαι κλεπτομανής;»

«Δεν το νομίζω» απάντησε αδιάφορα, την ίδια στιγμή που άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου χωρίς την βοήθεια ενός κλειδιού. «Προτιμάς να περιμένει ένα ταξί κάτω από την βροχή;»

«Δεν θα μπω μέσα, Αραέλ. Αυτό δεν είναι σωστό».

Εκείνος ανασήκωσε το ένα φρύδι. Η Κατρίνα σταύρωσε τα χέρια και ο Αραέλ έσφιξε το σαγόνι καθώς έπαιρνε μια βαθιά ανάσα. Για μια στιγμή, έκλεισε τα μάτια και σχεδόν μπόρεσε να ορκιστεί πως τον είδε να μουρμουράει κάτι στον εαυτό του.

«Κατρίνα» είπε, κοιτώντας την ξανά, «σου υπόσχομαι ότι θα το επιστρέψω ακριβώς εδώ. Όμως δεν θα σ' αφήσω να περπατήσεις τέτοια ώρα μέσα στην βροχή για να πάρεις ένα ταξί, σε παρακαλώ...» Ξαφνικά, η καλοσύνη που είχε ο τόνος της φωνής του εξαφανίστηκε. «Και αν δεν μπεις μέσα στο καταραμένο αυτοκίνητο, θα σε αναισθητοποιήσω και θα σε βάλω με το ζόρι μέσα».

Το κορίτσι στροβίλισε τα μάτια, δίχως να δώσει σημασία στο γεγονός πως μόλις την είχε απειλήσει. Πρόσεξε ότι η αδύνατη βροχή είχε αρχίσει να πέφτει με πιο πολλή δύναμη σ' αυτό το τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα στον ουρανό, λες και η φύση ήταν ένοχη για την κακή της τύχη.

Είδε τον Αραέλ να ανασηκώνει τα φρύδια, ανυπόμονος. Και τότε, αναστενάζοντας κι απρόθυμα, η Σμιθ άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού.

Γλίστρησε άβολα στο κάθισμα, νιώθοντας περιέργεια να περιεργαστεί το εσωτερικό του αμαξιού, όμως η συνείδησή της που έλεγε πως ήδη έκανε κάτι κακό-το οποίο ήταν ένα έγκλημα-, της το απέτρεψε. Έτσι απλά φόρεσε την ζώνη ασφαλείας, σταύρωσε τα χέρια και κοίταξε απ' το παράθυρο, ενώ προσπαθούσε να αγνοήσει το τρομαχτικό γεγονός πως ο Αραέλ ξεκίνησε την μηχανή τοποθετώντας μονάχα ένα χέρι εκεί που έπρεπε να εισέλθουν τα κλειδί.

Δεν ήταν σίγουρη για την ακριβής στιγμή που το βλέμμα της σταθεροποιήθηκε, ή πότε έπαψε να νιώθει τόσο μεθυσμένη. Ωστόσο, έκανε ασκήσεις αναπνοή γιατί κάτι της έλεγε πως ανά πάσα στιγμή μπορούσε να κάνει εμετό. Και το λιγότερο που ήθελε ήταν να δώσει περισσότερα προβλήματα στον κάτοχο του αυτοκινήτου, όποιος και αν ήταν αυτός.

Η διαδρομή ήταν γεμάτη ένταση. Άβολη. Τόσο επειδή η Κατρίνα ήταν ανήσυχη διότι δεν είχε κάνει εμετό ακόμη τα μοχίτο, όσο και για όλη την συζήτηση που είχαν οι δυο τους. Ήταν αδύνατον να μην σκέφτεται όλα όσα ο δαίμονας της είχε πει, και περισσότερο εκείνη την στιγμή που η φαντασία της φαινόταν να είναι αρκετά ενεργή.

«Κατρίνα...» Η φωνή του την έκανε να τιναχτεί λιγάκι απ' την θέση της, όμως μέσα της τον ευχαριστούσε που θα έλεγε κάτι.

«Ναι;»

«Δεν αναιρώ αυτό που είπα πριν από λίγο. Δεν έλεγα ψέματα. Δεν έπαιζα μαζί σου, και το λιγότερο που ήθελα ήταν να σκεφτείς κάτι τέτοιο. Απλά είναι που...παρασύρθηκα. Και δεν σκέφτηκα τις συνέπειες που για σένα θα μπορούσαν να έχουν σημασία». Τον είδε να σφίγγει τα χέρια επάνω στο τιμόνι, και ξαφνικά μία αίσθηση ζάλης άρχισε να αυξάνει ένα κόμπο στο στομάχι της. «Ξέρω ότι σου είπα πως με έκανες να νιώθω κάτι, και είναι αλήθεια. Όμως είμαι ενημερωμένος πως ειδικά σήμερα, διέπραξα μια βλακεία που πήγα σε εκείνο το μπαρ. Μια βλακεία ωθούμενη από...»

«Ζήλια;» ρώτησε εκείνη όταν ο Αραέλ δεν ολοκλήρωσε την πρότασή του.

«Όχι» απάντησε, απόλυτα πεπεισμένος και κάπως σκληρά. «Εγώ δεν ένιωσα ποτέ ζήλια για κανένα».

«Και πώς λέγεται η σκηνή που έκανες;»

«Είμαι εγωιστής, όπως εσύ το είπες». Κούνησε το κεφάλι καταφατικά γεμάτο από πεποίθηση. «Αυτό είναι, τίποτα άλλο. Δεν θέλω να μπερδεύεις τα πράγματα, ούτε να έχεις ελπίδες».

Ένα δυνατό και οδυνηρό τσίμπημα χαράκωσε το στήθος της, όμως αρνήθηκε να αφήσει τον Αραέλ να το αισθανθεί. Έγνεψε θετικά, ενώ τα μάτια της επέστρεφαν στο παράθυρο, κοιτώντας τις βροχές να χτυπάνε επάνω στο τζάμι.

«Ότι πεις» μουρμούρισε και ευτυχώς που η φωνής της δεν έσβησε ούτε είχε δείξει κάποιο συναίσθημα.

Ικέτευσε από μέσα της να μην συνέχιζε, όμως ο δαίμονας δεν σταμάτησε.

«Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι...παρά το πόσο περίεργα με κάνεις να νιώθω, και το ότι για κάποιο λόγο δεν μπορώ μαζί σου να συμπεριφερθώ όπως το κάνω με τον υπόλοιπο κόσμο, δεν σκοπεύω να έχω μια σχέση μαζί σου. Δεν θέλω κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω πώς είναι να έχεις μια σχέση με μία θνητή, και ούτε με ενδιαφέρει να το μάθω». Με πλάγιο βλέμμα, τον είδε να σφίγγει το σαγόνι και να κουνάει το κεφάλι αρνητικά. «Και, ούτως ή αλλιώς, εγώ δεν θα μπορούσα να σου δώσω αυτό που χρειάζεσαι, Κατρίνα. Σε αντιπαθώ και τις περισσότερες φορές τσακωνόμαστε, όμως ξέρω ότι είσαι ένα καλό άτομο. Και αξίζεις κάποιον που μπορεί να σε αγαπήσει. Που μπορεί να εκφράσει εκείνο το συναίσθημα. Και πίστεψέ με όταν σου λέω πως εγώ είμαι ένας τύπος καθόλου ρομαντικός. Δεν θα ήξερα τι στο διάολο να κάνω με κάποια τόσο εύθραυστη σαν εσένα».

Εύθραυστη σαν εμένα; Και αυτό τι στο καλό σημαίνει;

Έξαφνα ένιωσε ένα κύμα οργή να διαπερνάει το κορμί της ως δηλητήριο. Έσφιξε τα χέρια σε γροθιές, τα οποία βρίσκονταν επάνω στα πόδια της, και ακόμη ένα άγνωστο συναίσθημα την κατέκλυσε το οποίο ήταν το ίδιο δηλητηριώδες με το προηγούμενο.

Ωστόσο, μέσα σ' αυτό το χάος του κεφαλιού της, μία απροσδόκητη και παράξενη σπίθα της έδωσε μια διαφορετική οπτική, και για μια στιγμή την αποσυντόνισε. Στην πραγματικότητα, και παρόλο που κατά κάποιο τρόπο την πονούσε, εκείνος δεν έλεγε κάτι που δεν ήταν αλήθεια.

Ήταν δύο διαφορετικές υπάρξεις. Αταίριαστες σε κάθε μέρος των σωμάτων τους, ακόμη και στην ψυχή. Να έχει ελπίδες με μια ανόητη ιδέα κυρίαρχη από μερικά εφήμερα συναισθήματα και που δεν ήταν ακόμη καν ικανή να τα αναγνωρίσει, θα ήταν από τις πιο ηλίθιες αποφάσεις που θα μπορούσε να είχε πάρει.

Ακόμη και αν αυτή ελπίδα της έδινε λίγη ευτυχία, αυτό δεν σήμαινε ότι ήταν κάτι καλό για εκείνη.

«Πιστεύω πως ούτε εγώ θα μπορούσα να σου δώσω αυτό που χρειάζεσαι» συμφώνησε και μετά, ίσως με λίγη επιθετικότητα, πρόσθεσε: «Εξάλλου, είμαι σίγουρη ότι η Νάιμα σε θέλει πίσω...»

Και δεν θέλω να περάσω από αυτά τα είδους δράματα της εκδικητικής πρώην κοπέλας, θέλησε να προσθέσει, όμως αποφάσισε να σωπάσει.

«Δεν με νοιάζει αυτό που θέλει εκείνη» απάντησε με ένα τόνο απότομο, ο οποίος πλησίαζε τον επιθετικό. «Και μπορείς επιτέλους να πάψεις να την αναφέρεις;»

Για κάποιο λόγο, η Κατρίνα άφησε ένα σιγανό γέλιο να ξεφύγει απ' το στόμα της όταν ήρθε αντιμέτωπη με την ταραγμένη αντίδρασή του. Μετά ανασήκωσε τους ώμους, ικετεύοντας να την είχε πιστέψει πως δεν την ένοιαζε καθόλου.

«Τότε ας επικεντρωθούμε μονάχα στο να ανακαλύψουμε τι είμαι» μουρμούρισε το κορίτσι, δίχως να θέλει να συνεχίσει να τσακώνεται μαζί του.

Ο δαίμονας δεν απάντησε, όμως η Σμιθ δεν προσπάθησε καν να γυρίσει το κεφάλι προς το μέρος του για να διαπιστώσει κάποια αντίδραση εκ μέρους του. Το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στο παράθυρο, αν και λόγω της βροχής δεν μπορούσε να δει καθαρά τι υπήρχε εκεί έξω.

Ξαφνικά, το καταστάλαγμα πως εκείνη στ' αλήθεια του προκαλούσε κάτι παρόμοιο με αυτό που η ίδια ένιωθε όρμησε κατά πάνω της, και την τύλιξε σαν μία ομίχλη αβεβαιότητας. Ωστόσο, και παρόλο το προηγούμενο της φάνηκε τρομαχτικό, έλαβε επίσης υπόψη την θέση του. Και ένιωσε σαν να ήταν το πρώτο πράγμα στο οποίο συμφωνούσαν εδώ κι πολύ καιρό. Ειρωνικώς, στο μόνο που εναρμόνιζαν, ήταν πως κανείς από τους δύο δεν έκανε καλό στον άλλο.

Δεν κατάλαβε ότι είχαν φτάσει, μέχρι που εκείνος σταμάτησε το όχημα, με τον ίδιο τρόπο με το οποίο το ξεκίνησε.

Η Κατρίνα έβγαλε την ζώνη ασφαλείας και τον κοίταξε δαγκώνοντας το κάτω χείλος νιώθοντας άβολα, χωρίς να ξέρει αν θα έλεγε κάτι άλλο. Ο Αραέλ είχε το βλέμμα καρφωμένο μπροστά και, όταν το κορίτσι έμεινε να τον κοιτάει, εκείνος γύρισε το κεφάλι για να μην μπορεί καν να βλέπει την πλάγια όψη του.

«Ευχαριστώ που με έφερες» ψιθύρισε, όμως δεν περίμενε για την απάντησή του. Άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού και βγήκε από το αμάξι τόσο γρήγορα όσο της το επέτρεψε η ζάλη λόγω του αλκοόλ.

Όταν χωρίς να το θέλει έκλεισε την πόρτα με δύναμη, η έκπληξη της κατέκλυσε όταν είδε το πλάσμα να βγαίνει από το αυτοκίνητο σχεδόν αμέσως μετά από εκείνη. Τον κοίταξε μπερδεμένη, καθώς στη στιγμή η βροχή άρχισε να μουσκεύει τα μαλλιά κι τους ώμους του.

«Όταν όλο αυτό τελειώσει...» είπε, υψώνοντας λίγο την φωνή του για να τον ακούσει πάνω από τον ελαφρό ήχο της βροχής. «Όταν όλη αυτή η μαλακία τελειώσει και μάθω επιτέλους τι στο διάολο είσαι, θα σε ελευθερώσω από την συμφωνία».

Τι;...; Άκουσα καλά;

Τον παρατήρησε για ένα δευτερόλεπτο που της φάνηκε μια αιωνιότητα, ψάχνοντας στα χαρακτηριστικά του κάποιο ίχνος αστείου, ή κάτι που θα της έδειχνε πως έλεγε ψέματα. Πως την κορόιδευε, ή πως απλά ήθελε να παίξει μαζί της για λίγο μετά από μία συζήτηση τόσο γεμάτη ένταση. Ωστόσο, ο δαίμονας έμεινε απλώς να την κοιτάει κατευθείαν στα μάτια, δίχως να κουνηθεί καθόλου.

Η Σμιθ κατάπιε με δυσκολία, σε μια προσπάθεια της να ξεδέσει τον κόμπο που, με τρόπο ξαφνικό, δημιουργήθηκε στον λαιμό της. Η κατάπληξη, η έκπληξη και η σύγχυση έκαναν ζημιές μέσα της, και δεν ήξερε τι να απαντήσει.

Απότομα έκανε μεταβολή, γυρνώντας του την πλάτη, και προχώρησε στον δρόμο με δρασκελιές.

"Σε κοροϊδεύει". Ψιθύρισε μια φωνή στο μυαλό της. "Εκείνος δεν θα σου επιστρέψει την ψυχή σου. Δεν θα σε απελευθερώσει από την συμφωνία. Δεν έχει λόγο να το κάνει. Θα αφήσει την ψυχή σου να σαπίσει στην Κόλαση επειδή δεν σε νοιάζεται καθόλου".

Κούνησε το κεφάλι για να σωπάσει την φωνή. Όμως τότε, μία παράτολμη αίσθηση, πιο βίαιη και δυσβάστακτη, τσίμπησε το στήθος της και της απότρεψε να συνεχίσει να περπατάει. Έμεινε ακίνητη, όρθια στην μέση του δρόμου, πλημμυρισμένη τόσο από την βροχή όσο και από τις εικόνες που τάραξαν το μυαλό της. Κάτι την κατέκλυσε εκείνη την στιγμή. Κάτι άγνωστο, που δόνησε στο κέντρο του στήθους της και τραβούσε προς την κατεύθυνση στην οποία βρισκόταν ο Αραέλ. Το βάρος αυτού που είχε συμβεί σήμερα την χτύπησε πιο βίαια από τον κρύο αέρα. Πιο συντετριμμένα, επειδή ήταν μια προδοσία του εαυτού της την οποία δεν περίμενε.

Το γεγονός ότι ο Αραέλ είχε εισβάλει στο μπαρ με μία άθλια δικαιολογία, η ομολογία του πως εκείνη τον έκανε να νιώσει κάτι, και το γεγονός ότι είχε μιλήσει για το παρελθόν του, ένα παρελθόν που φαινόταν να τον βασάνιζε για αιώνες και που δεν είχε μιλήσει γι' αυτό σε κανένα άλλο... Κάθε μία από εκείνα τα συμβάντα έκαναν θρύψαλα την αυτοσυγκράτησή της.

«Κατρίνα;» Άκουσε την γεμάτο σύγχυση φωνή του, πιο κοντά από ότι προηγουμένως.

Γύρισε από την άλλη. Ο δαίμονας είχε περάσει μπροστά απ' το όχημα και προχώρησε μερικά μέτρα, όμως ακόμη κρατούσε κάποια απόσταση.

Και ήταν εκείνη την στιγμή, που η απόφαση της Κατρίνας την οποία είχε πάρει μόλις λίγα λεπτά πριν έμεινε καλυμμένη από το δυσβάστακτο συναίσθημα που της όρμησε.

Εκεί, στην μέση του πεζοδρομίου, και καθώς εκείνος την κοιτούσε μπερδεμένος, σαν να αναρωτιόταν αν είχε τρελαθεί, η κοπέλα δεν μπόρεσε να διακρίνει τον δαίμονα που εδώ και σχεδόν δύο μήνες την περιτριγύριζε και την κρατούσε φυλακισμένη στο παιχνίδι του. Το πλάσμα που την προστάτευε και την νοιαζόταν για καθαρά εγωιστικούς λόγους. Ο δαίμονας τον οποίο, στην αρχή, τον φοβόταν τόσο που μονάχα η παρουσία του την έκανε να τρέμει. Εκεί, με την έκφραση του φορτωμένη σύγχυση και τα κυματιστά κόκκινα σκουρόχρωμα μαλλιά του βρεγμένα από την βροχή, δεν μπόρεσε να τον αναγνωρίσει.

Το μόνο που μπόρεσε να δει, ήταν ένα μικρό άτυχο παιδί του οποίου πήραν τους γονείς του και έπρεπε να επιβιώσει μόνος του σε ένα κόσμο χίλιες φορές πιο σκληρό, μακάβριο και φονικό από τον κόσμο ονόματι Γη.

Χωρίς να το σκεφτεί προσεκτικά-ούτε καν να το σκεφτεί-, γύρισε προς το μέρος του και στάθηκε μπροστά του. Και τότε, χωρίς να το αφήσει να την ρωτήσει το οτιδήποτε, τύλιξε τα χέρια γύρω απ' το στέρνο του. Έκρυψε το κεφάλι της στο στήθος του, νιώθοντας ταραγμένη και ανόητη από την ίδια της την κίνηση.

«Λυπάμαι...» ψιθύρισε, δίχως να είναι σίγουρη αν την είχε ακούσει. Θέλησε να συνεχίσει κι να προσθέσει ότι λυπόταν για όλα όσα πέρασε στο παρελθόν. Πως λυπόταν που είχε χάσει τους γονείς του με ένα τόσο απαίσιο τρόπο, και για το ότι εκείνη επέμεινε μέχρι να τον φτάσει στα όριά του ώστε να της μιλήσει για ένα τόσο λεπτό ζήτημα... Όμως η φωνή της χάθηκε και, αντί αυτού, δεν είπε τίποτα άλλο.

Ο Αραέλ δεν κουνήθηκε ούτε εκατοστό. Δεν έκανε καμία κίνηση για να την απομακρύνει, ούτε για να της ανταποδώσει την αγκαλιά.

Τα χέρια της έσφιξαν ακόμη περισσότερο γύρω από το σώμα του, νιώθοντας την σκληρότητα του κορμιού του. Τότε το πλάσμα τοποθέτησε τα χέρια επάνω στους ώμους της και, για ένα οδυνηρό δευτερόλεπτο, ήταν σίγουρη ότι θα την απομάκρυνε και πως θα την κοιτούσε με οργή.

Αποσυντονίζοντας την, ένα χέρι πήρε το σαγόνι της στην κατοχή του και ανάγκασε την Κατρίνα να σηκώσει το κεφάλι. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν τις σταγόνες βροχής που χτύπησαν και δρόσισαν το πρόσωπό της. Και, στο επόμενο λεπτό, ένιωσε τα χείλη του επάνω στα δικά της.

Η θερμοκρασία σώματός του δεν φαινόταν να είχε ταραχτεί από το περιβάλλον, επειδή το δέρμα του έκαιγε όπως κάθε φορά που η κοπέλα μπορούσε να την αγγίξει. Η έκπληξη και η αιφνίδια ταραχή την έκαναν να αφήσει ένα βογγητό, και εκείνος το εκμεταλλεύτηκε για να εισέλθει στο στόμα της. Η γεύση της γλώσσα του την έκανε να μάθει αμέσως τι είχε καπνίσει, και πως επίσης πρέπει να είχε πιει κάτι αρκετά δυνατό. Κάτι που σίγουρα για την ίδια, αντί να την μεθύσει, θα την είχε σκοτώσει.

Τα χείλη του κινούνταν ανυπόμονα και επίμονα επάνω στα δικά της, με ένα τρόπο που ποτέ δεν τα είχε νιώσει πριν. Η βιασύνη με την οποία της έδινε μικρές δαγκωματιές και η ορμή που ανακάλυψε σε εκείνον, την τάραξε. Λες και στ' αλήθεια λαχταρούσε εκείνη την επαφή. Τότε ήταν που η Σμιθ κατάλαβε πόσο πολύ τον είχε πεθυμήσει, πόσο της είχε λείψει το άγγιγμα των χειλιών του επάνω στα δικά της.

Τα χέρια της ταξίδεψαν μέχρι να τυλιχτούν γύρω απ' τον λαιμό της και στάθηκε στις μύτες των ποδιών της για να πλησιάσει πιο πολύ προς εκείνον, λες και η μηδαμινή απόσταση που υπήρχε ανάμεσά τους να μην της αρκούσε και χρειαζόταν με κάποιο τρόπο να τον έχει πιο κοντά της. Γύρω της, όλα θόλωσαν. Όλα εξαφανίστηκαν μέχρι να μεταμορφωθούν σε ένα ασαφή και παράξενο τοπίο. Ούτε καν το κρύο νερό της βροχής ήταν αισθητό.

Ξαφνικά, το πρόσωπό του απομακρύνθηκε απ' το δικό της, όμως δεν έκανε βήμα πίσω. Το μέτωπό του έμεινε ενωμένο με το δικό της, ενώ οι ανάσες του αναμειγνύονταν. Μονάχα τότε η Κατρίνα πήρε είδηση πως το στήθος του ανεβοκατέβαινε με ένα αφύσικο ρυθμό.

«Μην το κάνεις αυτό...» ψιθύρισε, με βραχνή και τρεμάμενη φωνή. Σχεδόν αγνώριστη. «Ποτέ δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει».

«Δεν θέλω να λειτουργήσει» απάντησε εκείνη, κουνώντας το κεφάλι αρνητικά. «Μονάχα θέλω να σε φιλήσω».

Είδε την αβεβαιότητα στα σκληρά χαρακτηριστικά του, έτσι σκέφτηκε να απομακρυνθεί. Ωστόσο, τα χέρια του τοποθετήθηκαν στο κάτω μέρος της πλάτης της και απότομα την έσφιξε επάνω του. Εκείνη η κίνηση της άφησε δίχως αναπνοή στους πνεύμονες και, χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να πει τίποτα άλλο, το στόμα του έψαξε το δικό της για ακόμη μια φορά.

Ήταν εκείνη την στιγμή, βρισκόμενη στην μέση του δρόμου, χωρίς να ανησυχεί καθόλου πως τα ρούχα της μουσκεύονταν, που ένα δυσβάστακτο και φλογερό συναίσθημα άρχισε να μεγαλώνει στην καρδιά της. Μέσα σ' εκείνο το χρονικό διάστημα, καθώς παρασυρόταν από την ώθηση του αλκοόλ και του στιγμιαίου θάρρους της, την ίδια στιγμή που επιθυμούσε να μπλέξει τα δάκτυλά της μέσα στα βρεγμένα μαλλιά του, που κατάλαβε ποια ακριβώς ήταν τα συναισθήματα που έτρεφε γι' αυτόν.

Εκεί ήταν, ενώ ένιωθε την καρδιά της να πάλλεται με μανία στο στήθος της, απολαμβάνοντας κάθε δευτερόλεπτο εκείνης της επαφής, που συνειδητοποίησε πόσο λίγο την ένοιαζε τι πλάσμα ήταν ο Αραέλ.

Εκείνη την στιγμή όλα ταίριαξαν στην θέση τους.

Και ήταν τόσο τρομαχτικό όταν το συνειδητοποίησε, που ευτυχώς η βροχή που έπεφτε απ' τον ουρανό την βοηθούσε να κρύψει τα δάκρυα τα οποία άρχισαν να συσσωρεύονται στα μάτια της. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top