Οι Άνθρωποι από πολύ κοντά/ part 4

Η συμφωνία ήταν πράγματι συμφωνία και κατά πώς είχα καταλάβει, στη δική του λογική, όταν κάποιος έδινε τον λόγο του, όφειλε και να τον τηρήσει. Τον κοιτούσα και στην όψη του έβλεπα ένα πλάσμα βγαλμένο από τα χωράφια της φαντασίας. Από παιδί διάβαζα παραμύθια και μάλιστα, τελευταία έκανα προσπάθεια να γράψω και κάτι δικό μου. Είχα ευχηθεί πολλές φορές να μεταμορφωνόταν ο λοφίσκος, στον οποίο είχε θέα το παράθυρό μου, σε ένα μαγικό βασίλειο που θα με έκρυβε στα σπλάχνα του. Μπροστά μου, ο Θοδωρής αφαιρούσε το σακίδιο από την πλάτη του, προσφέροντας στον παράξενο νεαρό μία δική του, ολόμαυρη φόρμα. Τα μαλλιά του τραβήχτηκαν πίσω, σε έναν σφιχτό κότσο. Τον είδα να αφαιρεί με άνεση τον ορό από το χέρι του και σιωπηλός, μας έδειξε με ένα νεύμα την πόρτα. Πρώτος, εξήλθε ο Πάνος και όταν βεβαιώθηκε πως όλα ήταν καλά, μας έκανε σήμα να τον ακολουθήσουμε. Τα βλέμματα είχαν καρφωθεί επάνω μας με περιέργεια, εντούτοις καταφέραμε να φτάσουμε στο ισόγειο, με τη θέα της εξόδου να απέχει μόλις λίγα μέτρα. Βγήκαμε βιαστικά με κατεύθυνση το χώρο στάθμευσης, ενώ ο Μιχαήλ ψαχούλευε με νευρικότητα τα κλειδιά του αυτοκινήτου.

«Οδηγείς;» τον ρώτησα με μάτια γουρλωμένα.

«Αν με ρωτάς για άδεια, η απάντηση είναι αρνητική»

«Και πώς θα...;» ετοιμάστηκα να διαμαρτυρηθώ, καθώς πάντοτε ήμουν της τάξης και της ηθικής και αυτή τη στιγμή είχα αναστατωθεί.

«Σκοπεύουμε να το λύσουμε εδώ αυτό;» με γλυκοκοίταξε με νόημα ο φίλος μου.

«Θα ήθελα τα ρούχα μου»

Η ανδρική φωνή του κοκκινομάλλη νεαρού, είχε μία χροιά γλυκιά και ήρεμη, όταν ο ίδιος αισθανόταν πως δεν απειλούταν άμεσα η ζωή του.

«Aδύνατον! Θα τραβήξουμε όλα τα βλέμματα πάνω μας» τον απέτρεψα ειδοποιώντας ταυτόχρονα τον Πάνο να τρέξει αμέσως.

Λίγη ώρα αργότερα μαζί με τον Θοδωρή, έφτασαν τρέχοντας, ειδοποιώντας μας πως το προσωπικό είχε κιόλας αντιληφθεί την απουσία του Ορλάντο και τον αναζητούσε. Το βλέμμα όλων έπεσε στον Μιχαήλ και στο μικρό αυτοκίνητο που προσπαθούσε να οδηγήσει δίχως άδεια.

«Είναι το αμάξι του πατέρα μου και δεν θέλω σχόλια» είπε βιαστικά, έχοντας διαβάσει τη σκέψη μας.

Χωρίς να ειπωθεί δεύτερη κουβέντα, στριμωχτήκαμε όλοι, καλύπτοντας τον Ορλάντο, ο οποίος φαινόταν να πονά αρκετά, αν παρατηρούσε κανείς τις γκριμάτσες στο πρόσωπό του.

«Θα πάμε στη γιαγιά μου» μας ανακοίνωσε ο Παναγιώτης. «Λείπει εξάλλου και το σπίτι θα είναι στη διάθεσή μας».

O Μιχαήλ τον κοίταξε διστακτικά, μέσα από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου. Αντιλαμβανόμουν, πως η διαίσθησή του, του έλεγε πως ο φίλος του κρατούσε καλά κρυμμένο ένα επτασφράγιστο μυστικό.

Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής για το σπίτι, ο Ορλάντο παρέμενε σιωπηλός, έχοντας καθίσει στην πίσω μεριά του αυτοκινήτου και τοποθετήσει το χέρι του κοντά στο στέρνο του. Φαινόταν τρομερά αγχωμένος. Το καταλάβαινα από την ένταση που ελλόχευε σε κάθε σημείο του κορμιού του. Τις στιγμές που μπορούσε, χάζευε το περιβάλλον και τον κόσμο γύρω του, δείχνοντας ταυτόχρονα κουρασμένος, αλλά και έκπληκτος. Ήταν αμήχανος, εξαιτίας της τεράστιας αλλαγής του περιβάλλοντος, παρόλο που δεν είχα ιδέα από πού προερχόταν. Ώρες-ώρες, άφηνε να του ξεφύγουν σιγανά επιφωνήματα έκπληξης, ανάλογα με τις εικόνες που κατέκλυζαν το οπτικό του πεδίο.

«Πώς νιώθεις;» τον ρώτησα

«Δεν θα ήταν πρέπον να απαντήσω με μία λέξη αρνητικής σημασίας. Ένας πολεμιστής και πρίγκιπας σαν εμένα, δεν θα το έκανε ποτέ. Παρόλα αυτά, αισθάνομαι χαμένος»

«Πολεμιστής;» τον ρώτησα σχετικά χαμηλόφωνα, ενώ ταυτόχρονα το βλέμμα μου όργωνε την εμφάνισή του για να σταματήσει στα αφτιά του «Συγγνώμη, μπορώ να...» ρώτησα αμήχανα και τον είδα να με κοιτάζει ελαφρώς ψυχρά.

«Τι είπε μόλις αυτός;» πετάχτηκε και ο Μιχαήλ που είχε στην κυριολεξία σφιχταγκαλιάσει το τιμόνι, σε σημείο να ασπρίσουν οι αρθρώσεις του.

«Πως είναι πρίγκιπας» απάντησε κοφτά ο Θοδωρής.

«Να πάω προς Δαφνί;»

«Μπορείτε να σταματήσετε;»

Ο Παναγιώτης φαινόταν νευρικός, ενώ ο Ορλάντο κάγχασε ειρωνικά.

«Ξέρω τι σκέφτεστε. Ότι και οι άλλοι. Πως είμαι τρελός»

«Σε καμία περίπτωση...» προσπάθησα να δικαιολογηθώ.

«Νομίζω πως δεν μου λες την αλήθεια» στράφηκε ξανά προς το παράθυρο με μία απαξιωτική κίνηση. Να πάρει! Το αφτί του ήταν μάλλον φυσικό. Αν όχι, τότε είχαμε μπλέξει πολύ άσχημα.

---------------------------

Το σπίτι της γιαγιάς του Παναγιώτη, βρισκόταν λίγα μόλις στενά πιο κάτω από εκείνο του πατέρα του και ήταν και αυτό μία μικρή μονοκατοικία από τις ελάχιστες που είχαν απομείνει να στολίζουν τη γειτονιά. Η μπροστινή της όψη, με τη μικρή της αυλίτσα και τα μυρωδάτα ολοκίτρινα λεμόνια που κρέμονταν από τα ανθισμένα δέντρα, έπλεκαν μία ιστορία από τα παλιά. Μία ιστορία που αφηγούνταν σιγανά τα παιχνίδια στις γειτονιές και τις σφιχτές σχέσεις των γειτόνων, σε μία Νέα Σμύρνη αλλιώτικη. Ήταν σκοτεινό όταν μπήκαμε, σημάδι πως εκείνη απουσίαζε, δίνοντάς μας τον χρόνο να επεξεργαστούμε όλα τα δεδομένα του τελευταίου εικοσιτετράωρου. Εγώ με τον Μιχαήλ και τον Θοδωρή αποχωρήσαμε για λίγο, αφήνοντας μόνους τον Ορλάντο και τον Παναγιώτη. Ο ξένος, κάρφωσε στιγμιαία το βλέμμα του στον νεαρό κάνοντάς τον να πισωπατήσει ξαφνιασμένα.

«Τι νομίζεις πως κάνεις;» τόνισε κοφτά ο Παναγιώτης βαστώντας το κεφάλι του.

Ο Ορλάντο απέσυρε αμέσως το διαπεραστικό του βλέμμα από πάνω του. Η ματιά του έμοιαζε να φανερώνει τρόμο και οργή.

«Η ιστορία σου και η ζωή σου κρύβουν πόνο ξένε» του είπε ελαφρώς προβληματισμένα.

«Δεν γνωρίζω ειλικρινά τι έκανες, ή πώς, ωστόσο δεν σου επιτρέπω να εισβάλλεις με τόσο θράσος στην προσωπική μου ζωή και σκέψη.

«Λυπάμαι, μα δεν είχα επιλογή. Δεν σας γνωρίζω, μήτε εσάς, μήτε τις προθέσεις σας»

«Πώς το έκανες αυτό;» άκουσα τον Παναγιώτη να ψιθυρίζει λαχανιασμένος «Δεν είναι ανθρώπινο»

«Με συγχωρείς» του απάντησε ντροπιασμένος «Δεν είχα σκοπό να φανώ αδιάκριτος, απλώς επέλεξα έναν τρόπο για να σε μάθω, δίχως να σου θέσω ερωτήσεις. Είμαι ξωτικό στη φύση και αυτό μου δίνει κάποτε πρόσβαση στην ψυχή των άλλων. Εκτός από την πρόθεση, κατάλαβα πως η ψυχή σου ήταν πονεμένη και ήθελα να δω αν θα μπορούσα να σου προσφέρω την οποιαδήποτε βοήθεια»

Τότε ο Παναγιώτης μα μάτια σχεδόν βουρκωμένα, στράφηκε προς την μεριά του σφίγγοντας τα δόντια του.

« Δεν χρειάζομαι τη βοήθεια κανενός» Μας κοίταξε έπειτα πληγωμένος. Ήξερε πως μας στεναχωρούσε, ήξερε πως ήμασταν πάντοτε εκεί για εκείνον και θα συνεχίζαμε να το κάνουμε. «Με συγχωρείτε. Πάω να πιώ ένα ποτήρι νερό. Θα ήθελε κάποιος;»

«Εγώ λίγο» του ζήτησε ο Ορλάντο δίχως να τον κοιτάζει στα μάτια.

Δεν ήξερα πού έπρεπε να στρέψω την προσοχή μου. Αγαπούσα πολύ τον Πάνο και είχα καταλάβει πως δεχόταν ενδοοικογενειακή βία. Ήθελα να καταγγείλω τον πατέρα του ανώνυμα, μα είχα φοβηθεί μήπως του δημιουργούσα επιπλέον προβλήματα. Ήμουν απλώς ανακουφισμένη που είχε μετακομίσει στη γιαγιά του, μήπως και κατόρθωνε να συγκεντρωθεί για να περάσει σε ένα Πανεπιστήμιο. Τις σκέψεις μου ωστόσο, διέκοψε η φωνή του Μιχαήλ που εξωτερίκευε τους πιο ισχυρούς του φόβους.

«Τι είπες πριν ότι...είσαι;» ρώτησε απευθυνόμενος στον Ορλάντο.

Για πρώτη φορά σχηματίστηκε ένα αχνό χαμόγελο στο πρόσωπό του, που έκανε τα χαρακτηριστικά του να λάμπουν όμορφα.

«Είμαι ξωτικό και εσύ, αν δεν κάνω λάθος, ανήκεις στην ανθρώπινη φυλή» του απάντησε σχετικά κοφτά με μία όμως υποψία χαμόγελου.

«Ώστε είναι αλήθεια τελικά;» έσπασε τη σιωπή ο Παναγιώτης που είχε επιστρέψει «Είσαι εξωγήινος, καθώς μπόρεσες να διαβάσεις το μυαλό μου και επιπλέον η όψη σου, αν και τόσο κοντά στη δική μας, έχει μία ιδιόμορφη τελειότητα».

«Ζω απλά σε μία παράλληλη γη, όχι σε άλλον πλανήτη. Σαν να κοιτάς από την πίσω μεριά ενός καθρέπτη. Βλέπεις το είδωλό σου σε δύο πλευρές. Έτσι είναι και οι κόσμοι μας. Μπορεί τώρα να περπατάς εδώ και σε λίγο, στην ίδια παράλληλη Γη, με διαφορετική όψη, παραμυθένια δάση και ξακουστά βασίλεια. Έτσι νομίζω πως βρέθηκα εδώ αλλιώς, δεν μπορώ ούτε εγώ να το εξηγήσω αυτό»

«Και τα ξωτικά....είναι κακά;»

Η ερώτηση από την πλευρά του Μιχαήλ είχε την χροιά του επιθανάτιου ρόγχου.

«Εξαρτάται από το αν θα τα ενοχλήσεις» μειδίασε ξανά ο Ορλάντο «Δεν είμαι κακός, απλώς έχω τραυματιστεί και ο πόνος με κάνει ακόμη πιο δύστροπο. Για την ακρίβεια, πριν να με βρει ο φίλος σας, έδινα μία μάχη στον κόσμο μου, ο εχθρός με είχε εγκλωβίσει και όταν έπεσα από το σημείο που βρισκόμουν, μάλλον βρέθηκα σε μία άλλη διάσταση»

«Έχω την εντύπωση πως γνωρίζω την απάντηση σε όλα αυτά και μάλιστα βρίσκεται στα χέρια μου. Τα κλειδιά του αστεροσκοπείου. Εκείνο το φαινόμενο που είδαμε στον ουρανό, θυμάστε;» η ερώτηση του Θοδωρή ήταν και το κομμάτι του παζλ που έλειπε. Όλοι γνέψαμε καταφατικά «Εκεί θα βρούμε την απάντηση τότε. Ίσως ο Ορλάντο να μπορέσει να μας βοηθήσει, να εξηγήσει τι συμβαίνει»

____

Η διαδρομή μέχρι το Αστεροσκοπείο, ήταν πάντοτε όμορφη. Παρατηρούσα τον παράξενο νεαρό να στέκεται και να κοιτάζει με τρόμο τον ηλεκτρικό, καθώς μας πλησίαζε. Όλοι έμοιαζαν καινούργια, ωστόσο κατά πώς φαινόταν, ο ίδιος απεχθανόταν τους δυνατούς θορύβους. Τις ελάχιστες στιγμές που το πρόσωπό του φωτιζόταν, η ομορφιά του αλλόκοσμα άνθιζε. Δεν είχα δει ποτέ ξανά ένα πλάσμα σαν εκείνον. Ήθελα να τον ρωτήσω τα πάντα, μα θα άφηνα για λίγο τον χρόνο να κυλήσει αναγνωρίζοντας πως κάτι τέτοιο πιθανότατα να του προκαλούσε δυσφορία.

Η αίθουσα των παρατηρήσεων, παρέμενε σκοτεινή. Ο Θοδωρής καθώς είχε επισκεφτεί ετούτον τον τόπο αρκετές φορές, ήξερε πολύ καλά τον τρόπο με τον οποίο θα αποκάλυπτε το τηλεσκόπιο. Καθώς ο θόλος υποχωρούσε, τη θέση του πήρε ο έναστρος ουρανός. Ο Θοδωρής κοιτούσε πολύ προσεκτικά, εντούτοις δεν υπήρχε ίχνος ύποπτης δραστηριότητας.

«Περίμενε ώσπου η σελήνη να φτάσει στο μέσον του ουρανού και να ρίξει κάθετα το φως της» ακούστηκε η φωνή του Ορλάντο.

«Αυτό τώρα από πού προέκυψε;» διερωτήθηκε ο Μιχαήλ.

Πράγματι, έπειτα από μία ώρα και δίχως την ανάγκη της χρήσης του τηλεσκοπίου, μία λάμψη φάνηκε στον ουρανό, σαν ρήγμα, που γινόταν όλο και πιο έντονη. Ο Ορλάντο άπλωσε το χέρι του σαν να ήθελε να φτάσει τη διαστημική άβυσσο. Ήταν αδύνατο. Το Άβατο, όπως μάθαμε για την ονομασία του τόπου του, στην ουσία ήταν ορατό από έναν κόσμο άγνωστο, επικίνδυνο. Η μαγεία του ήταν εκτεθειμένη.

«Είσαι καλά;» τον ρώτησα ταραγμένη βλέποντας τις γκριμάτσες που σχηματίζονταν στο πρόσωπό του..

« Η Πύλη αφήνει πάντοτε σημάδια. Σημάδια που δείχνουν πως κάποιος την διάβηκε. Έχω ακούσει τον πατέρα μου να μονολογεί το ξόρκι της εμφάνισής της, μα αυτό που φοβάμαι περισσότερο, είναι εκείνος που πιθανότατα να έχει έρθει για εμένα»

Ο Μιχαήλ στο άκουσμα αυτών των ειδεχθών λέξεων, ένιωσε την κρίση πανικού να του χτυπά την πόρτα.

«Ποιος ήρθε; Ακόμη ένας που σου μοιάζει;» τον ρώτησε τρέμοντας για την απάντηση που θα λάμβανε.

Ο Ορλάντο σηκώθηκε με κόπο και τον κοίταξε.

«Κάποιος που αν δεν αφανίσει και τους δύο κόσμους δε θα νιώσει ποτέ του δικαίωση. Η όψη του είναι απόκοσμη και από την ψυχή του στάζει μαύρο αίμα. Δεν θα τον σταματήσει κανένας και εγώ εδώ δεν έχω συμμάχους»

«Μήπως θα ήταν φρονιμότερο να επιστρέψεις στον τόπο σου για να σε ακολουθήσει πίσω; Μπορεί ας πούμε εσένα, να θέλει να σε σκοτώσει λίγο περισσότερο από ότι εμάς που δεν μας γνωρίζει κιόλας» του απάντησε ο Μιχαήλ λουσμένος στον ιδρώτα, υποθέτοντας πως η λύση που πρότεινε διακατεχόταν από λογική.

Το ξωτικό τον κοίταξε με απόγνωση.

«Άνθρωποι. Σαφώς και θα κοιτούσατε το συμφέρον σας» μονολόγησε.

Δευτερόλεπτα σιωπής διαδέχτηκαν την τελευταία κουβέντα του Ορλάντο, όταν επιτέλους ο Θοδωρής πήρε τον λόγο.

«Πως ακριβώς ξεκίνησαν όλα; Με ποια αφορμή; Μας μίλησες για μία μάχη πριν λίγο στην οποία τραυματίστηκες» τον ρώτησε με έκδηλο ενδιαφέρον..

«Η γη που ζούμε έχει πολλές διαστάσεις κατά πώς φάνηκε. Κάθε μία αποτελείται από τη δική της ιστορία και τα δικά της πλάσματα. Η δική μας διοικούταν από τις αρχές του χρόνου, από τέσσερις Άρχοντες, καθένας από τους οποίους συνόδευε και μία εποχή. Όλοι τους σοφοί και καλόκαρδοι. Μολαταύτα, με το πέρασμα των χρόνων και των αιώνων, καθώς και τη δημιουργία της ανθρώπινης φυλής και εκείνης των αρχαίων ξωτικών, ο Άρχοντας του Χειμώνα, εγκατέλειψε τα αδέρφια του θέλοντας να ζήσει μία ζωή όπως εκείνος την ονειρευόταν πλάι στη γυναίκα του την Καλντέρα. Μερικές φορές όμως, η ζωή μας φέρνει εμπόδια και αναποδιές. Η γυναίκα του έχασε τη ζωή της, καθώς δολοφονήθηκε όπως δείχνει η ιστορία, το ίδιο και τα δίδυμα παιδιά του. Από τότε, η καρδιά του μαράθηκε, σκλήρυνε και άδειασε από καλοσύνη. Την λαμπρότητα του αδερφού του, του Άρχοντα της Άνοιξης, θέλησε να σβήσει, με τον αποδεκατισμό της φυλής μου, καθώς είμαστε δημιουργήματα δικά του. Η διεφθαρμένη του πια ψυχή που αποζητά εκδίκηση, θα τον οδηγήσει σύντομα εδώ. Δεν θα σταματήσει αν δεν αφανίσει το ανθρώπινο γένος αυτής της διάστασης. Ωστόσο, θεωρώ πως ο κόσμος σας κρύβει κάποιο επιπλέον μυστικό. Αυτό ακριβώς ψάχνει και μπορεί να υιοθετήσει την οποιαδήποτε μορφή προκειμένου για να το ανακαλύψει» τελείωσε το ξωτικό με εμάς να τον κοιτάζουμε παγωμένοι.

«Πέρασε πολλά» του απάντησε ο Παναγιώτης κερδίζοντας την προσοχή του «Έχασε την οικογένειά του και ό,τι αγαπούσε. Έχασε τα πάντα....Εγώ τον καταλαβαίνω»

«Το ξέρω» του απάντησε ο Ορλάντο «Αναζήτησα όσο μπορούσα την αλήθεια, μα ποτέ δεν έφτασα κοντά. Πλάσματα που έζησαν τα παλαιά, τα πρώτα χρόνια, γνωρίζουν πως ο Σούλφους, ο Χειμώνας, υπήρξε ιδιαίτερος, είχε καλοσύνη. Στο σήμερα ωστόσο, όλο αυτό έσβησε και απέμεινε το κενό. Εμείς δεν φέρουμε ευθύνη για όσα συνέβησαν τότε. Από τη στιγμή που στρέφεται εναντίον μας, τότε θα το ανταποδώσουμε αν θέλουμε να επιβιώσουμε»

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top