Κεφάλαιο 12
Ένιωσε σαν ένα κρύο αεράκι να διαπερνά την ραχοκοκαλιά της όταν η ερώτηση του Αραέλ έφτασε στα αυτιά της. Μία μικρή ποσότητα ντροπής έκανε την εμφάνισή στα μάγουλά της όταν πήρε είδηση πως εκείνος ήταν παρών όση ώρα έβλεπε τον εφιάλτη. Μετά, από ένστικτο και όχι από οτιδήποτε άλλο, προσπάθησε να συγκρίνει το χρώμα των ματιών του με αυτά του ζοφερού πλάσματος του ονείρου της. Όμως δεν έμοιαζαν καθόλου. Του δαίμονα ήταν γκρίζα ενώ του τέρατος που είχε κάνει την ξαφνική εμφάνιση του σαν εφιάλτης είχαν ένα ξεχωριστό λαμπερό κίτρινο χρώμα.
<<Κάθισε. >> την διέταξε αφού αντιλήφθηκε πως δεν σκόπευε να του απαντήσει στην ερώτηση <<Απελπίζομαι όταν σε βλέπω να είσαι όρθια. >>
Η Κατρίνα έκλεισε τις παλάμες σε γροθιές με δύναμη. Δεν ήθελε να τον υπακούσει, αλλά υπέθεσε πως δεν ήταν κι το πιο ασφαλές να του πάει κόντρα. Πήρε μια βαθιά ανάσα για να χαλαρώσει και πλησίασε προς το κρεβάτι της με σκοπό να καθίσει επάνω στο στρώμα. Κάρφωσε το βλέμμα επάνω του, μία κίνηση που κατά κάποιο περίεργο λόγο τον έκανε να χαμογελάσει. Άρχισε να μετακινεί αργά την καρέκλα πέρα δώθε, λες και έπαιζε, καθώς εξέταζε το πρόσωπό της με τόσο έντονο βλέμμα που της προκαλούσε ταραχή.
<<Πες μου κάτι. >> Ζήτησε να μάθει η κοπέλα με ένα ανασφαλής μουρμουρητό, χαμηλώνοντας το βλέμμα στο δάπεδο. <<Ακριβώς πόσο καιρό με παρακολουθούσες; >>
Για λίγα αμήχανα δευτερόλεπτα, εκείνος έμεινε σιωπηλός. Τα μάτια του κοριτσιού έψαξαν το πρόσωπο του μέσα στο σκοτάδι του δωματίου, και τότε τον είδε να χαμογελάσει ακόμη μια φορά.
<<Πότε κατάλαβες πως το έκανα; >>
Ένιωσε μία ανατριχίλα όταν θυμήθηκε εκείνη την αξέχαστη στιγμή. Αγκάλιασε το κορμί της και πίεσε τον εαυτό της για να κρύψει βαθιά μέσα της την επιθυμία να τον χτυπήσει και να τον φωνάξει στάλκερ.
<<Μμ.. >> Σούφρωσε τα φρύδια της. <<Πιστεύω πως άρχισα να αντιλαμβάνομαι την παρουσία σου περίπου μία εβδομάδα πριν να εμφανιστείς στο νηπιαγωγείο για πρώτη φορά. >>
Εκείνος έγνεψε θετικά. Το βλέμμα του χαμήλωσε μέχρι το δάπεδο και κατσούφιασε. Με ένα αφηρημένο ύφος, ύψωσε το ένα χέρι στο πρόσωπό του και χάιδεψε την κάτω γνάθο με τον δείκτη και τον αντίχειρα.
<<Άρχισα να ψάχνω για σένα την μέρα που σε βρήκα, πριν μερικές εβδομάδες. Σχεδόν ένα μήνα. Κατάλαβα ότι δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που άρχισες να αντιλαμβάνεσαι την παρουσία μου, πράγμα που δεν συνέβαινε από εξαρχής. >> Η σοβαρότητα έγινε πιο έντονη στις εκφράσεις του, ενώ τα μάτια του ακόμη φαίνονταν ότι έψαχναν να βρουν κάτι στο δάπεδο. <<Το έβλεπα στο πρόσωπό σου. Ήταν προφανές πως κάθε φορά που εγώ πλησίαζα, εσύ το ήξερες κατά κάποιο τρόπο, αν και δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το ποιος ήμουν...
Μία περίεργη αίσθηση εγκαταστάθηκε στο στομάχι της.
<<Θες να πεις...ότι το γεγονός πως είχα νιώσει πως ήσουν εκεί, δεν είναι φυσιολογικό; >>
<<Όχι. >> Ανταπάντησε κοφτά, επιστρέφοντας το βλέμμα του προς εκείνη. <<Ένας οποιοσδήποτε θνητός δεν μπορεί να αντιληφθεί την παρουσία μας τόσο γρήγορα. Οι περισσότεροι από εσάς δεν έχουν ιδέα όταν ένας από εμάς βρίσκεται δίπλα σας. >>
Η κοπέλα σούφρωσε τα φρύδια και πήρε μια βαθιά ανάσα, πριν να τον κοιτάξει ξανά. Δεν της άρεσε να ξέρει πως υπήρχε κάτι περισσότερο σε εκείνη που, δήθεν, δεν ήταν φυσιολογικό.
<<Λες ότι εσείς...είστε εδώ; Με εμάς; >>
Και μάλιστα ούτε καν τους αντιλαμβανόμαστε;
<<Πολλοί, αρκετοί από εμάς, συνυπάρχουν σε αυτό το βρώμικο κομμάτι γης, όπως κι εσείς. >> Εξήγησε, ενώ χαμογελούσε με κακία. <<Δεν έχεις ιδέα πόσοι άλλοι δαίμονες μπορεί να υπάρχουν στο ίδιο μέρος με εσένα. >>
Έκλεισε τις παλάμες των χεριών της σε γροθιές. Πάλευε ενάντια στην καταπίεση που προκαλούσε ο πανικός στο στήθος της.
Μία αμήχανη σιωπή εγκαταστάθηκε ανάμεσά τους. Εκείνος άφησε το βλέμμα του καρφωμένο σε κάποιο μέρος έξω από το παράθυρο του δωματίου της. Ξαφνικά, τα μάτια του ταξίδεψαν μέχρι το πρόσωπό της και έκανε μία κίνηση του κεφαλιού του προς τα εκεί που το κορίτσι βρισκόταν.
<<Από ποιον κληρονόμησες το χρώμα των ματιών σου; >> Ρώτησε ξαφνιάζοντας την. Βλεφάρισε δυο τρεις φορές γιατί η ερώτηση του την άφησε σε ένα στάδιο ανάμεσα στο μπέρδεμα και την αμηχανία.
<<Εε...είναι λίγο δύσκολο να το εξηγήσω. >>
Ανασήκωσε το ένα φρύδι του.
<<Δοκίμασε. Είμαι σίγουρος πως μπορώ να καταλάβω. >> Απάντησε αυτάρεσκος.
<<Δεν είμαι σίγουρη. >> Ανασήκωσε τους ώμους ως μία πράξη απολογίας, αλλά πρόσεξε το ύφος του που έδειχνε ότι είχε εκνευριστεί, για αυτό η νεαρή βιάστηκε να συνεχίσει: <<Πιθανόν να τα κληρονόμησα από τον βιολογικό πατέρα του πατέρα μου. >>
<<Πιθανόν; >>
<<Δεν τον έχω δει ποτέ στην ζωή μου. Και ο πατέρας μου δεν το θυμάται πολύ καλά. >>
<<Δεν θυμάται τον ίδιο του τον πατέρα; >> Μία περίεργη και ιδιαίτερη προφορά απόκτησε ο τόνος της φωνής του, που δεν μπόρεσε να την αναγνωρίσει. Η Κατρίνα δεν είχε ιδέα σε τι οφειλόταν;
<<Εκείνος ήταν πολύ μικρός όταν ο πατέρας του έφυγε. >> Προσπάθησε να του εξηγήσει. <<Θυμάται πως είχε μαλλιά και μάτια μαύρου χρώματος, τίποτα άλλο. Ποτέ δεν ρώτησα την γιαγιά ή την θεία μου για εκείνον. Είναι σαν ένα απαγορευμένο θέμα συζήτησης στην οικογένεια μου. >>
Ο Αραέλ φάνηκε να μελετά την πληροφορία.
<<Εκείνος ο άντρας θα μπορούσε να είναι η απάντηση. >> Είπε με χαμηλό τόνο φωνής.
Η απάντηση; Σε τι ακριβώς; Αναρωτήθηκε η Κατρίνα.
<<Γιατί εκείνος είναι ξεχωριστός; Υπάρχουν και άλλα άτομα που έχουν μαύρα μάτια. >>
<<Όχι, δεν υπάρχουν. >> Διαφώνησε με ένα σοβαρό ύφος. <<Οι θνητοί δεν έχουν μαύρα μάτια...Όχι όπως εσύ. >>
Έκλεισε τα βλέφαρά της και πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε ακούσει για τα παράξενα μάτια της χιλιάδες φορές από τους γιατρούς, συνεχώς της έλεγαν πως ήταν αδύνατον να διακρίνουν τις κόρες των ματιών της από την ίριδα.
<<Είμαι θνητή. >> Αν και προσπάθησε να μην μιλήσει με τρεμάμενη φωνή, απέτυχε.
Εκείνος αναστέναξε.
<<Εγώ δεν θα ήμουν τόσο σίγουρος. >> Πέταξε την ονειροπαγίδα επάνω στην επιφάνεια του γραφείου. Ο απαθής τόνος της φωνής του την γέμισε με ανασφάλεια. <<Τουλάχιστον όχι μία οποιαδήποτε. >>
Κοίταξε τα χέρια της χωρίς να μπορεί να πιστέψει στα λόγια του δαίμονα. Εκείνη ήταν θνητή. Το ένιωθε.
Έξαφνα, κατακλύζοντας την με τρόμο, ένας θόρυβος μηχανής από έξω έφτασε στα αυτιά της. Κοκκάλωσε.
Πετάχτηκε όρθια για να πλησιάσει στο παράθυρο με σκοπό να δει ποιος είχε έρθει. Συνήθως την ενημέρωναν παίρνοντας την ένα τηλέφωνο όταν κάποιος θα ερχόταν. Το κόκκινο αυτοκίνητο του αδερφού της εμφανίστηκε στο οπτικό της πεδίο. Μία αίσθηση τρόμου την κατέκλυσε, όχι μόνο γιατί φοβόταν για την ζωή του Άντριου αλλά και για την ξανθιά κοπέλα που καθόταν δίπλα του.
Τότε θυμήθηκε πως ο αδερφός της την είχε ενημερώσει πως θα ερχόταν με την κοπέλα του για να την γνωρίσει. Ωχ όχι, το είχε ξεχάσει.
Η ξανθιά αφού κατέβηκε από το αυτοκίνητο, πλησίασε τον Άντριου και τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του. Με ένα χαμόγελο στα χείλη σφράγισε τα χείλη της με τα δικά του.
<<Ο αδερφός σου δεν σε σέβεται καθόλου. >>
Όταν τον άκουσε, έκανε ένα βήμα μπροστά διότι η ξαφνική κοντινή απόσταση που υπήρχε μεταξύ τους την τρόμαξε. Δεν είχε καταλάβει πότε είχε σηκωθεί όρθιος. Ο Αραέλ έκανε ακόμη ένα βήμα μπροστά και βρέθηκε πάλι να βρίσκεται επικίνδυνα κοντά της. Τόσο κοντά της που ένιωσε την ζεστή ανάσα του να χτυπάει στο πρόσωπό της. Συγκεντρώθηκε στον αδερφό της προσπαθώντας να μην σκέφτεται τον δαίμονα που βρισκόταν κολλημένος επάνω της. Ο Άντριου μπορούσε εύκολα να προσέξει τον Αραέλ από το παράθυρο, μονάχα έπρεπε να σηκώσει το βλέμμα.
<<Ούτε εσύ με σέβεσαι. >> Ψιθύρισε.
Ανασήκωσε τους ώμους έχοντας ένα χαμόγελο στα χείλη.
<<Δεν υπάρχει λόγος να το κάνω. >>
Δεν απάντησε σε αυτό, όχι γιατί δεν ήθελε αλλά διότι τα δάκτυλά του που χάιδευαν το μάγουλο της την αποσυντόνιζαν.
<<Δεν θέλεις να έρθουν και να με δουν εδώ σωστά; >> Ψιθύρισε στο αυτί της και η Κατρίνα κατάπιε με δυσκολία.
Ο δαίμονας δεν περίμενε μία απάντηση δική της για να συνεχίσει με το σχέδιο που είχε το μυαλό του. Έστρεψε το βλέμμα σε ένα κλαδί που υπήρχε στο δέντρο ακριβώς δίπλα στο ζευγαράκι και με το μυαλό του το μετακίνησε, μέχρι που τα κλαδιά τρύπησαν το δέρμα του ποδιού της ξανθιάς κοπέλας.
Τα μάτια της Κατρίνας γούρλωσαν και γύρισε για να αντιμετωπίσει τον δαίμονα.
<<Εσύ το έκανες; Πλήγωσες ένα άνθρωπο; >> Ρώτησε θυμωμένη ενώ άκουγε τις κραυγές πόνου της καημένης Χλόης.
Εκείνος χαμογέλασε και είπε: <<Πάντα αυτό κάνω. >>
Ανατρίχιασε. Φυσικά, ήταν ένας δαίμονας και πλήγωσε θνητούς...
<<Πώς το έκανες αυτό με τα κλαδιά; Δεν ήξερα πως μπορούσατε να κάνετε τέτοια πράγματα. >>
Η έκφραση του άλλαξε. Δεν ήταν μπερδεμένος ούτε εκνευρισμένος, ήταν μία έκφραση που της ήταν δύσκολο να καταλάβει.
<<Είναι κάτι που κάνω εγώ. Είναι...κληρονομικό. >> Είπε την τελευταία λέξη σχεδόν ψιθυριστά.
Και ξαφνικά, μπόρεσε να δει ένα διαφορετικό Αραέλ, ένα που δεν είχε δει ποτέ από την στιγμή που τον γνώρισε. Για ένα λεπτό, το πρόσωπό του σταμάτησε να είναι ενός κακού δαίμονα. Δεν είχε εκείνη την κακία χαραγμένη στο βλέμμα του, αλλά κάτι άγνωστο. Το βλέμμα του χάθηκε σε ένα μέρος έξω από το παράθυρο, βυθισμένος σε μακρινές αναμνήσεις...
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top