Το Άβατο σφραγίζει τις πόρτες του/ part 3

Ο Όθωνας τις τελευταίες μέρες, θρηνούσε τον χαμό του πατέρα του Βιλ Γκάλας. Ο ίδιος ήταν πολύ νεαρός σε ηλικία και αισθανόταν ανασφάλεια απέναντι στις ευθύνες του Βασιλιά. Με τον Έλυον, τον βασιλιά των ξωτικών του Λευκού Βασιλείου, οι σχέσεις ήταν τυπικές, ενώ τώρα πια που είχε έρθει στον κόσμο ο γιος του, ο Ορλάντο, ο βασιλιάς είχε απορροφηθεί πλήρως από τα οικογενειακά του καθήκοντα. Τα βάσανα όλων όμως, ήταν μπροστά. Ο έφηβος Όθωνας αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από τις κρήνες τις ευλογημένες του ναού της Σελήνης. Η νύχτα ήταν ψυχρή και ερεβώδη σύννεφα κάλυπταν τον ουρανό, ώσπου στα μισά της διαδρομής, ξέσπασε καταιγίδα δυνατή. Ο νεαρός έσφιξε επάνω του την εβένινη κάπα του, όταν άκουσε φωνές που καλούσαν σε βοήθεια. Την ήξερε αυτή τη χροιά, είχε πολλές φορές ευχηθεί να μπορούσε να την γνωρίσει από κοντά. Η Καλντέρα φάνηκε από το βάθος του ομιχλώδους ορίζοντα, βρεγμένη, ταλαιπωρημένη, με μάτια πρησμένα από το κλάμα. Στη θέα του νεαρού, σάστισε. Εκείνος την πλησίασε καλοσυνάτα, τείνοντας μπροστά το χέρι του για να την καθησυχάσει.

«Με λένε Όθωνα και είμαι ο νέος βασιλιάς της φυλής των ξωτικών της Σελήνης. Μη φοβάσαι, δεν θα σου κάνω κακό. Ο Σούλφους είχε μιλήσει με τον συγχωρεμένο τον πατέρα μου, του είχε εξηγήσει πως κάποια πράγματα δεν πήγαιναν πολύ καλά. Η αλήθεια είναι πως δεν περίμενα να σε δω, μα χαίρομαι πολύ που έχω την τιμή. Κάλυψε με την κάπα σου το πρόσωπό σου. Το δικό μας βασίλειο, δυστυχώς δεν είναι πλέον ασφαλές» της είπε και εκείνη με μία κίνηση του χεριού της, κάλυψε το πρόσωπό της, αλλά και τα δύο μικρά καλάθια όπου μέσα βρίσκονταν τα μωρά.

Το ξωτικό την οδήγησε μέσα από τους πλακόστρωτους δρόμους του χωριού σε ένα μικρό, εγκαταλελειμμένο, πέτρινο σπίτι. Το χωριό φωτιζόταν από τις χιλιάδες πυγολαμπίδες που φώλιαζαν στους λευκούς κρίνους, οι οποίοι τύλιγαν από άκρη σε άκρη τα σπίτια. Το δικό της σπίτι θα ήταν αρκετά μικρό, αλλά η ατμόσφαιρά του, ήταν ιδιαιτέρως φιλόξενη. Ο Όθωνας φρόντισε να ανάψει το τζάκι, ώστε ο χώρος να είναι ζεστός, μόλις η Νύμφη έκανε την εμφάνισή της. Εκείνη τοποθέτησε τα καλάθια δίπλα στη φωτιά, ώστε να κρατήσει τα μικροσκοπικά κορμάκια των μωρών ζεστά.

«Τι συνέβη κυρά του δάσους και του χρόνου; Τι έπαθες; Ο Σούλφους;» ρώτησε και την είδε να καταπνίγει έναν λυγμό.

«Ο Σούλφους δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος μεγαλειότατε...Η τιμωρία τον αλλάζει σαν κατάρα, τον παραμορφώνει εσωτερικά και εξωτερικά. Κάποιος κπαγίδευσε το βιβλίο της Γένεσης»

«Μα τους Θεούς, αυτό ήταν μεγάλη ιεροσυλία!» ταράχτηκε ο Όθωνας.

«Είμαι βέβαιη πως δεν ήταν ο Σούλφους ο φταίχτης. Ο Τζίλτα ωστόσο διαρκώς τον κατηγορεί...»

«Ο Τζίλτα είναι ο αγαπημένος Θεός του Έλυον. Ο πατέρας μου δεν τον εμπιστεύτηκε ποτέ και ίσως γι'αυτό ήρθε σε ρήξη με τον βασιλιά του Ήλιου. Εγώ ως νέος βασιλιάς, θα ακολουθήσω τη γραμμή του πατέρα μου. Μπορεί σε άλλα να ήταν αυστηρός, μα θαρρώ πως η κρίση του εδώ είναι σωστή. Θα είσαι ασφαλής για την ώρα. Να θυμάσαι πως όποιο χτύπημα και να ακούσεις στην πόρτα δεν θα ανοίξεις ποτέ» τη συμβούλευσε ο Όθωνας και γλίστρησε αθόρυβα έξω.

Μόλις έμεινε μονάχη της, η Καλντέρα έσφιξε στην αγκαλιά της το ημερολόγιό της. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της μουσκεύοντας τις σελίδες.

---------

Το μυαλό του του έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Η ψυχή του βούλιαζε μέρα με τη μέρα όλο και πιο πολύ στο σκοτάδι. Και αυτές οι αλυσίδες; Πονούσαν φρικτά. Οι φωνές του Τζίλτα τον έκαναν να καταλάβει πως η Καλντέρα είχε αποδράσει εκείνο το βράδυ από το Άβατο. Η πρώτη του νίκη. Κοίταξε ξανά το πρόσωπό του στον καθρέπτη.

΄΄Παραμορφώνομαι...΄΄ψιθύρισε και έφταιγε η κατάρα της τιμωρίας γι'αυτό.

Το βλέμμα του τώρα ήταν κενό. Η ίριδα και το χρώμα των ματιών του είχαν δώσει αργά τη θέση τους σε δύο μαύρες τρύπες. Η απελπισία άρχισε να τον κυριεύει. Έχοντας χάσει τη γυναίκα της ζωής του, καθώς και τα παιδιά του, δε θεωρούσε πως είχε τίποτε άλλο να χάσει. Εκτός φυσικά από μια ψυχή η οποία δεν υπήρχε πια. Για λίγο το σκέφτηκε και έπειτα, άρπαξε με δύναμη τις αλυσίδες και συγκεντρώθηκε. Μπορεί να του είχαν στερήσει τις δυνάμεις σε εκείνο το κελί, μα δεν είχαν ιδέα ως πού ήταν ικανός να φτάσει. Από τις παλάμες του τώρα, ανάβλυζε μία θέρμη που γινόταν ολοένα και πιο ισχυρή, σε σημείο που το μέταλλο ξεκίνησε να πολτοποιείται. Ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε και η πρώτη αλυσίδα έπεσε στο έδαφος. Σε λίγα λεπτά ακολούθησε και η δεύτερη. Ο Σούλφους σηκώθηκε πάνω, νιώθοντας ένα μούδιασμα σε όλο του το κορμί. Οι δυνάμεις του τώρα, επέστρεφαν ολοένα και πιο ισχυρές. Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Το όνομά του ήταν Σούλφους. Μονάχα που τώρα πια όσοι θα το ανέφεραν, τρόμος θα τους κατέκλυζε. Η πόρτα του κελιού του άνοιξε και εκείνος κινήθηκε αργά προς την αίθουσα του θρόνου.

Οι τρεις Άρχοντες βρίσκονταν μαζεμένοι στην κεντρική αίθουσα με τον Τζίλτα να μη μπορεί να κρύψει τη νευρικότητά του.

«Το Άβατο καταρρέει» του είπε ο Ρόουεν.

«Το Άβατο ποτέ δε θα καταρρεύσει! Δε θα το επιτρέψω!» του φώναξε ο Τζίλτα.

«Πρόσεχε πρωτότοκε, γιατί η αλαζονεία είναι πολύ κακός σύμβουλος» ακούστηκε αυστηρά ο Ρίβερ Σέιν.

Τη στιγμή που ο Τζίλτα ήταν έτοιμος να του απαντήσει, η πόρτα της αίθουσας άνοιξε διάπλατα με φόρα, κάνοντας έναν τρομακτικό πάταγο και δημιουργώντας ρωγμές στους τοίχους που την στήριζαν. Στο κατώφλι στεκόταν ένα απόκοσμο πλάσμα που ελάχιστα θύμιζε τον Θεό του Χειμώνα. Τα μαύρα του μαλλιά ανέμιζαν σαν τα πλοκάμια του ερέβους και τα μάτια του είχαν την όψη της κενής, εβένινης αβύσσου.Το χλωμό του δέρμα ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα σκούρα του χαρακτηριστικά. Μπρος στην απαίσια όψη του, ο Ρόουεν και ο Ρίβερ Σέιν πισωπάτησαν. Ο μοναδικός που στάθηκε μπροστά του, σκιερός, αλύγιστος ήταν ο Τζίλτα.

«Η φρικτή σου όψη  τώρα πια ταιριάζει απόλυτα με τον χαρακτήρα σου» πρόφερε ειρωνικά.

«Μερικές φορές, οι πιο μαύρες ψυχές, διαθέτουν το πιο φωτεινό πρόσωπο. Αποδείχτηκε πως η μεγαλύτερη κατάρα δεν ήταν η τιμωρία μου από τον Πατέρα, αλλά που είχα εσάς για αδέρφια μου. Με προδώσατε. Όλοι σας και αυτό θα το πληρώσετε ακριβά. Θα σας δω να σέρνεστε σαν τα ανήμπορα σκουλήκια στο χώμα και τότε θα εκλιπαρείτε για το έλεός μου, μα θα είναι αργά» του φώναξε ο Σούλφους και από τις παλάμες του ξεπήδησαν φλόγες «Καταραμένη να είναι η μέρα που ήρθα σε αυτόν τον κόσμο!»φώναξε και τύλιξε την αίθουσα στις φλόγες που έγλειφαν λαίμαργα τους τοίχους και σάρωναν ό,τι έβρισκαν στο διάβα τους.

Καθώς ο ίδιος δεν καιγόταν, δημιούργησε γύρω από τους Τρεις Άρχοντες, ένα πύρινο τείχος εγκλωβίζοντάς τους. Μέχρι να καταφέρουν να το αντιμετωπίσουν, οι ζημιές ήταν ανυπολόγιστες. Οι τοιχογραφίες είχαν καταστραφεί ολοσχερώς και η αλλοτινή λάμψη της αίθουσας του θρόνου, είχε μετατραπεί σε στάχτη. Ήταν η αρχή. Οι τρεις τους ήξεραν πολύ καλά πως η τιμωρία του Πατέρα τους θα είχε πολλές επιπτώσεις. Μία ψυχή γεμάτη μίσος ήταν αποφασισμένη για όλα χωρίς το παραμικρό έλεος. Δυστυχώς η τιμωρία δεν είχε συνέπειες μονάχα στον ίδιο. Το Βασίλειο της Μοίρας από αλλοτινός Παράδεισος, είχε μετατραπεί σε Κόλαση. Κάθε βλάστηση, κάθε πλάσμα ζωντανό πέθαινε, αφήνοντας πίσω του μονάχα την αποφορά του κουφαριού του. Το βασίλειο, θα παρέμενε αχαρτογράφητο και απρόσιτο από κάθε ζωντανό πλάσμα, καθώς θα θεωρούταν καταραμένο και η χαρτογράφησή του θα απαγορευόταν για πάντα. Μέσα στα πέτρινα τείχη του, τρεις υπάρξεις σάπιζαν πλέον μέρα με την μέρα, αλυσοδεμένες στον θρόνο τους για πάντα, καθώς είχαν επιλέξει να ακολουθήσουν τον Σούλφους, με αποτέλεσμα η κατάρα να επηρεάσει και εκείνες.

-------------------------

Ο Σούλφους κατευθυνόταν τώρα προς το απόκοσμο πλέον βασίλειο της Μοίρας, για να ζητήσει βοήθεια. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει την Καλντέρα, μα τι θα της έλεγε; Πώς θα την αντίκριζε με αυτήν τη φρικτή πλέον όψη; Η ιστορία όμως θα έδινε ξανά την απάντηση. Μετά το ξέσπασμα του Σούλφους και την καταστροφή του βασιλείου του Άβατου, εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε ανάμεσα στα ξωτικά, με τον Τζίλτα να ζητά δικαίωση, τον Έλυον να πηγαίνει με το μέρος του και τον έφηβο Όθωνα να αρνείται. Η Καλντέρα, η οποία κατάφερε να διαφύγει από το Άβατο, ήταν το πρώτο θύμα του εμφύλιου πολέμου που ξέσπασε ανάμεσα στα ξωτικά. Μετά την πτώση του Σούλφους που σύντομα έγινε γνωστή από άκρη σε άκρη, οι οπαδοί του Θεού του Χειμώνα, ξεσηκώθηκαν ενάντια σε εκείνους που υποστήριζαν τον Τζίλτα, καθώς τον κατηγορούσαν για έσχατη προδοσία. Ο Όθωνας ήταν ο αρχηγός των ξωτικών που πολέμησαν ενάντια στους οπαδούς του Θεού της Άνοιξης, επειδή πίστευε ακράδαντα πως τον Σούλφους τον είχαν εξαπατήσει. Καθώς λοιπόν είχε επωμιστεί με την προστασία της Καλντέρας, την ημέρα που ξέσπασε ο εμφύλιος, εκείνος έτρεξε στο σπίτι όπου την είχε αφήσει προκειμένου να σιγουρευτεί πως όλα ήταν καλά. Καθώς έφτανε στην μικρή του αυλή, παρατήρησε με τρόμο πως η πόρτα του σπιτιού ήταν κομματιασμένη.

Μπήκε αθόρυβα μέσα, με το στομάχι του σφιγμένο από αγωνία, για το τι θα αντίκριζε. Κηλίδες αίματος κάλυπταν αρκετή από την επιφάνεια του πατώματος, ενώ σταγόνες είχαν πιτσιλήσει τον τοίχο. Οι γροθιές του σφίχτηκαν όταν αντίκρισε κομμάτι από το ύφασμα του μανδύα της Νύμφης. Τότε την είδε. Κάτωχρη, πεσμένη στο κρύο έδαφος. Το σώμα της παρουσίαζε μία απόκοσμη δυσκαμψία. Ο Όθωνας έπεσε στα γόνατα και πήρε το χτυπημένο της κορμί στην αγκαλιά του, κλαίγοντας γοερά. Η ανάσα, ίσα που έβγαινε από τα πνευμόνια της. Γύρισε, τον κοίταξε για μία τελευταία φορά και έκλεισε τα μάτια της για πάντα.

Ο ίδιος τρομοκρατημένος, έψαξε παντού για τα δύο μωρά, εντούτοις καθώς γύρω του επικρατούσε η απόλυτη σιωπή, κατάλαβε πως όποιος είχε τραυματίσει θανάσιμα τη μητέρα, πιθανότατα είχε αφαιρέσει και τη δική τους τη ζωή. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του ξανά και ο ίδιος γονατίζοντας στο υγρό από το αίμα πάτωμα, ψιθύρισε ΄΄συγγνώμη΄΄ στον Σούλφους, για την ανικανότητά του να προστατέψει ακόμη και με την ίδια του τη ζωή την Καλντέρα. Το σώμα της αργά αργά, εξαφανίστηκε επιστρέφοντας πίσω στη Μητέρα Γη. Αυτό συνέβαινε όταν πέθαινε μία Νύμφη. Η πίστη του Όθωνα και η αφοσίωσή του στον Αφέντη του, του κόστισε ακριβά. Με την παύση των όπλων, με το καταλάγιασμα ενός καιρού που διαρκώς άλλαζε εξαιτίας της μάχης των δύο Θεών, της Άνοιξης και του Χειμώνα, τα νέα έφτασαν σε έναν Σούλφους, του οποίου οι αναμνήσεις αργά έσβηναν. Η Καλντέρα του, το μικρό του άνθος, είχε πέσει θύμα του εμφυλίου. Μπροστά σε αυτή τη δήλωση, ακόμη και ο Τζίλτα έσκυψε το κεφάλι συντετριμμένος. Ο θρήνος του Χειμώνα έφτασε να τρυπώσει και στην πιο σκληρή καρδιά, ενώ απλώθηκε σε όλο το Άβατο.

Ο Τζίλτα προκάλεσε το μαρασμό όλων των ανθέων της γης, ως ένδειξη πένθους για τον χαμό του πιο πολύτιμου άνθους του κόσμου. Για τους επόμενους μήνες, η φύση έδειχνε νεκρή. Ο Σούλφους, είχε χάσει ένα μεγάλο μέρος της μνήμης του, καθώς η κατάρα του έτρωγε την ψυχή, αφήνοντάς του μονάχα τη δίψα του για εκδίκηση. Ένα ποταπό συναίσθημα, που χαρακτηρίζει κάποτε τις ψυχές που η ζωή έχει αδικήσει. Ο θάνατος της Καλντέρα τον σημάδεψε για πάντα. Ποτέ του δεν θα ξεχνούσε και ο κόσμος θα το πλήρωνε ακριβά. Τον τρόπο τον ήξερε. Η ύπαρξη της δεύτερης διάστασης, θα του εξασφάλιζε την απόλυτη κυριαρχία επάνω στους δύο κόσμους με συνέπειες βάναυσες. Όσο για τα παιδιά του, η ασθενική του μνήμη είχε σχεδόν σβήσει τα δικά τους χνάρια. Οι Νόρμες, με τον χαμό του Παρόντος, της αγαπημένης τους αδερφής, φώλιασαν στην σκοτεινιά της φυλακής τους, αμίλητες, κλαίγοντας γοερά. Ήταν μεγάλο και δυσβάσταχτο το δράμα. Ένα δράμα που ολοκληρώθηκε με την εκδίωξη του Όθωνα και όσων πολέμησαν στο πλάι του ενάντια στον Τζίλτα, ο οποίος είχε μετατραπεί σε συνώνυμο δικαιοσύνης και ιερότητας. Ο Όθωνας και τα δύο τρίτα του λαού του, παραμορφώθηκαν, λαμβάνοντας την ίδια τιμωρία του σκοτεινού πλέον αφέντη τους. Τα ξωτικά της Σελήνης που παρέμειναν στον κόσμο του Άβατου, ήταν πλέον ελάχιστα και αποκομμένα από τον υπόλοιπο κόσμο. Κανείς δεν επιθυμούσε ιδιαίτερες επαφές μαζί τους. Εξάλλου, ήταν δημιούργημα του Σκοτεινού Σούλφους.

-----

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Ρόουεν αποφάσισε να δημιουργήσει και άλλες φυλές, δίνοντας ζωή στους πρώτους Κένταυρους. Καθώς ο ίδιος είχε έναν πολύ καλό χαρακτήρα, τον μετέδωσε και στα δημιουργήματά του. Οι Κένταυροι δημιουργήθηκαν μέσα από τη λατρεία της φύσης και των καρπών της. Μέσα από τη γλυκιά μέθη του νέκταρ των σταφυλιών, η φυλή τους γεννήθηκε περήφανη και φιλήσυχη, λατρεύοντας τον χορό και τη διασκέδαση. Το βασίλειό τους, κρυμμένο πίσω από τα μαγικά νερά των καταρρακτών του Νότου, ονομάστηκε και εκείνο Νότος. Στις καρδιές τους θα βασίλευε η ειρήνη και στον τόπο τους η ευημερία, μέχρι το μεγάλο κάλεσμα στου κόσμου τα σπλάχνα να ηχούσε.

Κατόπιν, ο Τζίλτα αποφάσισε να δημιουργήσει για επιπλέον ασφάλεια, τους φύλακες του Άβατου με υλικά από τη λάβα των ηφαιστείων. Αυτοί δεν ήταν άλλοι, από τη φυλή των δαιμόνων, τους οποίους οι άνθρωποι ονόμαζαν Μάγους της Φωτιάς και έτρεμαν την ύπαρξή τους. Ήταν πλάσματα μοχθηρά που έμοιαζαν με τους πιο ζοφερούς εφιάλτες, βγαλμένους από το πιο απόκοσμο μυαλό και είχαν ανθρωπόμορφο σώμα. Ήταν πέντε στο σύνολο και η δύναμή τους ήταν ξεχωριστή. Χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς και σαν τιμωροί των φυλών ή των πλασμάτων που είχαν διαπράξει κάποιο αδίκημα. Τα ονόματά τους αντικατόπτριζαν πλήρως την απόκοσμη φύση τους. Ήταν ο Λιμός, η Αρρώστια, ο Πόλεμος, η Πλημμύρα και ο Θάνατος και τους είχαν αφαιρέσει την ελεύθερη βούληση, ώστε να υπηρετούν απόλυτα τους τρείς Θεούς. Θρύλοι και παραμύθια δημιουργήθηκαν γύρω από την ύπαρξή τους, με τα περισσότερα από εκείνα να υποστηρίζουν, πως την επόμενη φορά που οι πέντε φύλακες θα εμφανιστούν ενωμένοι, αυτό θα σημάνει πως είχε έρθει το τέλος της εποχής του Άβατου και η αρχή ενός παγκόσμιου πολέμου.

Στον κάθε κανόνα όμως, υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Ο τελευταίος φύλακας, η Πλημμύρα, αποστάτησε, υιοθετώντας ένα δικό του όνομα, ακούγοντας πλέον στο Κίγκαν. Θεωρώντας τους Τρεις Άρχοντες ιδιαίτερα αλαζόνες και βδελύγματα τους υπολοίπους της φυλής του, συνέχισε να τους υπηρετεί σιωπηλά για ένα μικρό χρονικό διάστημα, περιμένοντας καρτερικά την κατάλληλη στιγμή για να αποδράσει και να κρυφτεί μακριά από την εκδικητική μανία του Θεού της Άνοιξης.

Ωστόσο, αυτό που κανείς σχεδόν δεν γνώριζε, ήταν πως η φυλή των δαιμόνων υπήρξε ουσιαστικά χωρισμένη στα δύο. Καθώς τη δημιουργία τους ανέλαβαν πέραν του Τζίλτα και τα άλλα δύο αδέρφια,τα υλικά διασπάστηκαν, φέρνοντας στο φως από τη μία τους άβουλους φύλακες του Άβατου και από την άλλη πέντε ακόμη μέλη μιας ξεχωριστής ομάδας, σαν αντίβαρο στη δαιμονική φύση της πρώτης. Ο Ρίβερ Σέιν τους ονόμασε Δρυίδες.

Στον δικό μας κόσμο, οι Δρυίδες θεωρήθηκαν ένα τάγμα σοφών ανθρώπων-ιερέων που προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις, με ιδιαίτερα φυσιολατρικά πιστεύω. Ωστόσο, στην περίπτωση του κόσμου του Άβατου, οι Δρυίδες ήταν μια πολύ κλειστή ομάδα Ιερέων- μάγων που ζούσε απομονωμένη από όλες τις υπόλοιπες φυλές, σε σημείο που το όνομά τους είχε γίνει συνώνυμο με πολλούς μύθους, αλλά και παραμύθια που διαβάζονταν στα παιδιά. Μάλιστα στον ένα και μοναδικό χώρο γραμμάτων και τεχνών που ονομαζόταν Δημόσια Βιβλιοθήκη και που αποτελούσε Σχολή για όλες τις Φυλές του Άβατου, υπήρχε πλήθος βιβλίων που αναφέρονταν στους Δρυίδες και τον τόσο ιδιόμορφο κύκλο τους. Μάλιστα, στα βιβλία μαγείας, αναγράφονταν και πολλές μυστικιστικές πρακτικές του Δρυιδισμού, όπως η ικανότητά τους να γίνονται αόρατοι ή να προβλέπουν τα μελλούμενα. Καθώς το όνομά τους ήταν συνυφασμένο με την ιερότητα της φύσης -η βελανιδιά ήταν το ιερό τους δέντρο- , το σύμβολό τους που ήταν κεντημένο στους λευκόχρυσους μανδύες τους, είχε την εικόνα μιας βελανιδιάς. Ωστόσο, ένα πράγμα ήταν βέβαιο, πως οι Δρυίδες ήταν ακριβοθώρητοι. Σχεδόν κανείς δεν τους είχε συναντήσει ή μιλήσει μαζί τους. Οι ίδιοι, καθώς μισούσαν το φως, ζούσαν κάτω από τις σκιές των δασών της ομίχλης, βόρεια του Βασιλείου των ανθρώπων. Ένας μύθος έλεγε, πως αν ποτέ κάποιος άνθρωπος, ξωτικό ή Κένταυρος ερχόταν σε επαφή με τους Δρυίδες, αυτό θα σήμαινε πως θα πλησίαζε το τέλος του κόσμου.

Παρά το γεγονός πως η πρώτη βασιλεία των Θεών απέκτησε αρκετά μελανά σημεία, κάνοντας την αρχική της λάμψη να μοιάζει με φλόγα που τρεμόπαιζε έτοιμη να σβήσει, η δημιουργία των φυλών προσέδωσε λίγο φως στα σκιερά γεγονότα.  Στα χρόνια  που ακολούθησαν, η φυλή των ξωτικών της Σελήνης εγκατέλειψε το βασίλειό της στους πρόποδες του Άβατου, ζώντας με την μορφή των νομάδων. Τα ξωτικά του Ήλιου από την άλλη, δημιούργησαν το πιο λαμπρό βασίλειο της ιστορίας τους που το ονόμασαν Λευκό Βασίλειο. Το όνομά του το πήρε από το λευκό μάρμαρο από το οποίο ήταν φτιαγμένο. Ο βασιλιάς του ήταν ο Έλυον ο Φωτεινός και έκτοτε, μπήκαν στο στόχαστρο του Μαύρου Θεού, ως ένας καλός τρόπος να εκδικηθεί τους τρεις Άρχοντες και κατ' επέκταση τον Τζίλτα. Εντούτοις, η ζωή στο Άβατο εξακολουθούσε να κυλά, με τον τέταρτο θρόνο όμως να παραμένει κενός.

Ετούτη, ήταν η ιστορία των πρώτων χρόνων της πιο μαγικής γης που γνώρισα ποτέ μου. Μια ιστορία ποτισμένη με αίμα άλικο και στεναγμούς πόνου. Η ζωή όμως αυτή είναι. Ορισμένες φορές σκληρή και άδικη, μα είναι στο δικό μας χέρι να χαράξουμε το μονοπάτι που επιθυμούμε. Ένα μονοπάτι που αν και κάποιες στιγμές θα φαντάζει δύσβατο, η επιλογή των σωστών συνοδοιπόρων θα εξομαλύνει και την πιο τραχιά διαδρομή.





ΤΕΛΟΣ Α ΜΕΡΟΥΣ


Ελπίζω να σας άρεσε!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top