Κεφάλαιο 25

Ο καταραμένος εφιάλτης την έκανε να ξυπνήσει απότομα, με ένα κόμπο στον λαιμό. Αμέσως, κάθισε επάνω στο κρεβάτι και, ενστικτωδώς κοίταξε τριγύρω. Ανάσαινε βαριά λόγω του φόβου, και οι επιταχυνόμενοι παλμοί σιγοβροντούσαν στα αυτιά της.

Έτεινε το ένα χέρι για να ανάψει την λάμπα του κομοδίνου και γύρισε το κεφάλι δεξιά-αριστερά για να σιγουρευτεί πως δεν υπήρχε κανείς άλλος εκεί μαζί της. Άφησε τον αέρα να ξεφύγει από τους πνεύμονες της όταν είδε πως όντως βρισκόταν στο δωμάτιο της, και όχι σε εκείνο το τρομακτικό μέρος του εφιάλτη της. Και, προπαντός, ο Φόραξ δεν ήταν εκεί.

Έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω, και αναστέναξε για ακόμη μια φορά. Σκούπισε τον ιδρώτα του προσώπου με το μανίκι της μπλούζας, και πήρε αρκετές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσει τους ανεξέλεγκτους ρυθμούς της καρδιάς της. Ξαφνικά, και έχοντας ξεπεράσει τον φόβο, ο εκνευρισμός κατέβαλε όλα τα μέρη του σώματος της. Γιατί είχε αρχίσει πάλι να έχει εφιάλτες; Αυτό που ο Αραέλ ζωγράφισε στο κεφαλάρι του κρεβατιού λειτουργούσε μια χαρά, μέχρι τώρα. Η επίδραση του διαρκούσε μονάχα ένα χρονικό διάστημα; Ή μήπως εκείνος...;

Σηκώθηκε όρθια.

Μετακίνησε λίγο το κρεβάτι για να κοιτάξει το πίσω μέρος του κεφαλαριού, ακριβώς εκεί που ο Αραέλ είχε σχεδιάσει εκείνα τα περίεργα σύμβολα των οποίων ακόμη δεν ήξερε την σημασία τους. Όχι, εκείνος δεν τα είχε σβήσει, όπως νόμιζε. Ήταν άθικτα, όπως τα είχε αφήσει ο δαίμονας. Όμως, τότε, γιατί οι εφιάλτες είχαν επιστρέψει;

Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Δεν το καταλάβαινε. Γνώριζε ότι τα όνειρα ήτανε εκδηλώσεις του υποσυνειδήτου, και είχε καταλάβει πως είχαν να κάνουν με ιδέες χωρίς νόημα, ή ακόμη και με αναμνήσεις των ημερών της. Δηλαδή, ήξερε άτομα που έβλεπαν όνειρα ακόμη και για την δουλειά. Τότε γιατί η Κατρίνα φαντασιωνόταν εικόνες τις οποίες ποτέ δεν είχε δει σε όλη της την ζωή.

Τώρα ήταν απόλυτα σίγουρη πως είχε ονειρευτεί την Άρια και τον Κάλεμπ, πριν να τους γνωρίσει. Ή, τουλάχιστον, τα μάτια τους, που ήταν το μόνο ευδιάκριτο που πάντοτε μπορούσε να διακρίνει ανάμεσα στις σκοτεινές σιλουέτες. Ωστόσο, ήξερε ότι ήταν εκείνοι. Ο τόνος της κόρης οφθαλμού του καθενός ήταν ιδιαίτερος. Υπήρχαν και άλλα όνειρα, άλλα μάτια και άλλες άγνωστες φιγούρες. Και κάτι μέσα στο κεφάλι, της έλεγε πως ίσως δεν ήταν μονάχα πράγματα χωρίς νόημα. Μόνο η ιδέα της φαινόταν τρελή, απίθανη, και πάνω απ' όλα τρομακτική. Όμως...αν υπήρχε εκείνη η πιθανότητα; Θα έπρεπε να τους το αναφέρει;

Είχαν περάσει ήδη αρκετές μέρες δίχως να δει κανένα από τους δαίμονες. Από εκείνη την συζήτηση με την Άρια, δεν ήξερε τίποτα για κανένα από τους τρεις.

Ούτε για την Νοέλια ήξερε κάτι. Προσπάθησε ξανά να επικοινωνήσει μαζί της, και είχε σκεφτεί περισσότερη από μία φορά να πάει στο διαμέρισμα που μοιραζόταν με το αγόρι της, αλλά κάθε φορά που πήγαινε να πάρει το λεωφορείο, μετάνιωνε. Αν εκείνη είχε πάρει την απόφαση πως δεν ήθελε να την βλέπει, δεν της φαινόταν σωστό να επιμένει. Έπρεπε να σεβαστεί την απόφαση της, ακόμη κι αν αυτό την πονούσε. Και, επίσης, αν το σκεφτόταν με προσοχή, ίσως ήταν το πιο λογικό. Αυτή την στιγμή της ζωής της, η Σμιθ δεν σχετίζεται με τα πιο φυσιολογικά πλάσματα του κόσμου, και ήταν πιθανόν τα πράγματα να ήταν καλύτερα έτσι. Εκείνη μπορούσε να καταλήξει να είναι επικίνδυνη για την Νοέλια.

Σταύρωσε τα χέρια και κάρφωσε, χωρίς να το θέλει, το βλέμμα στο μαύρο τριαντάφυλλο που βρισκόταν στο βάζο δίπλα της. Ένιωσε ένα κόμπο στο στομάχι και έκανε τα χείλη της μια ευθεία. Είπε στον εαυτό της πως δεν έπρεπε να το σκέφτεται αρκετά αυτό. Ακόμη και, κατά την διάρκεια της εβδομάδας, είχε σκεφτεί περισσότερες από μία φορές να το πετάξει. Αλλά κάθε φορά που το άρπαζε και κατευθυνόταν προς τον κάλαθο, κοκκάλωνε για αρκετά δευτερόλεπτα, αναστέναζε και το επέστρεφε πάλι στο βάζο. Πρόσεξε πως δεν φαινόταν μαραμένο, ούτε το ένα πέταλο του, και διερωτώταν αν η διάρκεια του ήταν περισσότερη από ενός οποιουδήποτε λουλουδιού.

Πέρασε τις παλάμες των χεριών από το πρόσωπό της σε μία κίνηση δυσανασχέτησης. Παρά την κούραση της, είχε το προαίσθημα πως το όνειρο είχε ήδη εξαφανιστεί από μέσα της, γι' αυτό κατευθύνθηκε στο μπάνιο για να βρέξει το πρόσωπό της. Το κρύο νερό κατάφερε να απομακρύνει τις σκέψεις, αλλά τότε πρόσεξε την εικόνα στον καθρέφτη. Παρατήρησε τα πρησμένα μάτια εξαιτίας της ανάγκης ύπνου, με την ίρις του ματιού κατάμαυρη σαν κάρβουνο...ίδιου χρώματος με του άντρα του ονείρου της.

Τοποθέτησε το πρόσωπο μέσα στα χέρια της, δυσαρεστημένη και μπερδεμένη. Έπρεπε να πει στους δαίμονες και γι' αυτό; Μήπως ήταν σημαντικό; Ή ήταν καλύτερα να το κρατήσει για τον εαυτό της; Αναστέναξε. Πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο για να πάρει μία μπουκάλα νερό, και ήπιε μέχρι να νιώσει το κρύο του υγρού να κατεβαίνει από τον λαιμό της μέχρι το στομάχι της. Κόλλησε την παγωμένη μπουκάλα πλαστικού στο μάγουλό της, επειδή η αφόρητη ζέστη του εφιάλτη ακόμη την έπνιγε.

Και καθώς βυθιζόταν στο δισταγμό, συζητώντας με τον εαυτό της αν έπρεπε ή όχι να επικοινωνήσει με κάποιο από τους δαίμονες για να τους μιλήσει σχετικά με τα όνειρα ή σχετικά με την ανάμνηση, εκείνη την στιγμή ακριβώς, κάτι άλλαξε στην ατμόσφαιρα.

Ένιωσε ένα κρύο ρεύμα να κατακλύζει το κορμί της. Έτριψε τα χέρια, όμως τότε κατάλαβε πως εκείνη η προσπάθεια για να ζεσταθεί ήταν ανώφελη.

Εκεί δεν έκανε κρύο, αυτό που υπήρχε ήταν μία παρουσία ξένη από τον κόσμο των θνητών. Μία που ήδη γνώριζε πολύ καλά.

Και που δεν περίμενε ούτε ένα δευτερόλεπτο περισσότερο για να γίνει αισθητός.

«Είναι η δεύτερη φορά που με διακόπτεις σε κάτι σημαντικό, αφήνω ό,τι κι αν κάνω επειδή νομίζω πως βρίσκεσαι σε κίνδυνο, και σε βρίσκω να χάνεις χρόνο».

Η καρδιά της αντέδρασε αμέσως. Για κάποιο λόγο, ένιωσε πως δεν είχε ακούσει την φωνή του εδώ κι αρκετό καιρό, αλλά είχε να τον δει μονάχα μερικές μέρες.

Έκανε μία στροφή του εαυτού της και εκεί τον είδε, στο κατώφλι της εισόδου της κουζίνας, με τα χέρια σταυρωμένα στο ακάλυπτο του στήθος. Κατά κάποιο τρόπο, ο Αραέλ φαινόταν διαφορετικό από την τελευταία φορά που τον είδε. Την κοίταζε κατευθείαν στα μάτια συνοφρυωμένος με μία αυστηρή, σχεδόν απαθή έκφραση.

«Τι;» Ήταν το μόνο που μπόρεσε να προφέρει, αφού αυτό που είπε εκείνος την αποσυντόνισε.

Ο Αραέλ πίεσε το σαγόνι και στροβίλισε τα μάτια. Από τα χείλη του ξέφυγε ένας βαρύς αναστεναγμός.

«Τι κάνεις ξύπνια αυτή την ώρα;»

Η Κατρίνα τον κοίταξε περίεργα. Τι είδους ερώτηση ήταν αυτή; Τι γύρευε εκείνος εκεί;

«Είχα...» μουρμούρισε και κούνησε το κεφάλι «Είχα ένα εφιάλτη».

Εκείνος μισόκλεισε τα μάτια προς το μέρος της.

«Και τι άλλο; Επειδή φαντάζομαι ότι θα έχεις κάτι νέο να πεις» Η βραχνή φωνή του ακουγόταν απότομη...αγέρωχη, όπως συνήθιζε να είναι τις πρώτες μέρες που είχαν συναντηθεί. Αυτό την ενόχλησε «Λέω, θα ήταν απίστευτα παράλογο να με έχεις καλέσει ξημερώματα μονάχα για να μιλήσεις».

Τον έχει καλέσει; Τι στο καλό;

Τώρα όντως άρχιζε να την εξοργίζει, διότι δεν είχε το δικαίωμα να εμφανιστεί έτσι στο διαμέρισμα της, και πολύ λιγότερο με εκείνη την χάλια συμπεριφορά.

«Δεν έχω την παραμικρή ιδέα για ποιο πράγμα μιλάς» ξεστόμισε εκείνη.

Γύρισε για να βάλει πάλι την μπουκάλα μέσα στο ψυγείο, και τότε, όταν ήταν έτοιμη να γυρίσει προς το μέρος του για να τον αντιμετωπίσει, εκείνη ακριβώς την στιγμή, ένα χέρι τοποθετήθηκε επάνω στην πόρτα του ψυγείου, κλείνοντας το απότομα.

Η κοπέλα ένιωσε το κορμί του ακριβώς πίσω της. Σε μία απόσταση πολύ, πολύ κοντινή. Αμέσως, ένιωσε στην πλάτη της εκείνη την παράξενη και παράλογη ζέστη που έκπεμπε το σώμα του.

Δεν μπόρεσε να αποτρέψει τον εαυτό της από το να καταπιεί με δυσκολία.

«Τι υποτίθεται πως κάνεις, Κατρίνα;» ρώτησε μέσα απ' τα δόντια του. Ο τόνος του της το έδειξε: ήταν θυμωμένος, αρκετά θυμωμένος «Πρώτα έρχεσαι και μου λες ότι μπορώ να σε δω μόνο αν έχω πληροφορίες, και μετά με καλείς αυτές τις ώρες. Τι στο διάολο νομίζεις πως είμαι;»

«Ε-εγώ δεν...» δίστασε, και ένα δυσάρεστο ρίγος διαπέρασε την ραχοκοκαλιά της.

«Αποφάσισε, Κατρίνα» είπε εκείνος, γέρνοντας μέχρι που η κοπέλα ένιωσε τα χείλη του να χαϊδεύουν το αυτί της: «ή θες να παραμείνω μακριά σου, ή θες να είμαι από πάνω σου». 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top