Το Αστεροσκοπείο /part 1 Β' ΜΕΡΟΣ

Στη φωτο ο Ορλάντο, ο Πρίγκιπας του Λευκού Βασιλείου

ΕΛΛΑΔΑ

Η ώρα ήταν περίπου εφτά το πρωί. Το μαρτυρούσαν εξάλλου οι αδύναμες ηλιαχτίδες που τρύπωναν από τα παράθυρα. Κοίταξα πολλές φορές το κινητό μου τηλέφωνο για να βεβαιωθώ πως δεν με γελούσαν τα μάτια μου. Έξι ολόκληρες ώρες ύπνου είχαν περάσει με την ταχύτητα του φωτός, αφήνοντας πίσω τους με βεβαιότητα συντρίμμια και το δικό μου κουρασμένο κορμί. Αν υπήρχε κάτι θετικό στην ιστορία αυτή, ήταν το γεγονός πως το σχολικό λεωφορείο περνούσε έξω ακριβώς από το σπίτι μου. Ακόμη ένα βράδυ είχα ξενυχτήσει, όχι σαν φυσιολογική έφηβη, μα σαν τελειόφοιτη, καταδικασμένη σε ισόβια δεσμά, παρέα με την Άλγεβρα. Το δυστύχημα ήταν πως μαζί με εμένα, το είχε ξενυχτίσει και ο Πάνος, ένας εκ των τριών κολλητών μου φίλων. Μερικές φορές έπιανα τον εαυτό μου να τον θαυμάζει. Έμοιαζε να διακατέχεται από ανεξάντλητη ενέργεια, πηγή της οποίας ήταν δυστυχώς οι δυσκολίες που καθημερινά ζούσε. Σαν ήμασταν πιο μικροί, δεν γινόταν τόσο ευδιάκριτο. Μεγαλώνοντας όμως, ολοένα και περισσότερο τον άλλαζε η καθημερινότητα, η οποία τον είχε μετατρέψει σε ένα παιδί ολωσδιόλου κλειστό. Ευτυχώς, η οξυδέρκειά του ακολουθήσε την αντίστροφη πορεία, με αποτέλεσμα να αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο.

«Αυγή!» ήχησε μελωδικά το όνομά μου ξανά και ξανά δια στόματος της μητρός μου, ως ανακοίνωση του σερβιρίσματος του πρωινού, το οποίο καθώς μου έλεγε πάντοτε η γιαγιά μου, ήταν το πιο σημαντικό γεύμα της ημέρας, που δεν έπρεπε επ'ουδενί να παραλείπεται.

Κατέβηκα γρήγορα στην κουζίνα, μουρμούρισα ένα σιγανό ΄΄καλημέρα΄΄ στη μητέρα μου, άρπαξα κυριολεκτικά στον αέρα ένα τοστάκι και έφυγα μπουκωμένη τρέχοντας, για να είμαι συνεπής στο σχολικό και στη συνάντησή μου με τους κολλητούς μου. Αυτό είναι πράγματι κάτι που δεν διευκρίνισα ποτέ. Η παρέα μου αποτελείται κατ' αποκλειστικότητα από αγόρια. Ήμασταν αχώριστοι από μικρά παιδιά. Αυτό ήταν και το καλό του να μεγαλώνεις στην ίδια γειτονιά εξάλλου. Τα καλοκαίρια, τα περνούσαμε μαζί σε μια παραθαλάσσια περιοχή κοντά στην Κόρινθο, αφιερώνοντας τα πρωινά μας στη θάλασσα και τις βραδιές μας στην ήσυχη παραλία, παρέα με μία κιθάρα και καλό φαγητό. Οι χειμώνες μας ωστόσο, φάνταζαν πιο ανιαροί, εν αντιθέσει με τις αλμυρές μας περιπέτειες. Αυτά σκεφτόμουν για να μπορέσω να ανταποκριθώ με δύναμη και να εξοπλιστώ με υπομονή, στην τελευταία σχολική χρονιά, πως μόλις τελείωναν οι πανελλήνιες, ένα ακόμη αξέχαστο καλοκαίρι, μας περίμενε για να μας υποδεχτεί στην περιπετειώδη αγκαλιά του. Τα σχέδιά μου πίστευα πως ήταν απλά και πραγματοποιήσιμα. Δεν θα μπορούσα ούτε στο ελάχιστο να αναλογιστώ τυχόν ανατροπή τους.

Βγήκα ξεφυσώντας στον κεντρικό δρόμο, από όπου θα περνούσε το λεωφορείο. Δίχως την πρωινή κίνηση, η διαδρομή μου διαρκούσε δέκα λεπτά. Γύρω μου η γειτονιά, μόλις που είχε ξυπνήσει, με τους περισσότερους να έχουν βγει στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών και να χαζεύουν ανέμελα τους περαστικούς, ενώ άλλοι άπλωναν το πρωινό τους πλυντήριο κουβεντιάζοντας με τους γείτονες. Ήταν μία τυπική και ηλιόλουστη μέρα, σε μία από τις εκατομμύρια γειτονιές της Αθήνας και συγκεκριμένα της Νέας Σμύρνης.

Ανεβαίνοντας στο λεωφορείο, αντίκρυσα τον δεύτερο της παρέας μου. Ο Θοδωρής, ένα αγόρι ψηλό, με καστανά σκούρα μαλλιά και απίστευτα έντονα και εκφραστικά εβένινα μάτια, με περίμενε όπως πάντα στις προτελευταίες θέσεις, για έναν γρήγορο υπνάκο. Η χαιρετούρα μας περιοριζόταν σε άηχα σχεδόν μουγκρητά, μιας και η καφεΐνη είχε στερέψει από τις φλέβες μας, απαιτώντας γρήγορη ανανέωση. Δεν ήταν τυχαίο που ο κύριος Παύλος, μας τους είχε έτοιμους πέντε λεπτά πριν ξεκινήσει η σχολική συγκέντρωση.

«Καλημέρα....»μουρμούρισε τη στιγμή που καθόμουν δίπλα του «Σε ξενύχτισε πάλι η άτιμη η Άλγεβρα;»

«Άστα! Έχω καταντήσει να βγαίνω πλέον ραντεβού μονάχα με τον Πυθαγόρα και ακόμη χειρότερα, απιστίες σε αυτήν τη σχέση δεν χωράνε!» γκρίνιαξα.

«Εμένα θα μου πεις...» πήρε μία βαθιά ανάσα «Παρόλα αυτά, έχω ευχάριστα νέα. Καθώς σήμερα είναι Παρασκευή, ζήτησα από τον θείο μου να μας επιτρέψει την είσοδο στο Αστεροσκοπείο. Μου έταξε να μας δείξει και πώς λειτουργεί το μεγάλο διοπτρικό τηλεσκόπιο στην Πεντέλη. Θα έχει πεφταστέρια σήμερα το βράδυ, αλλά εκτός αυτού, μελετάνε κάτι παράξενα φαινόμενα. Μην φανταστείς όμως πως μου έδωσε λεπτομέρειες» τελείωσε.

«Είδαν εξωγήινους;» τον πείραξα.

«Δεν θα ήταν παράξενο με όσα συμβαίνουν. Αυτοί μας λείπουν, αλλά μην πεις τίποτε στον Μιχαήλ. Σε ικετεύω» χαμογέλασε και το ίδιο έκανα και εγώ ακουμπώντας για λίγο στο κάθισμα και αναλογιζόμενη τη σημερινή μικρή μας απόδραση σαν επιβράβευση για τις ατελείωτες ώρες διαβάσματος.

«Υπόσχομαι, εκτός αν θέλω να τον κάνω να μην κοιμάται τα βράδια» μειδίασα.

«Ούτε εμείς θα κοιμόμαστε, επομένως επέλεξε σοφά τις κινήσεις σου»

Η ιδέα μου φαινόταν εκπληκτική και η μέρα ξεκινούσε με ένα υπέροχο νέο. Πάντοτε λάτρευα τα ουράνια φαινόμενα και θεωρούσα την αστρονομία το πιο ενδιαφέρον μάθημα του σχολείου και ας ανήκε στην προηγούμενη χρονιά. Τη στιγμή εκείνη, το κινητό του χτύπησε και ο Τεό, όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούσαμε, αφού απάντησε ανοίγοντας ένα διάλογο του πεντάλεπτου, γύρισε και με κοίταξε με βλέμμα μελαγχολικό.

«Ο Παναγιώτης δε θα έρθει σήμερα. Θα μας συναντήσει το βράδυ είπε» πρόφερε πληγωμένα «Τι θα κάνουμε με αυτό το παιδί, μου λες; Πολλές φορές έχω προσπαθήσει να τον πλησιάσω, να μάθω τι του συμβαίνει, μα πάντοτε με κρατά σε απόσταση. Τόσα χρόνια και έπειτα από την εγκατάλειψή του από την μητέρα του, αντιλαμβάνομαι πως περνά δύσκολες ώρες στο σπίτι με τον πατέρα του. Ποτέ του όμως δεν ανοίγεται σε εμάς»

Τον κοίταξα εμφανώς προβληματισμένη. Αν ο φίλος μας συνέχιζε με αυτό το ρυθμό, το μόνο σίγουρο θα ήταν, πως θα έχανε τη χρονιά από απουσίες. Ήταν ένα πολύ ιδιαίτερο παιδί. Εσωστρεφές για όσους δεν τον γνώριζαν καλά. Πολλές φορές μας έδινε την αίσθηση, πως τον απασχολούσαν πολλά και ταυτόχρονα προβλήματα, αλλά ουδέποτε μιλούσε γι΄αυτά. Ήθελε να δείχνει σκληρός και γενναίος για τους φίλους του. Εντούτοις, στα μάτια του βαθιά μέσα, καθρεπτιζόταν σχεδόν πάντοτε ο πόνος. Η φιλία μας μαζί του, μετρούσε δώδεκα χρόνια. Από το δημοτικό για την ακρίβεια, από τότε που συναντήσαμε εκείνο το ντροπαλό και ταυτόχρονα θαρραλέο αγοράκι, το οποίο ξεχώριζε από τους συνομήλικους λόγω του ύψους του. Η μητέρα του εγκατέλειψε το σπίτι τους όταν ο Πάνος ήταν δέκα χρονών. Μέχρι τότε, έμοιαζε σαν ένα παιδί όπως όλα τα άλλα, με εξαίρεση το γεγονός πως ποτέ και κανένας μας δεν πάτησε στο σπίτι του για ευνόητους πλέον λόγους.

Από την ημέρα ωστόσο της εγκατάλειψής του, άλλαξε απότομα. Κλείστηκε στον εαυτό του, γέμισε οργή και θυμό. Ποτέ μας δεν μάθαμε τις λεπτομέρειες εκείνης της φρικτής για τον φίλο μας μέρας, παρά μόνο το γεγονός πως βρέθηκε ένα γράμμα δικό της επάνω στο κρεβάτι του. Έκτοτε ξεκίνησε ο Γολγοθάς του, καθώς άνοιξε ο ασκός του Αιόλου, που αφορούσε τη συμπεριφορά του πατέρα του. Πλέον εδώ και τρία χρόνια, έμενε με τη γιαγιά του, ενώ τον πατέρα του τον είχα συναντήσει δύο μονάχα φορές. Ήταν ψηλός και εύσωμος, όπως και ο υιός του. Τον είχε συνοδέψει μέχρι την είσοδο του σχολείου ένα πρωινό, αμίλητος και ανέκφραστος και είχε φύγει με τον ίδιο τρόπο. Όταν ήμουν μικρή, τον παρομοίαζα με φάντασμα. Με μια ψυχή δηλαδή, που ξέμεινε στον κόσμο μας, για να περιφέρεται άσκοπα ανάμεσα στους ζωντανούς. Έτσι έμοιαζε. Ο μοναδικός από την παρέα μας, που είχε τολμήσει να ρωτήσει τον Παναγιώτη αρκετές φορές για την οικογένειά του, ήταν ο Μιχαήλ, το τρίτο μέλος της μικρής μας συντροφιάς και ο οποίος είχε αργήσει στην συνάντησή μας για ακόμη μια φορά.

Ο Θοδωρής σαφώς γνώριζε τον λόγο. Με τον Μιχαήλ έμεναν σχετικά κοντά. Ακόμη και εγώ όμως, έπειτα από τόσα χρόνια φιλίας, τον είχα ψυχολογήσει απόλυτα. Το παλικάρι αυτό φοβόταν άνευ λόγου, ακόμη και την ίδια του τη σκιά, που νομοτελειακά τον ακολουθούσε γιατί δεν είχε άλλη επιλογή. Όταν ήμασταν μικροί, ήταν ο μόνος που πλατσούριζε στα ρηχά, που σιχαινόταν τα μικροσκοπικά ψάρια και που στην περίπτωση του κρυφτού, προτιμούσε απλώς να καθίσει ανακούρκουδα στη μέση του κήπου, από το να κρυφτεί σε κάποιο σκιερό μέρος. Η αιτία της σημερινής του καθυστέρησης, ήταν η ύπαρξη της Νεφέλης, ενός γέρικου λυκόσκυλου, το οποίο συνήθως βρισκόταν ξαπλωμένο μπροστά από τις ορθάνοιχτες πόρτες του συνεργείου, το οποίο βρισκόταν σχεδόν δίπλα στο σπίτι του Μιχαήλ, με αποτέλεσμα εκείνος να πραγματοποιεί τον κύκλο του τετραγώνου για να την αποφύγει, μετατρέποντας τον Θοδωρή σε αναβράζουσα τσαγιέρα.

«Πάλι τα ίδια;» τον κατσάδιασε σαν τον είδε να τρέχει προς το μέρος μας λαχανιασμένος.

«Ε, ξέρεις τώρα πώς έχουν αυτά» πήγε να δικαιολογηθεί « Ακόμη χειρότερα, σήμερα την είχαν χωρίς το λουρί της»

«Ναι, γιατί πολύ απλά είναι ζήτημα αν τα πόδια της της επιτρέπουν να κάνει δύο βήματα! Γι' αυτό!» του φώναξε και τον σκούντησα «Τελοσπάντων, σας έχω ευχάριστα νέα. Όπως είπα και στην Αυγή, ο θείος μου θα μας ξεναγήσει στο Αστεροσκοπείο. Δεν είναι κάτι τρομακτικό, δεν δαγκώνει...» τον πρόλαβε.

«Υπέροχα» αναφώνησε αιφνιδιάζοντάς μας «Ο Πάνος;» ρώτησε και μας είδε να ανταλλάζουμε βλέμματα. «Κατάλαβα. Τελοσπάντων, θα πάρω ταξί απόψε. Δεν ξέρεις ποτέ τι κακό μπορεί να σε βρει στο δρόμο»

«Επίσης, το κακό μπορεί να σε βρει και εκτός δρόμου, ειδικά αν συνεχίσεις με αυτό το βιολί. Είσαι πλέον δεκαοχτώ. Πάψε να εμμένεις στις φοβίες που αφορούσαν την παιδική σου ηλικία και που μεταξύ μας, είναι και αδικαιολόγητες. Θα πάρουμε όλοι μαζί τον ηλεκτρικό και δεν σηκώνω κουβέντα» μούγκρισε ο Θοδωρής για να εισέλθουμε τελικά στο προαύλιο, καρτερώντας στωικά να περάσουν οι ώρες και να έρθει το απόγευμα της ξεκούρασης.

Ταυτόχρονα, ο Παναγιώτης επέστρεφε στη μικρή μονοκατοικία της γιαγιάς του, της μητέρας της μητέρας του, η οποία δεν είχε πάψει λεπτό να αναζητά την κόρη της. Ήταν βέβαιος πως εκείνη θα κοιμόταν, έχοντας αφήσει το κλειδάκι στη γλάστρα με τις γαρδένιες. Ανοίγοντας, τη βρήκε να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας, εμφανώς περιμένοντας την άφιξή του.

«Πού ήσουν πάλι, παιδί μου;» τον ρώτησε, μα όταν είδε το σκισμένο του φρύδι, κατάλαβε πολλά «Γιατί το κάνεις αυτό; Δεν σου είπα να σταματήσεις να μπλέκεις μαζί του;»

«Πήγα απλώς να πάρω τα τελευταία μου ρούχα. Εκείνος το ξεκίνησε, μονάχα που ξεχνά πως δεν είμαι πλέον δέκα» της απάντησε κοφτά.

«Πάνο πρέπει να πηγαίνεις σχολείο! Τουλάχιστον, φρόντισε να προοδεύσεις, να κάνεις κάτι χρήσιμο στη ζωή σου και να μην τον ξαναδείς ποτέ!» ο Παναγιώτης καταλάβαινε πως δύο άτομα δεν μπορούσαν απλώς να ζήσουν από την φτωχική της σύνταξη. Έπρεπε να προσπαθήσει να βρει την οποιαδήποτε δουλειά. Ωστόσο, το μόνο που επιθυμούσε να κάνει, ήταν να κλειστεί στο δωμάτιό του. Κάπου εκεί γύρω, βρίσκονταν διασκορπισμένα και τα βιβλία του. Αγαπούσε τα μαθηματικά και τη φυσική, ήταν πολύ καλός σε αυτό. Ποτέ του όμως δεν το παραδέχτηκε. Είτε από εγωισμό, είτε από ανασφάλεια, προτιμούσε να δίνει την ίδια εντύπωση με εμένα ας πούμε, που στα μάτια μου η Άλγεβρα έβγαζε το ίδιο νόημα με τη Γραμμική β. Για λίγο έμεινε ξαπλωμένος. Το αίμα είχε πλέον ξεραθεί πάνω από το δεξί του φρύδι. Ο Θοδωρής του είχε αφήσει μήνυμα με τον τόπο και την ώρα συνάντησης. Αγαπούσε τους φίλους του και παρά το γεγονός πως δεν είχε ιδιαίτερη όρεξη, θα πήγαινε μόνο και μόνο για να τους δει.

--------------

Aργά το απόγευμα, βρέθηκα να στέκομαι έξω ακριβώς από το σπίτι του Μιχαήλ. Τον είχαμε βάλει να μας υποσχεθεί πως θα ακολουθούσε τη διαδρομή με τον ηλεκτρικό ως το Θησείο. Σε αντάλλαγμα αυτής της υπόσχεσης, εκείνος μου είχε ζητήσει να πάμε παρέα, καθώς όπως πίστευε, όσο περισσότεροι ήμασταν, τόσο μειώνονταν οι πιθανότητες παντός είδους κινδύνου. Δεν του χάλασα σαφώς το χατίρι, ο Μιχαήλ ήξερε πολύ καλά πώς να με χειρίζεται για να πετυχαίνει τους στόχους του. Καθώς χάζευα τους περαστικούς, στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα του Πάνου. Το πρόσωπό μου ευθύς σκοτείνιασε και ο φίλος μου αντιλήφθηκε αμέσως την αιφνίδια αλλαγή της διάθεσής μου.

«Δεν έχει νόημα να βασανίζεσαι με αυτό...» μου ψιθύρισε.

«Ούτε έχει νόημα όμως να βασανίζεται και εκείνος» απάντησα.

«Γνωρίζεις πολύ καλά πόσες προσπάθειες έχω κάνει. Του έχω ζητήσει να μείνει και σπίτι μου αν χρειαστεί» επέμεινε ο Μιχαήλ.

«Είναι εκείνος, έτσι; Ο πατέρας του εννοώ. Πάντοτε εκείνος ήταν το πρόβλημα. Είμαι βέβαιη πως τον χτυπούσε και τον κακοποιούσε από παιδί»

«Δεν έχουμε αποδείξεις ή τουλάχιστον δεν μας έχει μιλήσει ποτέ για κάτι τέτοιο»

Η συζήτηση διακόπηκε απότομα, καθώς ένα ελαφρύ τράνταγμα του ηλεκτρικού μας προειδοποιούσε πως είχαμε φτάσει στον προορισμό μας. Κατεβαίνοντας βρήκαμε τον Θοδωρή να μας περιμένει, πάντοτε χαμογελαστός. Αυτό το όμορφο αγόρι, με τη χρυσή καρδιά ήταν η ψυχή της παρέας μας το δίχως άλλο. Τη στιγμή που τον έσφιγγα στην αγκαλιά μου, είδα από μακριά τη ψηλόλιγνη φιγούρα του Παναγιώτη να πλησιάζει.

«Όλα καλά;»τον ρώτησα ταραγμένη από το θέαμα της πληγής πάνω από το φρύδι του, παρά το γεγονός πως πίστευα, ότι άσκοπα έθετα την ερώτηση.

«Ναι» απάντησε ψυχρά και μονολεκτικά « Χτύπησα απλώς» τελείωσε, μολαταύτα αντιλήφθηκε πως δεν είχα πιστέψει ούτε για μία στιγμή τα λεγόμενά του.

Οι άλλοι δύο τον χαιρέτησαν εγκάρδια, δίχως να καταπιάνονται ιδιαίτερα με το θέμα της πληγής στο πρόσωπό του. Ήξεραν. Καταβάθος όλοι μας γνωρίζαμε την αλήθεια. Έπειτα από λίγα λεπτά, ήμασταν έτοιμοι να ξεκινήσουμε για το Αστεροσκοπείο. Έχοντας στα σκαριά μία εργασία για το μάθημα της αστρονομίας, ήταν φανταστική ευκαιρία για να απολαύσουμε ένα ουράνιο υπερθέαμα. Ο θείος του Θοδωρή μας καρτερούσε ανυπόμονα στο Θησείο και από κει ξεκινήσαμε για το Εθνικό Αστεροσκοπείο με την ελπίδα να μεταβαίναμε αργότερα στην Πεντέλη. Η βραδιά ήταν δροσερή, γεμάτη έντονες μυρωδιές λουλουδιών, καφέ και διάφορων γευστικών, μαγειρευτών φαγητών από τα γειτονικά εστιατόρια. Αυτή ήταν η Αθήνα. Μια ποικιλία, μία έκρηξη δυνατή, γεύσεων, μυρωδιών, χρωμάτων και σαφέστατα αρχιτεκτονικής η οποία μου κέντριζε πάντοτε το ενδιαφέρον σαν σκοντάφταμε σε κάποιο νεοκλασικό οικοδόμημα.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top