Το Αστεροσκοπείο /part 2

Το εμβληματικό κτήριο, είχε κάτι από την αύρα της παλαιάς Αθήνας και γι' αυτό με εντυπωσίασε τόσο. Ο θείος του φίλου μου, ο κύριος Φαίδωνας, αγαπούσε τη δουλειά του και έτσι, η ξενάγηση άρχισε από τον εξωτερικό χώρο. Μας έδειξε τον διπλανό λόφο, της Πνύκας, μα τολμώ να πω πως το αγαπημένο μου μέρος, ήταν η βιβλιοθήκη, με εκείνη τη βαριά και ταυτόχρονα ιδιαίτερη μυρωδιά των βιβλίων.

Η κυκλική αίθουσα στην οποία βρισκόταν το τηλεσκόπιο, ήταν πραγματικά εντυπωσιακή. Ο θόλος ακριβώς από πάνω μας άνοιξε, αποκαλύπτοντάς μας τον αστροκέντητο ουρανό. Το μάθημα διήρκησε τουλάχιστον δύο ώρες, με εμάς να κρατάμε σημειώσεις για τα πάντα. Το σύμπαν ήταν απέραντο, γεμάτο σκοτεινά μυστικά. Πάντοτε αισθανόμουν ένα δέος για ό,τι αφορούσε τους πλανήτες, τη σύστασή τους, την ηλιακή γέννηση. Ο κύριος Φαίδωνας είχε άπειρες γνώσεις για όλα αυτά. Μας μίλησε για την γέννηση των άστρων, για το γεγονός πως δημιουργούνται κατά ομάδες σε συγκεκριμένες περιοχές του μεσοαστρικού αερίου, το οποίο γεμίζει το χώρο μέσα στους γαλαξίες. Πλήθος ερωτήσεων κατέκλυζαν εκείνη τη στιγμή το μυαλό μου, με την πιο έντονη να αφορά τυχόν ύπαρξη ζωής σε άλλο πλανήτη ή τελοσπάντων άλλη διάσταση.

«Η λογική μας λέει πως είναι δύσκολο να είμαστε μονάχοι μας σε ένα ολόκληρο σύμπαν» άκουσα την απάντηση του κυρίου Φαίδωνα, σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη μου.

Άξαφνα οι ομιλίες κόπασαν. Μονάχα ο ήχος του φθινοπωρινού, γλυκού ανέμου ακουγόταν που έμπαινε από τον θόλο. Ο θείος του Θοδωρή κοίταξε ξανά και ξανά μέσα από το τηλεσκόπιο, μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια του.

«Μετά από τόσα χρόνια πείρας σε τούτο το επάγγελμα, δεν είδα ποτέ μου κάτι παρόμοιο» είπε και όλοι μας καρφώσαμε το βλέμμα μας πάνω του.

Ο Μιχαήλ πισωπάτησε, διαισθανόμενος πως κάτι δεν πήγαινε και πολύ καλά. Ο θείος του Θοδωρή, μας έκανε σήμα να μαζευτούμε όλοι κοντά στο τηλεσκόπιο και να κοιτάξουμε πολύ προσεκτικά μέσα του. Τη στιγμή που πλησίασα, είδα να εμφανίζεται στον ουράνιο θόλο μία αλλόκοτη λάμψη. Έμοιαζε σαν φωτεινό ρήγμα στον ουρανό. Το μυαλό μου αρχικά συμπέρανε πως κατά πάσα πιθανότητα, επρόκειτο απλώς για κάποιο ουράνιο φαινόμενο. Ένα φαινόμενο που σχημάτιζε θαρρείς λεπτούς, φωτεινούς ιστούς σε έναν ερεβώδη ουρανό.

«Είναι....κάτι κακό αυτό;» ρώτησε ο Μιχαήλ, στο μυαλό του οποίου είχε ήδη οργανωθεί η πιθανή αρπαγή του από εξωγήινους.

«Δεν γνωρίζω καθόλου. Δεν έχω δει ποτέ κάτι παρόμοιο» αποφάνθηκε ο θείος του Θοδωρή και μας έκανε νόημα να αποχωρήσουμε σιγά-σιγά. Είχε σκοπό να μας κεράσει φαγητό στο διαμέρισμά του, το οποίο ήταν εξίσου κοντά στο Θησείο.

Στον δρόμο της επιστροφής, ήμασταν όλοι σιωπηλοί, βυθισμένοι στις δικές μας σκέψεις. Μόλις μπήκαμε στο διαμέρισμά του, αντικρίσαμε τη θεία του Θοδωρή να κάθεται αναπαυτικά σε μία κουνιστή, ξύλινη πολυθρόνα, παρέα με το αγαπημένο της βιβλίο. Ο Φαίδωνας μας έκανε μια σύντομη ξενάγηση στο σπίτι και έπειτα ξεκίνησε να αναζητά το βιβλίο εκείνο που θα τον βοηθούσε να λύσει την απορία του, σχετικά με το πρωτοφανές φαινόμενο. Στη βιβλιοθήκη του διέθετε μία τεράστια συλλογή επιστημονικών δοκιμίων με θέμα την αστρονομία, καθώς και κάποια που αναφέρονταν στην ύπαρξη ζωής σε άλλο πλανήτη. Όσο και να έψαχνε όμως, κανένα από τα βιβλία αυτά δεν στάθηκε ικανό να δώσει μία λογική εξήγηση. Δεν ήταν μαύρη τρύπα, μήτε κάποιος κομήτης. Άξαφνα το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μία παράγραφο, που μιλούσε για την ύπαρξη παράλληλων διαστάσεων. Το φαινόμενο αυτό, θα έλεγε κανείς πως το έλουζε και η χάρη του μύθου. Ουδείς ως τώρα δεν είχε διασταυρώσει τη συγκεκριμένη θεωρία, αλλιώς η ανθρωπότητα δεν θα αμφέβαλε μέχρι και σήμερα, για την ύπαρξη τυχόν εξωκοσμικής ζωής.

«Σαν να κοιτάζουμε μέσα από έναν καθρέπτη» μουρμούρισε ο άνδρας μονάχος του, βυθισμένος στους δικούς του προβληματισμούς.

«Τι ακριβώς σημαίνει αυτό;»τον ρώτησε ο Θοδωρής περιμένοντας να ακούσει μία πρώτη θεωρία.

«Σημαίνει, πως υπάρχει μία περίπτωση, να μην είμαστε μόνοι μας σε αυτόν τον κόσμο και μάλιστα, η παρέα μας ίσως και να μας μοιάζει πολύ περισσότερο από όσο πραγματικά φανταζόμαστε. Βέβαια τα ίδια λένε και όσοι ασχολούνται με παραφυσικά φαινόμενα, αλλά κανείς δεν τους παίρνει στα σοβαρά» τελείωσε.

Την ώρα εκείνη ένιωσα να με κατακλύζει ένας σιωπηλός ενθουσιασμός, ενώ κάτι τέτοιο δεν φαινόταν να ισχύει και για τον Μιχαήλ, ο οποίος λίγο ακόμη και θα ζητούσε την παραμονή του εδώ από το να γυρίσει στο σπίτι του, πιθανό ορμητήριο εξωκοσμικών πλασμάτων.

«Εσένα θα απαγάγουν από όλα τα δισεκατομμύρια στον πλανήτη;» τον ρώτησε ο Πάνος για να εισπράξει ένα φονικό βλέμμα.

«Η απάντηση κρύβεται στο γεγονός πως από όλα τα δις και τρισεκατομμύρια, εγώ έγινα μάρτυρας της ύπαρξης αυτού του φαινομένου»

«Θείε, αλήθεια θα σου πω, μην εμπιστεύεσαι και πολύ την οποιαδήποτε θεωρία γράφεται μέσα στα επιστημονικά βιβλία, αν δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις. Μία μνεία δεν αποτελεί καν ένδειξη. Θα μπορούσε απλώς να είναι ένα σπάνιο, ουράνιο φαινόμενο και τίποτε περισσότερο. Ίσως ο θάνατος κάποιου άστρου» επέμεινε ο Θοδωρής.

«Για την ώρα ας το αφήσουμε. Έχεις απόλυτο δίκιο. Δε χρειάζεται να φορτώνουμε τους εαυτούς μας με περισσότερες έγνοιες. Θαρρώ πως η οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας, είναι ένα αρκετά βαρύ φορτίο από μόνο του. Είναι μονάχα αβάσιμες εικασίες και τίποτα παραπάνω. Ωστόσο οφείλω να το αναφέρω»

Στο άκουσμα αυτής της κουβέντας, ο Μιχαήλ τον χτύπησε υποστηρικτικά στην πλάτη, και χαρούμενος, ανακοίνωσε πως έπρεπε να φύγει καθώς η ώρα ήταν περασμένη και έτσι ο ίδιος θα αναγκαζόταν να πάρει ταξί.

«Κερνάω απόψε» πρόφερε χαμογελαστός ο άνδρας και ο Παναγιώτης σκουντώντας τον φίλο του, του υποσχέθηκε να επιστρέψουν μαζί ως το σπίτι του.

«Εσύ θα είσαι εντάξει;» τον ρώτησε και τον ένιωσα να ξεφυσά με αγανάκτηση.

«Σας έχω πει να πάψετε να ανησυχείτε για εμένα» η χροιά της φωνής του δήλωνε αμυντική στάση το δίχως άλλο. Ο Πάνος βρισκόταν σε μία μόνιμη γραμμή άμυνας.

«Όχι όταν έρχεσαι με αυτά τα μούτρα!» ο Μιχαήλ είχε βγει εκτός εαυτού, μονάχα που ο Θοδωρής μπήκε στη μέση. Ήξερε πόσο κοντά ήταν οι δυο τους και πόσο τον πονούσε το γεγονός πως ο Πάνος δεν του εμπιστευόταν απολύτως τίποτε. Μέσα σε δευτερόλεπτα, τον είδαμε απλώς να σηκώνεται και να φεύγει, χτυπώντας πίσω του την πόρτα.

«Τώρα τι κατάλαβες;» τον μάλωσα.

«Πως θα πάρω ταξί απόψε» απάντησε εκείνος σκωπτικά.

«Κάποια πράγματα, είναι λεπτά για όλους μας. Δώστε του χρόνο, δεν είναι εύκολο για εκείνον να μιλήσει ανοιχτά για ορισμένα τραύματα» μας είπε ο Φαίδωνας.

«Είμαστε οι καλύτεροι φίλοι του...» συνέχισε την γκρίνια ο Μιχαήλ.

«Το ξέρει και ίσως αυτό που πραγματικά χρειάζεται αυτή τη στιγμή, είναι μονάχα η κατανόηση και τίποτε άλλο. Ο ανιψιός μου, μου έχει αναφέρει και στο παρελθόν περίεργες καταστάσεις με αυτόν τον νεαρό. Σκεφτείτε ωστόσο, πως τουλάχιστον, μένει με τη γιαγιά του τώρα, μακριά από τον πιθανό θύτη. Είναι μία αρχή»

Ήταν πράγματι μία αρχή και ο Πάνος γνώριζε πόσο δύσκολη είχε υπάρξει. Η γιαγιά του ήταν μεγάλη σε ηλικία, με προβλήματα υγείας και εκείνος, είχε βιώσει τη γονική απόρριψη και κακοποίηση σε μία ευαίσθητη ηλικία. Αντιλαμβανόταν πλήρως τον θυμό του Μιχαήλ. Είχαν υπάρξει φορές που απλώς ήθελε να του εξηγήσει πως αισθανόταν ντροπή και πως αυτή την ντροπή, αδυνατούσε να την εκφράσει. Δεν ήταν όμως μονάχα αυτό. Σαν άμυνα, είχε χτίσει ένα τείχος γύρω του. Ένα τείχος το οποίο όφειλε να δείχνει τον δυναμισμό των νιάτων του. Στην πραγματικότητα, αισθανόταν σαν ένα μικρό και ανυπεράσπιστο αγόρι που εκλιπαρούσε μάταια για λίγη στοργή. Τι ακριβώς να ομολογούσε στους φίλους του; Πως από όλες τις επιστημονικές ανακαλύψεις, εκείνος ήθελε μονάχα να βρει μία χρονομηχανή και να περισώσει ό,τι μπορούσε από τα παιδικά του χρόνια; Το Θησείο ήταν κατάμεστο από οικογένειες και εκείνος έστεκε μόνος ανάμεσά τους, αόρατος όπως πάντα.

΄΄Ίσως να μην ήμουν καλό παιδί. Ίσως να έκανα και εγώ λάθη΄΄ σκέφτηκε προτού πάρει με τα πόδια τον δρόμο για το σπίτι του και ας έφτανε ώρες αργότερα περιπλανώμενος στα σκοτάδια της πρωτεύουσας.

Έχοντας επιστρέψει και εγώ με τη σειρά μου στο σπίτι μου, έμεινα αρχικά για λίγο στο μπροστινό μπαλκόνι από όπου μπορούσα να αντικρίσω τον σκοτεινό ουρανό. Κλείνοντας τα μάτια, άφησα το φθινοπωρινό αεράκι, να παίξει με τις χάλκινες τούφες μου, για να αποσυρθώ εν συνεχεία στο δωμάτιό μου. Καθόλη τη διάρκεια της υπόλοιπης νύχτας, και με μόνη συντροφιά μία μικρή λάμπα πάνω ακριβώς από το κρεβάτι μου, ξεφύλλιζα μαγεμένη όλα τα βιβλία της αρχαίας ελληνικής και ξένης μυθολογίας που διέθετα. Δεν ήταν λίγες οι φορές που είχα πιστέψει βαθιά μέσα μου, πως όλοι κάπου είχαν βασιστεί για να τα γράψουν. Σε κάποια εικόνα ή κάποιο γεγονός. Εξάλλου, ο κόσμος μας φάνταζε ιδιαίτερα ανιαρός δίχως λίγη, μαγική ασημόσκονη.

ΑΒΑΤΟ

Οι ώρες φάνταζαν ατελείωτες και τα χρόνια περνούσαν βασανιστικά. Οι ακτίνες του ήλιου έκαιγαν το πρόσωπό του, καθώς ήταν μεσημέρι. Ένα μεσημέρι τυχαίο, μίας άγνωστης χρονιάς. Εκείνος διέσχιζε μία ερημική έκταση με κατεύθυνση τον ωκεανό και οδηγό το ένστικτό του. Η ανάσα του γινόταν όλο και πιο βαριά. Μπροστά του απλωνόταν μία μικρή λίμνη, την οποία πλησίασε ασθμαίνοντας για να βουτήξει τα χέρια του στο δροσερό νερό της. Μία ανάσα δροσιάς καταμεσής μίας ερημικής έκτασης. Μέσα από τους κυκλικούς σχηματισμούς του νερού, διέκρινε για ακόμη μία φορά, την απόκοσμη όψη του. Ζεστά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και με τα δύο του χέρια κράτησε σφιχτά το πρόσωπό του, ποθώντας διακαώς να γδάρει το ίδιο του το δέρμα. Ίσως να ήταν και τα τελευταία δάκρυα που θα έβρεχαν ποτέ το πρόσωπό του.

Ήταν ένα τέρας που δε θύμιζε σε τίποτα την αλλοτινή λάμψη του Θεού του Χειμώνα. Ως και η καρδιά του έμοιαζε με ένα κομμάτι κρέας που λίγο λίγο σάπιζε. Τον τύφλωνε η αδικία και η απόρριψη, παρά τα χρόνια που είχαν περάσει. Κάποια γεγονότα, εκείνα που του προκαλούσαν θυμό, τα ανακαλούσε ξανά και ξανά με λεπτομέρειες. Τη μάχη με τον αδερφό του, την Ιεροσυλία, τη βαριά κατάρα και την απώλεια της οικογένειάς του. Της μοναδικής οικογένειας που είχε ποτέ, καθώς τα ίδια του τα αδέρφια, τον είχαν απαρνηθεί. Για χρόνια είχε μείνει να περιπλανιέται αναζητώντας μάταια, ένα ίχνος της Καλντέρας και ας γνώριζε την αλήθεια. Δεν ήθελε να το πιστέψει. Η Νύμφη του ήταν κάπου εκεί έξω ασφαλής και τον περίμενε. Περίμενε με αγωνία το σμίξιμό τους.

Έχοντας χάσει μέρος της μνήμης του και με το πρόσωπό του να παραμορφώνεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο, είχε περάσει χρόνια να βαδίζει στις βουνοκορφές, όπου επικρατούσε αιώνιος Χειμώνας. Ο κόσμος του Άβατου, θεωρούσε γρουσουζιά ή και κατάρα την ύπαρξή του και έτσι όλοι κρεμούσαν ανάποδα έξω από τις πόρτες των σπιτιών, ένα άνθος κρίνου για εξαγνισμό, την πρώτη ημέρα του Χειμώνα. Για να ξορκίσουν το κακό πνεύμα ενός Θεού που κάποτε είχε την πιο ζεστή καρδιά. Εξίσου υπέφεραν και οι Νόρμες. Οι αδελφές της πολυαγαπημένης του γυναίκας που είχαν επωμιστεί αγόγγυστα το βάρος το δικό του. Ήθελε λοιπόν να τις συναντήσει. Εξάλλου η σκοτεινή Μοίρα, θα μπορούσε να αποτελέσει το αιώνιο καταφύγιό του από εδώ και στο εξής. Η Μοίρα που κάποτε στόλιζε τον κόσμο, που αγκάλιαζε σαν χάδι την απαράμιλλη ομορφιά κάθε είδους.

΄΄Κάποτε που τα είχα όλα στη ζωή μου, είχα αναρωτηθεί πως να ένιωθαν εκείνοι που είχαν χάσει τα πάντα. Που είχαν χάσει την οικογένειά τους και που ποτέ τους δεν θα έβλεπαν τα παιδιά τους να μεγαλώνουν. Που θα αναγκάζονταν ίσως, να αθετήσουν την ιερότερη υπόσχεση. Αυτή που δίνει ένας γονιός στο παιδί του. Πως ό,τι και να γινόταν στον κόσμο ετούτο, θα παρέμενε δίπλα του να το αγαπά και να το στηρίζει σε κάθε αδύναμο βήμα του, μέχρι να γίνει δυνατό. Νιώθω πως κάποτε είχαν παιδιά, όμως η μνήμη μου σιγοσβήνει. Για ένα πράγμα δεν θρηνώ. Για την αδερφική αγάπη που ποτέ μου δεν γνώρισα και ποτέ μου δεν ένιωσα΄΄ γρύλισε συνθλίβοντας ταυτόχρονα έναν βράχο που βρισκόταν στο πλάι του.

Από το βάθος του ορίζοντα ξεπρόβαλε ο ωκεανός. Τα νερά του φαίνονταν ανταριασμένα και μολυσμένα. Η θάλασσα κόχλαζε σαν ηφαιστειακή λάβα. Το βασίλειο της Μοίρας βρισκόταν ακριβώς στην απέναντι πλευρά. Σε ένα μέρος καλά κρυμμένο, από τα υπόλοιπα πλάσματα αυτού του κόσμου.

Μέσα από τις ομίχλες, μπορούσε να διακρίνει τα ερείπιά του. Σαν φαντάσματα μιας περασμένης εποχής, έστεκαν ακόμη για να θυμίζουν, αυτό που μελλοντικά θα ήθελε ο υπόλοιπος κόσμος να ξεχάσει. Την μέρα της ιεροσυλίας. Ωστόσο, εκείνος διέσχισε το υγρό και αλμυρό λιβάδι που κάποτε θύμιζε θάλασσα φρέσκια και μυρωδάτη, φτάνοντας στην ερημική όχθη του νησιού της Μοίρας. Η πρώτη εικόνα που τον υποδέχτηκε, ήταν μία άμμος στο χρώμα της στάχτης, μία μυρωδιά σαπίλας και μπόλικα κόκαλα από τους τελευταίους κατοίκους που ζούσαν κάποτε εκεί και που δεν έφυγαν ποτέ. Πλησιάζοντας, έσπρωξε με δύναμη τη βαριά, πέτρινη πόρτα του βασιλείου. Η αίθουσα έμοιαζε κενή και βυθισμένη στο σκοτάδι, όπως όλο το βασίλειο άλλωστε. Η αλλοτινή ομορφιά του, είχε μετατραπεί σε ζωντανό εφιάλτη. Ένα σιγανό μοιρολόι αντηχούσε στους σκοτεινούς διαδρόμους, σε μια γλώσσα αρχαία, ξεχασμένη.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top